Πριν από πάρα πολλά χρόνια, σ’ ένα βασίλειο τόσο απέραντο που μόνο ο ήλιος ήξερε που άρχιζε και που τελείωνε, ζούσε ευτυχισμένος ένας πανίσχυρος βασιλιάς.
Τούτος ο βασιλιάς, φόβος και τρόμος στον πόλεμο, είχε στο πλάι του την πιο γλυκιά κι αξιαγάπητη βασίλισσα και από τον έρωτά τους γεννήθηκε ένα κοριτσάκι που μέρα με τη μέρα γινόταν ομορφότερο.
Στον λαμπρό παλάτι τους, με τους τοίχους σκεπασμένους από ελεφαντόδοντο και στεντέφι, η ζωή κυλούσε απαλά σαν το γάργαρο νεράκι της πηγής. Κάθε μέρα έφερνε κι άλλες απολαύσεις και οι κήποι, όπου πετούσαν τα πιο σπάνια πουλιά, αντηχούσαν από γέλια και τραγούδια.
Ανάμεσα στα πλούτη που ο βασιλιάς συσσώρευε ασταμάτητα, υπήρχε κάτι για το οποίο θα θυσίαζε χωρίς δισταγμό όλη του την περιουσία. Ο θησαυρός αυτός, που του ήτανε πολύτιμος όσο και οι χτύποι της καρδιάς του, δεν ήτανε κρυμμένος σε καμιά σκοτεινή κρυψώνα, αλλά βρισκότανε μπροστά στα μάτια ολωνών, μέσα στους στάβλους του παλατιού. Εκεί όπου θα περίμενε κανείς να θαυμάσει ένα ατίθασο καθαρόαιμο, στεκόταν ένας απλός γάιδαρος, ίδιος  κι απαράλλαχτος με όταν τ’ άλλα γαϊδούρια της οικουμένης. Όμως τούτο το ζώο, που το βελούδινο αυτάκι του το ‘χε αγγίξει μαγικό ραβδί, είχε μια καταπληκτική ιδιότητα: αντί να λερώνει τα άχυρά του με ταπεινή κοπριά, κάθε πρωί τα γέμιζε με σκούδα και ολόχρυσα λουδοβίκια.