Μια φορά κι έναν καιρό ένας άνθρωπος πήγε στο δάσος κι έψαχνε να βρει κανένα πουλί της προκοπής. Τελικά έπιασε ένα αετόπουλο. Το πήρε στο σπίτι του και το 'βαλε ανάμεσα στις κότες, στις πάπιες και στα γαλόπουλα, και μόλο που ήτανε αετόπουλο το τάϊζε με το ίδιο φαΐ που τάϊζε και τα άλλα πουλιά.
Περάσανε πέντε χρόνια. Μια μέρα τον επισκέφτηκε ένας φυσιοδίφης.
Εκεί που σεργιανούσαν στον κήπο του είπε:
«Αυτό το πουλί δεν είναι κοτόπουλο. Αετός είναι».
«Το ξέρω, απάντησε ο ιδιοκτήτης του αετού, αλλά τον έχω εξασκήσει να συμπεριφέρεται σαν κοτόπουλο. Δεν είναι πια αετός. Έγινε κοτόπουλο, μόλο που οι φτερούγες του από τη μιαν άκρη στην άλλη έχουν μήκος 15 πόδια».
«Όχι, του λέει ο φυσιοδίφης, εξακολουθεί να είναι αετός, έχει την καρδιά ενός αετού και θα τον κάνω να πετάξει στον ουρανό».
«Είναι κοτόπουλο και δε θα πετάξει ποτέ», ξαναλέει ο ιδιοκτήτης του.
Συμφωνήσανε τότε να κάνουν ένα πείραμα. Ο φυσιοδίφης πήρε τον αετό τον σήκωσε ψηλά και του είπε επιτακτικά:
«Αετέ, είσαι ένας αετός, ανήκεις στον ουρανό κι όχι σ’ αυτή τη γη. Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε».
Ο αετός γύρισε από δω γύρισε από κει και ύστερα βλέποντας τις κότες που τρώγανε πήδηξε κάτω. Και ο ιδιοκτήτης:
«Δε σου ‘λεγα πως είναι κοτόπουλο…».
«Όχι, επέμενε ο φυσιοδίφης, είναι αετός. Δωσ’ του ακόμα μια ευκαιρία αύριο».
Έτσι την άλλη μέρα ο φυσιοδίφης πήρε τον αετό στη στέγη του σπιτιού και του είπε:
«Αετέ, είσαι ένας αετός. Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε».
Ο αετός όμως βλέποντας τα κοτόπουλα να τρώνε πήδηξε πάλι κάτω κι άρχισε να τρώει κι αυτός μαζί τους.
Τότε ο ιδιοκτήτης ξανάπε:
«Δε σου το είπα πως είναι κοτόπουλο».
«Όχι, επέμενε ο φυσιοδίφης, είναι ένας αετός κι εξακολουθεί να έχει την καρδιά ενός αετού. Δωσ' του μόνο μια ευκαιρία ακόμα. Αύριο θα τον κάνω να πετάξει».
Την άλλη μέρα σηκώθηκε νωρίς και πήρε τον αετό έξω από την πόλη, μακριά από τα σπίτια, στα ριζά ενός ενός ψηλού βουνού. Ο ήλιος, που μόλις γεννιότανε, έβαφε χρυσαφιά την κορφή του βουνού κι έκανε όλα τα βράχια να λάμπουνε μέσα σ’ εκείνο τ’ όμορφο πρωινό.
Ο φυσιοδίφης σήκωσε τον αετό και του είπε:
«Αετέ, είσαι ένας αετός, ανήκεις στον ουρανό κι όχι σ’ αυτή τη γη. Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε».
Ο αετός κοίταξε γύρω και τρεμούλιασε, λες κι έμπαινε μέσα του καινούρια ζωή.
Δεν πέταξε όμως. Ο φυσιοδίφης τον έκανε τότε να κοιτάξει κατά τον ήλιο.
Ξαφνικά άπλωσε τα φτερά του και με μιαν αετήσια κραυγή πέταξε ψηλότερα και ψηλότερα και δεν ξαναγύρισε πια. Έμεινε ένας αετός, μόλο που θελήσανε να τον υποτάξουνε και να τον κάνουνε κοτόπουλο.
Λαέ μου της Αφρικής, πλαστήκαμε κατ’ εικόναν του Θεού, οι άνθρωποι όμως θέλησαν να μας κάνουν να πιστεύουμε πως είμαστε κοτόπουλα, και το πιστεύουμε ακόμα.
Όμως είμαστε αετοί.
Απλώστε τα φτερά σας και πετάξτε! Μην ευχαριστιέστε με το φαΐ που δίνουνε στα κοτόπουλα.
Τζέιμς Ε. Κ. Άγκρει
Η ιστορία αντλείται από το βιβλίο: Αφρικανοί πεζογράφοι, Εκδόσεις Θεμέλιο
Μετάφραση-παρουσίαση: Κατσούρη Ντίνα
asante.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου