Μπορεί κάθε μία ελληνική πόλη και περιοχή να είχε διαφορετικό ημερολόγιο και μάλιστα ατελές σεληνιακό.
Μπορεί οι ελληνικές πόλεις να μη δημιούργησαν ποτέ ένα ακριβές ηλιακό ημερολόγιο, αλλά στην Οδύσσεια των ημερολογίων που περιγράφουμε, θα ήταν παράλειψή μας να μην αναφέρουμε τις επιστημονικές προσπάθειες των σπουδαίων Ελλήνων αστρονόμων της αρχαιότητας.
Ο Κλεόστρατος, ο Εύδοξος, ο Μέτωνας, ο Κάλλιππος και ο Ίππαρχος προσπάθησαν και εργάστηκαν επιστημονικά στην κατεύθυνση να συνταιριάξουν το αστρονομικά σχεδόν αδύνατο. Να συνταυτίσουν, δηλαδή, τον σεληνιακό με τον αντίστοιχο ηλιακό χρονικό κύκλο σε μεγάλες χρονικές περιόδους...
Επιπλέον, θα πρέπει να τονίσουμε ότι αν και οι Έλληνες δεν χρησιμοποίησαν ηλιακά ημερολόγια, εντούτοις πάλι σ’ αυτούς οφείλεται η καθιέρωση του ηλιακού ημερολογίου.Ο Έλληνας βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Γ’ ο Ευεργέτης (279-222 π.Χ.) ήταν ο Πρώτος που υποχρέωσε το συντηρητικό ιερατείο της Αιγύπτου να διορθώσει και να συγχρονίσει το κοίλο αιγυπτιακό έτος με το αντίστοιχο ηλιακό, ασχέτως αν κοινωνικοί, θρησκευτικοί και πολιτικοί λόγοι δεν επέτρεψαν την παγίωση της πρότασής του.Επίσης, στον Έλληνα αστρονόμο Σωσιγένη (46 π.Χ.) οφείλεται η δημιουργία του Ιουλιανού ημερολογίου, το οποίο μετά την προσαρμογή του από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ (1582 μ.Χ.) χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.Ας γνωρίσουμε, λοιπόν, την ιστορία των ελληνικών ημερολογίων της αρχαιότητας και μέσω των χρονικών κύκλων που εισήγαγαν οι αρχαίοι Έλληνες αστρονόμοι, ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το μεγαλείο της αστρονομικής σκέψης τους.
Ο ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ του έτους δίνεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια και αφορά τη μυθολογία του θεού-Ήλιου.Κατά τον μύθο, στη νήσο Θρινακία ή Τρινακρία (αρχαία ονομασία της Σικελίας) ο θεός Ήλιος είχε 7 αγέλες βοών και 7 ποίμνια, που αποτελούνταν αντίστοιχα από 50 ζώα, τα οποία δεν αυξάνονταν ούτε ελαττώνονταν ποτέ (Ομ. Οδυσ. Μ’, 127). Η περιγραφή αυτή συμβόλιζε το έτος το οποίο —κατά τους αρχαϊκούς χρόνους— πίστευαν ότι αποτελείτο από 50 εβδομάδες, που κάθε μία είχε 7 μέρες και 7 νύχτες.Όπως όλοι οι αρχαίοι λαοί, έτσι και οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν αρχικά πρωτογενές σεληνιακό ημερολόγιο 354 ημερών.
Ο Κηνσωρίνος (Censorinus), ο Ρωμαίος συγγραφέας του 3ου μ.Χ. αιώνα, στο έργο του «Περί Γενεθλίου ημέρας», ονομάζει τους Αρκάδες «προσελήνους» ως πρώτους από όλους τους Έλληνες που στήριξαν το ημερολόγιό τους στον συνοδικό σεληνιακό μήνα.Ο θρύλος, όμως, αναφέρει ότι οι Αρκάδες εκαυχώντο αφ’ ενός μεν ότι η ιερή πόλις τους Λυκόσουρα κτίστηκε πριν από τον Κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, αφ’ ετέρου δε ότι οι ίδιοι προηγούντο και αυτής της δημιουργίας της Σελήνης. Για τον λόγο αυτόν, οι Αρκάδες ονομάστηκαν από τον Αριστοτέλη Προσέληνοι και από τους Λατίνους συγγραφείς Proselines. Ο θρύλος αυτός, βέβαια, κατά πάσα πιθανότητα στηρίζεται στο γεγονός ότι πιθανώς πρώτοι οι Αρκάδες απ’ όλους τους Έλληνες δημιούργησαν ημερολόγιο που βασιζόταν στον συνοδικό σεληνιακό μήνα. Πάντως, είναι γνωστό ότι μετά την Κάθοδο των Δωριέων στην Ελλάδα, οι Πελασγοί διατηρήθηκαν αμιγώς μόνο στην ορεινή Αρκαδία· γι’ αυτόν τον λόγο οι Αρκάδες θεωρούσαν τους εαυτούς τους γηγενείς. Έτσι, μερικές από τις αρχαιότερες παραδόσεις συνεχίστηκαν και διατηρήθηκαν στην ορεινή περιοχή της Αρκαδίας, ενώ είχαν ουσιαστικά εξαφανιστεί από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Οι αρχαϊκές πηγές από τον ελλαδικό χώρο, όπως πήλινες πινακίδες του 13ου π.Χ. αιώνα, τα έργα του Ομήρου, του Ησίοδου κ.ά., αποκαλύπτουν τη χρήση σεληνιακών μηνών από τις ελληνικές πόλεις-κράτη.Ο Ησίοδος αναφέρει μεθόδους υπολογισμού του έτους βασισμένες στην παρατήρηση λαμπρών άστρων. Στο έπος του «Έργα και Ημέραι»
αναφέρει ως χρόνο αμητού (θερισμού) την περίοδο που το ανοικτό σμήνος των Πλειάδων ήταν ορατό με γυμνό μάτι λίγο πριν την αυγή, ενώ ως χρόνο οργώματος την περίοδο λίγο μετά την παροδική εξαφάνιση των Πλειάδων, των Υάδων και του αστερισμού του Ωρίωνα από τον ουρανό (Έργα και Ημέραι , 383-384, 614-616).Επίσης, ο Ησίοδος συμβουλεύει τους γεωργούς να αλωνίζουν τα στάχυα όταν πρωτοεμφανίζεται ο Ωρίωνας, ένας αστερισμός που πολλοί αρχαίοι συγγραφείς θεωρούσαν ως ημερολογιακό δείκτη. Αυτό βασιζόταν στο γεγονός ότι η ανατολή του κατά τις πρωινές ώρες συνέπιπτε με την αρχή του καλοκαιριού, ενώ η ανατολή του τα μεσάνυχτα συνέπιπτε με την αρχή της συγκομιδής των σταφυλιών. Τέλος, η ανατολή του κατά τις απογευματινές ώρες υποδείκνυε ότι πλησίαζε η ψυχρή εποχή του χειμώνα.Ο Ιπποκράτης αναφέρει τις Πλειάδες και είχε επισημάνει το ότι διαιρούσαν το έτος σε τέσσερις εποχές, που βέβαια σχετίζονταν με τη θέση του ωραίου αυτού ανοικτού σμήνους στον ουρανό. Το καλοκαίρι άρχιζε με την εμφάνιση των Πλειάδων και διαρκούσε μέχρι την ανατολή του Αρκτούρου, του λαμπρότερου άστρου του αστερισμού του Βοώτη. Το φθινόπωρο διαρκούσε μέχρι την «εσπερία δύση» των Πλειάδων, ενώ τότε ακριβώς άρχιζε ο χειμώνας, που τελείωνε την εαρινή ισημερία. Κατόπιν, άρχιζε η εποχή της άνοιξης που διαρκούσε μέχρι την ανατολή των Πλειάδων.
Ο λαός για τον προσδιορισμό των εποχών του έτους χρησιμοποιούσε ένα πλήθος φαινομένων που παρατηρούσε στη φύση. Ο Ησίοδος αναφέρει πολλά από αυτά. Όπως τις κραυγές των αποδημητικών γερανών, οι οποίοι προανάγγελλαν τόσο την περίοδο του οργώματος, όσο και την έναρξη της εποχής της σποράς, την αναρρίχηση των σαλιγκαριών στα φυτά, η οποία έδειχνε το τέλος του σκαψίματος των αμπελώνων κ.ά. Αυτή η ταυτόχρονη χρησιμοποίηση πολιτικών και «φυσικών» ημερολογίων είναι χαρακτηριστικός τρόπος υπολογισμού του χρόνου από τους αρχαίους Έλληνες. Κατά τους κλασικούς χρόνους και μετέπειτα, οι μήνες, οι ονομασίες των οποίων σχετίζονταν με τις γιορτές προς τιμήν των ελληνικών θεοτήτων και βασίζονταν στον συνοδικό σεληνιακό μήνα, άρχιζαν από τη στιγμή που πραγματοποιείτο η φάση της νέας Σελήνης. Στην αρχαία Ελλάδα, όπως είναι σήμερα γνωστό, δεν υπήρχε ενιαίο ημερολόγιο. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν κατά τόπους διάφορα ημερολόγια, όπως το αττικό (αθηναϊκό), των Λακεδαιμονίων, των Βοιωτών, των Δελφών, της Δήλου, της Κρήτης, των Μακεδόνων, των Κυπρίων κ.ά. Τα ημερολόγια αυτά δεν συμφωνούσαν γενικά μεταξύ τους, επομένως δεν συμφωνούσαν ούτε τα εορτολόγια των αρχαίων Ελλήνων.Το αττικό έτος άρχιζε την πρώτη νουμηνία (νέα Σελήνη), μετά το θερινό ηλιοστάσιο, των Λακεδαιμονίων κατά τη φθινοπωρινή ισημερία, ενώ το Αιτωλικό άρχιζε το χειμερινό ηλιοστάσιο.Το πιο αξιόλογο και λεπτομερές ήταν το αρχαίο αττικό ή αθηναϊκό ημερολόγιο,το οποίο και θα μελετήσουμε αναλυτικότερα. Δεν θα παραβλέψουμε όμως τις γιορτές και τους μήνες των άλλων ελληνικών πόλεων, τους οποίους —εκτός από τον συγκεντρωτικό πίνακα που δίνουμε— θα τους μελετήσουμε λεπτομερώς είτε στους αντίστοιχους αττικούς μήνες, για όσους έχουν κάποια σχέση μ’ αυτούς, είτε στο τέλος των ελληνικών μηνολογίων κατ’ αλφαβητική σειρά.Ας δούμε πρώτο απ’ όλα το αρχαίο αττικό ή αθηναϊκό ημερολόγιο.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΕΙΧΑΝ ΥΙΟΘΕΤΗΣΕΙ ένα σεληνιακό ημερολόγιο που υπολόγιζε
ότι η διάρκεια του έτους ήταν ίση με 354 ημέρες. Το έτος αυτό διαιρείτο σε 12 σεληνιακούς μήνες των 29,5 κατά μέσον όρο ημερών. Επειδή όμως οι μήνες έπρεπε να έχουν ακέραιο αριθμό ημερών, οι Αθηναίοι θεωρούσαν ότι περιλάμβαναν εναλλάξ 30 ημέρες (πλήρης μήνας) και 29 ημέρες (κοίλος μήνας). Έτσι, συμπληρωνόταν το άθροισμα των 354 ημερών (6Χ30+6Χ29 = 354 ημέρες).Τα ονόματα των δώδεκα μηνών του πολιτικού έτους των αρχαίων Αθηναίων —και η κατά προσέγγιση αντιστοιχία τους με τις περιόδους του σημερινού Γρηγοριανού ημερολογίου— είναι τα εξής:
Οι ονομασίες των μηνών αυτών, όπως θα δούμε στη συνέχεια, βρίσκονταν σε άμεσο συσχετισμό με αντίστοιχες γιορτές που γιορτάζονταν κατά τη διάρκειά τους.Παράσταση του αθηναϊκού αυτού λειτουργικού μηνολογίου διασώθηκε στη ζωφόρο που βρίσκεται εντοιχισμένη στον μικρό βυζαντινό ναό του Αγίου Ελευθερίου της Αθήνας. Ο ναός αυτός, γνωστός και ως Παναγία η Γοργοεπήκοος, ορθώνεται πλάι στη Μητρόπολη της Αθήνας και κτίστηκε από τη Βυζαντινή αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία (775-802 μ.Χ.).Το υπέροχο αυτό γλυπτό ημερολόγιο, με αστρονομικές παραστάσεις και τον ζωδιακό κύκλο, χρονολογείται πιθανώς από τον 4ο π.Χ. αιώνα.Το ανάγλυφο αυτό διαιρείται σε 12 τμήματα, όσοι ήταν, δηλαδή, και οι αθηναϊκοί μήνες. Στην αρχή κάθε τμήματος υπάρχει ένας άνθρωπος ντυμένος ανάλογα με την εποχή, ενώ κάθε τμήμα τελειώνει με το αντίστοιχο ζωδιακό σύμβολο.Ενδιάμεσα υπάρχουν παραστάσεις που έχουν σχέση με τις γεωργικές ασχολίες ή
τις γιορτές του μήνα.Αρχαιολόγοι-μελετητές διαιρούν το λειτουργικό αυτό μηνολόγιο σε πέντε εποχές: στο Μετόπωρον (μετά δηλαδή τις οπώρες) με έναν μόνο μήνα, τον Πυανεψιώνα, στον χειμώνα, την άνοιξη και το καλοκαίρι· κάθε μία εποχή με τρεις μήνες, και τέλος στο φθινόπωρο με δύο μήνες, τον Μεταγειτνιώνα και τον Βοηδρομιώνα. Οι πέντε αυτές εποχές υποδηλώνονται με ισάριθμες ανάγλυφες μορφές, η κάθε μία από τις οποίες δείχνει και υπαινίσσεται τη φύση της αντίστοιχης εποχής.
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΤΤΙΚΟΙ ΜΗΝΕΣ
ΑΣ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ, ΟΜΩΣ, ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ των αρχαίων αττικών μηνών, τις θεότητες στις οποίες ήταν αφιερωμένοι και τις θρησκευτικές γιορτές που ήταν συνδεδεμένες
μ’ αυτούς.
Εκατομβαιών Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που γενικά αντιστοιχούσε στο 2ο ήμισυ του Ιουλίου και στο 1ο ήμισυ του Αυγούστου του Γρηγοριανού ημερολογίου, εφ’ όσον το αττικό έτος άρχιζε την πρώτη νουμηνία μετά το θερινό ηλιοστάσιο (21 Ιουνίου).Αυτός ο μήνας πήρε το όνομά του από τα Εκατόμβαια, σπουδαίες γιορτές, στο πλαίσιο των Παναθηναίων, που ετελούντο τον μήνα αυτόν προς τιμήν του Απόλλωνα στην Αθήνα και του Δία σε άλλες ελληνικές πόλεις. Στις δημόσιες αυτές γιορτές θυσιάζονταν Εκατόμβαι, δηλαδή 100 βόδια, προς τιμήν του εορτάζοντος θεού, που γι’ αυτόν τον λόγο ονομαζόταν Εκατομβαίος. Στη διάρκεια του Εκατομβαιώνα γιορτάζονταν στην Αθήνα τα Κρόνια —την 12η του μηνός— και τα Αθήναια —που αργότερα μετονομάστηκαν σε
Παναθήναια— η αρχαιότερη και σημαντικότερη γιορτή των Αθηναίων, αφού κατά την παράδοση:«Εριχθόνιος και των Παναθηναίων την εορτήν συνεστήσατο» (Πάριον Χρονικόν, στ. 18). Κορυφαία ημέρα της γιορτής, με την οποία φαίνεται ότι έκλεινε ο εορταστικός κύκλος, ήταν η 28η του Εκατομβαιώνα, κατά την οποία οι Αθηναίοι τιμούσαν τα γενέθλια της πολιούχου θεάς τους Αθηνάς. Αργότερα, πιθανώς από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., γιορτάζονταν και τα Μεγάλα Παναθήναια, από την 21η ή την 24η μέχρι την 28η του Εκατομβαιώνα ανά τετραετία. Με τη σπουδαία γιορτή των Παναθηναίων που γιορταζόταν με μεγαλοπρέπεια, οι Αθηναίοι τόνωναν αφ’ ενός μεν την πίστη τους στη θεά και το κράτος τους, αφ’ ετέρου δε έστελναν ένα μήνυμα σε φίλους και εχθρούς για το μεγαλείο και τη δύναμη της Αθήνας.
Τη 16η του μηνός γιορτάζονταν τα Συνοίκια ή Ξυνοίκια, μια από τις αρχαιότερες ετήσιες γιορτές των αρχαίων Αθηναίων προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Σύμφωνα με την παράδοση η γιορτή δημιουργήθηκε και καθιερώθηκε από τον Θησέα, όταν συνένωσε σε πόλη (συνοικισμό) τις 11 κωμοπόλεις και τα χωριά της Αττικής (Θουκ. Β’ 15, 1-2). Τα Συνοίκια ετελούντο με αναίμακτες θυσίες στη θεά Αθηνά και τη θεά Ειρήνη (Σχλ. Αριστφ. Ειρ. 1019). Αργότερα αναφέρονταν και με τις ονομασίες Μετοίκια ή Συνοικέσια. Εκατόμβαιος ονομαζόταν μήνας των ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, που ως ονομασία αντιστοιχεί προς τον αττικό μήνα Εκατομβαιώνα, αλλά σύμφωνα με το Ημερολόγιο της Φλωρεντίας (Hemorologium Florentinum) διαρκούσε από τις 24 Ιουνίου ως τις 24 Ιουλίου.
Στη Σπάρτη ο αντίστοιχος μήνας με τον αττικό Εκατομβαιώνα ονομαζόταν Εκατομβεύς, και κατά τη διάρκειά του γιορτάζονταν τα Υακίνθια, γιορτή προς τιμήν του εξαιρετικής ομορφιάς Υάκινθου, τον οποίον φόνευσε κατά λάθος ο Απόλλωνας. Τα Υακίνθια ήταν γιορτή που συμβόλιζε την ανά έτος θνήσκουσα και αναγεννώμενη βλάστηση. Από το γεγονός αυτό, αρκετοί ερευνητές θεωρούν ότι ο Εκατομβεύς αντιστοιχούσε μάλλον στον ανοιξιάτικο μήνα Θαργηλιώνα. Τέλος, ως Εκατόμβιος είναι γνωστός μήνας στην πόλη Άλω της Φθιώτιδας (IG. ΙΧ 2, 109 b 50) αντίστοιχος του αττικού μήνα Εκατομβαιώνα.
Μεταγειτνιών ΗΤΑΝ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε στην περίοδο από 15 Αυγούστου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου του σημερινού Γρηγοριανού ημερολογίου.Η ονομασία του, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οφείλεται στα Μεταγείτνια, γιορτή προς ανάμνηση του μετοικισμού του Θησέα από τη Μελίτη (δήμο των Αθηνών, Δ. της αγοράς) στη Διόμεια (δήμο των Αθηνών Ν.Α. της πόλης).Αυτόν τον μήνα στην Αθήνα γίνονταν οι μετοικήσεις, δηλαδή οι μετακομίσεις και συνεπώς η αλλαγή των γειτόνων (μεταγείτνια). Στη γιορτή αυτή οι Αθηναίοι τιμούσαν τον Μεταγείτνιο Απόλλωνα. Ο Μεταγειτνιών ήταν ο η αρχή του νέου οικονομικού έτους, οπότε άρχιζαν οι προετοιμασίες της τέλεσης των μυστηρίων, και το τέλος του στρατιωτικού έτους, οπότε πανηγυρίζονταν τα γυμνιστικά Εξιτήρια. Ο αντίστοιχος προς τον Μεταγειτνιώνα μήνας των Αργείων και των Λακεδαιμονίων ονομαζόταν Κάρνειος. Η ονομασία του οφείλεται στον ονομαστό μάντη Κάρνο, γιο του Δία και της Ευρώπης, ο οποίος είχε διδαχθεί τη μαντική τέχνη από τον ίδιο τον θεό Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Κάρνος φονεύθηκε από το αφηνιασμένο άλογό του, όταν οι Δωριείς εισέβαλαν στην Πελοπόννησο. Ο Θεός Απόλλωνας, επειδή
θεώρησε υπεύθυνους για τον φόνο του Κάρνου τους Λάκωνες, έριξε λοιμό στη χώρα. Για να εξιλεωθούν, λοιπόν, αυτοί δημιούργησαν τα Κάρνεια, ειδική γιορτή προς τιμήν του Κάρνου, που γιορταζόταν στον ομώνυμο μήνα (Σχλ. Β, 8,3). Κατά τη διάρκεια της γιορτής τιμούσαν τον Απόλλωνα Κάρνειο, προστάτη των κοπαδιών. Ο μήνας Κάρνειος αναφέρεται εκτός από τη Σπάρτη και στα μηνολόγια του Άργους, της Επιδαύρου, της Ρόδου και των δωρικών αποικιών της Σικελίας. Στις Συρακούσες ο Κάρνειος ήταν , όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, αντίστοιχος με τον αττικό Μεταγειτνιώνα: «του Καρνείου μηνός, όν Αθηναίοι Μεταγειτνιώνα προσαγορεύουσι» (Πλούταρχος, Νικ. 28). Όπως είναι γνωστό από επιγραφές, ο αντίστοιχος προς τον Μεταγειτνιώνα μήνας των Βοιωτών ονομαζόταν Πάνεμος ή Πάναμος, μια ονομασία μήνα που τη συναντάμε σε πολλά ελληνικά μηνολόγια (Σπάρτη, Επίδαυρος, Άργος, Ρόδος ή ως Πάνημος σε Δήλο, Θεσσαλία και Μακεδονία) αλλά με διαφορετική σειρά στο έτος. Ο Μεταγειτνιών ή Μεταγιτνιών αναφέρεται και στα ημερολόγια νησιών του Αιγαίου, όπως της Δήλου, Σάμου, Κω και Καλύμνου, ενώ στη Ρόδο αναφέρεται ως Μεταγείτνιος.
Βοηδρομιών ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ —και σε παλαιότερες εποχές του πρώτου— μήνα του αττικού ημερολογίου, που ήταν ο μήνας της φθινοπωρινής ισημερίας.Ονομάστηκε έτσι λόγω της γιορτής των Βοηδρομίων, την 6η ή την 7η ημέρα του, που πιθανώς αντιστοιχούσε στην 22α Σεπτεμβρίου.Τα Βοηδρόμια ήταν γιορτή προς τιμήν του Βοηδρομίου ή Βοηθόου Απόλλωνα, ο οποίος έτρεχε με βοή σε βοήθεια αυτών που ζητούσαν τη συνδρομή του, ιδιαίτερα ως βοηθός και σύμμαχος στον πόλεμο: «Βοηδρομείν γάρ το βοηθείν ωνομάζετο». Οι Αθηναίοι την παραμονή της γιορτής έκαναν θυσίες προς τιμήν της αδελφής του Απόλλωνα, θεάς της άγρας (κυνηγιού), της Αρτέμιδος της
Αγροτέρας. Κάθε χρόνο, λοιπόν, στο χωριό Άγρα ή Άγρες πέρα από το Ιλισό, οι Αθηναίοι τελούσαν εκεί γιορτή στον ναό της Αγροτέρας Άρτεμης προς τιμήν της θεάς, και ο «άρχων-πολέμαρχος» πρόσφερε ως θυσία 500 κατσίκες. Η γιορτή αυτή ξεκίνησε μετά τη μάχη του Μαραθώνα, ότε οι Αθηναίοι επετέθησαν με βοή και δρομαίως. Η γιορτή των Βοηδρομίων, κατά τον Πλούταρχο (Πλουτ. Θησ. ΚΖ’), ετελείτο στη μνήμη της νίκης του Θησέα εναντίον των Αμαζόνων και προς τιμήν του Βοηθόου Απόλλωνα που τον βοήθησε. Κατά τον Παυσανία, η γιορτή θεσπίστηκε από τον Ίωνα σε ανάμνηση της βοήθειας που έστειλε στους Αθηναίους στις μάχες τους εναντίον των Ελευσινίων. Επίσης, από την 15η του Βοηδρομιώνα και για 9 ημέρες γιορτάζονταν τα Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια. Η πρώτη ημέρα, η 15η Βοηδρομιώνα, κατά την οποία γινόταν η προκήρυξη της γιορτής ονομαζόταν αγυρμός, από τη λέξη άγυρις που σημαίνει συνάθροιση ή συγκέντρωση. Ο άρχων-βασιλιάς, που είχε την ανώτατη εποπτεία στα μυστήρια, καλούσε τον δήμο στην Αγορά και με την παρουσία του ιεροφάντη και του Δαδούχου, ο Ιερός Κήρυκας έκανε την προκύρηξη της γιορτής για να λάβουν μέρος στα μυστήρια οι «έχοντες καθαρήν την καρδίαν και τας χείρας».Οι Αθηναίοι τον μήνα Βοηδρομιώνα —αν και είχε 30 ημέρες— τον θεωρούσαν κοίλο μήνα με 29 ημέρες. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν υπολόγιζαν στην αρίθμησή του τη 2η ημέρα του, επειδή, κατά την παράδοση, αντιστοιχούσε στην επέτειο της έριδας του Ποσειδώνα και της Αθηνάς για την επικυριαρχία της Αθήνας (Πλουτ. Συμπ. πρβλ. Θ’, 6. Π, Φιλαδ. 489).Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μήνας αυτός συναντάται με την ίδια ονομασία στην Πριήνη και στην Όλβια της Σκυθίας· ως Βαδρομιών στη Χίο και στη Λάμψακο και ως Βαδρόμιος στην Ρόδο, την Κω, την Κάλυμνο και την Κνίδο.Στον Βοηδρομιώνα αντιστοιχεί ο Βοαθόιος ή Βοαθόος, ο τρίτος μήνας του ημερολογίου των Δελφών.Ο αντίστοιχος προς τον Βοηδρομιώνα μήνας του ημερολογίου της Σπάρτης ήταν ο Πάναμος, που αποτελούσε και την αρχή του σπαρτιατικού έτους κατά τη φθινοπωρινή ισημερία.
Πυανεψιών Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε στην περίοδο από 15 Οκτωβρίου μέχρι 15 Νοεμβρίου του Γρηγοριανού ημερολογίου.Την 7η ημέρα του ετελούντο τα Πυανέψια ή Πυανόψια προς τιμήν του θεού Απόλλωνα και της Σκιράδος Αθηνάς (Πλουτ. Θησ. ΚΒ’). Από αυτήν ακριβώς τη γιορτή προήλθε η ονομασία του. Η γιορτή των Πυανεψίων πήρε το όνομά της από τα πύανα, δηλαδή τους κύαμους (κουκιά) και τα όσπρια, που οι εορτάζοντες έτρωγαν και μέρος των οποίων προσέφεραν στους θεούς.Τα Πυανέψια εθεωρούντο αγροτική γιορτή, με ευχαριστίες προς τον θεό Απόλλωνα για την αφθονία των καρπών της γης.Κατά τη διάρκεια της γιορτής τα παιδιά γυρνούσαν πόρτα πόρτα κρατώντας την «ειρεσιώνην», ένα κλαδί ελιάς με καρπούς του φθινοπώρου τυλιγμένο με μαλλιά, τραγουδώντας το ομώνυμο τραγούδι, που πίστευαν ότι προστάτευε από τις ασθένειες τους καρπούς της γης.
Οι στίχοι του διασώθηκαν και είναι οι παρακάτω:«Ειρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αναψήσασθαι (αποψήσασθαι) και κύλικ’ εύζωρον, ως αν μεθύουσα καθεύδη».
Οι οικοδέσποινες πρόσφεραν στα παιδιά φιλοδωρήματα και ενώ αυτά έφευγαν χαρούμενα, αυτές κρεμούσαν τη δική τους «ειρεσιώνη» πάνω από την εξώπορτά τους, την οποία διατηρούσαν όλο τον χρόνο.Συνέχεια της ειρεσιώνης θεωρούνται τα ελληνικά κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.Κατά τη διάρκεια της γιορτής, ένα αγόρι, του οποίου ζούσαν και οι δύο γονείς (αμφιθαλής), έφερνε την ειρεσιώνη στο ιερό του Απόλλωνα και την έστηνε ή την κρεμούσε στην είσοδο του ναού.Στη Σάμο, η γιορτή αυτή γινόταν στα ανοιξιάτικα Θαργήλια του Απόλλωνα με θυσίες στον Ήλιο και τις Ώρες (τις εποχές του έτους).Αυτό το αρχαίο ελληνικό έθιμο των Θαργηλίων αντιστοιχεί στο νεοελληνικό έθιμο του στεφανιού της Πρωτομαγιάς.Αντίστοιχη με τη ειρεσιώνη ήταν η κορυθάλη, κλαδί δάφνης ή ελιάς που κρεμόταν στην εξώπορτα των σπιτιών. Η κορυθάλη προσφερόταν στη θεά Αρτέμιδα, η οποία με την προσωνυμία «κορυθαλία» λατρευόταν στη Σπάρτη ως θεά της γονιμότητας και προστάτιδα των τροφών που φρόντιζαν τα βρέφη. Αργότερα, στους χρόνους του Κίμωνα, παράλληλα με τη γιορτή των Πυανεψίων, την 7η του μηνός γιορταζόταν στην Αθήνα, η βακχική γιορτή του τρύγου, τα Οσχοφόρια ή Ωσχοφόρια (Πλουτ. Θησ. ΚΒ’), προς τιμήν της Αθηνάς και του Διονύσου. Στα Οσχοφόρια δύο νέοι (οι Οσχοφόροι), ντυμένοι γυναικεία, έφεραν τη δική τους ειρεσιώνη, που ήταν κλαδιά κλήματος κατάφορτα με σταφύλια (όσχοι). Οι Οσχοφόροι προηγούνταν της πομπής, που ξεκίναγε από τον ναό του Διονύσου στην Αθήνα και κατέληγε στον ναό της Σκιράδος Αθηνάς στο Φάληρο. Κατά τη διάρκεια της γιορτής γίνονταν αγώνες δρόμου μεταξύ «οσχοφορούντων» εφήβων από όλες τις φυλές και οι 10 πρώτοι νικητές, ένας από κάθε φυλή, έπαιρναν ως έπαθλο μία φιάλη με τα «πενταπλόα», ποτό που το αποτελούσαν τα πέντε κυριότερα προϊόντα του έτους: κρασί, μέλι, τυρί, αλεύρι και λάδι. Επίσης, οι νικητές έμπαιναν επικεφαλής της πομπής στην τελετή προς τιμήν του θεού Διονύσου. Την ειδική αυτή τελετή —με χορούς, τραγούδια και θυσίες— τη συσχέτιζαν οι Αθηναίοι με τη μετάβαση του Θησέα στην Κρήτη, για να απαλλάξει την Αθήνα από τον φόρο αίματος στον Μινώταυρο. Άλλωστε, η παράδοση αναφέρει ότι αυτή τη γιορτή την καθιέρωσε ο Θησέας σε ανάμνηση της νίκης του εναντίον του Μινώταυρου.
Κατά τον μήνα Πυανεψιώνα ετελούντο ακόμα τα Απατούρια (από το ά(μα)+πατήρ): τριήμερες γιορτές (δόρπεια, ανάρρυσις και κουρεώτις) κατά τις οποίες οι πατέρες των παιδιών τα έγραφαν στις φρατρίες. Στις γιορτές αυτές τιμούσαν τον Δία Φράτριο, μαζί με την Απατουρία Αθηνά —από τη λέξη απάτη, κατάλοιπα της εποχής που η απάτη εθεωρείτο αρετή— προστάτιδα των συγγενικών γενών. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρχικά στην Αθήνα υπήρχαν 4 φυλές. Κάθε φυλή διαιρείτο σε 3 μέρη που το κάθε τρίτο ονομάστηκε τριττύς ή φρατρία, ή αργότερα και πατριά. Σε κάθε φρατρία υπήρχαν 30 γένη. Αυτή η διαίρεση είναι βέβαιο ότι έγινε σύμφωνα με το ημερολόγιο: οι 4 φυλές αντιστοιχούσαν στις 4 εποχές του έτους· οι 12 φρατρίες στους 12 μήνες του έτους και τα 30 γένη κάθε φρατρίας στις 30 ημέρες του μήνα, ώστε συνολικά 12Χ30=360, δηλαδή το σύνολο των ημερών του έτους.Λόγω ακριβώς της γιορτής των Απατουρίων, ο αντίστοιχος του αττικού μήνα Πυανεψιώνα ονομαζόταν στη Δήλο Απατουριών. Με την ίδια ή ελαφρά διαφορετική ονομασία ως Απατούριος ή Απατουρεών απαντάται στα μηνολόγια των ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, της Κυζίκου και της Όλβιας στη Σκυθία.Από την 9η έως τη 13η ή από τη 10η έως τη 14η του Πυανεψιώνα ετελούντο στην Αθήνα τα Θεσμοφόρια, η σημαντικότερη γιορτή των γυναικών. Τα Θεσμοφόρια ήταν γιορτή αφιερωμένη στη Θεσμοφόρο Δήμητρα, ως προστάτιδα της γεωργίας, του γάμου και της κοινωνικής τάξης. Η πρώτη ημέρα της γιορτής ονομαζόταν Στήνια και διανθιζόταν με γιορταστικά περιπαιχτικά τραγούδια. Τη δεύτερη ημέρα πανηγυρίζονταν τα Θεσμοφόρια στον Αλιμούντα (παραλιακό δήμο της Αττικής) στη χερσόνησο Κωλιάδα (σημερινό Άγιο-Κοσμά), όπου υπήρχε ο ναός της Κωλιάδος Αφροδίτης, ένα από τα σημαντικότερα ιερά της Αττικής. Οι υπόλοιπες τρεις ημέρες ήταν οι κυρίως ημέρες της τελετής μέσα στην πόλη των Αθηνών. Από αυτές, η πρώτη ονομαζόταν Άνοδος, λόγω της επιστροφής των εορταζόντων από τον Αλιμούντα στην Αθήνα. Η δεύτερη εκαλείτο —και ήταν πραγματικά— αυστηρή Νηστεία. Η τρίτη λεγόταν Καλλιγένεια και κατά τη διάρκειά της τιμούσαν τη Δήμητρα με θυσίες και χορούς ως θεά προστάτιδα της γέννησης υγιών και ωραίων παιδιών.Στις τελετές αυτές απαγορευόταν αυστηρά η παρουσία αντρών.Κατά τον μήνα αυτόν γιορτάζονταν στην Αθήνα τα Θησεία, την 8η Πυανεψιώνα, και γι’ αυτό ελέγοντο ογδόδια (Αρστφ. Πλούτ. 626) και κάθε όγδοη ημέρα ήταν ιερή αφιερωμένη στον Θησέα και στον Ποσειδώνα.Την τελευταία ημέρα του Πυανεψιώνα ετελείτο στην Αθήνα ιδιαίτερη γιορτή αφιερωμένη στην Αθηνά-Εργάνη, προστάτρια από κοινού με τον Ήφαιστο των τεχνιτών. Αρχικά, και μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα, η γιορτή πανηγυριζόταν από όλο τον δήμο (λαό) προς τιμήν της
Αθηνάς-Εργάνης και γι’ αυτό ονομαζόταν Αθήναια ή Πάνδημος.Αργότερα, γιορταζόταν μόνο από τους τεχνίτες και ειδικά από τους χαλκείς (σιδηρουργούς-μεταλλουργούς) προς τιμήν του Ηφαίστου και έτσι μετονομάστηκε σε Χαλκεία. Τα Χαλκεία έδωσαν στον Κηφισιέα Μένανδρο το υλικό για την ομώνυμη κωμωδία του, μικρό απόσπασμα της οποίας σώζεται από τον Αθήναιον (ΙΑ’, 5Ο2- Πολυδ. Ζ’, 1Ο5).
Μαιμακτηριών Ο ΠΕΜΠΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε στην περίοδο από τη 15η Οκτωβρίου μέχρι τη 15η Νοεμβρίου του σημερινού Γρηγοριανού ημερολογίου. Η ονομασία του προήλθε, όπως εξηγεί ο Αρποκρατίων, από τις γιορτές των Μαιμακτηρίων προς τιμήν του Μαιμάκτου Διός, δηλαδή του ενθουσιώδη και ταράσσοντα τον ουρανό Δία, προαναγγέλλοντας κατά τον Μαιμακτηριώνα την έναρξη του χειμώνα, αφού στη διάρκειά του «ό αήρ ταράττεται και μεταβολήν έχει». Ο Φώτιος υποστηρίζει ότι ο Μαιμακτηριών πήρε την ονομασία του «από τής μαιμάξεως τής περί την άμπελον», δηλαδή από τον τρύγο των αμπελιών για την παρασκευή του κρασιού.
Στα Μαιμακτήρια, οι Αθηναίοι ικέτευαν με δεήσεις τον Νεφεληγερέτη Δία, που τάρασσε το Σύμπαν, να φανεί μειλίχιος, να καταπαύσει τις ταραχές του αέρα και να στείλει τη βροχή για να σπείρουν τους αγρούς τους. Στις γιορτές αυτές, στο θέατρο των Αθηνών, άντρες μεταμφιεσμένοι σε Βάκχες, Νύμφες και Ώρες, ντυμένοι με βαριά ρούχα και κρατώντας πέπλο πανηγύριζαν την έναρξη του χειμώνα. Στην Κέα, από μία επιγραφή που βρέθηκε εκεί πληροφορούμαστε ότι ο αντίστοιχος προς τον Μαιμακτηριώνα μήνας ονομαζόταν Μαιμακτήρ. Επίσης, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο αντίστοιχος προς τον Μαιμακτηριώνα βοιωτικός μήνας ονομαζόταν Αλκυμένιος ήΑλαλκομένιος.
Ποσειδεών ΉΤΑΝ Ο ΕΚΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, συνήθως όμως ο τέταρτος των ημερολογίων των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας.
Ήταν ο κυρίως μήνας του χειμώνα και αντιστοιχούσε στους σημερινούς μήνες Δεκέμβριο και Ιανουάριο του Γρηγοριανού ημερολογίου.
Από την 8η έως την 11η του Ποσειδεώνα, στην Αθήνα και στους γύρω δήμους, ετελούντο τα κατ’ αγρούς Διονύσια ή Διονύσια τα μικρά. Στις μυστηριακές αυτές γιορτές γινόταν αναπαράσταση διαφόρων μύθων που αφορούσαν τον θεό Διόνυσο. Επικεφαλής των κατ’ αγρούς Διονυσίων ήταν οι δήμαρχοι.
Την 26η του μηνός ετελούντο στην Αθήνα και την Ελευσίνα τα Αλώα, προς τιμήν της Δήμητρας, της Κόρης (Περσεφόνης) και του Διονύσου. Η ονομασία της γιορτής προέρχεται από το άλως, που σημαίνει αλώνι, κήπο ή καλλιεργημένο χωράφι. Η γιορτή πανηγυριζόταν τον μήνα Ποσειδεώνα —αν και διίστανται οι γνώμες των ειδικών— και στο τέλος της υπήρχε πομπή προς τιμήν του Ποσειδώνα, ο οποίος πριν γίνει θεός της θάλασσας λατρευόταν ως χθόνιος θεός (Γαιήοχος) και θεός της βλάστησης· ως Ποσειδώνας Φυτάλμιος, δηλαδή γονιμοποιός· μια αρχέγονη μορφή του Ποσειδώνα, της προσωποποίησης των γλυκών νερών που γονιμοποιούν τη γη. Τα Αλώα ήταν γιορτή γυναικεία με ελευθεροστομία και με τελετές που είχαν τη σημασία της πρόκλησης
γονιμότητας και ευφορίας. Γι’ αυτούς τους λόγους, οι γυναίκες κρατούσαν στα χέρια τους ομοιώματα αντρικών και γυναικείων γεννητικών οργάνων και πανηγύριζαν άσεμνα. Ο Σχολιαστής του Λουκιανού σε κάποιο τμήμα του κειμένου του (Εταιρ. Διάλ. 7.4) αναφέρει: «αναφωνούσι δε προς αλλήλαις πάσαι αί γυναίκες αισχρά και άσεμνα, βαστάζουσαι είδη σωμάτων απρεπή ανδρειά τε και γυναικεία. Ενταύθα οινός τε πολύς πρόκειται και τράπεζαι…. πρόσκειται δε ταις τραπέζαις και εκ πλακούντος κατασκευασμένα αμφοτέρων γενών αιδοία». Ένα δυσεξήγητο πρόβλημα είναι το γεγονός ότι η γιορτή πανηγυριζόταν στα αλώνια τον Ιανουάριο, και όχι τον Ιούλιο που είναι ο μήνας του αλωνίσματος (Αλωνάρης). Διάφοροι ερευνητές πιστεύουν ότι η αλλαγή της ημερομηνίας από τους καλοκαιρινούς μήνες στον Ιανουάριο οφειλόταν κατά πάσα πιθανότητα στον θεό Διόνυσο. Όταν, λοιπόν, ο θεός πήρε τη θέση της Δήμητρας στις γιορτές, άρπαξε και το αλώνι της, προκαλώντας την ημερομηνιακή ανωμαλία και προσφέροντας στο αλώνισμα μια χειμωνιάτικη γιορτή.
Ο Ποσειδεώνας ήταν ο μήνας της χειμερινής τροπής του Ήλιου και συνεπώς, κατά τη διάρκειά του, συνέβαινε η «διαμετρημένη ημέρα», η μικρότερη δηλαδή σε διάρκεια μέρα του έτους ίση με περίπου 9,5 ώρες. Ο χρόνος της «διαμετρημένης ημέρας» διαιρούμενος, μέσω κλεψυδρών, σε τρία μέρη χρησίμευε στα δικαστήρια για την αγόρευση του κατηγόρου, για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και για τις ομιλίες των δικαστών. Μήνας Ποσειδεώνας αναφέρεται και στο ημερολόγιο της νήσου Δήλου, αντίστοιχος προς τον αττικό Ποσειδεώνα.
Μετά τον μήνα Ποσειδεώνα και σε περιόδους δύο αρχικά, τεσσάρων ή τελικά οκτώ ετών, τις λεγόμενες διετηρίδες, τετραετηρίδες και οκταετηρίδες προστίθετο ο εμβόλιμος 13ος μήνας, που ονομαζόταν Ποσειδεών δεύτερος, με τις αντίστοιχες βέβαια ημέρες για κάθε τέτοιο χρονικό κύκλο. Ειδικά στον κύκλο των οκτώ ετών (Μέγας Ενιαυτός), ο Ποσειδεών δεύτερος προστίθετο κάθε 3ο, 5ο και 8ο έτος με διάρκεια 30 ημερών (πλήρης μήνας).
Ο Ποσειδεών δεύτερος άρχισε να προστίθεται στο έτος, για να το εναρμονίσει με το ηλιακό-τροπικό, κατά τους χρόνους του Σόλωνα (594 π.Χ.) ή του Κλεοστράτους (540 π.Χ.), οπότε θεσπίστηκε το σεληνοηλιακό αττικό ημερολόγιο.
Όσον αφορά τον «Μέγα Ενιαυτό», ο όρος αυτός χρησιμοποιείτο και με την ευρύτερη φιλοσοφική διάστασή του. Ο αστρονομικός Μέγας Ενιαυτός αρχικά καθιερώθηκε από τους Ίωνες φιλοσόφους και ιδιαίτερα από τον Ηράκλειτο, ο οποίος και προσδιόρισε τη διάρκειά του ίση με 10.800 έτη, όπως αναφέρει ο Αέτιος, ή ίση με 18.000 έτη, όπως αναφέρει ο Κηνσωρίνος. Ο σπουδαίος αστρονόμος Αρίσταρχος ο Σάμιος (320-250 π.Χ.) αναφέρει τον Μεγάλο Ενιαυτό ίσον με 2.484 έτη. Τα ίδια υποστηρίζει και ο αστρονόμος Οινοπίδης ο Χίος (5ος π.Χ. αιώνας), ο οποίος είχε αφιερώσει στην Ολυμπία χάλκινη πλάκα πάνω στην οποία είχε χαράξει ανακάλυψή του σχετική με το ηλιακό και το σεληνιακό έτος. Ο Μεγάλος Ενιαυτός θεωρείτο περιοδικός κύκλος στο τέλος του οποίου οι αστρονόμοι πίστευαν ότι το Σύμπαν θα καταστρεφόταν εξαιτίας μεγάλου πύρινου Κατακλυσμού, από τον οποίον θα αναφλεγόταν για να αναδημιουργηθεί στη συνέχεια και να επαναζήσει νέα περίοδο Μεγάλου Ενιαυτού, μετά το τέλος του οποίου θα γινόταν νέα καταστροφή, και πάλι νέα αναδημιουργία. Η δοξασία αυτή των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και αστρονόμων συμπίπτει με τις ανατολικές φιλοσοφικές θεωρίες για την αιώνια ανακύκληση ή για την αιώνια επιστροφή, τις οποίες ασπάστηκαν και υποστήριξαν εκπρόσωποι των νεοτέρων φιλοσοφικών ρευμάτων. Μερικοί από αυτούς υποστηρίζουν ότι ο Μέγας Ενιαυτός έχει περίοδο ίση με 25.796 έτη, ταυτόσημη δηλαδή με την περίοδο της γήινης μετάπτωσης (Παράρτημα VΙ).
https://tofanari.blogspot.gr
Μπορεί οι ελληνικές πόλεις να μη δημιούργησαν ποτέ ένα ακριβές ηλιακό ημερολόγιο, αλλά στην Οδύσσεια των ημερολογίων που περιγράφουμε, θα ήταν παράλειψή μας να μην αναφέρουμε τις επιστημονικές προσπάθειες των σπουδαίων Ελλήνων αστρονόμων της αρχαιότητας.
Ο Κλεόστρατος, ο Εύδοξος, ο Μέτωνας, ο Κάλλιππος και ο Ίππαρχος προσπάθησαν και εργάστηκαν επιστημονικά στην κατεύθυνση να συνταιριάξουν το αστρονομικά σχεδόν αδύνατο. Να συνταυτίσουν, δηλαδή, τον σεληνιακό με τον αντίστοιχο ηλιακό χρονικό κύκλο σε μεγάλες χρονικές περιόδους...
Επιπλέον, θα πρέπει να τονίσουμε ότι αν και οι Έλληνες δεν χρησιμοποίησαν ηλιακά ημερολόγια, εντούτοις πάλι σ’ αυτούς οφείλεται η καθιέρωση του ηλιακού ημερολογίου.Ο Έλληνας βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Γ’ ο Ευεργέτης (279-222 π.Χ.) ήταν ο Πρώτος που υποχρέωσε το συντηρητικό ιερατείο της Αιγύπτου να διορθώσει και να συγχρονίσει το κοίλο αιγυπτιακό έτος με το αντίστοιχο ηλιακό, ασχέτως αν κοινωνικοί, θρησκευτικοί και πολιτικοί λόγοι δεν επέτρεψαν την παγίωση της πρότασής του.Επίσης, στον Έλληνα αστρονόμο Σωσιγένη (46 π.Χ.) οφείλεται η δημιουργία του Ιουλιανού ημερολογίου, το οποίο μετά την προσαρμογή του από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ (1582 μ.Χ.) χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.Ας γνωρίσουμε, λοιπόν, την ιστορία των ελληνικών ημερολογίων της αρχαιότητας και μέσω των χρονικών κύκλων που εισήγαγαν οι αρχαίοι Έλληνες αστρονόμοι, ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το μεγαλείο της αστρονομικής σκέψης τους.
Ο ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ του έτους δίνεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια και αφορά τη μυθολογία του θεού-Ήλιου.Κατά τον μύθο, στη νήσο Θρινακία ή Τρινακρία (αρχαία ονομασία της Σικελίας) ο θεός Ήλιος είχε 7 αγέλες βοών και 7 ποίμνια, που αποτελούνταν αντίστοιχα από 50 ζώα, τα οποία δεν αυξάνονταν ούτε ελαττώνονταν ποτέ (Ομ. Οδυσ. Μ’, 127). Η περιγραφή αυτή συμβόλιζε το έτος το οποίο —κατά τους αρχαϊκούς χρόνους— πίστευαν ότι αποτελείτο από 50 εβδομάδες, που κάθε μία είχε 7 μέρες και 7 νύχτες.Όπως όλοι οι αρχαίοι λαοί, έτσι και οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν αρχικά πρωτογενές σεληνιακό ημερολόγιο 354 ημερών.
Ο Κηνσωρίνος (Censorinus), ο Ρωμαίος συγγραφέας του 3ου μ.Χ. αιώνα, στο έργο του «Περί Γενεθλίου ημέρας», ονομάζει τους Αρκάδες «προσελήνους» ως πρώτους από όλους τους Έλληνες που στήριξαν το ημερολόγιό τους στον συνοδικό σεληνιακό μήνα.Ο θρύλος, όμως, αναφέρει ότι οι Αρκάδες εκαυχώντο αφ’ ενός μεν ότι η ιερή πόλις τους Λυκόσουρα κτίστηκε πριν από τον Κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, αφ’ ετέρου δε ότι οι ίδιοι προηγούντο και αυτής της δημιουργίας της Σελήνης. Για τον λόγο αυτόν, οι Αρκάδες ονομάστηκαν από τον Αριστοτέλη Προσέληνοι και από τους Λατίνους συγγραφείς Proselines. Ο θρύλος αυτός, βέβαια, κατά πάσα πιθανότητα στηρίζεται στο γεγονός ότι πιθανώς πρώτοι οι Αρκάδες απ’ όλους τους Έλληνες δημιούργησαν ημερολόγιο που βασιζόταν στον συνοδικό σεληνιακό μήνα. Πάντως, είναι γνωστό ότι μετά την Κάθοδο των Δωριέων στην Ελλάδα, οι Πελασγοί διατηρήθηκαν αμιγώς μόνο στην ορεινή Αρκαδία· γι’ αυτόν τον λόγο οι Αρκάδες θεωρούσαν τους εαυτούς τους γηγενείς. Έτσι, μερικές από τις αρχαιότερες παραδόσεις συνεχίστηκαν και διατηρήθηκαν στην ορεινή περιοχή της Αρκαδίας, ενώ είχαν ουσιαστικά εξαφανιστεί από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Οι αρχαϊκές πηγές από τον ελλαδικό χώρο, όπως πήλινες πινακίδες του 13ου π.Χ. αιώνα, τα έργα του Ομήρου, του Ησίοδου κ.ά., αποκαλύπτουν τη χρήση σεληνιακών μηνών από τις ελληνικές πόλεις-κράτη.Ο Ησίοδος αναφέρει μεθόδους υπολογισμού του έτους βασισμένες στην παρατήρηση λαμπρών άστρων. Στο έπος του «Έργα και Ημέραι»
αναφέρει ως χρόνο αμητού (θερισμού) την περίοδο που το ανοικτό σμήνος των Πλειάδων ήταν ορατό με γυμνό μάτι λίγο πριν την αυγή, ενώ ως χρόνο οργώματος την περίοδο λίγο μετά την παροδική εξαφάνιση των Πλειάδων, των Υάδων και του αστερισμού του Ωρίωνα από τον ουρανό (Έργα και Ημέραι , 383-384, 614-616).Επίσης, ο Ησίοδος συμβουλεύει τους γεωργούς να αλωνίζουν τα στάχυα όταν πρωτοεμφανίζεται ο Ωρίωνας, ένας αστερισμός που πολλοί αρχαίοι συγγραφείς θεωρούσαν ως ημερολογιακό δείκτη. Αυτό βασιζόταν στο γεγονός ότι η ανατολή του κατά τις πρωινές ώρες συνέπιπτε με την αρχή του καλοκαιριού, ενώ η ανατολή του τα μεσάνυχτα συνέπιπτε με την αρχή της συγκομιδής των σταφυλιών. Τέλος, η ανατολή του κατά τις απογευματινές ώρες υποδείκνυε ότι πλησίαζε η ψυχρή εποχή του χειμώνα.Ο Ιπποκράτης αναφέρει τις Πλειάδες και είχε επισημάνει το ότι διαιρούσαν το έτος σε τέσσερις εποχές, που βέβαια σχετίζονταν με τη θέση του ωραίου αυτού ανοικτού σμήνους στον ουρανό. Το καλοκαίρι άρχιζε με την εμφάνιση των Πλειάδων και διαρκούσε μέχρι την ανατολή του Αρκτούρου, του λαμπρότερου άστρου του αστερισμού του Βοώτη. Το φθινόπωρο διαρκούσε μέχρι την «εσπερία δύση» των Πλειάδων, ενώ τότε ακριβώς άρχιζε ο χειμώνας, που τελείωνε την εαρινή ισημερία. Κατόπιν, άρχιζε η εποχή της άνοιξης που διαρκούσε μέχρι την ανατολή των Πλειάδων.
Ο λαός για τον προσδιορισμό των εποχών του έτους χρησιμοποιούσε ένα πλήθος φαινομένων που παρατηρούσε στη φύση. Ο Ησίοδος αναφέρει πολλά από αυτά. Όπως τις κραυγές των αποδημητικών γερανών, οι οποίοι προανάγγελλαν τόσο την περίοδο του οργώματος, όσο και την έναρξη της εποχής της σποράς, την αναρρίχηση των σαλιγκαριών στα φυτά, η οποία έδειχνε το τέλος του σκαψίματος των αμπελώνων κ.ά. Αυτή η ταυτόχρονη χρησιμοποίηση πολιτικών και «φυσικών» ημερολογίων είναι χαρακτηριστικός τρόπος υπολογισμού του χρόνου από τους αρχαίους Έλληνες. Κατά τους κλασικούς χρόνους και μετέπειτα, οι μήνες, οι ονομασίες των οποίων σχετίζονταν με τις γιορτές προς τιμήν των ελληνικών θεοτήτων και βασίζονταν στον συνοδικό σεληνιακό μήνα, άρχιζαν από τη στιγμή που πραγματοποιείτο η φάση της νέας Σελήνης. Στην αρχαία Ελλάδα, όπως είναι σήμερα γνωστό, δεν υπήρχε ενιαίο ημερολόγιο. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν κατά τόπους διάφορα ημερολόγια, όπως το αττικό (αθηναϊκό), των Λακεδαιμονίων, των Βοιωτών, των Δελφών, της Δήλου, της Κρήτης, των Μακεδόνων, των Κυπρίων κ.ά. Τα ημερολόγια αυτά δεν συμφωνούσαν γενικά μεταξύ τους, επομένως δεν συμφωνούσαν ούτε τα εορτολόγια των αρχαίων Ελλήνων.Το αττικό έτος άρχιζε την πρώτη νουμηνία (νέα Σελήνη), μετά το θερινό ηλιοστάσιο, των Λακεδαιμονίων κατά τη φθινοπωρινή ισημερία, ενώ το Αιτωλικό άρχιζε το χειμερινό ηλιοστάσιο.Το πιο αξιόλογο και λεπτομερές ήταν το αρχαίο αττικό ή αθηναϊκό ημερολόγιο,το οποίο και θα μελετήσουμε αναλυτικότερα. Δεν θα παραβλέψουμε όμως τις γιορτές και τους μήνες των άλλων ελληνικών πόλεων, τους οποίους —εκτός από τον συγκεντρωτικό πίνακα που δίνουμε— θα τους μελετήσουμε λεπτομερώς είτε στους αντίστοιχους αττικούς μήνες, για όσους έχουν κάποια σχέση μ’ αυτούς, είτε στο τέλος των ελληνικών μηνολογίων κατ’ αλφαβητική σειρά.Ας δούμε πρώτο απ’ όλα το αρχαίο αττικό ή αθηναϊκό ημερολόγιο.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΕΙΧΑΝ ΥΙΟΘΕΤΗΣΕΙ ένα σεληνιακό ημερολόγιο που υπολόγιζε
ότι η διάρκεια του έτους ήταν ίση με 354 ημέρες. Το έτος αυτό διαιρείτο σε 12 σεληνιακούς μήνες των 29,5 κατά μέσον όρο ημερών. Επειδή όμως οι μήνες έπρεπε να έχουν ακέραιο αριθμό ημερών, οι Αθηναίοι θεωρούσαν ότι περιλάμβαναν εναλλάξ 30 ημέρες (πλήρης μήνας) και 29 ημέρες (κοίλος μήνας). Έτσι, συμπληρωνόταν το άθροισμα των 354 ημερών (6Χ30+6Χ29 = 354 ημέρες).Τα ονόματα των δώδεκα μηνών του πολιτικού έτους των αρχαίων Αθηναίων —και η κατά προσέγγιση αντιστοιχία τους με τις περιόδους του σημερινού Γρηγοριανού ημερολογίου— είναι τα εξής:
Οι ονομασίες των μηνών αυτών, όπως θα δούμε στη συνέχεια, βρίσκονταν σε άμεσο συσχετισμό με αντίστοιχες γιορτές που γιορτάζονταν κατά τη διάρκειά τους.Παράσταση του αθηναϊκού αυτού λειτουργικού μηνολογίου διασώθηκε στη ζωφόρο που βρίσκεται εντοιχισμένη στον μικρό βυζαντινό ναό του Αγίου Ελευθερίου της Αθήνας. Ο ναός αυτός, γνωστός και ως Παναγία η Γοργοεπήκοος, ορθώνεται πλάι στη Μητρόπολη της Αθήνας και κτίστηκε από τη Βυζαντινή αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία (775-802 μ.Χ.).Το υπέροχο αυτό γλυπτό ημερολόγιο, με αστρονομικές παραστάσεις και τον ζωδιακό κύκλο, χρονολογείται πιθανώς από τον 4ο π.Χ. αιώνα.Το ανάγλυφο αυτό διαιρείται σε 12 τμήματα, όσοι ήταν, δηλαδή, και οι αθηναϊκοί μήνες. Στην αρχή κάθε τμήματος υπάρχει ένας άνθρωπος ντυμένος ανάλογα με την εποχή, ενώ κάθε τμήμα τελειώνει με το αντίστοιχο ζωδιακό σύμβολο.Ενδιάμεσα υπάρχουν παραστάσεις που έχουν σχέση με τις γεωργικές ασχολίες ή
τις γιορτές του μήνα.Αρχαιολόγοι-μελετητές διαιρούν το λειτουργικό αυτό μηνολόγιο σε πέντε εποχές: στο Μετόπωρον (μετά δηλαδή τις οπώρες) με έναν μόνο μήνα, τον Πυανεψιώνα, στον χειμώνα, την άνοιξη και το καλοκαίρι· κάθε μία εποχή με τρεις μήνες, και τέλος στο φθινόπωρο με δύο μήνες, τον Μεταγειτνιώνα και τον Βοηδρομιώνα. Οι πέντε αυτές εποχές υποδηλώνονται με ισάριθμες ανάγλυφες μορφές, η κάθε μία από τις οποίες δείχνει και υπαινίσσεται τη φύση της αντίστοιχης εποχής.
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΤΤΙΚΟΙ ΜΗΝΕΣ
ΑΣ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ, ΟΜΩΣ, ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ των αρχαίων αττικών μηνών, τις θεότητες στις οποίες ήταν αφιερωμένοι και τις θρησκευτικές γιορτές που ήταν συνδεδεμένες
μ’ αυτούς.
Εκατομβαιών Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που γενικά αντιστοιχούσε στο 2ο ήμισυ του Ιουλίου και στο 1ο ήμισυ του Αυγούστου του Γρηγοριανού ημερολογίου, εφ’ όσον το αττικό έτος άρχιζε την πρώτη νουμηνία μετά το θερινό ηλιοστάσιο (21 Ιουνίου).Αυτός ο μήνας πήρε το όνομά του από τα Εκατόμβαια, σπουδαίες γιορτές, στο πλαίσιο των Παναθηναίων, που ετελούντο τον μήνα αυτόν προς τιμήν του Απόλλωνα στην Αθήνα και του Δία σε άλλες ελληνικές πόλεις. Στις δημόσιες αυτές γιορτές θυσιάζονταν Εκατόμβαι, δηλαδή 100 βόδια, προς τιμήν του εορτάζοντος θεού, που γι’ αυτόν τον λόγο ονομαζόταν Εκατομβαίος. Στη διάρκεια του Εκατομβαιώνα γιορτάζονταν στην Αθήνα τα Κρόνια —την 12η του μηνός— και τα Αθήναια —που αργότερα μετονομάστηκαν σε
Παναθήναια— η αρχαιότερη και σημαντικότερη γιορτή των Αθηναίων, αφού κατά την παράδοση:«Εριχθόνιος και των Παναθηναίων την εορτήν συνεστήσατο» (Πάριον Χρονικόν, στ. 18). Κορυφαία ημέρα της γιορτής, με την οποία φαίνεται ότι έκλεινε ο εορταστικός κύκλος, ήταν η 28η του Εκατομβαιώνα, κατά την οποία οι Αθηναίοι τιμούσαν τα γενέθλια της πολιούχου θεάς τους Αθηνάς. Αργότερα, πιθανώς από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., γιορτάζονταν και τα Μεγάλα Παναθήναια, από την 21η ή την 24η μέχρι την 28η του Εκατομβαιώνα ανά τετραετία. Με τη σπουδαία γιορτή των Παναθηναίων που γιορταζόταν με μεγαλοπρέπεια, οι Αθηναίοι τόνωναν αφ’ ενός μεν την πίστη τους στη θεά και το κράτος τους, αφ’ ετέρου δε έστελναν ένα μήνυμα σε φίλους και εχθρούς για το μεγαλείο και τη δύναμη της Αθήνας.
Τη 16η του μηνός γιορτάζονταν τα Συνοίκια ή Ξυνοίκια, μια από τις αρχαιότερες ετήσιες γιορτές των αρχαίων Αθηναίων προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Σύμφωνα με την παράδοση η γιορτή δημιουργήθηκε και καθιερώθηκε από τον Θησέα, όταν συνένωσε σε πόλη (συνοικισμό) τις 11 κωμοπόλεις και τα χωριά της Αττικής (Θουκ. Β’ 15, 1-2). Τα Συνοίκια ετελούντο με αναίμακτες θυσίες στη θεά Αθηνά και τη θεά Ειρήνη (Σχλ. Αριστφ. Ειρ. 1019). Αργότερα αναφέρονταν και με τις ονομασίες Μετοίκια ή Συνοικέσια. Εκατόμβαιος ονομαζόταν μήνας των ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, που ως ονομασία αντιστοιχεί προς τον αττικό μήνα Εκατομβαιώνα, αλλά σύμφωνα με το Ημερολόγιο της Φλωρεντίας (Hemorologium Florentinum) διαρκούσε από τις 24 Ιουνίου ως τις 24 Ιουλίου.
Στη Σπάρτη ο αντίστοιχος μήνας με τον αττικό Εκατομβαιώνα ονομαζόταν Εκατομβεύς, και κατά τη διάρκειά του γιορτάζονταν τα Υακίνθια, γιορτή προς τιμήν του εξαιρετικής ομορφιάς Υάκινθου, τον οποίον φόνευσε κατά λάθος ο Απόλλωνας. Τα Υακίνθια ήταν γιορτή που συμβόλιζε την ανά έτος θνήσκουσα και αναγεννώμενη βλάστηση. Από το γεγονός αυτό, αρκετοί ερευνητές θεωρούν ότι ο Εκατομβεύς αντιστοιχούσε μάλλον στον ανοιξιάτικο μήνα Θαργηλιώνα. Τέλος, ως Εκατόμβιος είναι γνωστός μήνας στην πόλη Άλω της Φθιώτιδας (IG. ΙΧ 2, 109 b 50) αντίστοιχος του αττικού μήνα Εκατομβαιώνα.
Μεταγειτνιών ΗΤΑΝ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε στην περίοδο από 15 Αυγούστου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου του σημερινού Γρηγοριανού ημερολογίου.Η ονομασία του, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οφείλεται στα Μεταγείτνια, γιορτή προς ανάμνηση του μετοικισμού του Θησέα από τη Μελίτη (δήμο των Αθηνών, Δ. της αγοράς) στη Διόμεια (δήμο των Αθηνών Ν.Α. της πόλης).Αυτόν τον μήνα στην Αθήνα γίνονταν οι μετοικήσεις, δηλαδή οι μετακομίσεις και συνεπώς η αλλαγή των γειτόνων (μεταγείτνια). Στη γιορτή αυτή οι Αθηναίοι τιμούσαν τον Μεταγείτνιο Απόλλωνα. Ο Μεταγειτνιών ήταν ο η αρχή του νέου οικονομικού έτους, οπότε άρχιζαν οι προετοιμασίες της τέλεσης των μυστηρίων, και το τέλος του στρατιωτικού έτους, οπότε πανηγυρίζονταν τα γυμνιστικά Εξιτήρια. Ο αντίστοιχος προς τον Μεταγειτνιώνα μήνας των Αργείων και των Λακεδαιμονίων ονομαζόταν Κάρνειος. Η ονομασία του οφείλεται στον ονομαστό μάντη Κάρνο, γιο του Δία και της Ευρώπης, ο οποίος είχε διδαχθεί τη μαντική τέχνη από τον ίδιο τον θεό Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Κάρνος φονεύθηκε από το αφηνιασμένο άλογό του, όταν οι Δωριείς εισέβαλαν στην Πελοπόννησο. Ο Θεός Απόλλωνας, επειδή
θεώρησε υπεύθυνους για τον φόνο του Κάρνου τους Λάκωνες, έριξε λοιμό στη χώρα. Για να εξιλεωθούν, λοιπόν, αυτοί δημιούργησαν τα Κάρνεια, ειδική γιορτή προς τιμήν του Κάρνου, που γιορταζόταν στον ομώνυμο μήνα (Σχλ. Β, 8,3). Κατά τη διάρκεια της γιορτής τιμούσαν τον Απόλλωνα Κάρνειο, προστάτη των κοπαδιών. Ο μήνας Κάρνειος αναφέρεται εκτός από τη Σπάρτη και στα μηνολόγια του Άργους, της Επιδαύρου, της Ρόδου και των δωρικών αποικιών της Σικελίας. Στις Συρακούσες ο Κάρνειος ήταν , όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, αντίστοιχος με τον αττικό Μεταγειτνιώνα: «του Καρνείου μηνός, όν Αθηναίοι Μεταγειτνιώνα προσαγορεύουσι» (Πλούταρχος, Νικ. 28). Όπως είναι γνωστό από επιγραφές, ο αντίστοιχος προς τον Μεταγειτνιώνα μήνας των Βοιωτών ονομαζόταν Πάνεμος ή Πάναμος, μια ονομασία μήνα που τη συναντάμε σε πολλά ελληνικά μηνολόγια (Σπάρτη, Επίδαυρος, Άργος, Ρόδος ή ως Πάνημος σε Δήλο, Θεσσαλία και Μακεδονία) αλλά με διαφορετική σειρά στο έτος. Ο Μεταγειτνιών ή Μεταγιτνιών αναφέρεται και στα ημερολόγια νησιών του Αιγαίου, όπως της Δήλου, Σάμου, Κω και Καλύμνου, ενώ στη Ρόδο αναφέρεται ως Μεταγείτνιος.
Βοηδρομιών ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ —και σε παλαιότερες εποχές του πρώτου— μήνα του αττικού ημερολογίου, που ήταν ο μήνας της φθινοπωρινής ισημερίας.Ονομάστηκε έτσι λόγω της γιορτής των Βοηδρομίων, την 6η ή την 7η ημέρα του, που πιθανώς αντιστοιχούσε στην 22α Σεπτεμβρίου.Τα Βοηδρόμια ήταν γιορτή προς τιμήν του Βοηδρομίου ή Βοηθόου Απόλλωνα, ο οποίος έτρεχε με βοή σε βοήθεια αυτών που ζητούσαν τη συνδρομή του, ιδιαίτερα ως βοηθός και σύμμαχος στον πόλεμο: «Βοηδρομείν γάρ το βοηθείν ωνομάζετο». Οι Αθηναίοι την παραμονή της γιορτής έκαναν θυσίες προς τιμήν της αδελφής του Απόλλωνα, θεάς της άγρας (κυνηγιού), της Αρτέμιδος της
Αγροτέρας. Κάθε χρόνο, λοιπόν, στο χωριό Άγρα ή Άγρες πέρα από το Ιλισό, οι Αθηναίοι τελούσαν εκεί γιορτή στον ναό της Αγροτέρας Άρτεμης προς τιμήν της θεάς, και ο «άρχων-πολέμαρχος» πρόσφερε ως θυσία 500 κατσίκες. Η γιορτή αυτή ξεκίνησε μετά τη μάχη του Μαραθώνα, ότε οι Αθηναίοι επετέθησαν με βοή και δρομαίως. Η γιορτή των Βοηδρομίων, κατά τον Πλούταρχο (Πλουτ. Θησ. ΚΖ’), ετελείτο στη μνήμη της νίκης του Θησέα εναντίον των Αμαζόνων και προς τιμήν του Βοηθόου Απόλλωνα που τον βοήθησε. Κατά τον Παυσανία, η γιορτή θεσπίστηκε από τον Ίωνα σε ανάμνηση της βοήθειας που έστειλε στους Αθηναίους στις μάχες τους εναντίον των Ελευσινίων. Επίσης, από την 15η του Βοηδρομιώνα και για 9 ημέρες γιορτάζονταν τα Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια. Η πρώτη ημέρα, η 15η Βοηδρομιώνα, κατά την οποία γινόταν η προκήρυξη της γιορτής ονομαζόταν αγυρμός, από τη λέξη άγυρις που σημαίνει συνάθροιση ή συγκέντρωση. Ο άρχων-βασιλιάς, που είχε την ανώτατη εποπτεία στα μυστήρια, καλούσε τον δήμο στην Αγορά και με την παρουσία του ιεροφάντη και του Δαδούχου, ο Ιερός Κήρυκας έκανε την προκύρηξη της γιορτής για να λάβουν μέρος στα μυστήρια οι «έχοντες καθαρήν την καρδίαν και τας χείρας».Οι Αθηναίοι τον μήνα Βοηδρομιώνα —αν και είχε 30 ημέρες— τον θεωρούσαν κοίλο μήνα με 29 ημέρες. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν υπολόγιζαν στην αρίθμησή του τη 2η ημέρα του, επειδή, κατά την παράδοση, αντιστοιχούσε στην επέτειο της έριδας του Ποσειδώνα και της Αθηνάς για την επικυριαρχία της Αθήνας (Πλουτ. Συμπ. πρβλ. Θ’, 6. Π, Φιλαδ. 489).Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μήνας αυτός συναντάται με την ίδια ονομασία στην Πριήνη και στην Όλβια της Σκυθίας· ως Βαδρομιών στη Χίο και στη Λάμψακο και ως Βαδρόμιος στην Ρόδο, την Κω, την Κάλυμνο και την Κνίδο.Στον Βοηδρομιώνα αντιστοιχεί ο Βοαθόιος ή Βοαθόος, ο τρίτος μήνας του ημερολογίου των Δελφών.Ο αντίστοιχος προς τον Βοηδρομιώνα μήνας του ημερολογίου της Σπάρτης ήταν ο Πάναμος, που αποτελούσε και την αρχή του σπαρτιατικού έτους κατά τη φθινοπωρινή ισημερία.
Πυανεψιών Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε στην περίοδο από 15 Οκτωβρίου μέχρι 15 Νοεμβρίου του Γρηγοριανού ημερολογίου.Την 7η ημέρα του ετελούντο τα Πυανέψια ή Πυανόψια προς τιμήν του θεού Απόλλωνα και της Σκιράδος Αθηνάς (Πλουτ. Θησ. ΚΒ’). Από αυτήν ακριβώς τη γιορτή προήλθε η ονομασία του. Η γιορτή των Πυανεψίων πήρε το όνομά της από τα πύανα, δηλαδή τους κύαμους (κουκιά) και τα όσπρια, που οι εορτάζοντες έτρωγαν και μέρος των οποίων προσέφεραν στους θεούς.Τα Πυανέψια εθεωρούντο αγροτική γιορτή, με ευχαριστίες προς τον θεό Απόλλωνα για την αφθονία των καρπών της γης.Κατά τη διάρκεια της γιορτής τα παιδιά γυρνούσαν πόρτα πόρτα κρατώντας την «ειρεσιώνην», ένα κλαδί ελιάς με καρπούς του φθινοπώρου τυλιγμένο με μαλλιά, τραγουδώντας το ομώνυμο τραγούδι, που πίστευαν ότι προστάτευε από τις ασθένειες τους καρπούς της γης.
Οι στίχοι του διασώθηκαν και είναι οι παρακάτω:«Ειρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αναψήσασθαι (αποψήσασθαι) και κύλικ’ εύζωρον, ως αν μεθύουσα καθεύδη».
Οι οικοδέσποινες πρόσφεραν στα παιδιά φιλοδωρήματα και ενώ αυτά έφευγαν χαρούμενα, αυτές κρεμούσαν τη δική τους «ειρεσιώνη» πάνω από την εξώπορτά τους, την οποία διατηρούσαν όλο τον χρόνο.Συνέχεια της ειρεσιώνης θεωρούνται τα ελληνικά κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.Κατά τη διάρκεια της γιορτής, ένα αγόρι, του οποίου ζούσαν και οι δύο γονείς (αμφιθαλής), έφερνε την ειρεσιώνη στο ιερό του Απόλλωνα και την έστηνε ή την κρεμούσε στην είσοδο του ναού.Στη Σάμο, η γιορτή αυτή γινόταν στα ανοιξιάτικα Θαργήλια του Απόλλωνα με θυσίες στον Ήλιο και τις Ώρες (τις εποχές του έτους).Αυτό το αρχαίο ελληνικό έθιμο των Θαργηλίων αντιστοιχεί στο νεοελληνικό έθιμο του στεφανιού της Πρωτομαγιάς.Αντίστοιχη με τη ειρεσιώνη ήταν η κορυθάλη, κλαδί δάφνης ή ελιάς που κρεμόταν στην εξώπορτα των σπιτιών. Η κορυθάλη προσφερόταν στη θεά Αρτέμιδα, η οποία με την προσωνυμία «κορυθαλία» λατρευόταν στη Σπάρτη ως θεά της γονιμότητας και προστάτιδα των τροφών που φρόντιζαν τα βρέφη. Αργότερα, στους χρόνους του Κίμωνα, παράλληλα με τη γιορτή των Πυανεψίων, την 7η του μηνός γιορταζόταν στην Αθήνα, η βακχική γιορτή του τρύγου, τα Οσχοφόρια ή Ωσχοφόρια (Πλουτ. Θησ. ΚΒ’), προς τιμήν της Αθηνάς και του Διονύσου. Στα Οσχοφόρια δύο νέοι (οι Οσχοφόροι), ντυμένοι γυναικεία, έφεραν τη δική τους ειρεσιώνη, που ήταν κλαδιά κλήματος κατάφορτα με σταφύλια (όσχοι). Οι Οσχοφόροι προηγούνταν της πομπής, που ξεκίναγε από τον ναό του Διονύσου στην Αθήνα και κατέληγε στον ναό της Σκιράδος Αθηνάς στο Φάληρο. Κατά τη διάρκεια της γιορτής γίνονταν αγώνες δρόμου μεταξύ «οσχοφορούντων» εφήβων από όλες τις φυλές και οι 10 πρώτοι νικητές, ένας από κάθε φυλή, έπαιρναν ως έπαθλο μία φιάλη με τα «πενταπλόα», ποτό που το αποτελούσαν τα πέντε κυριότερα προϊόντα του έτους: κρασί, μέλι, τυρί, αλεύρι και λάδι. Επίσης, οι νικητές έμπαιναν επικεφαλής της πομπής στην τελετή προς τιμήν του θεού Διονύσου. Την ειδική αυτή τελετή —με χορούς, τραγούδια και θυσίες— τη συσχέτιζαν οι Αθηναίοι με τη μετάβαση του Θησέα στην Κρήτη, για να απαλλάξει την Αθήνα από τον φόρο αίματος στον Μινώταυρο. Άλλωστε, η παράδοση αναφέρει ότι αυτή τη γιορτή την καθιέρωσε ο Θησέας σε ανάμνηση της νίκης του εναντίον του Μινώταυρου.
Κατά τον μήνα Πυανεψιώνα ετελούντο ακόμα τα Απατούρια (από το ά(μα)+πατήρ): τριήμερες γιορτές (δόρπεια, ανάρρυσις και κουρεώτις) κατά τις οποίες οι πατέρες των παιδιών τα έγραφαν στις φρατρίες. Στις γιορτές αυτές τιμούσαν τον Δία Φράτριο, μαζί με την Απατουρία Αθηνά —από τη λέξη απάτη, κατάλοιπα της εποχής που η απάτη εθεωρείτο αρετή— προστάτιδα των συγγενικών γενών. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρχικά στην Αθήνα υπήρχαν 4 φυλές. Κάθε φυλή διαιρείτο σε 3 μέρη που το κάθε τρίτο ονομάστηκε τριττύς ή φρατρία, ή αργότερα και πατριά. Σε κάθε φρατρία υπήρχαν 30 γένη. Αυτή η διαίρεση είναι βέβαιο ότι έγινε σύμφωνα με το ημερολόγιο: οι 4 φυλές αντιστοιχούσαν στις 4 εποχές του έτους· οι 12 φρατρίες στους 12 μήνες του έτους και τα 30 γένη κάθε φρατρίας στις 30 ημέρες του μήνα, ώστε συνολικά 12Χ30=360, δηλαδή το σύνολο των ημερών του έτους.Λόγω ακριβώς της γιορτής των Απατουρίων, ο αντίστοιχος του αττικού μήνα Πυανεψιώνα ονομαζόταν στη Δήλο Απατουριών. Με την ίδια ή ελαφρά διαφορετική ονομασία ως Απατούριος ή Απατουρεών απαντάται στα μηνολόγια των ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, της Κυζίκου και της Όλβιας στη Σκυθία.Από την 9η έως τη 13η ή από τη 10η έως τη 14η του Πυανεψιώνα ετελούντο στην Αθήνα τα Θεσμοφόρια, η σημαντικότερη γιορτή των γυναικών. Τα Θεσμοφόρια ήταν γιορτή αφιερωμένη στη Θεσμοφόρο Δήμητρα, ως προστάτιδα της γεωργίας, του γάμου και της κοινωνικής τάξης. Η πρώτη ημέρα της γιορτής ονομαζόταν Στήνια και διανθιζόταν με γιορταστικά περιπαιχτικά τραγούδια. Τη δεύτερη ημέρα πανηγυρίζονταν τα Θεσμοφόρια στον Αλιμούντα (παραλιακό δήμο της Αττικής) στη χερσόνησο Κωλιάδα (σημερινό Άγιο-Κοσμά), όπου υπήρχε ο ναός της Κωλιάδος Αφροδίτης, ένα από τα σημαντικότερα ιερά της Αττικής. Οι υπόλοιπες τρεις ημέρες ήταν οι κυρίως ημέρες της τελετής μέσα στην πόλη των Αθηνών. Από αυτές, η πρώτη ονομαζόταν Άνοδος, λόγω της επιστροφής των εορταζόντων από τον Αλιμούντα στην Αθήνα. Η δεύτερη εκαλείτο —και ήταν πραγματικά— αυστηρή Νηστεία. Η τρίτη λεγόταν Καλλιγένεια και κατά τη διάρκειά της τιμούσαν τη Δήμητρα με θυσίες και χορούς ως θεά προστάτιδα της γέννησης υγιών και ωραίων παιδιών.Στις τελετές αυτές απαγορευόταν αυστηρά η παρουσία αντρών.Κατά τον μήνα αυτόν γιορτάζονταν στην Αθήνα τα Θησεία, την 8η Πυανεψιώνα, και γι’ αυτό ελέγοντο ογδόδια (Αρστφ. Πλούτ. 626) και κάθε όγδοη ημέρα ήταν ιερή αφιερωμένη στον Θησέα και στον Ποσειδώνα.Την τελευταία ημέρα του Πυανεψιώνα ετελείτο στην Αθήνα ιδιαίτερη γιορτή αφιερωμένη στην Αθηνά-Εργάνη, προστάτρια από κοινού με τον Ήφαιστο των τεχνιτών. Αρχικά, και μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα, η γιορτή πανηγυριζόταν από όλο τον δήμο (λαό) προς τιμήν της
Αθηνάς-Εργάνης και γι’ αυτό ονομαζόταν Αθήναια ή Πάνδημος.Αργότερα, γιορταζόταν μόνο από τους τεχνίτες και ειδικά από τους χαλκείς (σιδηρουργούς-μεταλλουργούς) προς τιμήν του Ηφαίστου και έτσι μετονομάστηκε σε Χαλκεία. Τα Χαλκεία έδωσαν στον Κηφισιέα Μένανδρο το υλικό για την ομώνυμη κωμωδία του, μικρό απόσπασμα της οποίας σώζεται από τον Αθήναιον (ΙΑ’, 5Ο2- Πολυδ. Ζ’, 1Ο5).
Μαιμακτηριών Ο ΠΕΜΠΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε στην περίοδο από τη 15η Οκτωβρίου μέχρι τη 15η Νοεμβρίου του σημερινού Γρηγοριανού ημερολογίου. Η ονομασία του προήλθε, όπως εξηγεί ο Αρποκρατίων, από τις γιορτές των Μαιμακτηρίων προς τιμήν του Μαιμάκτου Διός, δηλαδή του ενθουσιώδη και ταράσσοντα τον ουρανό Δία, προαναγγέλλοντας κατά τον Μαιμακτηριώνα την έναρξη του χειμώνα, αφού στη διάρκειά του «ό αήρ ταράττεται και μεταβολήν έχει». Ο Φώτιος υποστηρίζει ότι ο Μαιμακτηριών πήρε την ονομασία του «από τής μαιμάξεως τής περί την άμπελον», δηλαδή από τον τρύγο των αμπελιών για την παρασκευή του κρασιού.
Στα Μαιμακτήρια, οι Αθηναίοι ικέτευαν με δεήσεις τον Νεφεληγερέτη Δία, που τάρασσε το Σύμπαν, να φανεί μειλίχιος, να καταπαύσει τις ταραχές του αέρα και να στείλει τη βροχή για να σπείρουν τους αγρούς τους. Στις γιορτές αυτές, στο θέατρο των Αθηνών, άντρες μεταμφιεσμένοι σε Βάκχες, Νύμφες και Ώρες, ντυμένοι με βαριά ρούχα και κρατώντας πέπλο πανηγύριζαν την έναρξη του χειμώνα. Στην Κέα, από μία επιγραφή που βρέθηκε εκεί πληροφορούμαστε ότι ο αντίστοιχος προς τον Μαιμακτηριώνα μήνας ονομαζόταν Μαιμακτήρ. Επίσης, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο αντίστοιχος προς τον Μαιμακτηριώνα βοιωτικός μήνας ονομαζόταν Αλκυμένιος ήΑλαλκομένιος.
Ποσειδεών ΉΤΑΝ Ο ΕΚΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, συνήθως όμως ο τέταρτος των ημερολογίων των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας.
Ήταν ο κυρίως μήνας του χειμώνα και αντιστοιχούσε στους σημερινούς μήνες Δεκέμβριο και Ιανουάριο του Γρηγοριανού ημερολογίου.
Από την 8η έως την 11η του Ποσειδεώνα, στην Αθήνα και στους γύρω δήμους, ετελούντο τα κατ’ αγρούς Διονύσια ή Διονύσια τα μικρά. Στις μυστηριακές αυτές γιορτές γινόταν αναπαράσταση διαφόρων μύθων που αφορούσαν τον θεό Διόνυσο. Επικεφαλής των κατ’ αγρούς Διονυσίων ήταν οι δήμαρχοι.
Την 26η του μηνός ετελούντο στην Αθήνα και την Ελευσίνα τα Αλώα, προς τιμήν της Δήμητρας, της Κόρης (Περσεφόνης) και του Διονύσου. Η ονομασία της γιορτής προέρχεται από το άλως, που σημαίνει αλώνι, κήπο ή καλλιεργημένο χωράφι. Η γιορτή πανηγυριζόταν τον μήνα Ποσειδεώνα —αν και διίστανται οι γνώμες των ειδικών— και στο τέλος της υπήρχε πομπή προς τιμήν του Ποσειδώνα, ο οποίος πριν γίνει θεός της θάλασσας λατρευόταν ως χθόνιος θεός (Γαιήοχος) και θεός της βλάστησης· ως Ποσειδώνας Φυτάλμιος, δηλαδή γονιμοποιός· μια αρχέγονη μορφή του Ποσειδώνα, της προσωποποίησης των γλυκών νερών που γονιμοποιούν τη γη. Τα Αλώα ήταν γιορτή γυναικεία με ελευθεροστομία και με τελετές που είχαν τη σημασία της πρόκλησης
Ρούμπενς, Bacchanalia (Ο Διόνυσος με σειλήνους και σατύρους, Αγία Πετρούπολη, Μουσείο Πούσκιν) |
Ο Ποσειδεώνας ήταν ο μήνας της χειμερινής τροπής του Ήλιου και συνεπώς, κατά τη διάρκειά του, συνέβαινε η «διαμετρημένη ημέρα», η μικρότερη δηλαδή σε διάρκεια μέρα του έτους ίση με περίπου 9,5 ώρες. Ο χρόνος της «διαμετρημένης ημέρας» διαιρούμενος, μέσω κλεψυδρών, σε τρία μέρη χρησίμευε στα δικαστήρια για την αγόρευση του κατηγόρου, για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και για τις ομιλίες των δικαστών. Μήνας Ποσειδεώνας αναφέρεται και στο ημερολόγιο της νήσου Δήλου, αντίστοιχος προς τον αττικό Ποσειδεώνα.
Μετά τον μήνα Ποσειδεώνα και σε περιόδους δύο αρχικά, τεσσάρων ή τελικά οκτώ ετών, τις λεγόμενες διετηρίδες, τετραετηρίδες και οκταετηρίδες προστίθετο ο εμβόλιμος 13ος μήνας, που ονομαζόταν Ποσειδεών δεύτερος, με τις αντίστοιχες βέβαια ημέρες για κάθε τέτοιο χρονικό κύκλο. Ειδικά στον κύκλο των οκτώ ετών (Μέγας Ενιαυτός), ο Ποσειδεών δεύτερος προστίθετο κάθε 3ο, 5ο και 8ο έτος με διάρκεια 30 ημερών (πλήρης μήνας).
Ο Ποσειδεών δεύτερος άρχισε να προστίθεται στο έτος, για να το εναρμονίσει με το ηλιακό-τροπικό, κατά τους χρόνους του Σόλωνα (594 π.Χ.) ή του Κλεοστράτους (540 π.Χ.), οπότε θεσπίστηκε το σεληνοηλιακό αττικό ημερολόγιο.
Όσον αφορά τον «Μέγα Ενιαυτό», ο όρος αυτός χρησιμοποιείτο και με την ευρύτερη φιλοσοφική διάστασή του. Ο αστρονομικός Μέγας Ενιαυτός αρχικά καθιερώθηκε από τους Ίωνες φιλοσόφους και ιδιαίτερα από τον Ηράκλειτο, ο οποίος και προσδιόρισε τη διάρκειά του ίση με 10.800 έτη, όπως αναφέρει ο Αέτιος, ή ίση με 18.000 έτη, όπως αναφέρει ο Κηνσωρίνος. Ο σπουδαίος αστρονόμος Αρίσταρχος ο Σάμιος (320-250 π.Χ.) αναφέρει τον Μεγάλο Ενιαυτό ίσον με 2.484 έτη. Τα ίδια υποστηρίζει και ο αστρονόμος Οινοπίδης ο Χίος (5ος π.Χ. αιώνας), ο οποίος είχε αφιερώσει στην Ολυμπία χάλκινη πλάκα πάνω στην οποία είχε χαράξει ανακάλυψή του σχετική με το ηλιακό και το σεληνιακό έτος. Ο Μεγάλος Ενιαυτός θεωρείτο περιοδικός κύκλος στο τέλος του οποίου οι αστρονόμοι πίστευαν ότι το Σύμπαν θα καταστρεφόταν εξαιτίας μεγάλου πύρινου Κατακλυσμού, από τον οποίον θα αναφλεγόταν για να αναδημιουργηθεί στη συνέχεια και να επαναζήσει νέα περίοδο Μεγάλου Ενιαυτού, μετά το τέλος του οποίου θα γινόταν νέα καταστροφή, και πάλι νέα αναδημιουργία. Η δοξασία αυτή των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και αστρονόμων συμπίπτει με τις ανατολικές φιλοσοφικές θεωρίες για την αιώνια ανακύκληση ή για την αιώνια επιστροφή, τις οποίες ασπάστηκαν και υποστήριξαν εκπρόσωποι των νεοτέρων φιλοσοφικών ρευμάτων. Μερικοί από αυτούς υποστηρίζουν ότι ο Μέγας Ενιαυτός έχει περίοδο ίση με 25.796 έτη, ταυτόσημη δηλαδή με την περίοδο της γήινης μετάπτωσης (Παράρτημα VΙ).
https://tofanari.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου