Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

9. καθημερινότητα...

    Οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς του χωριού μας δεν συνήθιζαν να μιλούν στο οικογενειακό τους περιβάλλον για τα βάσανά τους κατά τους τουρκικούς κατατρεγμούς και τις εξορίες και πορείες των εν μέσω χειμώνος. Ίσως ήθελαν να ξεχάσουν  ή τα προβλήματα και οι έννοιες για επιβίωση στην καινούργια τους πατρίδα δεν τους άφηναν περιθώρια. Αν οι γηγενείς Έλληνες, δάσκαλοι, καθηγητές και λοιποί γραμματιζούμενοι κατέγραφαν τότε τις αναμνήσεις των, όπως ο αείμνηστος Ψαθάς με το βιβλίο του «Γη του Πόντου», θα ξέραμε σήμερα τον τρόπο συμβιώσεως Ελλήνων και Τούρκων στη Μ.Ασία. Τα κυκλοφορήσαντα και κυκλοφορούντα σχετικά βιβλία αναφέρονται κυρίως στον πολιτισμό που ανέπτυξαν οι Έλληνες κατά καιρούς στη Μ.Ασία και στα δεινά του ξεριζωμού τους. Ενώ από τις αναμνήσεις των γεγονότων της καθημερινής των ζωής θα προέκυπταν και ψήγματα έστω καλής συμπεριφοράς των Τούρκων έναντι των γειτόνων των Ελλήνων, όπως από τα θολά νερά των ποταμών, τη λάσπη, τα χώματα και τα συντρίμματα των ορυχείων ξεδιαλύνεται ο χρυσός. Πάντως όταν βρίσκονταν μεταξύ των τους ξέφευγε και καμιά ιστοριούλα. Θυμάμαι δυο τέτοιες που άκουσα από τον πατέρα μου.

10. παιδικές σκανταλιές..

    Ένα από τα ποντιακά φαγητά που τρώγαμε ήταν ο «σουρβάς». Έστρωσε το βράδυ η μάνα μου το στρογγυλό μας τραπέζι, το «σοφρά» και καθίσαμε γύρω σ' αυτό για να φάμε. Ο διάβολος ξύπνησε μέσα μου και είπα στη μάνα μου να διαχωρίσει από τον «σουρβά» το γιαούρτι. Στη δήλωση της μητέρας ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει και στα παρακάλια της «φα πουλόπομ, φα»(1) εγώ επέμενα στο αίτημά μου, οπότε ο πατέρας που ήταν δίπλα μου μ' άστραψε ένα γερό μπάτσο και κλαίγοντας σηκώθηκα από το τραπέζι, για να τον «τιμωρήσω» δε, κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά, μπήκα στο στάβλο και κοιμήθηκα στο παχνί με τη ζεστασιά των χνώτων από τις αγελάδες. Από τότε και μέχρι σήμερα δεν δυσφόρησα ποτέ στο όποιο είδος φαγητού μου προσφερόταν. Ιδού μια τρανή απόδειξη ότι "το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο".

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

8. απερισκεψίες... ζαβολιές

    Την εποχή εκείνη οι ιερείς δεν μισθοδοτούνταν από την Πολιτεία και γι' αυτό οι κάτοικοι των χωριών, κατά εθιμικό στον Πόντο δίκαιο, έφερναν  στον παπά κατ' έτος 25 οκάδες σιτάρι που τις περισσότερες φορές ήταν κακής ποιότητος και γεμάτο σκύβαλα, καθαριζόμενο δε από τη μητέρα ήταν κάτω της μισής ποσότητας. Οι συγκεντρούμενες έτσι ποσότητες ήσαν ελάχιστες αφού και τα χωριά ήταν μικρά, γι' αυτό και παράλληλα  με τα ιερατικά τους καθήκοντα ασχολούνταν κι' αυτοί με την καλλιέργεια των αγρών τους  ή με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα που δεν ήταν αντίθετη σ' αυτά. Έτσι ο πατέρας μου είχε στα σύνορα με το χωριό «Στεφάνια» ένα νερόμυλο που συχνά πυκνά χαλούσε και για την επισκευή αλλά και τον εκσυγχρονισμό του κάλεσε από τη Θεσσαλονίκη στο χωριό κάποιον μηχανικό που τον έλεγαν Μαλάκη. Οι γνώσεις του με επηρέασαν ώστε ήθελα σαν μεγάλωνα να γινόμουν μηχανικός, σε αντίθεση με τον πατέρα που με ήθελε αξιωματικό. 

7. παιδικά, σκανταλιάρικα χρόνια...

   Τον νονό μας έκτοτε μία και μόνη φορά τον συναντήσαμε. Ήταν το 1943. Το σπίτι στο χωριό με όλα τα υπάρχοντά μας το είχαν κάψει οι κομμουνιστές κι' η οικογένειά μας γυμνητεύουσα κατέβηκε στη Θεσσαλονίκη  και στριμώχθηκε στο μικρό της Μενεμένης σπίτι. Δεν ξέρω για ποια αιτία και αφορμή, μας πήρε η μεγάλη μας αδελφή Μαρίκα και μας πήγε στο σπίτι του κάπου κοντά στην Αγία Σοφία. Ήταν διαμέρισμα σε πολυκατοικία, πολυτελέστατα επιπλωμένο που μαρτυρούσε υπερβολική οικονομική άνεση. Ήταν μεσημέρι. Μας άνοιξε και μας οδήγησε στο σαλόνι. Δεν θυμάμαι τι συζήτησε η μεγάλη μου αδελφή μαζί του. Μπροστά στην ψυχρή υποδοχή του σηκωθήκαμε να φύγουμε και στο άνοιγμα της εξώπορτας τον άκουσα να μας λέει: «θα σας έλεγα να καθίσετε να φάμε αλλά εμείς δεν τρώμε το μεσημέρι». Η αδελφή μου του είπε πως ήμασταν φαγωμένοι και δεν πεινούσαμε, εν γνώσει της ότι αυτό ήταν ένα μεγάλο ψέμα. Κλείνοντας πίσω μας η πόρτα χτύπησαν δαιμονισμένα οι σειρήνες για συναγερμό. Κατεβήκαμε τρέχοντας τα σκαλιά και ζαρώσαμε σε κάποια γωνιά, ευτυχώς για λίγο λόγω λήξεως του συναγερμού.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

6. ... η ζωή συνεχίζεται...

      Ο πατέρας μου είχε μεγάλη αδυναμία στα άλογα. Το τελευταίο άλογο ήταν μαύρο και ταχύτατο. Σ' όλη την περιοχή δεν υπήρχε άλλο που να το συναγωνίζονταν. Για να το αποκτήσει έδωσε το άλογο που είχε, ένα άσπρο με μαύρες βούλες, όμορφο στην εμφάνιση πλην γερασμένο κάπως, ένα ζευγάρι βόδια και αγελαδίτσα που σε λίγο θα γεννούσε. Το αντάλλαγμα ήταν μεγάλο γι' αυτό και η πίκρα της μητέρας μου για τη λεόντια αυτή συναλλαγή καθώς και του αδελφού μου κράτησε πολύ καιρό. Χαρούμενος για το απόκτημά του παράγγειλε και του έφτιαξαν μια τσερκίζικη σέλα, όπως την χρησιμοποιούσαν οι Τσερκέζοι (τουρκογενής φυλή) της Μικράς Ασίας, καινούργιο χαλινό και καινούργιους αναβατήρες, όλα στολισμένα με ασημοκαπνισμένα κομμάτια.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

5. Τα παιδικά χρόνια



    Tο σπίτι στο χωριό ήταν τεράστια λιθοδομή που στο χτίσιμό της εξωτερικά είχαν χρησιμοποιηθεί τεράστιοι πελεκητοί κορμοί βαλανιδιάς (δρυς) και καραγάτσι (πτελέα η πελιδνή) κατά το ήμισυ σχεδόν του πάχους του τοίχου για τη συνεκτικότητά του, όπως σήμερα χρησιμοποιείται το οπλισμένο ή μη σκυρόδεμα (σινάζ) στις πλινθοδομές. Το ισόγειο με τον όροφο χωρίζονταν με χοντρά δοκάρια από το ίδιο ξύλο. Το πάτωμα του ορόφου ήταν από χοντρές σανίδες του ίδιου ξύλου που εφάπτονταν τέλεια μεταξύ τους. Στο ισόγειο υπήρχε ο στάβλος για τα αροτριώντα ζώα, τις αγελάδες, το αγαπημένο άλογο του πατέρα και το πανύψηλο γαϊδούρι μας, την «Ερσέκα», φερμένο από την Κύπρο. Υπήρχαν ακόμα σ' αυτό και σε ιδιαίτερο χώρο καλώς αεριζόμενο οι αναγκαίες ετήσιες προμήθειες τροφίμων (βούτυρο, λοιπά παράγωγα του γάλακτος όπως τα έφτιαχναν στον Πόντο, λάδι, όσπρια διάφορα κ.λπ.), δύο μεγάλα, στερεά συνδεδεμένα με το έδαφος, ξύλινα αμπάρια για το σιτάρι και δίπλα απ' αυτά δύο τεράστια βαρέλια από γαλβανιζέ λαμαρίνα για το αλεύρι. Δίπλα στο σπίτι υπήρχε λιθόκτιστος αχυρώνας για τις ζωοτροφές.

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

4. Τα χρόνια κυλούν...


Οι Πόντιοι, για να δείξουν κάποιον χρησιμοποιούσαν τη δεικτική αντωνυμία «αούτος» ή «αβούτος» προκειμένου για άνθρωπο ή τις ίδιες λέξεις χωρίς το τελικό σίγμα για αντικείμενο. Με τον καιρό η λέξη αυτή στους γηγενείς Έλληνες και ιδίως αυτής της μικρής πόλης, πήρε την έννοια της βρισιάς, του βλάκα, του χαζού, χωρίς οι Πόντιοι να θίγονται γιατί οι περισσότεροί τους ήξεραν την αρχαιοελληνική της ρίζα. 
Νίκος - Κλεοπάτρα
Το 1949 παντρεύτηκα εκεί την Κλεοπάτρα, τελευταία θυγατέρα της οικογενείας Κ.Μ. Μια Κυριακή ο πρώτος σύγγαμβρός μου Ι.Χ., μας κάλεσε για τραπέζι στο οποίο θα παρευρίσκετο και ο δεύτερος σύγγαμβρος μου Α.Κ. Και οι δύο τους είχαν αγοράκια ο πρώτος τον Κωστάκη και ο δεύτερος τον Λούλη (Αργύρη), που πρέπει να πήγαιναν στο Δημοτικό. Ενώ στρώνονταν το τραπέζι, τα παιδιά, Κωστάκης και Λούλης, έπαιζαν κάτω απ’ αυτό, νομίζω «μπίλιες». Σε μία φάση του παιχνιδιού ο Λούλης, θεωρήσας ότι αδικήθηκε απηύθυνε στον Κωστάκη σε έντονο ύφος τη λέξη «αούτε». Οι αδελφές της γυναίκας μου κοκκίνισαν, κατσάδιασαν τους μικρούς που έφυγαν από το δωμάτιο, κι’ αυτό γιατί ήμουν Πόντιος και πιθανώς πίστευαν ότι θα παρεξηγιόμουν. Είναι όμως αλήθεια ότι πειράχτηκα, μα δεν το έδειξα.
Έτσι ο πατέρας πάντρεψε τις αδελφές μου, την μεν Μαρίκα με τον Μ.Τ., γιο του Παπαγιάννη στο Καρατζάτερε[1], την δε Κίτσα (Κυριακή) στο «Σέρτσελη»[2], με τον Σ.Κ., ο οποίος με τη Μικρασιατική καταστροφή βρέθηκε στη Γαλλία κι’ από κεί κατέληξε στο χωριό αυτό όπου διατηρούσε μέχρι το 1941 παντοπωλείο που ήταν συγχρόνως και καφενείο.
Ο Κων. Α. Βοβολίνης αναφέρει για τον πατέρα μου, δημοσιεύοντας και τη φωτογραφία του[3] ότι «... μετασχών δε εις τον Εθνικόν Αγώνα του Πόντου, κατεδικάσθη, το 1921 εις θάνατον παρά του τουρκικού στρατοδικείου. Μετά πολλάς περιπετείας κατόρθωσε να διαφύγη...», ερειδόμενος στις εκθέσεις του Μητροπολίτου Ιωακείμ (προφανώς Κιλκισίου) και του αρχιερατικού επιτρόπου της Μητροπόλεως Πολυανής και Κιλκισίου της 27ης Μαΐου 1947 και της 19ης Μαρτίου 1948 αντιστοίχως. Ο δε Αθαν. Παπαευγενίου[4], δημοσιεύων και αυτός ομοία φωτογραφία του αναφέρει ότι «... Το 1921 έλαβε ενεργό μέρος εις τον αγώνα υπέρ της ανεξαρτησίας του Πόντου καταδικασθείς δια τούτο υπό του Τουρκικού Στρατοδικείου εις θάνατον. Κατορθωθείσης της μη εκτελέσεως της αποφάσεως, εξορίσθη μετά της οικογενείας του εις Μάρας...». Δεν γνωρίζω σε ποιες μαρτυρίες στηρίχθηκαν οι εκθέσεις της Μητροπόλεως Κιλκίς και οι πληροφορίες του Π. Παπαευγενίου περί καταδίκης του πατέρα μου από Τουρκικό Στρατοδικείο και ματαίωσης εκτελέσεως της θανατικής του ποινής.  Η συμμετοχή του βεβαίως, του πατέρα, στο αντάρτικο του Πόντου από την άφιξη στη Μητρόπολη Αμασείας το Μάρτιο του 1908 του Καραβαγγέλη μέχρι την εξορία του στο Κουρδιστάν, που έγινε στις αρχές του 1919, πρέπει να θεωρείται βεβαία κι’ αυτό διότι ο κατά πάντα άξιος της πατρίδος και του Γένος εκείνος ιεράρχης, στον αγώνα του στον Πόντο χρησιμοποιούσε πρώτα τους υπ’ αυτόν ιερείς και προύχοντες και δι’ αυτών επέλεγε και οργάνωνε τον ένοπλο κατά των Τούρκων αγώνα, όπως έκανε και στην Καστοριά. Δεν μπορούσε λοιπόν ο πατέρας να μείνει έξω από έναν τέτοιον αγώνα και μάλιστα αναληφθέντα από τον ακτινοβόλο δεσπότη του. Άλλωστε ένας αντάρτικος ή άλλως ανορθόδοξος αγώνας ποτέ δεν έγινε και δεν γίνεται αποκλειστικά και μόνο από ένοπλους λαϊκούς μαχητές, αγώνας στον οποίο πρωτοστατούσαν πάντοτε οι κληρικοί κάθε βαθμού ιεροσύνης.

(Συνεχίζεται...)


[1]    Αργότερα «Βάλτα», ύστερα «Καμπάνη» και τώρα έδρα του Δήμου Γαλλικού-Κιλκίς.
[2]    Σήμερα «Σπουργίτι» - Κιλκίς
[3]    ο.π.σελ.306 και αρ.φωτογρ.133
[4]     ο.π. σελ. 40-41

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

3. Η ζωή στο χωριό...


Το χωριό «Τζεβαπλή» πρέπει να ήταν έδρα κάποιου, μικρής δικαιοδοσίας, τουρκικού δικαστηρίου ή κάποιας μικρής διοικητικής αρχής, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι το επίθετο  «cevapli» σημαίνει λόγος ή έγγραφο με απάντηση και το ουσιαστικό «cevap» η απάντηση, γι’ αυτό και μετονομάστηκε σε Λαοδικηνό, σε ανάμνηση της πολίχνης των στον Πόντο.  Σε μικρή απόσταση απ’ αυτό υπήρχαν άλλοι  οικισμοί , χωρίς σχολείο και εκκλησία όπως το «Χαϊνταρλή» και το «Αϊτσιλάρ», στους οποίους εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη με τους οποίους οι χωριανοί μας δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις, ίσως διότι αυτοί μιλούσαν ελληνικά και ασχολούνταν κυρίως με την αιγοπροβατοτροφία ενώ εκείνοι μιλούσαν ποντιακά και τουρκικά και ασχολούνταν με τη γεωργία, το «Κάρτσαλι» με ποντίους κ.λπ. επτά χωριουδάκια που μαζί με τα παραπάνω ήταν γνωστά σαν οικισμός «Μπαϊράμ Ντερέ», τουλάχιστον μέχρι το 1926. Τα σπίτια στο χωριό  δεν είχαν υδραυλική εγκατάσταση και η προμήθεια σε νερό γίνονταν από ένα πηγάδι έξω από το χωριό στο δρόμο προς το «Χαϊνταρλή». Μια ή δύο φορές το χρόνο στήνονταν ολόκληρη επιχείρηση που έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα, για το άδειασμά του πηγαδιού  με κουβάδες και το καθάρισμα του βραχώδους πυθμένα του. Στο πηγάδι αυτό κάθε χρόνο,  τη νύχτα της πρωτοχρονιάς, πηγαίναμε οι νέοι και οι νέες και με το γύρισμα του χρόνου συναγωνιζόμασταν στο ποιος πρώτος θα αντλήσει νερό διότι υπήρχε η δοξασία ότι σε κάποια στιγμή της αλλαγής του χρόνου ανεύλιζε στο πηγάδι χρυσός. Στη μέση του χωριού μας και πολύ κοντά στο σπίτι μας υπήρχε πηγάδι πολύ βαθύ από το οποίο όμως δεν αντλούσαμε νερό διότι ήταν ακάθαρτο και μολυσμένο από τους Τούρκους, όπως έλεγαν οι γεροντότεροι.  Πολύ κοντά σ’ αυτό υπήρχε μια τεράστια μαρμάρινη γαβάθα σε κοινή των κατοίκων χρήση. Έβαζαν μέσα της σιτάρι, το έβρεχαν λίγο και τρεις-τέσσερες νέοι ή και νέες το κοπανούσαν με τεράστια ξύλινα σφυριά που τα ονόμαζαν «τοχμάδες» για να το αποφλοιώσουν. Η διαδικασία αυτή έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα και οι νέοι συναγωνίζονταν στο ποιος θα κατάφερνε δυνατό κοπάνισμα που πολλές φορές η επιτάχυνσή του γινόταν εξαντλητική. Ήταν μια μορφή επιδείξεως δυνάμεως όταν μάλιστα στη διαδικασία συμμετείχαν και εύρωστες και κοκκινομάγουλες ποντιοπούλες. Το αποφλοιωμένο αυτό σιτάρι μετά το στέγνωμά του το άλεθαν σε πέτρινους χειρόμυλους για να γίνει το πλιγούρι, τα ποντιακά «κορκότα» που δεν έλειπε από κανένα ποντιακό σπίτι.
Η γιαγιά Σοφία και η κόρη της Μαρίκα
Με την εγκατάσταση της οικογένειας στο χωριό, οι αδελφές μου Μαρίκα και Κίτσα άρχισαν να πηγαίνουν στο σχολείο. Στο δεύτερο ή τρίτο χρόνο αγόρασε ο πατέρας ένα σπίτι στο κέντρο της Μενεμένης στη Θεσσαλονίκη, δίπλα στη σπανίως λειτουργούσης δευτερεύουσας σιδηρο-δρομικής γραμμής που οδηγούσε από τον κεντρικό σταθμό σε παρακείμενο στρατόπεδο εφοδιασμού του στρατού. Στο σπίτι αυτό εγκατέστησε τις νεαρές αδελφές μου για να μάθουν την τέχνη της υφαντικής χαλιών, έστειλε δε και τη θεία μου τη Γεσθημανή, αδελφή της μητέρας μου, για να τις προσέχει. Ίσως στη λήψη της απόφασής του αυτής να συνέτεινε το γεγονός της επιβιώσεως αυτού και της οικογένειάς του στις εξορίες από την τέχνη του γανωτή που άσκησε επικερδώς στους νομάδες Κούρδους και στους Τούρκους στο Χαλέπι, ή ακόμα η γέννηση των διδύμων τέκνων του, δηλαδή της αδελφής μου Νίκης και εμού ή και ίσως πιστεύοντας ότι αν μάθουν την υφαντική και γυρνώντας στο χωριό πιο εύκολα θα παντρεύονταν. Πάντως μετά από δύο χρόνια τις ξανάφερε στο χωριό με την επιδίωξη να τις παντρέψει με προσφυγόπουλα, επηρεασμένος από το γενικότερο κλίμα της καθημερινής αντιπάθειας έως και της εχθρότητας των γηγενών Ελλήνων προς τους εκ Μ.Ασίας πρόσφυγες που μιλούσαν άλλοι Τουρκικά και άλλοι Ποντιακά, αποκαλώντας τους «τουρκόσπορους», αντιπάθεια που κι’ εγώ πολύ αργότερα ένοιωσα στο στρατό με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις στην κρίση των επιδόσεών μου στα καθήκοντα που μου ανατίθονταν. Τότε ήταν που κυκλοφόρησε κάποιο τραγούδι για τη δολοφονία μιας προσφυγοπούλας από την ντόπια πεθερά της διότι ο γιος της την παντρεύτηκε ύστερα από έρωτα. Το τραγούδι αυτό εντυπώθηκε βαθιά στη μνήμη μου κι αν αυτή δε με απατά οι στίχοι του είναι οι παρακάτω.
Αρχοντογιός, αρχοντογιός παντρεύεται
Και παίρνει προσφυγούλα,
Προσφυγούλα μαυρομάτα μου
Και παίρνει προσφυγούλα
Προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου

Σαν τόμαθε, σαν τόμαθε η πεθερά
Πολύ της κακοφάνη
Προσφυγούλα μαυρομάτα μου
Πολύ της κακοφάνη
Προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου

Πιάνει δυο φι’ , πιάνει δυο φίδια ζωντανά
Κι’ ευθύς τα τηγανίζει
Προσφυγούλα  μαυρομάτα μου
Κι’ ευθύς τα τηγανίζει
Προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου

Έλα νύφη μ’, έλα νύφη μ’ να φας φαΐ
Ψάρια τηγανισμένα
Προσφυγούλα μαυρομάτα μου
Ψάρια τηγανισμένα
Προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου

Και με την πρω΄ και με την πρώτη πιρουνιά
Η νύφη εφαρμακώθη
Προσφυγούλα μαυρομάτα μου
Η νύφη εφαρμακώθη
Προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου.

Υπάρχει και η τελευταία στροφή, που δεν θυμάμαι, και αναφέρεται στην επιστροφή του «αρχοντογιού», ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπεριφορά της μάνας του προς την αγαπημένη του, της λέει να ξαναπαντρευτεί, να κάνει άλλο γιο, τον οποίο να παντρέψει με κόρη της αρεσκείας της και αυτοκτονεί.

(Συνεχίζεται...)

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

2. Οδοιπορικό προς την Ελλάδα

Το εξώφυλλο του Ευαγγελίου που σήμερα βρίσκεται
στην εκκλησία του Αγ. Γεωργίου του χωριού
Λαοδικηνό Κιλκίς
Μετά εξάμηνο η αστυνομία συγκέντρωσε και τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά μεταξύ των οποίων τη μητέρα μου Σοφία (1880-7.10.1962), τον αδελφό μου Γεώργιο (1911-1947), την αδελφή μου Μαρία (1915-15.6.1975) και την επίσης αδελφή μου Κυριακή (1916- ), και τους έκλεισε στο σχολείο. Την παραμονή της εξορίας των, ο επικεφαλής της αποστολής Τούρκος αξιωματικός, επέτρεψε σε μια γυναίκα από κάθε οικογένεια να πάρει από το σπίτι της ένα δέμα ενδυμάτων (μποχτσά). Έτσι η μητέρα πήγε πρώτα στο ναό του Αγίου Γεωργίου που ήταν κοντά στο σπίτι, πήρε τα ιερά άμφια του πατέρα, ένα ευαγγέλιο και μια εικόνα δίφυλλη και στη συνέχεια στο σπίτι για ρούχα κι’ επέστρεψε στη φυλακή της. Τη νύχτα εκείνη έραψε τα άμφια, το ευαγγέλιο και την εικόνα σε πάπλωμα με την κάλυψη ισταμένων γύρω της όρθιων γυναικών. Το πρωΐ αναχώρησαν πεζή, εν είδει αγέλης, υπό το άγρυπνο και βλοσυρό βλέμμα των συνοδών χωροφυλάκων για το άγνωστο. Πρώτος σταθμός η Τοκάτη, η αρχαία ελληνική πόλη Ευδοκιάς ή Ευδοκιούπολη[1], κοντά στον Ίριδα ποταμό, ονομαστή για τα λινά υφάσματά της και τα χαλκουργεία της, με 40.000 κατοίκους εκ των οποίων 2.000 Έλληνες και 15.000 Αρμένιους[2].  Ύστερα από παραμονή ολίγων ημερών, αναχώρησαν και πάλι για το άγνωστο. Μετά εξάμηνη και πλέον πορεία σε ορεινά και δύσβατα εδάφη έφτασαν κι’ αυτές στο Κουρδιστάν κι’ ανταμώθηκαν με τους προεξορισθέντες συζύγους των. Εδώ έμειναν δύο ολόκληρα χρόνια. Στο Κουρδιστάν όλοι οι άνδρες διατηρούσαν γενειάδα πράγμα που διευκόλυνε στο να μη αποκαλυφθεί η ως ιερέως ιδιότητα του πατέρα μου. Άλλωστε ο εκούσιος αποχωρισμός της γενειάδας του απαγορευόταν από το σχήμα του, αλλά και να ήθελε να απαλλαγεί από αυτήν πού θα έβρισκε τα προς τούτο σύνεργα (πινέλο, καθρέφτη και ξυράφι), χώρια που ξυρισμένος, θα ήταν όπως η μύγα μέσα στο γάλα και γι’ αυτό θα γινόταν περίγελος και των συνεξορίστων συγχωριανών του και των γενειοφόρων Κούρδων.
Επειδή γνώριζε ο πατέρας  την τέχνη του γανωματή, οι Κούρδοι τον χρησιμοποιούσαν για το γάνωμα των χάλκινων σκευών τους και εξ αυτού  απόκτησε τη συμπάθειά τους και κέρδισε αρκετά χρήματα. Συνέβη κάποτε ο τόπος της εξορίας του να πληγεί από ξηρασία και οι Κούρδοι κάτοικοι της περιοχής να έλθουν σε απόγνωση. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή αποκάλυψε στον Κούρδο πρόεδρο την ιδιότητά του ως ορθοδόξου ιερέως και του πρότεινε  να τελέσει μία παράκληση για βροχόπτωση. Έκπληκτοι οι Κούρδοι με τον Χότζα τους, φιλοτιμία την ανάγκην ποιούμενοι, δέχθηκαν την πρόταση. Έβγαλε η μάνα μου από το πάπλωμα τα άμφιά του κ.λπ. και η παράκληση έγινε και ω! του θαύματος «ο ουρανόν ελύβωσεν»[3] και η βροχόπτωση εκδηλώθηκε για ώρες προς μεγάλη ικανοποίηση των Κούρδων και δυσαρέσκεια του Χότζα για την ανταπόκριση του Θεού στην παράκληση του εξόριστου θεράποντά του. Από τότε ο Κούρδος πρόεδρος του επέτρεπε να λειτουργεί στην ύπαιθρο όποτε ήθελε και η προς αυτόν και τους λοιπούς εξορίστους συμπεριφορά των Κούρδων έγινε πιο ανθρώπινη και η παρουσία των μεταξύ αυτών κρίνονταν αναγκαία.
Μετά διετή παραμονή τους στο Κουρδιστάν, μεταφέρθηκαν πεζοπορούντες και πάλι σε βουνά και λαγκάδια σε κάποιο σταθμό, πιθανώς του Χαράν[4], της σιδηροδρομικής γραμμής Αδάνων-Βαγδάτης, απ’ εκεί δε με τραίνο στο Χαλέπιο[5] της Συρίας. Εδώ έμειναν ενάμισι χρόνο κι’ ο πατέρας κέρδισε αρκετά χρήματα ως γανωτής[6]. Στη συνέχεια τους οδήγησαν και πάλι πεζοπορούντας σε κάποιο λιμάνι της Μεσογείου (Σελεύκειας; Αλεξανδρέττας;) απ’ όπου μεταφέρθηκαν με πλοίο στον Πειραιά και για ένα μήνα τέθηκαν υπό υγειονομική κάθαρση (καραντίνα) μετά την οποία οδηγήθηκαν σε κάτι παράγκες που βρίσκονταν κάπου κοντά στον Άγιο Δημήτριο της Θεσσαλονίκης. Εδώ έμειναν ένα περίπου χρόνο οπότε με την επιμονή του εκ πατρός παππού μου και παρά τις δίκαιες και σοφές αντιρρήσεις της μητέρας μου βασιζόμενες στο «αν εν να φουρκίουμες, καλλίον εν να φουρκίουμες σο τρανόν τ’ ορμίν»[7], έφυγαν όλοι μαζί και εγκαταστάθηκαν το 1924 στο κεφαλοχώρι «Τσεβαπλή»[8] του Κιλκίς[9], το σημερινό Λαοδικηνό. 
Το σπίτι στο χωριό
 Η αποχώρηση των εναπομεινάντων  Τούρκων έγινε ταυτόχρονα με την εγκατάσταση των δικών μας στο χωριό το 1924. Ο αγάς του χωριού, κάλεσε τον πατέρα μου, τον «παπάζ εφέντη» και τον εγκατέστησε με την οικογένειά του στο λιθόκτιστο μεγάλο του σπίτι δίνοντάς του την ευχή να το χαρεί εν ειρήνη. Συγκινητική ήταν η αποχώρηση του Τούρκου αγά από το σπίτι και τα αμετακίνητα υπάρχοντά του. Οι συγχωριανοί του πατέρα μου από τον Πόντο μιλούσαν Ποντιακά και ήταν δεμένοι μεταξύ τους. Οι υπόλοιποι μιλούσαν Τουρκικά, ήταν τελείως αγράμματοι και μία κρυφή έχθρα προς τους συγχωριανούς των Ποντίους φώλιαζε στην καρδιά τους που αποκαλύφτηκε αργότερα κατά το δεύτερο χρόνο της Γερμανοβουλγαρικής κατοχής, ιδίως εις βάρος της οικογενείας μας, την πρόοδο της οποίας δεν μπορούσαν να ανεχθούν, γι’ αυτό και πρωτοστάτησαν στο κάψιμο του σπιτιού μας και των λοιπών υπαρχόντων μας στο χωριό από τους κομμουνιστοσυμμορίτες. Πόσο δίκαιο είχε η μάνα μου για τις αντιρρήσεις της να εγκατασταθούν στο χωριό!

(Συνεχίζεται...)


[1]   Από το όνομα της θυγατέρας του αυτοκράτορα Ηράκλειου (575-641μ.Χ.) ο οποίος το 622 υποχρέωσε τους Πέρσες να αποχωρήσουν από τα εδάφη της Μ.Ασίας, της Συρίας και της Αιγύπτου, να εκθρονίσουν τον βασιλέα των Χοσρόην και να αποδώσουν τον αρπαγέντα από την Ιερουσαλήμ Τίμιον Σταυρόν.ΗΗΗΗρα
[2]   Παν.Κοντογιάννη. ο.π.σελ.118 και 382-384.
[3]    Ελύβωσεν = Σκοτείνιασε από σύννεφα
[4]   Η αρχαία πόλις «Κάρραι».
[5]  Η αρχαία πόλη της Β.Συρίας «Χαλυβών», η «Χεβλών» της Αγίας Γραφής. Εμπορικώτατη πόλη της Β.Συρίας με 200.000 κατοίκους εκ των οποίων 125.000 Μουσουλμάνοι. Από του 1919 έδρα του βασιλέως Φεϋζάλ της Συρίας.
[6] Ο μετερχόμενος την τέχνη καθαρισμού και επαλείψεως των χαλκωμάτων με κασσίτερο (τουρκιστί καλάϊ).
[7]  Αν είναι να πνιγούμε, είναι καλίτερα να πνιγούμε σε μεγάλο ποτάμι.
[8] Με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων, το 1913 έγινε γενική απογραφή των νέων επαρχιών. Κατ’ αυτήν  το χωριό βρέθηκε να έχει μόνο 108 κατοίκους από τους οποίους 50 άνδρες και 58 γυναίκες. Φ.Ε.Κ. τ.Α’ 112/28.3.1915.


[9]  Ονομαζόταν τότε «Νέα Στρώμνιτσα» ο.π.

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

1. Οι γονείς στον Πόντο




Οι γονείς του, παπα-Δημήτρης και Σοφία, το γένος Ασλανίδη, κατάγονταν από τον οικισμό «Καλαϊτζιλάρ» πολύ κοντά στο Λατίκ, την άλλοτε ελληνική Λαοδίκεια που υπάγονταν εκκλησιαστικώς στη Μητρόπολη Αμάσειας η οποία ήταν «η πιο μεγάλη και η πιο σημαντική Επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου...», όπου τοποθετήθηκε Μητροπολίτης από το Μάρτιο του 1908 ο Μακεδονομάχος Γερμανός Καραβαγγέλης[1], ο οποίος τον βρήκε χειροτονημένον από το 1902 ως ιερέα στο  Λατίκ (Λαοδικηνό) «Καλαϊτζιλάρ». Το Λατίκ, πολίχνη με 1500 κατοίκους, ήταν έδρα Καζά[2] κοντά σε ομώνυμη λίμνη μικρής εκτάσεως, σε δασώδη περιοχή με λείψανα αρχαιοτήτων.[3]
Στο φάκελο απογραφής του το 1931 του Τ.Α.Κ.Ε. με αριθμό φακέλου 2344 και αριθμό μητρώου 4887 υπάρχουν τα εξής στοιχεία: α) το ατομικό δελτίο απογραφής με ημερομηνία 18 Νοεμβρίου 1931 που κατατέθηκε στην Ι.Μ.Λαγκαδά από το οποίο προκύπτει ότι ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1878[4], φοίτησε μέχρι την Γ΄τάξη ελληνικού σχολείου, χειροτονήθηκε το 1902 και η μητέρα μου γεννήθηκε το 1880. Κατά το χρόνο απογραφής είχε συμπληρώσει 29 χρόνια ιερατικής υπηρεσίας εκ των οποίων 21 χρόνια εις Λαοδικηνόν (Λατίκ) του Πόντου και 8 χρόνια στην ενορία Αγίου Γεωργίου του χωρίου Λαοδικηνόν της Κοινότητος Περιστερίου της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης.   β) Το από 22.9.1930 πιστοποιητικό του επισκόπου Αριστείας Ιεροθέου από το οποίο προκύπτει ότι ο πατέρας μου χειροτονήθηκε από αυτόν το 1902 δια το χωρίον Καλαϊτζηλάρ του τμήματος Λατίκ της επαρχίας Αμασείας.  γ) Η από 29.9.1930 ληξιαρχική πράξη γεννήσεως των αδελφών μου που ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα από την οποία προκύπτει ότι γεννήθηκαν ο αδελφός μου Γεώργιος το 1911[5], η αδελφή μου Μαρία το 1915 και η αδελφή μου Κυριακή το 1916  και δ)  οι υπ’ αριθμ.52 και 53 της 26/10/1926 ληξιαρχικές πράξεις του Προέδρου της Κοινότητος Μπαϊράμ Ντερέ της επαρχίας Λαγκαδά, επικυρωμένες δια την αντιγραφήν τους την 29/9/1930 από τον Πρόεδρο της Κοινότητος Περιστερίου, περιφερείας Λαγκαδά, προκύπτει ότι εγώ και η δίδυμη αδελφή μου Νίκη, γεννηθήκαμε την 25/10/1926 και ότι βαπτιστήκαμε την επομένη παίρνοντας από τότε τα ονόματά μας, όμως από το υπ’ αριθμ.27/3.5.1945 πιστοποιητικό της Κοινότητος Περιστερίου-Κιλκίς, προκύπτει ότι γεννηθήκαμε το 1927, ίσως για να θεμελιώσει η μητέρα μου συνταξιοδοτικό δικαίωμα και για εμάς, και πράγματι από 1.12.1944 καθορίστηκε σύνταξη «δι εαυτήν και την άγαμον θυγατέρα σας ορφανήν Νίκην και ως επίτροπον του ανηλίκου υιού σας ορφανού Νικολάου..» (Απόφ. 1182/Αυγούστου 1945). Της χορήγησης στη μητέρα μου συντάξεως από το Τ.Α.Κ.Ε., πληροφορήθηκα μόλις τώρα που αποφάσισα να γράψω τις αναμνήσεις από τη ζωή μου. 
παπα - Δημήτρης
Όταν αποφασίστηκε η εκτέλεση του σχεδίου του Γερμανού φον Ντερ Γκόλτζ πασσά, αρχηγού της Γερμανικής στρατιωτικής αποστολής στην Οθωμανική Τουρκία, για εξόντωση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών, ένα πρωϊνό η χωροφυλακή συγκέντρωσε τους άνω των 18 ετών άνδρες της πολίχνης, μεταξύ των οποίων και τον πατέρα μου (1880 - 4.11.1944) και πεζοπορώντας επί μήνες τους οδήγησαν σε κάποιο χωριό του ορεινού τουρκικού Κουρδιστάν που συνόρευε με την Περσία και Μεσοποταμία, όπου και εργάζονταν, εννοείται αμισθεί, σε έργα οδοποιΐας. Πριν φύγει ο πατέρας για την εξορία, φώναξε ένα φίλο του Τούρκο και τον παρακάλεσε να πουλήσει το σιτάρι που είχε στα δύο τεράστια αμπάρια του σπιτιού του και να δώσει τα χρήματα στη μητέρα μου. Και πράγματι ο καλός εκείνος άνθρωπος, (τί κι’ αν ήταν Τούρκος;) εκποίησε το σιτάρι κι’ έφερε το αντίτιμο σε χαρτονομίσματα και χρυσές λίρες στη μητέρα που κράτησε τις λίρες κι’ αρνήθηκε τα χαρτονομίσματα, θεωρώντας τα ίσως ως αμοιβή για τον κόπο του. Ο Τούρκος αρνιόταν επίμονα να τα δεχθεί λέγοντας «ολμάζ, σοζου μου βερτίμ παπάς εφεντιέ».[6] Στην επιμονή της μάνας μου ότι άλλη παραγγελία γι’ αυτόν την άφησε φεύγοντας στην εξορία ο παπάς φίλος του, τα δέχτηκε με ευγνωμοσύνη και με βουρκωμένα μάτια.
Τις λίρες αυτές, άλλες έραψε στη ζώνη (kemer) των σκελίδων των θυγατέρων της Μαρίκας και Κίτσας, κι’ άλλες τις έβαλε σε σακουλάκι που κρέμασε ανάμεσα στα σκέλη της εν είδη όρχεος.

(Συνεχίζεται...)


[1]   Για τη δράση του Καραβαγγέλη στον Πόντο, βλέπε και α.Αντιγόνης Μπέλου-Θρεψιάδου.      «Μορφές Μακεδονομάχων και τα Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη» εκδ.Α.Μαυρίδης, Αθήνα 1984 σελ.89 επ. Β. Γεωργ.Λαμψίδη «Τοπάλ Οσμάν» Ε’ έκδοση Αθήνα 1982, σελ.238 «Τελευταία πράξις».
     Συνεπώς εσφαλμένα γράφει ο Κων.Α.Βοβολίνης στη σελίδα 306 του βιβλίου του «Η εκκλησία εις τον αγώνα της ελευθερίας» Αθήνα 1952, εκδ.Παν.Κλεισιούνης, ότι ο πατέρας μου χειροτονήθηκε από τον Καραβαγγέλη το 1903 και τούτο διότι ο Καραβαγγέλης από το 1900 μέχρι το τέλος του 1907 ήταν Μητροπολίτης Καστοριάς.
     Το ίδιο λάθος κάνει και ο Αθαν. Παπαευγενίου στο βιβλίο του «Μάρτυρες κληρικοί Μακεδονίας-Θράκης» Αθήνα 1949, Β’ έκδοση, σελ.40-41.
 [2]  ‘Εδρα επαρχίας που διευθύνονταν από τον υποδιοικητή του «Καϊμακάμη» αναπληρωτή προϊσταμένου ανώτερης διοικητικής ή στρατιωτικής υπηρεσίας.
[3]  Παντ.Κοντογιάννη. «Γεωγραφία της Μικράς Ασίας» Εκδ.Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων. Αθήνα 1921 και ανατύπωση 2000, σελ.124
[4]  Από το υπ’ αριθμ.3439/25.9.1930 πιστοποιητικό του Κεντρικού Συνδέσμου Ποντίων Θεσσαλονίκης, που ιδρύθηκε το 1926, προκύπτει ότι γεννήθηκε το 1872 και αφίχθη στην Ελλάδα το 1924.
[5]   Εξετελέσθη υπό των Κ/Σ το 1947.
[6]   Δεν γίνεται, την υπόσχεσή μου έδωσα στον αφέντη τον παπά. Ο απλός Τούρκος, όταν υποσχεθεί κάτι τηρεί την υπόσχεσή του. Εάν μέχρι να πεθάνει δεν μπορέσει να την εκπληρώσει αφήνει εντολή σ’ όλους τους απογόνους του να εκπληρώσουν αυτοί την υπόσχεση που έδωσε αυτός. Βλέπε μιά τέτοια υπόσχεση μετά από 80 χρόνια να εκπληρώνεται από απογόνους Τούρκου. Εφημ.ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 18/8/2002, σελ.17.