Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός μυλωνάς που είχε μια όμορφη κόρη. Κάποια φορά έτυχε να βρεθεί μπροστά στο βασιλιά κι όπως μιλούσαν, για να τον εντυπωσιάσει, είπε: «Η κόρη μου μπορεί να γνέσει τ’ άχυρο σε χρυσό.»
Ο βασιλιάς είπε στο μυλωνά: «Αυτή είναι πράγματι μια θαυμαστή τέχνη. Αν η κόρη σου είναι όντως τόσο επιδέξια όσο λες, θα την φέρεις αύριο στο παλάτι, να μου αποδείξεις του λόγου το αληθές».
Όταν το κορίτσι έφτασε στο παλάτι, την οδήγησε σε ένα δωμάτιο γεμάτο μέχρι το ταβάνι μ’ άχυρο. Της έδωσε ένα ροδάνι και μια ρόκα και της είπε: «Μπορείς να ξεκινήσεις τώρα. Γνέσε όλη τη νύχτα κι αν μέχρι το πρωί δεν έχεις μετατρέψει το άχυρο σε χρυσό θα πεθάνεις.» Κι έπειτα κλείδωσε το δωμάτιο κι εκείνη έμεινε μονάχη.
Η κακομοίρα η κόρη του μυλωνά κάθισε και παρόλο που παιζόταν η ίδια η ζωή της, δεν μπορούσε να βρει λύση. Δεν είχε ιδέα πως γνέθει κανείς το άχυρο σε χρυσό. Όσο πέρναγε η ώρα την πλάκωνε ο φόβος και στο τέλος έβαλε τα κλάματα.
Και ξαφνικά άνοιξε η πόρτα. Μπήκε στο δωμάτιο ένα ανθρωπάκι και της είπε: «Καλησπέρα, Μυλωνοπούλα, γιατί κλαις έτσι;»
«Αχ», απάντησε το κορίτσι, «υποτίθεται ότι γνωρίζω να γνέθω το άχυρο σε χρυσό, αλλά εγώ δεν έχω ιδέα πως γίνεται κάτι τέτοιο»
Το ανθρωπάκι της είπε: «Τί θα μου δώσεις αν το γνέσω εγώ για σένα;»
«Το περιδέραιό μου», αποκρίθηκε το κορίτσι.
Το ανθρωπάκι πήρε το περιδέραιο, κάθισε μπροστά στο ροδάνι και φουρ, φουρ, φουρ το γύρισε τρεις φορές και γέμισε ένα αδράχτι. Μετά πήρε άλλη και φουρ, φουρ, φουρ γύρισε τρεις φορές το ροδάνι και γέμισε καιτο δεύτερο αδράχτι. Κι έτσι συνέχισε μέχρι το πρωί, γνέθοντας όλο το άχυρο σε χρυσό.
Με την αυγή ήρθε ο βασιλιάς κι όταν είδε το χρυσό έμεινε έκπληκτος και χάρηκε, αλλά αντί να ικανοποιηθεί, η καρδιά του πλημμύρισε από απληστία για περισσότερο χρυσό. Πήρε την κόρη του μυλωνά σε ένα δεύτερο δωμάτιο, γεμάτο κι αυτό με άχυρο. Ήταν μεγαλύτερο από το πρώτο και της ζήτησε να γνέσει όλη νύχτα αν αγαπά τη ζωή της.
Το κορίτσι μη ξέροντας τι να κάνει έβαλε τα κλάματα. Και για άλλη μια φορά, άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε το ανθρωπάκι. Της είπε: «Τί θα μου δώσεις για να γνέσω τ’ άχυρο σε χρυσό στη θέση σου;»
«Το δαχτυλίδι που φορώ στο δάχτυλό μου», αποκρίθηκε το κορίτσι.
Το ανθρωπάκι πήρε το δαχτυλίδι και για άλλη μια φορά άρχισε γνέθει και το ροδάνι βούιζε στριφογυρίζοντας. Μέχρι το πρωί, όλο το άχυρο είχε μετατραπεί σε αστραφτερό χρυσό. Μόλις τον είδε, ο βασιλιάς χάρηκε ακόμα περισσότερο, αλλά εξακολουθούσε να διψά για χρυσάφι. Πήρε την κόρη του μυλωνά σε ένα ακόμα πιο μεγάλο δωμάτιο από το προηγούμενο γεμάτο άχυρο και της είπε: «Σήμερα θα το γνέσεις κι αυτό. Και αν τα καταφέρεις θα σε κάνω γυναίκα μου.» Και μέσα του σκεφτόταν, πως ακόμα κι αν είναι μια κόρη μυλωνά, σίγουρα δεν θα βρει πιο πλούσια σύζυγο σε ολόκληρο τον κόσμο.
Όταν το κορίτσι έμεινε μόνο, το ανθρωπάκι επέστρεψε για τρίτη φορά. Είπε: «Τί θα μου δώσεις για γνέσω τ’ άχυρο σε χρυσό αυτή τη φορά;»
«Δεν έχω τίποτε πλέον να σου δώσω», απάντησε το κορίτσι.
«Τότε να μου υποσχεθείς ότι μόλις γίνεις βασίλισσα, θα μου δώσεις το πρώτο σου παιδί»
«Ποιός ξέρει τι μπορεί να συμβεί», σκέφτηκε η κόρη του μυλωνά και μη ξέροντας τι άλλο να κάνει, υποσχέθηκε στο ανθρωπάκι ότι θα του δώσει αυτό που της ζήτησε. Και γι’ αντάλλαγμα αυτό έγνεσε το άχυρο σε χρυσό.
Όταν το πρωί ήρθε ο βασιλιάς και βρήκε το χρυσό που επιθυμούσε, την παντρεύτηκε κι έτσι η όμορφη κόρη του μυλωνά έγινε βασίλισσα.
Ένα χρόνο αργότερα έφερε στον κόσμο ένα παιδί. Είχε ξεχάσει το ανθρωπάκι, όταν εκείνο εμφανίστηκε στο δωμάτιό της και της είπε: «Δώσε μου τώρα αυτό που υποσχέθηκες».
Η βασίλισσα φοβήθηκε πολύ και πρόσφερε στο ανθρωπάκι ότι είχε και δεν είχε (και δεν είχε – πλέον – λίγα), αρκεί να της επιτρέψει να κρατήσει το παιδί, αλλά αυτό της είπε: «Όχι. Ούτε όλος ο χρυσός του κόσμου δεν μπορεί να αντικαταστήσει μία ψυχή».
Τότε η βασίλισσα άρχισε να θρηνεί κι έκλαιγε τόσο που το ανθρωπάκι τη λυπήθηκε και της πρότεινε: «Θα σου δώσω τρεις μέρες. Αν βρεις πως με λένε, θα κρατήσεις το παιδί σου».
Η κόρη του μυλωνά πέρασε όλη τη νύχτα σκεφτόμενη όλα τα ονόματα που είχε ακούσει ποτέ της. Την άλλη μέρα έστειλε έναν αγγελιοφόρο να περιδιαβεί το βασίλειο από τη μία άκρη στην άλλη και να μάθει όλα τα ονόματα που είχαν ποτέ ακούσει οι υπήκοοί του. Όταν το ανθρωπάκι επέστρεψε αργότερα την ίδια μέρα, άρχισε να του λέει διαφορετικά ονόματα, όπως Κάσπαρ, Μελχιόρ, Μπάλζερ και από το ένα στο άλλο του ανέφερε κάθε όνομα που γνώριζε. Και κάθε φορά, μετά από κάθε όνομα, το ανθρωπάκι της έλεγε: «Αυτό δεν είναι τ’ όνομά μου.»
Τη δεύτερη μέρα, ζήτησε να μάθει τα ονόματα όλων των γειτόνων (μήπως και είχε ξεχάσει κάποιο!). Κι όταν ήρθε το ανθρωπάκι διάλεξε τα πιο ασυνήθιστα, τα πιο παράξενα: «Είναι το όνομά σου Μπέαστριμπ; Μην είναι Μούτονκαλφ; Ή μήπως Λεγκστρινγκ;»

https://www.youtube.com/watch?v=Xc-DzDBaQ24 (το παραμύθι σε ταινία 1987)
Αλλά αυτό, κάθε φορά απαντούσε: «Αυτό δεν είναι τ’ όνομά μου.»
Την τρίτη μέρα ο αγγελιοφόρος επέστρεψε και της είπε: «Δεν μπόρεσα να βρω ούτε ένα καινούργιο όνομα, αλλά καθώς βρισκόμουν στην άκρη του δάσους και πλησίαζα ένα ψηλό βουνό, εκεί η αλεπού συναντά το λαγό και τον καληνυχτίζει, είδα ένα μικρό σπίτι. Μπροστά στο σπίτι έκαιγε μια φωτιά κι ένα πραγματικά αστείο ανθρωπάκι χοροπηδούσε γύρω της, πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο και τραγουδούσε:
Να ψήσω κάτι σήμερα κι αύριο να μαγειρέψω
κι έπειτα της βασίλισσας το γιο να τον μαζέψω
και τι καλά, αχ τι καλά, που δεν μπορεί
το όνομά μου, Ρουμπελστίλτσκιν, να το βρει!
Μπορείτε να φανταστείτε πόσο χάρηκε η βασίλισσα όταν άκουσε το όνομα. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το ανθρωπάκι ήρθε ξανά και τη ρώτησε: «Λοιπόν, Κυρα-Βασίλισσα, πώς με λένε;»
Στην αρχή το ρώτησε, «λέγεσαι Κουντς;»
«Όχι.»
«Είναι το όνομά σου Χάιντς;»
«Όχι.»
«Μήπως σε λένε Ρουμπελστίλτσκιν;»
«Ο ίδιος ο διάβολος πρέπει στο μαρτύρησε! Ο ίδιος!», φώναξε το ανθρωπάκι και από το θυμό του χτύπησε το δεξί του πόδι στο δάπεδο με τόση δύναμη, που βούλιαξε μεμιάς μέχρι τη μέση. Ε, και τότε κίνησε με τ’ αριστερό να φύγει προς την άλλη πλευρά κι από τη βιάση του σχίστηκε στα δύο (και ποτέ κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτό).
Πηγή: http://www.pitt.edu/~dash/grimm055.html
https://mythoplasieskiafigiseis.wordpress.com