Γρήγορα οι δυο αδελφές της παντρεύτηκαν και ακολούθησαν τους άντρες τους στα δικά τους βασίλεια. Όμως, κανένας νέος δεν τολμούσε να ζητήσει την Ψυχή σε γάμο. Όλοι οι άντρες μαγεύονταν από τη λάμψη της, αλλά κανείς δεν αποφάσιζε να την κάνει γυναίκα του, κι έτσι η Ψυχή, ενώ ήταν αντικείμενο λατρείας, ζούσε ταυτόχρονα στην πιο σκληρή μοναξιά.
Απρόσιτη λόγω της καλλονής της, κατέληξε να κλειστεί στο παλάτι θρηνώντας για τη μοίρα της και το βαρύ τίμημα που πλήρωνε για την ομορφιά της. «Καλύτερα θα ήταν να ήμουν κι εγώ όπως οι αδελφές μου, δίχως τίποτα το ξεχωριστό στην όψη. Ας μη λατρευόμουν για την ομορφιά μου κι ας είχα μια μοίρα απλή, όπως όλες οι γυναίκες», ευχόταν.
Απελπισμένοι οι γονείς της δεν ήξεραν τι να κάνουν. Μέχρι που μια μέρα, από συμπόνια για τη θλίψη της και παρακινημένοι από τους θρήνους της, οι βασιλείς αποφάσισαν να ρωτήσουν το Μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο για την τύχη της κόρης τους.