«Fisherman» του Paul Klee


Κάποτε, πριν καν ο κόσμος πάρει τη σημερινή του μορφή, τους ανθρώπους τους ενοχλούσε ένα παράξενο πνεύμα, το οποίο κατέστρεφε τις στέγες των σπιτιών τους, χαλούσε τα εργαλεία τους και τρυπούσε τα ρούχα τους. Πέρασε λίγος καιρός και οι χωρικοί δεν άντεχαν άλλο, έτσι αποφάσισαν να πάνε στο Θεό-Κοράκι. Όταν τον βρήκαν, είδαν πως ήταν απασχολημένος: δημιουργούσε μια οροσειρά, μήπως και προστατέψει τα φυτά από το βόρειο άνεμο, που δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Το Κοράκι δε χάρηκε ιδιαίτερα σαν τους είδε και τους ζήτησε να περιμένουν μέχρι να τελειώσει με τις δουλειές του.
«Δεν μπορούμε να περιμένουμε», είπε ένας άντρας. «Ψάρευα μεσοπέλαγα με τη βάρκα μου κι όλα ήταν γαλήνια, όταν ξαφνικά κάποιος μ’ έριξε στο νερό κι αναποδογύρισε τη βάρκα. Κι εκεί που πίστευα ότι πάει, δεν θα τη γλιτώσω, κάτι με πέταξε πίσω στη βάρκα μου και βρέθηκα μ’ όλα μου τα ψάρια καπέλο.»
«Άκουσες κάτι;», ρώτησε το Κοράκι.