Μια μέρα, καθώς προχωρούσε με τ’ ασημόχειλο τσεκούρι του στο δάσος να κόψει ξύλα, ένας παράξενος γέροντας πρόβαλε πίσω από ένα δέντρο. «Δεν υπάρχει λόγος να βασανίζεις τον εαυτό σου κόβοντας ξύλα», τον καλόπιασε ο γέρος. «Θα σε ντύσω στα χρυσά αν μου δώσεις αυτό που στέκεται πίσω απ’ τη μυλόπετρά σου.»
«Μα τι άλλο υπάρχει πίσω από τη μυλόπετρά μου παρά η λουλουδιασμένη μηλιά;», αναρωτήθηκε ο μυλωνάς κι έτσι συμφώνησε με την πρόταση του γέροντα.
«Σε τρία χρόνια από σήμερα, θα έρθω να πάρω αυτό που μου ανήκει», γέλασε θριαμβευτικά ο γέρος άντρας και κουτσαίνοντας εξαφανίστηκε πίσω από τα δέντρα.
Καθώς επέστρεφε ο μυλωνάς συνάντησε τη γυναίκα του. Με μαλλιά λυτά και ποδιά ν’ ανεμίζει έτρεχε προς το μέρος του. «Άντρα μου, άντρα μου, στο γέμισμα της ώρας, βρέθηκε ξαφνικά κρεμασμένο στον τοίχο του σπιτιού μας το καλύτερο ρολόι που μπορείς να φανταστείς, οι ξύλινες καρέκλες μας καλυμμένες με βελούδο και το αδειανό μας ντουλάπι είναι τώρα γεμάτο κυνήγι, ενώ τα μπαούλα και τα κουτιά μας ξεχειλίζουν από λογιώ-λογιώ καλούδια. Πες μου σε παρακαλώ, πώς έγινε αυτό;» Κι ενώ μιλούσε, χρυσά δαχτυλίδια εμφανίστηκαν στα δάχτυλά της και τα μαλλιά της στολίστηκαν με ένα χρυσό διάδημα.
«Ααα», ξεφώνισε με δέος ο μυλωνάς, καθώς και η δική του φορεσιά μεταμορφωνόταν σε σατινένια. Μπροστά στα ίδια του τα μάτια, τα ξύλινα παπούτσια του με τα φαγωμένα τακούνια που τον ανάγκαζαν να περπατά γερμένος προς τα πίσω, μεταμορφώθηκαν κι αυτά σε ένα ζευγάρι καλοφτιαγμένα εξαίσια υποδήματα. «Ε λοιπόν, είναι τα δώρα ενός αγνώστου», μουρμούρισε λαχανιασμένος. «Συνάντησα στο δάσος ένα γέροντα που φορούσε μια μαύρη ρεντικότα και μου υποσχέθηκε μεγάλα πλούτη, αν του έδινα αυτό που βρίσκεται πίσω απ’ τη μυλόπετρά μας. Κι όπως και να ‘χει γυναίκα, σίγουρα δε θα ‘ναι δύσκολο να βρούμε μια άλλη μηλιά να φυτέψουμε.»
«Αχ, άντρα μου», άρχισε να θρηνεί η γυναίκα και το πρόσωπό της μπλάβιασε σαν των πεθαμένων. «Ο άντρας με τα μαύρα ήταν ο διάβολος κι αυτό που στέκεται πίσω απ’ τη μυλόπετρα είναι όντως η μηλιά μας, ναι, αλλά η κόρη μας στέκεται κι αυτή εκεί και σκουπίζει την αυλή με ένα μάτσο από κλαριά ιτιάς.»
Κι έτσι άντρας και γυναίκα επέστρεψαν παραπατώντας σχεδόν στο σπίτι τους, μουσκεύοντας με δάκρυα τα ωραία ακριβά τους ρούχα. Η κόρη τους έμεινε ανύπαντρη για τρία χρόνια, παρόλο που όλοι αναγνώριζαν πως οι τρόποι της και η φτιαξιά της θύμιζαν τη φρεσκάδα των μήλων της πρώιμης άνοιξης. Την ημέρα που ο διάβολος ήρθε να την πάρει, πλύθηκε καλά και φόρεσε ένα λευκό φόρεμα. Έπειτα χάραξε έναν κύκλο από κιμωλία και στάθηκε στο μέσο του. Όταν ο διάβολος άπλωσε το χέρι του να την αρπάξει, μια αόρατη δύναμη τον πέταξε στην άλλη άκρη της αυλής.
«Να μην ξαναπλυθεί άλλη φορά, γιατί αλλιώς δεν καταφέρνω να την πλησιάσω», ούρλιαξε ο διάβολος. Οι γονείς και το κορίτσι είχαν τρομοκρατηθεί. Κι έτσι πέρασαν μερικές εβδομάδες και η κόρη δεν πλενόταν καθόλου, μέχρι που τα μαλλιά της γέμισαν κόμπους, τα νύχια της έμοιαζαν με μαύρα μισοφέγγαρα, το δέρμα της φάνταζε γκρίζο και τα ρούχα της στέκονταν όρθια θαρρείς από μόνα της – τέτοια ήταν η βρώμα τους.
Και με κάθε μέρα που περνούσε η κόρη έμοιαζε περισσότερο με ζώο παρά με άνθρωπο, όταν ο διάβολος έκανε ξανά την εμφάνισή του. Αλλά και πάλι η κόρη δεν μπορούσε να σταματήσει τους θρήνους. Και τα δάκρυά της έτρεχαν από τα δάχτυλά της και κυλούσαν μέχρι τις μασχάλες της – και τόσο πολύ έκλαιγε που τα βρώμικα χέρια και μπράτσα της ξεπλύθηκαν κι έλαμπαν ολόλευκα από καθαριότητα. Ο διάβολος ήταν εξοργισμένος. «Κόψτε της τα χέρια, αλλιώς δεν μπορώ να την πλησιάσω.» Ο πατέρας τον κοίταξε με φρίκη. «Θέλεις να κόψω τα χέρια του ίδιου του παιδιού μου;» Κι ο διάβολος βρυχήθηκε «όλα όσα βρίσκονται γύρω σου θα πεθάνουν και μαζί τους κι εσύ και η γυναίκα σου και όλα τα χωράφια του τόπου μέχρι εκεί που φτάνει το βλέμμα σου».
Ο πατέρας ήταν τόσο φοβισμένος που υπάκουσε και ζητώντας από την κόρη του να τον συγχωρέσει, άρχισε να ακονίζει το ασημόχειλο τσεκούρι του. Το κορίτσι του είπε «είμαι το παιδί σου, ας γίνει το θέλημά σου» και αφέθηκε.
Κι όταν σήκωσε το τσεκούρι του κανείς δεν ήταν σε θέση να πει ποιός από τους δυό τους ήταν αυτός που είχε ουρλιάξει δυνατότερα από πόνο – η κόρη ή ο πατέρας. Κι έτσι, η ζωή του κοριτσιού όπως την ήξερε μέχρι τότε τελείωσε.
Όταν ο διάβολος ήρθε για τρίτη φορά, το κορίτσι είχε κλάψει ξανά τόσο που τα κουτσουρεμένα μπράτσα της κρέμονταν πεντάκαθαρα κι όταν ξαναπροσπάθησε να την αρπάξει, μια αόρατη δύναμη τον πέταξε όπως και πριν στην άλλη άκρη της αυλής. Εξαφανίστηκε για πάντα βρίζοντας, και με κάθε βρισιά που ξεστόμιζε άναβαν μικρές φωτιές στο δάσος. Είχε χάσει πια κάθε δικαίωμα διεκδίκησης.
Ο πατέρας της είχε γεράσει σε λίγες μέρες εκατό χρόνια και η μητέρα της τα ίδια. Όπως κάθε πραγματικός κάτοικος του δάσους, συνέχισαν να ζουν την καθημερινότητά τους όσο καλύτερα μπορούσαν. O γεροπατέρας προσφέρθηκε να φτιάξει για την κόρη του το πιο όμορφο παλάτι, δίνοντάς της πλούτη που θα της αρκούσαν μια ολόκληρη ζωή, αλλά εκείνη αποφάσισε να ζήσει σα ζητιάνα και να βασιστεί στην ελεημοσύνη των άλλων. Κι έτσι ζήτησε να τυλίξουν τα χέρια της σ’ ένα καθαρό πανί και με το ξημέρωμα απομακρύνθηκε από το γνώριμο τοπίο της μέχρι τότε ζωής της.
Περπάτησε και περπάτησε. Είχε μεσημεριάσει πια και η ζέστη ήταν τόση που το βρώμικο πρόσωπό της στόλιζαν ρυάκια ιδρώτα. Ο άνεμος είχε ανακατέψει τα μαλλιά της και το κεφάλι της έμοιαζε με τις φωλιές των πελαργών. Και στα μισά της νύχτας βρέθηκε μπροστά σ’ έναν βασιλικό οπωρώνα, όπου όλα τα φρούτα που κρεμόντουσαν από τα δέντρα λάμποντας στο φως του φεγγαριού.
Όσο κι αν ήθελε να προχωρήσει δεν μπορούσε, γιατί τον οπωρώνα τον περιστοίχιζε μια τάφρος. Κι έπεσε στα γόνατα, γιατί δεν άντεχε πλέον να προχωρήσει ούτε βήμα παρακάτω από την πείνα. Ένα πνεύμα – έμοιαζε σχεδόν με φάντασμα – εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά της ντυμένο στα λευκά κι ανασήκωσε έναν από τους υδατοφράχτες αδειάζοντας την τάφρο απ’ το νερό.
Αν και ο κηπουρός του οπωρώνα είχε δει τα πάντα με τα ίδια του τα μάτια, δεν προσπάθησε να την εμποδίσει. Γνώριζε πως την κόρη την προστάτευε κάποιο πνεύμα ιερό. Και μόλις εκείνη κατάφερε να φάει αυτό το μοναδικό αχλάδι, διέσχισε ξανά την τάφρο κι επέστρεψε στο δάσος, όπου βρήκε καταφύγιο ανάμεσα στα δέντρα.
Το επόμενο πρωινό ήρθε ο βασιλιάς να μετρήσει τ’ αχλάδια του. Κοίταξε ψηλά, κοίταξε χαμηλά, αλλά όπου κι αν κοίταζε, δεν μπορούσε να βρει πως είχε εξαφανιστεί τ’ αχλάδι. Ο κηπουρός του εξήγησε: «Εχθές τη νύχτα, καθώς το φεγγάρι βρισκόταν στο απόγειό του, δύο πνεύματα άδειασαν την τάφρο απ’ το νερό, πλησίασαν τον κήπο και το ένα που δεν είχε χέρια έφαγε ένα αχλάδι, το οποίο μάλιστα του προσφέρθηκε από μόνο του.»
Την επόμενη νύχτα ο βασιλιάς αποφάσισε να στήσει καρτέρι. Μόλις σκοτείνιασε ζήτησε από τον κηπουρό του και το μάγο του παλατιού, που γνώριζε πως να συνομιλεί με τα πνεύματα, να τον ακολουθήσουν. Οι τρεις τους κάθισαν κάτω από ένα δέντρο περιμένοντας να δουν τι θα συμβεί. Ήταν πλέον μεσάνυχτα, όταν η κόρη φάνηκε μπροστά στο δάσος – τα ρούχα της ένας σωρός από βρώμικα κουρέλια, τα μαλλιά της μπερδεμένα, το πρόσωπό της αυλακωμένο απ’ τον ιδρώτα, μπράτσα κολοβωμένα – ενώ δίπλα της στεκόταν η λευκοντυμένη παρουσία.
Σα να αιωρούνταν σχεδόν στον αέρα, πλησίασαν όπως και την προηγούμενη νύχτα τον οπωρώνα. Για άλλη μια φορά, το δέντρο λύγισε με χάρη ένα απ’ τα κλαδιά του μέχρι την κόρη κι εκείνη δείπνησε με τον καρπό που της προσφέρθηκε, πιάνοντας την άκρη του ανάμεσα στα χείλη της.
Ο μάγος στάθηκε κοντά της, αλλά όχι και πολύ κοντά της, και τη ρώτησε: «Έρχεσαι από αυτόν τον κόσμο ή μήπως όχι;» Και το κορίτσι του απάντησε: «Αν και ανήκα κάποτε στον κόσμο, δεν ανήκω πλέον σ’ αυτόν τον κόσμο.»
Ο βασιλιάς ρώτησε τον μάγο «πρόκειται για άνθρωπο ή πνεύμα;» κι ο μάγος του απάντησε πως είναι και τα δυο μαζί. Ανεξήγητα η καρδιά του βασιλιά αναπήδησε και προχώρησε βιαστικά προς το μέρος της λέγοντάς της: «Δεν θα σε εγκαταλείψω ποτέ. Από δω και στο εξής εγώ θα σε φροντίζω.» Και φτάνοντας στο κάστρο του, ζήτησε να της φτιάξουν ένα ζευγάρι χέρια από ασήμι, τα οποία δέθηκαν στα μπράτσα της. Κι έτσι ο βασιλιάς παντρεύτηκε την κόρη δίχως χέρια.
Μετά από κάποιο καιρό, ο βασιλιάς αναγκάστηκε να πάει να πολεμήσει ένα εχθρικό, μακρυνό βασίλειο και ζήτησε από τη μητέρα του να φροντίζει τη νεαρή βασίλισσα, γιατί την αγαπούσε ολόψυχα. «Αν φέρει στη ζωή παιδί, να μου μηνύσεις αμέσως.»
Η νεαρή βασίλισσα έφερε όντως στη ζωή ένα χαρούμενο μωρό και η μητέρα του βασιλιά του έστειλε έναν αγγελιοφόρο να του ανακοινώσει τα χαρμόσυνα νέα. Στη διαδρομή όμως, ο αγγελιοφόρος κουράστηκε και φτάνοντας σ’ ένα ποτάμι αποκοιμήθηκε βαθιά στην όχθη του. Πίσω από τα δέντρα εμφανίστηκε ο διάβολος κι άλλαξε το αρχικό μήνυμα με ένα άλλο, γράφοντας πως η βασίλισσα γέννησε ένα παιδί μισό άνθρωπο και μισό σκύλο.
Ο βασιλιάς τρομοκρατήθηκε με τα νέα, αλλά παρόλ’ αυτά έστειλε μήνυμα στη μητέρα του να αγαπά τη βασίλισσα και να τη φροντίσει κατά τη διάρκεια αυτής της φριχτής περιόδου. Κι αυτή τη φορά όμως, τ’ αγόρι που κουβαλούσε το μήνυμα ενώ έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, όταν βρέθηκε μπροστά στο ποτάμι ένιωσε άξαφνα βαρύ, σα να ‘χε μόλις φάει ολόκληρο βόδι, σταμάτησε και σύντομα βρισκόταν αποκοιμισμένο δίπλα στο νερό. Και για άλλη μια φορά, ο διάβολος πλησίασε κι άλλαξε το μήνυμα γράφοντας στη θέση του «σκότωσε μάνα και μωρό».
Η γριά γυναίκα ταράχτηκε όταν έλαβε τη διαταγή του γιου της κι έστειλε δεύτερο αγγελιοφόρο να επαληθεύσει τα μαντάτα. Κι ενώ οι αγγελιοφόροι ερχόντουσαν και έφευγαν, με τον καθένα από αυτούς ν’ αποκοιμιέται δίπλα στο ποτάμι, ο διάβολος τα αντικαθιστούσα όπως και τα προηγούμενα και ήταν όλα το ένα χειρότερο από τ’ άλλο. Το τελευταίο έγραφε: «Φύλαξε τη γλώσσα και τα μάτια της βασίλισσας για να σιγουρευτώ πως τη σκότωσες».
Της γριάς μητέρας δεν της πήγαινε η καρδιά να σκοτώσει τη νεαρή βασίλισσα. Κι έτσι στη θέση της θυσίασε ένα περιστέρι και ήταν τα δικά του μάτια και η δική του γλώσσα που κράτησε για να ‘χει να τα δείξει στο γιό της. Έπειτα βοήθησε την κόρη να δέσει το βρέφος στο στήθος της και κάλυψε το κεφάλι της με ένα πέπλο και της είπε ότι είχε έρθει η στιγμή να τρέξει μακρυά μπας και σώσει τη ζωή της. Κλαίγοντας οι δύο γυναίκες αγκαλιάστηκαν κι αποχαιρέτησαν η μία την άλλη.
Η νεαρή βασίλισσα περιπλανήθηκε καιρό, μέχρι που έφτασε στο πιο μεγάλο, το πιο άγριο δάσος που είχαν αντικρύσει ποτέ τα μάτια της. Άλλαζε κατεύθυνση ξανά και ξανά, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει κάποιο μονοπάτι. Κόντευε πια να σκοτεινιάσει, όταν το λευκοντυμένο πνεύμα εμφανίστηκε μπροστά της, οδηγώντας την σ’ ένα φτωχό πανδοχείο που ανήκε στους ευγενικούς κατοίκους του δάσους. Ένα κορίτσι την πλησίασε, ντυμένο κι αυτό στα λευκά, την προσκάλεσε να διασχίσει το κατώφλι και φαινόταν να γνωρίζει τ’ όνομά της. Ακούμπησαν το μωρό στο κρεβάτι.
«Πώς ξέρετε ότι είμαι βασίλισσα;», ρώτησε η κόρη.
«Εμείς οι κάτοικοι του δάσους, βασίλισσά μου, έχουμε τον τρόπο μας με τα πράγματα αυτά. Ξεκουράσου τώρα.»
Κι έτσι η βασίλισσα έμεινε μαζί τους για επτά χρόνια και ήταν ευτυχισμένη με τη ζωή της και το παιδί που μεγάλωνε. Και ήρθε η στιγμή, που σταδιακά άρχισαν να ξεπροβάλουν νέα χέρια εκεί που πριν δεν υπήρχε τίποτε. Στην αρχή τα χέρια της θύμιζαν τα μικρά χεράκια ενός μωρού, ρόδινα σαν τα μαργαριτάρια, έπειτα έμοιαζαν με χεράκια κοριτσίστικα, μέχρι που μεταμορφώθηκαν σε χέρια μιας ενήλικης γυναίκας.
Το ίδιο διάστημα, ο βασιλιάς επέστρεψε από τον πόλεμο και βλέποντάς τον η γριά μητέρα του τον ρώτησε κλαίγοντας, «γιατί να μου ζητήσεις να σκοτώσω δυο αθώες ψυχές;», αφήνοντας μπροστά του τα φυλαγμένα μάτια και τη γλώσσα.
Έχοντας ακούσει όσα είχε να του πει, ο βασιλιάς δυσκολευόταν πλέον να σταθεί όρθιος κι έκλαιγε με λυγμούς κι όσο κι αν προσπαθήσαν όλοι, κανείς δεν ήταν σε θέση να τον παρηγορήσει. Η μητέρα του είδε τη θλίψη του και του αποκάλυψε το μυστικό: ήταν τα μάτια και η γλώσσα ενός περιστεριού, όχι της γυναικός του. Και είχε στείλει την κόρη και το μωρό τους μακρυά, στο δάσος.
Ορκίστηκε λοιπόν να μη φάει και να μην πιεί το παραμικρό μέχρι να βρει τη γυναίκα του και να μη διστάσει να ταξιδέψει μέχρι εκεί που τελειώνει και το γαλάζιο τ’ ουρανού αν χρειαστεί. Κι έτσι, για επτά χρόνια την αναζητούσε. Τα χέρια του σκούρυναν από τον ήλιο, η γενειάδα του θύμιζε κάτι μουχλιασμένα καφέ βρύα, τα μάτια του είχαν κοκκινίσει και το δέρμα ολόγυρά τους έμοιαζε να ‘χει ξεραθεί. Κι όλο αυτό το διάστημα ούτε έτρωγε, ούτε έπινε – κι όμως μια δύναμη ισχυρότερη κι από τον ίδιο τον βοήθησε να ζήσει.
Και κάποτε βρέθηκε μπροστά από το πανδοχείο στο δάσος. Μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά τον καλωσόρισε και το πρώτο που έκανε μόλις μπήκε, ήταν να πάει να ξαπλώσει. Ένιωθε τόσο κουρασμένος. Κι ξαπλωμένο τον βρήκε η γυναίκα κι απόθεσε ένα πέπλο πάνω στο πρόσωπό του κι αποκοιμήθηκε. Και με κάθε του ανάσα βυθιζόταν όλο και βαθύτερα στον ύπνο, με κάθε ανάσα του το πέπλο ανασηκωνόταν και κυμάτιζε μέχρι που γλύστρισε από το πρόσωπό του στο πάτωμα. Και ξύπνησε κι απέναντί του στεκόταν μια όμορφη γυναίκα με ένα ακόμα ωραιότερο παιδί και τον κοιτούσαν.
«Εγώ είμαι η γυναίκα σου και αυτό είναι το παιδί σου.» Κι ο βασιλιάς ήταν πρόθυμος να την πιστέψει, αλλά η κόρη που βρισκόταν μπροστά του είχε χέρια ολόκληρα. «Είναι τα βάσανα, αλλά και η φροντίδα, που επέτρεψαν στα χέρια μου να ξαναμεγαλώσουν», είπε η κόρη. Και η λευκοντυμένη γυναίκα τους πλησίασε, κρατώντας τα ασημένια χέρια που είχε ξεθάψει από ένα μπαούλο. Εκεί ήταν φυλαγμένα τόσο καιρό. Ο βασιλιάς σηκώθηκε κι αγκάλιασε τη βασίλισσά του και το παιδί του και το δάσος αντηχούσε από τις χαρές τους μια ολόκληρη μέρα.
Όλα τα πνεύματα και οι κάτοικοι του πανδοχείου γευμάτισαν παρέα. Και το επόμενο ξημέρωμα ο βασιλιάς, η βασίλισσα και το παιδί επέστρεψαν στη γρια μητέρα του: να ξαναπαντρευτούν κι ακολούθησαν κι άλλα παιδιά μετά το πρώτο τους, που το καθένα μεγαλώνοντας αφηγήθηκε την ιστορία αυτή τουλάχιστον σε άλλους εκατό, που κι αυτοί με τη σειρά τους την είπαν σ’ άλλους τόσους, όπως κι εσύ είσαι ένας από τους εκατό που αφηγήθηκα εγώ με τη σειρά μου την ιστορία ετούτη.
Πηγή: Clarissa Pinkola Estes (1992:390-394) WOMEN WHO RUN WITH THE WOLVES: CONTACTING THE POWER OF THE WILD WOMAN, Rider Publications, London UK
https://mythoplasieskiafigiseis.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου