Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Μια μέρα φτάνει… (Α')



Το αγόρι ανέβαινε το λασπωμένο ανήφορο, υπό βροχή, ξυπόλητο, ρακένδυτο, ξεμαλλιασμένο, σαν ξεχασμένο ξωτικό. Ήταν μουσκεμένο μέχρι το κόκκαλο, σε αυτή τη πορεία του μέχρι το βουνό. Ζούσε μία φοβερή ένταση, που δεν οφειλόταν στο φθινοπωρινό μπουρίνι. Το πρόσωπο του ήταν σκαμμένο από τα κλάματα, τα μάτια του κατακόκκινα. Είχε φτάσει πια στα ομαλά του βουνού, αριστερά ήταν οι λάκκες και το κονάκι του τσοπάνου του πατέρα του. Δεξιά…., ο γκρεμός. Το αγόρι έστριψε δεξιά με αποφασιστικότητα.

Μόλις έζησε τη πρώτη του εβδομάδα στο Γυμνάσιο. Υποτίθεται ότι τον είχε στείλει ο πατέρας του για να μάθει γράμματα, να γίνει ένας καλύτερος άνθρωπος, να μην γίνει και αυτός ένας τσοπάνης. Αυτό που έζησε ωστόσο ήταν ο απόλυτος εξευτελισμός. Το παρατσούκλι του για τα επόμενα χρόνια θα ήταν: «Ο ΞΥΠΟΛΗΤΟΣ». Τα πιο θρασειά αγόρια του τη πέφτανε ανοιχτά, κοροϊδεύοντας τον «Ξυπόλητε! Ξυπόλητε! Ουστ από δω!», αυτοί που τους παρατρέχανε, κάνανε τη χορωδία. Ακόμα και τα κορίτσια κοιτάγαν τα πόδια του, και αποστρέφαν το βλέμμα τους από αυτόν. Το αγόρι αισθανόταν μία μαχαιριά στη καρδιά του σε κάθε τέτοιο υποτιμητικό βλέμμα.

Ήταν περήφανος όμως, δεν θα έκλαιγε μπροστά τους, ούτε θα γινόταν χαφιές να τον προστατέψουν οι Δάσκαλοι. Θα μπορούσε να σφάξει σαν τραγί, έναν από αυτούς, αλλά δεν ήταν φονιάς. Το μοναδικό που του απέμενε ήταν να κλαίει, σιγανά, κάτω από τα σεντόνια, να μην τον ακούσουν τα άλλα παιδιά εκεί που κοιμόταν σε έναν κατάμεστο θάλαμο της Μαθητικής Εστίας. Δεν θα ζητούσε λεφτά από τον πατέρα του. Ήξερε ότι δεν είχε μαζέψει ακόμα τα λιβαδιάτικα*. Ποτέ δεν του είχε ζητήσει λεφτά. Αφού έβλεπε ότι δεν είχαν τον ήλιο μοίρα σε αυτή τη παλιοζωή. Για αυτούς ήδη ήταν μεγάλη θυσία που στερήθηκαν από τις δουλειές του κοπαδιού το μεγαλύτερό τους παιδί.

Εδώ στο βουνό, το αγρίμι είχε έρθει στην έδρα του. Το βουνό ήταν η δύναμή του. Εδώ είχε αποφασίσει να αφήσει και τη ζωή του. Δεν άντεχε άλλο τις ταπεινώσεις, καλύτερα νεκρός παρά περίγελος…. Πήρε αργά τρεις βαθιές ανάσες αποχαιρετώντας αυτό τον κόσμο. Ω τι υπέροχος που ήταν ο αγέρας του βουνού. Σκέφτηκε ότι από δω και πέρα, τα ελάτια θα είναι οι καλύτεροι φίλοι και σύντροφοί του, και προχώρησε προς το κενό…..
….
Αφού έκανε ένα βήμα, ΚΑΤΙ τον σταμάτησε και δεν μπορούσε να κάνει άλλο. Σαν να είχε χάσει τον έλεγχο του σώματος του και αυτό έμενε παραλυμένο. «Ποιος με κρατάει;» ψέλλισε.

- «Εγώ είμαι, ο Άγγελος σου, ο προσωπικός φίλος και συνοδοιπόρος σου σε όλη σου αυτή τη ζωή.»

Το αγόρι σαν να ξεχώριζε ένα χαρούμενο φωτεινό ανθρώπινο περίγραμμα με κάτι μεγάλες ολόχρυσες φτερούγες από πάνω του.

- «Και γιατί ανακατεύεσαι σε ότι κάνω; Σου ζήτησα εγώ κάτι τέτοιο;»

- «Μα αυτή είναι η εργασία μου, ο προορισμός μου. Και ναι, το συμφωνήσαμε αυτό πριν γεννηθείς, ότι θα σε φυλάω και θα σε βοηθάω από τη γέννησή σου, μέχρι να επιστρέψω τη ψυχή σου, εκεί που ξεκίνησε αυτό το ταξίδι…»

- «Φίλε, δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο, και από την άλλη, εσύ δεν ξέρεις τι είναι να σε κοροϊδεύουν και να σε λένε ξυπόλητο.»

- «Μα ναι φίλε μου, ξέρω τι είναι να σε κοροϊδεύουν και να σε λένε ξυπόλητο. Είμαι κάθε στιγμή μέσα σου, δίπλα σου. Μοιράζομαι τα συναισθήματα σου, με τη διαφορά,……… ότι εγώ μπορώ να κλαίω….. Βλέπεις, δεν με βλέπουν εμένα. Κάθε φορά που πονάς, πονάω. Κάθε φορά που χαίρεσαι, χαίρομαι, κάθε φορά που λυπάσαι, λυπάμαι, και μοιράζομαι μαζί σου αυτό το φορτίο. Αν δεν είχες κάποιον να το μοιραστείς, δεν θα το άντεχες, θα είχες ήδη πεθάνει.»

- «Ένα ζευγάρι παπούτσια…….. μπορείς να μου δώσεις;»

- «Είμαι από φως και όχι από ύλη…. Μπορώ να σου μιλήσω όμως, μπορώ να σου πω ότι για να είσαι ευτυχισμένος, δεν χρειάζεται να έχεις ούτε ένα ζευγάρι παπούτσια, ούτε μία ολάκερη περιουσία. Χρειάζεσαι μόνο να είσαι ΕΔΩ»

- «Εγώ θέλω τα παπούτσια!»

- «Όπως θέλεις, αλλά εγώ πρέπει να σε ενημερώσω ότι έχεις πάρα πολλά ακόμα γραμμένα να κάνεις στη ζωή σου, έχεις πολλούς ακόμα ανθρώπους να γνωρίσεις, πράγματα να καταφέρεις. Αν θέλεις πέφτεις στο γκρεμό. Εγώ όμως έπρεπε να σε ενημερώσω….»

- «Παπούτσια,…. Θα αποκτήσω;»

- «Ναι, βέβαια, και πολλά ακόμα πράγματα.» και εξαφανίστηκε χαμογελώντας ο Άγγελος.

Μετά από αυτή τη συζήτηση με τον Άγγελο, είχε εξαφανιστεί το μαύρο σύννεφο στη καρδιά του αγοριού, που το έσπρωχνε στο γκρεμό. Είχε ξαναμεταμορφωθεί στο αγρίμι του λόγγου που ήτανε. Το αγρίμι δεν φοβότανε, θα τα κατάφερνε πάντα.

«Θα τους δείξω εγώ!» είπε, με αυτοπεποίθηση πια, το αγόρι και τράβηξε για το κονάκι του πατέρα του….


(Συνεχίζεται)




* (Τα λιβαδιάτικα είναι τα ενοίκια τα οποία θα έπρεπε να πληρώνει ο κτηνοτρόφος για τα βοσκοτόπια του κάμπου, όπου θα ξεχείμαζε το κοπάδι του.)


http://emmkopanakis.blogspot.gr