Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Ο Ναύαρχος Γεώργιος Κακουλίδης β'

Κεφάλαιο Δεύτερο - Ο Μακεδονικός αγώνας αρχίζει

     Επειδή ο υποπλοίαρχος Κακουλίδης γνώριζε άριστα τη ρωσική γλώσσα, λόγω της εκπαίδευσής του για πέντε χρόνια στο ρωσικό πολεμικό ναυτικό και επειδή η ρωσική γλώσσα συγγενεύει με τη βουλγαρική, στάλθηκε αμέσως (Μάρτιος 1904) από τον Κορομηλά να περιοδεύσει πρώτα στις πόλεις και τα χωριά της Ανατολικής Ρωμυλίας (Στενήμαχο, Φιλιππούπολη κ.λπ.) και ύστερα του Βιλαετιού Αδριανούπολης που ήταν περιοχές από τις πλέον επηρεασμένες από τη βουλγαρική τρομοκρατία, να καταρτίσει καταλόγους των Ελλήνων πατριωτών και να επιλέξει τους μελλοντικούς συνεργάτες.
 

Άγνωστες πτυχές της ένοπλης δράσης του υποπλοιάρχου Γ. Κακουλίδη β'

     Στις αρχές Απριλίου του 1905 ειδοποιήθηκε ο Κακουλίδης να συναντηθεί στις 16/4 με το σαρανταμελές τμήμα του καπετάν Κόδρου (λοχαγού Μιχ. Μωραΐτη) στη δασώδη περιοχή Λειβάδια Γουμενίσσης, για να καθορίσουν μαζί τις περιοχές δράσης του κάθε τμήματος. Η πρόσκληση εξένισε τον Κακουλίδη, διότι είχε συστήσει και είχε γίνει αποδεκτό, οι διάφορες ομάδες να είναι το πολύ επταμελείς και όχι πολυπληθείς, των οποίων η κίνηση με φορτωμένα μάλιστα ζώα, θα γινόταν πολύ ευκολότερα αντιληπτή από τους Τούρκους. Πήγε στη συνάντηση και βρήκε το τμήμα να έχει επιδοθεί σε θορυβώδες πανηγυρικό γλέντι σε ξέφωτο, με αρνιά στη σούβλα. Και το γλέντι συνεχίστηκε παρά την επισήμανση του Κακουλίδη ότι υπήρχε άμεσος κίνδυνος να προδοθούν στα "Αβτζί ταμπουρού" (καταδιωκτικά τάγματα) των Τούρκων, γι' αυτό και μόλις καθόρισαν τους τομείς δράσης τους, επέστρεψε στα λημέρια του εσπευσμένα. Την επομένη 17/4 πληροφορήθηκε ότι το τμήμα αυτό εξοντώθηκε ολοκληρωτικά από τουρκικό απόσπασμα υπέρτερης δύναμης.

Ο Ναύαρχος Γεώργιος Κακουλίδης α΄

Κεφάλαιο Δεύτερο - Ο Μακεδονικός αγώνας αρχίζει

Η αρχή της νίκης είναι η ανθίστασις 
"Ελληνική Νομαρχία Ε. 33"

     Μέσα σ' αυτό το κλίμα (εξηγείται αναλυτικά στο πρώτο κεφάλαιο) Μακεδονικοί σύλλογοι Αθηνών και Πειραιώς οργάνωσαν πολυπληθείς και μαχητικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που προκάλεσαν τον σκεπτικισμό της κυβέρνησης και τη συγκρότηση στην Αθήνα Επιτροπής των Μακεδόνων, με πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητο και μέλη εξέχουσες προσωπικότητες. Η Επιτροπή απευθύνθηκε πάλι στους οικονομικούς παράγοντες του τόπου και στους ομογενείς της διασποράς, των οποίων η προσφορά σε χρήμα υπήρξε εντυπωσιακή. Ταυτόχρονα σχεδόν ο Πρόξενος και ο Υποπρόξενος Μοναστηρίου, Βασ. Κυπραίος και Ίων Δραγούμης αντίστοιχα, καθώς και ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, που κατέβηκε ειδικά για τον σκοπό αυτό στην Αθήνα, ζητούσαν επίμονα την ανάληψη της άμυνας του Ελληνισμού από το επίσημο ελληνικό κράτος, που όμως αδρανούσε από δυσπιστία και ίσως και εχθρότητα προς όσους εισηγούνταν ή αναλάμβαναν σχετικές πρωτοβουλίες. Σε αντίθεση με τη στάση της επίσημης πολιτείας, μέλη της "διαλυθείσης" Εθνικής Εταιρείας αποφάσισαν την ενίσχυση των προσπαθείων του Καραβαγγέλη με την αποστολή όπλω ν και πυρομαχικών που αγοράστηκαν από προσφορές ομογενών και φιλελλήνων. Εξέχουσα μεταξύ αυτών θέση είχε η πάμπλουτη ελληνοφώτιστη Γαλλίδα κόμησσα Λουΐζα ντε Ριανκούρ.