Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ





Όλα είχαν καεί… και εκεί που ήταν ένα από τα πιο όμορφα μοναστήρια του Αγίου Όρους, ένας σωρός έμεινε που κάπνιζε… ευτυχώς σώθηκαν όλοι οι μοναχοί…. Βουβοί κοιτούσαν τώρα τον ηγούμενο τους, με τα μάτια τους μιλούσαν ωστόσο: «Τι θα κάνουμε τώρα; Πως θα πορευτούμε; Να διαλύσουμε τη μονή και να πάμε σε άλλα μοναστήρια;»

Ο Ηγούμενος έπρεπε να τους δώσει μία απάντηση… «Αδελφοί, πάω στο λόφο για μια ώρα να εκτιμήσω τη κατάσταση και έρχομαι…» Ο Ηγούμενος μιλούσε με το Θεό και σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση έπρεπε να πάρει μία απόφαση, αλλά όχι μόνος του…

Στη κορυφή του λόφου έκλεισε τα μάτια του και στη σιωπή αναζήτησε τη παρουσία Του… …Μία απέραντη γαλήνη πλημμύρισε τη καρδιά του… Μια ευλογία έμπαινε στη κάθε του αναπνοή… Και στο κέντρο του μυαλού του, λέξεις μορφώνονταν από μία άφατη Παρουσία…

-Πατέρα τι θα κάνουμε;

- Θα το ξαναφτιάξετε το μοναστήρι… πολύ καλύτερο από πριν…


- Πατέρα, ειλικρινά, αισθάνομαι ότι έφτασα στα όρια μου, δεν μπορώ να καταφέρω να συνεχίσω… Να εκλέξουμε άλλον ηγούμενο;

- Παιδί μου, μην αφήνεις το λογισμό σου να κάνει κουμάντο… Κάθε δοκιμασία που έρχεται είναι ένα βουνό που θα διαβαίνεις μέχρι να φτάσεις εκεί ψηλά που είναι ο προορισμός σου… Ο άνθρωπος μόνος του δεν κάνει τίποτα, ο άνθρωπος που έχει Εμένα μέσα του, μπορεί να κάνει τα πάντα…

Ο Ηγούμενος μεταμορφωμένος επέστρεψε από το λόφο… Αδελφοί, θα το ξαναφτιάξουμε το μοναστήρι.. Μου το υποσχέθηκε ο ίδιος ο Θεός… Μία Ομάδα θα μαζέψει τα ερείπια… εδώ τα χρήσιμα… εδώ οι πέτρες, εδώ τα αγκωνάρια…. Μία άλλη Ομάδα θα φτιάξει ένα πρόχειρο κατάλυμα να μένουμε μέχρι το μοναστήρι μας να είναι έτοιμο… Εδώ θα είναι ο πύργος του, εδώ τα όρια του… Οι αδελφοί ηλεκτρισμένοι με έναν νέο αέρα αισιοδοξίας ανασηκώσαν τα ράσα τους και ξεκίνησαν θαρρετά τον αγώνα…

Ο ηγούμενος έγραψε δύο γραφές: Η μία προς τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης για βοήθεια… «Παναγιότατε, τη σεπτή σας βοήθεια…»… Η άλλη στο μαστοροχώρι της Ηπείρου… «Πρωτομάστορα, μάζεψε το μεγαλύτερο μπουλούκι που μπορείς να φέρεις, θα χτίσεις ένα μοναστήρι που όμοιο του δεν έχει ο Άθως… θα πάρεις όσο χρυσό ζητήσεις…»

Μέχρι να έρθει η βοήθεια του Πατριάρχη ο ηγούμενος δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ… και όλοι οι μοναχοί αν και κάνανε τη πιο βαριά εργασία που υπάρχει με τις πέτρες, ένιωθαν ότι ο ίδιος ο Θεός τους αλάφρυνε στο έργο τους….

Δύο εβδομάδες αργότερα ήρθε η απάντηση του Πατριάρχη… Ο ηγούμενος παραξενεύτηκε που ήταν μόνο μία γραφή…. Περίμενε κανένα κασελάκι με χρυσό… Αποσβολωμένος διάβασε τη γραφή…. «Την ευλογίαν μου δια το Θεάρεστον έργο σας… Δυστυχώς οι καιροί είναι χαλεποί εδώ στην Κωνσταντινούπολη… ο σουλτάνος κάνει πόλεμο και χρήματα δεν υπάρχουν…. Και εδώ πείνα και στερήσεις…. Δοκίμασε στην Αίγυπτο… είναι το μοναδικό μέρος που ευημερεί…. Υπάρχουν και εκεί Χριστιανοί….»

Στη σιωπή του ο Ηγούμενος άκουσε τη φωνή του Θεού:

- Κάνε ότι σου λέει η γραφή… Ξεκίνα σήμερα… Θα πάτε τρεις όμως και στην Αλεξάνδρεια στο λιμάνι, θα είστε οι τρεις τελευταίοι που θα βγείτε από το πλοίο…

- Πατέρα μου, συγνώμη που ρωτάω, αλλά σε λίγο θα έρθουν οι μάστορες… Πως θα δουλέψουν δίχως χρυσό; Και από την άλλη, γιατί να πάμε τρεις μοναχοί στην Αίγυπτο και όχι ένας;

- Έχε πίστη παιδί μου και κάνε ότι σου λέω… Δεν θα γελάσεις τους μάστορες, θα τους φέρεις το χρυσό που χρειάζονται και ακόμα παραπάνω… Τρεις πρέπει να πάτε…

Ο ηγούμενος καθησύχασε τους αδελφούς… «Ο Πατριάρχης θα μας δώσει το χρυσό, θα πάμε τρεις να τον παραλάβουμε… Οι μάστορες να ξεκινήσουν να δουλεύουν μόλις έρθουν… έρχομαι με το χρυσό τους…»

Πήρε τους δύο πιο έμπιστους και χειροδύναμους αδελφούς και φύγαν… από την Ουρανούπολη και μετά τους είπε τον αληθινό προορισμό τους… Από καΐκι σε καΐκι και από λιμάνι σε λιμάνι βρέθηκαν σε ένα πλεούμενο με κόκκινα πανιά για την Αίγυπτο… Όταν ο Θεός θέλει κάτι, πάντα φυσάει ούριος άνεμος …

Ιστορίες έρχονταν στο νου του ηγούμενου, για τη βρωμιά που υπάρχει εκεί στους άπιστους, στους μαύρους… Φαντάζονταν δρόμους με περιττώματα όπου ζούσανε οι μουσουλμάνοι… Τι να κάνει όμως, έπρεπε να πάει εκεί… αλλά, θα τον βοηθούσαν οι Χριστιανοί…
……

Ο Σουλτάνος της Αιγύπτου, ο Χαρούν ο Ευσεβής, ξύπνησε με ένα υπέροχο όνειρο αυτό το πρωί. Είδε λέει ότι ήταν περιπατητής και αφού περπάτησε σε βουνά και κοιλάδες, βρέθηκε σε μία πεδιάδα, και μαζί του ήταν άνθρωποι πολλοί, που κρατούσαν δρεπάνια και κόβαν τα σιτάρια που ήταν γεμάτη η πεδιάδα, και όσο κόβαν τα σιτάρια αυτά αμέσως ξαναβγαίνανε και οι άνθρωποι δεν προλαβαίναν να τα ξανακόβουν, και τριγυρισμένο από τέσσερα ποτάμια ήταν ένας υπέροχος κήπος, και εκεί αισθανόταν ότι έπρεπε να πάει, γιατί είναι το σπίτι του….

Κάλεσε τον προσωπικό του Σούφι, τον μουσουλμάνο μοναχό που του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, γιατί μπορούσε και άκουγε τη φωνή του Αλλάχ…. Του είπε το όνειρό του, το όνειρο που του έφερνε ευλογία και χαρά και ζήτησε την εξήγησή του…

Ο Σούφι με σεβασμό απάντησε: «Πολυχρονεμένε μου Άρχοντα, είναι πολύ εύκολο να απαντήσω, γιατί είδα και εγώ το ίδιο όνειρο με σένα: Ο δρόμος που ακολουθείς σαν περιπατητής είναι ο άγιος δρόμος του Αλλάχ, γιατί σαν ηγεμόνας ποτέ δεν θέλησες να θησαυρίζεις κάνοντας πολέμους και τυραννώντας με φόρους, αλλά ακολουθώντας τον, έφερες τον λαό σου στην πεδιάδα της αφθονίας, όπου πάντα υπάρχει σιτάρι και ψωμί για το λαό. Και ο κήπος που είδες ανάμεσα στα τέσσερα ποτάμια είναι ο παράδεισος….

Είδα όμως και τη συνέχεια του ονείρου: Να ευεργετείς τρεις μαυροφορεμένους ξένους άντρες, τους τρεις που θα φτάσουν σήμερα το πρωί και θα κατέβουν τελευταίοι από ένα πλοίο με κόκκινα πανιά…»

Τότε ας μη χάνουμε χρόνο, είπε ο Σουλτάνος και έδωσε οδηγίες στον Αρχηγό της Φρουράς…..

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

Κι έτσι ο κόσμος βρήκε την ησυχία του…! – Καζαντζάκης



«Μια μέρα ο Αλλάχ βρέθηκε μπόσικος, έπιασε φωτιά και κοπριά κι έπλασε το Ρωμιό. Μα ευτύς, ως τον είδε, το μετάνιωσε.

Είχε ένα μάτι ο αφιλότιμος που τρυπούσε ατσάλι. «Τι να γίνει τώρα, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα. Ας πιάσω να κάμω τώρα τον Τούρκο, να σφάξει το Ρωμιό, να βρει ο κόσμος την ησυχία του.»

Και ευτύς, χωρίς να χασομεράει, βάνει σ’ ένα ταψί τον Τούρκο και το Ρωμιό να παλέψουν. Πάλευαν, πάλευαν ως το βράδυ, κανένας δεν έριχνε το κάτω τον άλλον Μα ευτύς, ως σκοτείνιασε, βάνει ο άτιμος Ρωμιός τρικλοποδιά, κάτω ο Τούρκος!

«Ο διάολος θα με πάρει, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα πάλι. Τούτοι οι Ρωμιοί θα φάνε τον κόσμο, πάνε οι κόποι μου χαμένοι… Τι να κάμω;»

Ολονύχτα δεν έκλεισε μάτι ο κακομοίρης, μα το πρωί, πετάχτηκε απάνω και χτύπησε τις χερούκλες του:
«Βρήκα βρήκα» φώναξε. Έπιασε πάλι φωτιά και κοπριά, κι έφτιαξε έναν άλλο Ρωμιό, και τους έβαλε στο ταψί να παλέψουν.

Άρχισε το πάλεμα. Τρικλοποδιά ο ένας, τρικλοποδιά κι ο άλλος.

Μπηχτές ο ένας, μπηχτές κι ο άλλος. Μπαμπεσιά ο ένας, μπαμπεσιά κι ο άλλος… Πάλευαν, πάλευαν, έπεφταν, σηκώνουνταν, πάλευαν πάλι, ξανάπεφταν, ξανασηκώνουνταν, πάλευαν… Κι ακόμα παλεύουν!

Κι έτσι ο κόσμος βρήκε την ησυχία του…!»


  ~Ν.Καζαντζάκης.