«By the moon» του Chris Hiedeman
Κάποτε, πριν πολύ πολύ καιρό, οι μέρες ήταν κρύες κι ο χειμώνας πλησίαζε γοργά. Και όλα τα πουλιά πέταξαν μακρυά στο ζεστό νότο, περιμένοντας να επιστρέψει η άνοιξη. Ένα μικρό πουλί όμως, είχε σπασμένη φτερούγα και δεν μπορούσε να πετάξει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Κοίταξε τριγύρω του, αναζητώντας ένα μέρος να το κρατήσει ζεστό. Αλλά δεν είδε τίποτε πέρα από τα δέντρα του μεγάλου δάσους.
«Ίσως τα δέντρα δεχτούν να με κρατήσουν ζεστό κατά τη διάρκεια του χειμώνα», είπε.
Έτσι προχώρησε μέχρι την άκρη του δάσους, χοροπηδώντας και φτερουγίζοντας όσο καλύτερα μπορούσε με τη σπασμένη του φτερούγα. Το πρώτο δέντρο ήταν μια λεπτόκορμη ασήμοχρωμη σημύδα.
«Όμορφη σημύδα», είπε το πουλί, «θα μου επιτρέψεις να κουρνιάσω στα ζεστά κλαδιά σου μέχρι να έρθει η άνοιξη;»
«Όμορφη σημύδα», είπε το πουλί, «θα μου επιτρέψεις να κουρνιάσω στα ζεστά κλαδιά σου μέχρι να έρθει η άνοιξη;»
«Αγαπητέ μου», είπε η σημύδα «τι είναι αυτό που ζητάς! ´Εχω να φροντίσω τα φύλλα μου κατά τη διάρκεια του χειμώνα – αυτό μου αρκεί. Φύγε μακρυά από δω.»
Το μικρό πουλί χοροπήδησε και φτερούγισε όσο καλύτερα μπορούσε με τη σπασμένη του φτερούγα, μέχρι που έφτασε στο επόμενο δέντρο. Ήταν μια θαυμαστή, μεγάλη βελανιδιά.
«Ω μεγάλη βελανιδιά », είπε το μικρό πουλί «θα μου επιτρέψεις να σταθώ στα ζεστά κλαδιά σου μέχρι να έρθει η άνοιξη;»
«Αγαπητέ μου», είπε η βελανιδιά, «είναι πράγματα αυτά που ζητάς; Αν σταθείς στα κλαδιά μου όλο το χειμώνα, θα μου φας τα βελανίδια. Φύγε μακρυά από δω.»
Έτσι το μικρό πουλί χοροπήδησε και φτερούγισε με τη σπασμένη φτερούγα του όσο καλύτερα μπορούσε μέχρι που έφτασε σε μια ιτιά στην όχθη του ρέμματος.
«Αχ όμορφη ιτιά», είπε το μικρό πουλί, «θα μου επιτρέψεις να κάτσω στα ζεστά κλαδιά σου μέχρι να έρθει η άνοιξη;»
«Ε, όχι!», είπε η ιτιά, «εγώ δε μιλώ με ξένους. Φύγε μακρυά.»
Το καημένο μικρό πουλί δεν ήξερε πια που να πάει. Όμως προχώρησε παρακάτω, χοροπηδώντας και φτερουγίζοντας με τη σπασμένη φτερούγα του όσο καλύτερα μπορούσε. Εκείνη τη στιγμή το πρόσεξε ένα έλατο και του ‘πε: «Πού πας μικρό πουλί;»
«Ούτε κι εγώ γνωρίζω», είπε το πουλί. «Τα δέντρα δε δέχονται να με φιλοξενήσουν και η φτερούγα μου είναι σπασμένη και δεν μπορώ να πετάξω.»
«Μπορείς να ζήσεις σε ένα από τα κλαδιά μου», είπε το έλατο. «Ορίστε, αυτό είναι το πιο ζεστό.»
«Μπορώ να μείνω όλο το χειμώνα;»
«Ναι», είπε το έλατο. «Θα μου άρεσε να σε έχω παρέα.»
Μόλις το πεύκο που στεκόταν δίπλα στο έλατο είδε το μικρό πουλί να χοροπηδά και να φτερουγίζει με τη σπασμένη φτερούγα του όσο καλύτερα μπορούσε, του είπε: «Τα κλαδιά μου δεν είναι πολύ ζεστά, αλλά μπορώ να σε προστατέψω από τον άνεμο, γιατί είμαι μεγάλο και δυνατό.»
Έτσι το μικρό πουλί φτερούγισε (όσο καλύτερα μπορούσε) μέχρι το πιο ζεστό κλαδί του ελάτου και το πεύκο κράτησε τον άνεμο μακρυά από τη φωλιά του και όταν ο κέδρος είδε τι συνέβαινε, είπε ότι αυτός θα προσφέρει στο μικρό πουλί κάτι να τρώει κατά τη διάρκεια του χειμώνα – τους καρπούς των κλαδιών του. Τα κεδρόμηλα είναι μια πολύ καλή τροφή για τα μικρά πουλιά..
Το μικρό πουλί ένιωθε άνετα μέσα στη φωλιά του, προστατευμένο από τον άνεμο κι έχοντας ένα σωρό κεδρόμηλα για φαγητό.
Το μικρό πουλί χοροπήδησε και φτερούγισε όσο καλύτερα μπορούσε με τη σπασμένη του φτερούγα, μέχρι που έφτασε στο επόμενο δέντρο. Ήταν μια θαυμαστή, μεγάλη βελανιδιά.
«Ω μεγάλη βελανιδιά », είπε το μικρό πουλί «θα μου επιτρέψεις να σταθώ στα ζεστά κλαδιά σου μέχρι να έρθει η άνοιξη;»
«Αγαπητέ μου», είπε η βελανιδιά, «είναι πράγματα αυτά που ζητάς; Αν σταθείς στα κλαδιά μου όλο το χειμώνα, θα μου φας τα βελανίδια. Φύγε μακρυά από δω.»
Έτσι το μικρό πουλί χοροπήδησε και φτερούγισε με τη σπασμένη φτερούγα του όσο καλύτερα μπορούσε μέχρι που έφτασε σε μια ιτιά στην όχθη του ρέμματος.
«Αχ όμορφη ιτιά», είπε το μικρό πουλί, «θα μου επιτρέψεις να κάτσω στα ζεστά κλαδιά σου μέχρι να έρθει η άνοιξη;»
«Ε, όχι!», είπε η ιτιά, «εγώ δε μιλώ με ξένους. Φύγε μακρυά.»
Το καημένο μικρό πουλί δεν ήξερε πια που να πάει. Όμως προχώρησε παρακάτω, χοροπηδώντας και φτερουγίζοντας με τη σπασμένη φτερούγα του όσο καλύτερα μπορούσε. Εκείνη τη στιγμή το πρόσεξε ένα έλατο και του ‘πε: «Πού πας μικρό πουλί;»
«Ούτε κι εγώ γνωρίζω», είπε το πουλί. «Τα δέντρα δε δέχονται να με φιλοξενήσουν και η φτερούγα μου είναι σπασμένη και δεν μπορώ να πετάξω.»
«Μπορείς να ζήσεις σε ένα από τα κλαδιά μου», είπε το έλατο. «Ορίστε, αυτό είναι το πιο ζεστό.»
«Μπορώ να μείνω όλο το χειμώνα;»
«Ναι», είπε το έλατο. «Θα μου άρεσε να σε έχω παρέα.»
Μόλις το πεύκο που στεκόταν δίπλα στο έλατο είδε το μικρό πουλί να χοροπηδά και να φτερουγίζει με τη σπασμένη φτερούγα του όσο καλύτερα μπορούσε, του είπε: «Τα κλαδιά μου δεν είναι πολύ ζεστά, αλλά μπορώ να σε προστατέψω από τον άνεμο, γιατί είμαι μεγάλο και δυνατό.»
Έτσι το μικρό πουλί φτερούγισε (όσο καλύτερα μπορούσε) μέχρι το πιο ζεστό κλαδί του ελάτου και το πεύκο κράτησε τον άνεμο μακρυά από τη φωλιά του και όταν ο κέδρος είδε τι συνέβαινε, είπε ότι αυτός θα προσφέρει στο μικρό πουλί κάτι να τρώει κατά τη διάρκεια του χειμώνα – τους καρπούς των κλαδιών του. Τα κεδρόμηλα είναι μια πολύ καλή τροφή για τα μικρά πουλιά..
Το μικρό πουλί ένιωθε άνετα μέσα στη φωλιά του, προστατευμένο από τον άνεμο κι έχοντας ένα σωρό κεδρόμηλα για φαγητό.
Τα υπόλοιπα δέντρα στην άκρη του δάσους σχολίαζαν το ένα στο άλλο:
«Εμένα καρφάκι δεν μου καίγεται για τα ξένα πουλιά», είπε η σημύδα.
«Κι άσε που θα έπρεπε να χαραμίσω τα βελανίδια μου…», είπε η βελανιδιά.
«Κι εγώ δε μιλώ σε ξένους», συμπλήρωσε η ιτιά. Και τα τρία δέντρα κορδώθηκαν περήφανα με τον εαυτό τους.
Εκείνη τη νύχτα ο Βόρειος Άνεμος έφτασε μέχρι τα δέντρα για να παίξει. Φύσηξε τα φύλλα τους με την παγωμένη ανάσα του κι όποιο φύλλο άγγιζε, έπεφτε στο έδαφος. Ήθελε ν’ αγγίξει κάθε φύλλο του δάσους, γιατί του άρεσε να βλέπει τα δέντρα γυμνά.
«Μπορώ να αγγίξω όλα τα φύλλα;», ρώτησε τον πατέρα του, το Βασιλιά της Παγωνιάς.
«Όχι», είπε ο Βασιλιάς. «Όσα δέντρα φέρθηκαν μ’ ευγένεια στο πουλί με τη σπασμένη φτερούγα θα κρατήσουν τα φύλλα τους.»
Έτσι, ο Βόρειος Άνεμος τα άφησε στην ησυχία τους και το έλατο, το πεύκο και ο κέδρος κράτησαν όλα τα φύλλα τους κατά τη διάρκεια του χειμώνα εκείνου. Κι έτσι συνεχίζει να συμβαίνει από τότε.
https://mythoplasieskiafigiseis.wordpress.com
http://etc.usf.edu
«Εμένα καρφάκι δεν μου καίγεται για τα ξένα πουλιά», είπε η σημύδα.
«Κι άσε που θα έπρεπε να χαραμίσω τα βελανίδια μου…», είπε η βελανιδιά.
«Κι εγώ δε μιλώ σε ξένους», συμπλήρωσε η ιτιά. Και τα τρία δέντρα κορδώθηκαν περήφανα με τον εαυτό τους.
Εκείνη τη νύχτα ο Βόρειος Άνεμος έφτασε μέχρι τα δέντρα για να παίξει. Φύσηξε τα φύλλα τους με την παγωμένη ανάσα του κι όποιο φύλλο άγγιζε, έπεφτε στο έδαφος. Ήθελε ν’ αγγίξει κάθε φύλλο του δάσους, γιατί του άρεσε να βλέπει τα δέντρα γυμνά.
«Μπορώ να αγγίξω όλα τα φύλλα;», ρώτησε τον πατέρα του, το Βασιλιά της Παγωνιάς.
«Όχι», είπε ο Βασιλιάς. «Όσα δέντρα φέρθηκαν μ’ ευγένεια στο πουλί με τη σπασμένη φτερούγα θα κρατήσουν τα φύλλα τους.»
Έτσι, ο Βόρειος Άνεμος τα άφησε στην ησυχία τους και το έλατο, το πεύκο και ο κέδρος κράτησαν όλα τα φύλλα τους κατά τη διάρκεια του χειμώνα εκείνου. Κι έτσι συνεχίζει να συμβαίνει από τότε.
https://mythoplasieskiafigiseis.wordpress.com
http://etc.usf.edu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου