
Το μπουντρούμι είναι βαθύ και πέτρινο. Tο σχήμα του, ενός σχεδόν τέλειου ημισφαίριου, αν και το πάτωμα (που είναι επίσης πέτρινο) είναι λίγο μικρότερο από ένα μεγάλο κύκλο, γεγονός που εντείνει κάπως τα αισθήματα της καταπίεσης και της απεραντοσύνης. Ένας μεσότοιχος το χωρίζει στα δυο. O τοίχος αυτός, παρόλο που είναι πανύψηλος, δε φτάνει ως τη κορφή του θόλου. Aπό τη μια μεριά είμαι γω, ο Τζινακάν, μάγος της πυραμίδας του Καολόμ, που πυρπολήθηκε απ' τον Πέδρο δε Αλβαράδο, από την άλλη, είναι ένας ιαγουάρος, που με τον μυστικό κι ισοσκελή βηματισμό του μετράει τον χρόνο και τον χώρο της αιχμαλωσίας του. Ένα μεγάλο παράθυρο με κάγκελα, σύρριζα στο πάτωμα, κόβει τον κεντρικό τοίχο. Την ώρα που δεν έχει σκιά (το μεσημέρι), ανοίγει στο ταβάνι μια καταπακτή, κι ένας δεσμοφύλακας, που τον έχουν ξεθωριάσει πια τα χρόνια, πιάνει να γυρίζει μια σιδερένια τροχαλία και μας κατεβάζει, στην άκρη ενός σκοινιού, κανάτες με νερό και κομμάτια κρέας. Τότε, στο μπουντρούμι μπαίνει φως, εκείνη τη στιγμή, μπορώ να δω τον ιαγουάρο.