Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Σύμβολα, έθιμα και παραδόσεις του ρωσικού Πάσχα

Το τραίνο της Σοφίας

«Η σοφία δεν έχει καμία αντιστοιχία με τις γνώσεις ενός ανθρώπου. Στην πραγματικότητα, σοφία είναι όλα εκείνα που μένουν από τις γνώσεις κάποιου, όταν ο ίδιος αποποιείται όλα αυτά που έχει μάθει. 

Ξεκινάμε από ένα σταθμό που ονομάζεται άγνοια. 

Είναι ο σταθμός, στον οποίο μένουν όλοι εκείνοι που ούτε καν γνωρίζουν ότι δεν γνωρίζουν και, επομένως, δεν έχουν καμία ανάγκη να μάθουν. 

Αν κάποιος αποφασίσει να ανέβει στο τρένο, είναι επειδή κάποιος τού έχει απλώσει το χέρι. 

Αν ανέβει στο τρένο και ακολουθήσει τον σωστό δρόμο, θα φτάσει στον τόπο των ερευνητών. 

Αν το κάνει καλά και δεν χάσει τον δρόμο του, θα φτάσει και στον επόμενο σταθμό. 

Τον σταθμό των δασκάλων. Κάποιοι από τους δασκάλους αποφασίζουν να διδάξουν, ενώ ορισμένοι θέλουν να μείνουν μόνοι με τις γνώσεις τους. 

Αν ένας δάσκαλος ζήσει πολλά πράγματα για πολλά χρόνια, ίσως καταφέρει να ανέβει ξανά στο τρένο για να φτάσει στον σταθμό της σοφίας, που είναι ο τελευταίος. 

Είναι ο τόπος όπου ζουν όλοι αυτοί που ούτε καν γνωρίζουν ότι γνωρίζουν. Είναι αστείο, αλλά, αν ρωτήσεις έναν πραγματικά σοφό, θα σου απαντήσει «δεν γνωρίζω αν γνωρίζω», όπως ακριβώς θα σου απαντούσε ένας αδαής. 

Ίσως γι΄ αυτό σε αυτή την κοινωνία που ζούμε θεωρούμε αδαείς κάποιους σοφούς και κάποιους αδαείς τούς θεωρούμε σοφούς.»


Jorge Bucay

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Ο Πολεμιστής

«Μπορώ να πω για τον έρωτα που είχα πως δεν είναι αθάνατος, αφού είναι φλόγα αιώνια για όσο διαρκεί…» – VINICIUS DE MORAES
ΤΟ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΟ ΣΩΜΑ του σουμέριου πολεμιστή ήταν χαραγμένο με ουλές και το δέρμα του ψημένο από τον ήλιο και το χιόνι.

Oι Ιππότες του Τάγματος του Ναού (Ναΐτες)



Οι Ναΐτες Ιππότες (γνωστοί και ως Φτωχοί Συστρατιώτες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα) ήταν μια μοναστική στρατιωτική οργάνωση που σχηματίσθηκε στο τέλος της Α’ Σταυροφορίας με αρχική αποστολή την προστασία των Χριστιανών από τους Μουσουλμάνους στους Αγίους Τόπους.

Ο παππούς μου...



Ο παππούς μου ήταν φυσικός. Ήταν και 96 χρονών (όπως ο Μητσοτάκης).

Όταν τον ρωτούσαν πόσων χρονών είναι απαντούσε

«χοντρικά… λίγο πριν πεθάνω».

Το καλύτερο είναι ότι χαμογελούσε όταν το ‘λεγε. Γνήσια, όχι μ’ αυτό το χαμόγελο-μορφασμό-κάλυμμα τρόμου.

Ο παππούς μου χώρισε από τη γιαγιά μου όταν ήταν 75 χρονών.

Όχι γιατί βρήκε γκόμενα αυτός. Όχι επειδή βρήκε γκόμενο η γιαγιά.

Χώρισε γιατί δεν ήθελε να πηγαίνει εκδρομές σε μοναστήρια μαζί της.

Σιχαινόταν επίσης τις φίλες της, που αφού γλεντοκόπησαν με συζύγους

και εραστές στις Μυκόνους και τα Καζίνα της Ευρώπης, αποφάσισαν να κάνουν

πλέον Πάσχα στον πανάγιο τάφο μόνο και μόνο γιατί φοβήθηκαν ότι έχουν

πάρει την άγουσα για τον δικό τους τον τάφο.

«Αυτές παιδί μου είναι συνηθισμένες να τα ρυθμίζουν όλα ζητώντας ρουσφέτια

από τους βουλευτάδες τους», μου είπε τότε.

«Ε, δεν μπορώ να τις βλέπω να μετατρέπουν και το θεό σε βουλευτή.

Ανάβουν κεριά, κάνουν τάματα, φτιάχνουν φανουρόψωμα, φιλάνε οστά και κάρες

αγίων, γιατί αυτή τη φορά είναι γιγάντιο το ρουσφέτι: ρετιρέ στον παράδεισο.

Καλύτερα μόνος μου.»

Και πράγματι. Έζησε άλλα 20 χρόνια καλύτερα μόνος του.

Ο θεός του έδωσε υγεία – ίσως επειδή δεν το ζήτησε φιλώντας στα ξεκούδουνα

την κάρα του Αγίου Μηνά. Επισκεύασε και αποσύρθηκε στο σπίτι της μάνας του

σ’ ένα χωριό με δέκα σπίτια κάπου στη νότια Πίνδο.

Το πρωί έκανε μια μεγάλη βόλτα στο βουνό και μετά διάβαζε, έφτιαχνε το φαγάκι του

και έπαιρνε ένα υπνάκι. Το απόγευμα πήγαινε στο καφενείο-μπακάλικο-ταβέρνα-

πρόχειρο ιατρείο και συναντούσε τους άλλους 16 κατοίκους του χωριού.

Έπιναν το κρασάκι που έφερνε αυτός (είχε τρελές προμήθειες σαββατιανού που

ήταν η αδυναμία του), έτρωγαν ομελέτα με αυγά απ’ το κοτέτσι της κυρά Μάγδας

και μανιτάρια που μαζεύει ο ανιψιός του Θωμά. Μετά το τρίτο ποτηράκι παίζανε

μπιρίμπα ή τάβλι.

Όταν ο παππούς ήταν στα μεγάλα κέφια του τους εξηγούσε τους νόμους που

διέπουν τον κόσμο μετά παραδειγμάτων. Η αντοχή των υλικών λ.χ. εξηγήθηκε με

το διαζύγιό του. «Μαλώνεις, μαλώνεις για χρόνια και νομίζεις ότι δεν πειράζει.

Τα βρίσκεις και συνεχίζεις. Όμως η σχέση έχει κουραστεί. Και όταν μια μέρα

ξαφνικά χωρίζεις, απορείς αφού δεν έγινε τίποτα σπουδαίο. Αλλά δεν χρειάζεται

να γίνει ένα σπουδαίο. Η καταπόνηση για χρόνια κάποια στιγμή θα φέρει

το σπάσιμο.

Έτσι και το πανί που το βλέπει ο ήλιος καθημερινά κάποια στιγμή ξαφνικά

θα διαλυθεί». Μετά γυρνούσε σπίτι του, διάβαζε λίγο ακόμα και πήγαινε για ύπνο.

Ήταν ήρεμος κι ευτυχισμένος. Η μόνη με την οποία μιλούσε στην οικογένεια

ήμουν εγώ.

Χτες με ειδοποίησε η κυρά Μάγδα ότι δεν είναι καλά. Πέταξα κι έφτασα δίπλα του

σε μισή μέρα. Όταν μπήκα σπίτι του τον βρήκα στο κρεβάτι χάλια αλλά με καθαρές

ριγέ πιτζάμες, τριζάτα σεντόνια, μια κούπα χαμομήλι και ένα βιβλίο στο χέρι.

Χαμογέλασε με όλο του το μούτρο όταν με είδε. Και μετά με μάλωσε που άφησα

τις δουλειές μου και ήρθα.

-Τι κάνεις παππού; τον ρώτησα προσπαθώντας να κρύψω άτσαλα την αγωνία μου.

-Προσπαθώ να καταλάβω ποιες από τις 8 άγνωστες διαστάσεις του σύμπαντος

είναι η πιο ωραία για να μετεγκατασταθώ, μου είπε και ανέμισε το βιβλίο.

Το πήρα στα χέρια μου. Ήταν ένα βιβλίο που ανέλυε τη θεωρία των υπερχορδών,

σύμφωνα με τους υπολογισμούς της οποίας υπάρχουν, όπως μου εξήγησε,

παράλληλα σύμπαντα αόρατα για μας που ζούμε στις τρεις διαστάσεις.

-Σοβαρά τώρα παππού, λες να αληθεύει αυτό; Λες να είμαστε κλεισμένοι σε

μια γυάλα σαν ψάρια και να νομίζουμε ότι αυτό είναι όλο, ενώ έξω είναι το σπίτι,

η πόλη, ο κόσμος, ο γαλαξίας; Λες να είμαστε κοντόφθαλμοι σαν χρυσόψαρα;

-Θα σου πω σε λίγο μετά λόγου γνώσεως, μου είπε και γέλασε περιπαικτικά.

Με ξέρεις εμένα τι ψαχτήρι είμαι. Θα βρω τρόπο, θα βρω ταχυδρόμο με άδεια

κυκλοφορίας μεταξύ συμπάντων και θα σε ειδοποιήσω. Υπόσχεση!

Σκάσαμε στα γέλια και αγκαλιαστήκαμε. Το βράδυ πέθανε ήσυχα στον ύπνο του.

Και ξαφνικά κατάλαβα τι θα πει ακριβώς «θανάτω θάνατον πατήσας» και

τον ζήλεψα.

Καλό ταξίδι παππού. Θα χω το νου μου για τον ταχυδρόμο σου…






http://www.protagon.gr

Λύκιοι: Ένας αρχαίος λαός της Μικρασίας

Οι Λύκιοι παραμένουν ένας από τους πιο αινιγματικούς λαούς της αρχαιότητας, επειδή δεν υπάρχουν πολλά διασωθέντα γραπτά μνημεία του πολιτισμού τους.

Από τα λίγα όμως που υπάρχουν συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για έναν ιδιαίτερο πολιτισμό.Υπάρχουν πάνω από 20 περιοχές με τάφους ξεχωριστής αρχιτεκτονικής λαξευμένους σε βράχους.

Οι Λύκιοι ήταν αρχαίος λαός που έδωσε το όνομα του σε μια μεγάλη περιοχή της Μικράς Ασίας όπου και κατοικούσε, την Λυκία.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και τον Παυσανία οι Λύκιοι ήταν Κρήτες που μετανάστευσαν στην Μικρά Ασία. Η μυθολογία λέει ότι ο Σαρπηδόνας με τον Μίνωα φιλονίκησαν για το ποίος θα γίνει βασιλιάς, και επικράτησε ο Μίνωας διώχνοντας από την Κρήτη τον Σαρπηδόνα. Ο Σαρπηδόνας παίρνοντας μαζί του και αυτούς που τον υποστήριζαν πήγε στην Μικρά Ασία σε μια περιοχή που ονομαζόταν Μιλυάδα. Ο Σαρπηδόνας εγκαταστάθηκε εκεί μαζί με τον λαό του, οι ίδιοι οι Λύκιοι ονόμαζαν τον λαό τους Τερμίλαι μέχρι που ήρθε στην περιοχή ο Αθηναίος Λύκος, γιος του Πανδίονα και αδελφός του Αιγέα. Ο Λύκος πήρε τη εξουσία όταν πέθανε ο Σαρπηδόνας στον Τρωικό πόλεμο και από αυτόν ονομάστηκε Λυκία η χώρα και Λύκιοι ο λαός.

Η Λυκία βρισκόταν στα νότια της σημερινής Μικράς Ασίας, περίπου στην επαρχία της Αττάλειας.

Ονομάστηκαν Λύκιοι από τον θεό τους τον Λύκιο Απόλλωνα.

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Η Μόμο

Κάποια μέρα όμως ανάμεσα στους ανθρώπους της γειτονιάς διαδόθηκε πως κάποιος κατοικούσε τώρα τελευταία στα χαλάσματα. Ήταν, λέει, ένα παιδί μάλλον κοριτσάκι. Κανένας όμως δεν μπορούσε να πει τίποτα με ακρίβεια γιατί τα ρούχα της ήταν κάπως παράξενα. Τη λέγανε Μόμο ή κάπως έτσι.
Και πραγματικά, η εξωτερική εμφάνιση της Μόμο ήταν λιγάκι παράξενη και μπορούσε να τρομάξει τους ανθρώπους που δίνανε μεγάλη σημασία στην καθαριότητα και την τάξη. Ήταν κοντούλα, λεπτούλα, έτσι που ήταν αδύνατο να πεις αν ήταν οκτώ χρονών ή δώδεκα. Στο κεφάλι φύτρωναν αναμαλλιασμένες μπούκλες, μαύρες σαν πίσσα, που δείχνανε να μην τις είχε αγγίξει ποτέ ούτε χτένα ούτε και ψαλίδι. Είχε πολύ μεγάλα, πανέμορφα μάτια κι αυτά μαύρα σαν την πίσσα και πόδια στο ίδιο χρώμα γιατί γύριζε πάντα ξυπόλητη. Τον χειμώνα μόνο έβαζε καμιά φορά παπούτσια, αλλά κια υτά ήταν παράταιρα και της πέφτανε πολύ μεγάλα. Κι αυτό γιατί τίποτα απ αυτά που είχε η Μόμο δεν ήταν δικό της. Ή τα είχε βρει κάπου ή της τα είχε χαρίσει κάποιος. Η φούστα της ήταν καμωμένη από διάφορα παρδαλά κουρέλια και της έφτανε ως τον αστράγαλο. Από πάνω φορούσε ένα παλιό, πολύ μεγάλο της, αντρικό σακάκι, με μανίκια διπλωμένα στον καρπό. Η Μόμο δεν ήθελε να τα κόψει γιατί σκεφτόταν πολύ προνοητικά πως θα μεγάλωνε. Και ποιός μπορούσε να ξέρει αν θα ξανάβρισκε ποτέ ένα τόσο ωραίο και πρακτικό σακάκι με τόσες πολλές τσέπες;

Οι γίγαντες

Ζούμε σε μια εποχή όπου οι πιο ταπεινοί άνθρωποι γίνονται πιο μεγάλοι κι από τους μεγαλύτερους ανθρώπους των περασμένων εποχών. Αυτό που κάποτε τυραννούσε το μυαλό μας, τώρα δεν έχει καμιά σημασία. Σκεπάζεται από το πέπλο της αδιαφορίας. Τα όμορφα όνειρα που κάποτε φτερούγιζαν στη συνείδησή μας διαλύθηκαν σαν την ομίχλη. Στη θέση τους ήρθαν γίγαντες που τρέχουν σαν τις καταιγίδες, ταράζονται σαν τις θάλασσες, ανασαίνουν σαν τα ηφαίστεια.

Ποια μοίρα θα φέρουν οι γίγαντες στον κόσμο, στο τέλος τής πάλης τους;
Θα γυρίσει ο γεωργός στον αγρό του για νά σπείρει εκεί πού ο θάνατος έσπειρε τα κόκαλα των νεκρών;
Θα βοσκήσει ο βοσκός τα κοπάδια του στα χωράφια πού θέρισε τό σπαθί;
Θα πιουν τα πρόβατα από τις πηγές πού τα νερά τους βάφτηκαν με τό αίμα;
Θα γονατίσει ο λάτρης του Θεού στο βεβηλωμένο ναό πού στον Ιερό βωμό του χόρεψαν οι σατανιστές;
Θα συνθέσει ο ποιητής τα τραγούδια του κάτω από αστέρια πού τα σκεπάζει ο καπνός του κανονιού;
Θα φυσήξει ο μουσικός τον αυλό του μιά νύχτα πού ή σιωπή της βιάστηκε από τον τρόμο;
Θα μπορέσει ή μητέρα νά τραγουδήσει ένα νανούρισμα στήν κούνια του μωρού της, πού θα κοιμάται πάνω στους κινδύνους τού αύριο;
Μπορούν οι εραστές ν’ ανταμώσουν, καί νά φιληθούν πάνω σέ πεδία μαχών πού ακόμα μυρίζουν από τούς καπνούς τών βομβών;
Θα ξαναγυρίσει ποτέ ο Απρίλης στη γη και θα δέσει τις πληγές της με το ντύμα του;
Ποιά θα είναι η μοίρα τής χώρας σου και τής χώρας μου; Ποιοί γίγαντες θ’ αρπάξουν τα βουνά και τις κοιλάδες που μας γέννησαν και μας ανάθρεψαν και μας έκαναν άντρες και γυναίκες μπροστά στο πρόσωπο του ήλιου;
Θα μείνει ή Συρία ξαπλωμένη ανάμεσα στη φωλιά του λύκου και στο χοιροστάσιο; Ή θα προχωρήσει μαζί με την καταιγίδα προς τη φωλιά του λιονταριού ή θα σκαρφαλώσει στη φωλιά τού αετού; Θα φανεί ποτέ η αυγή ενός καινούργιου χρόνου πάνω από τις κορυφές του Λιβάνου;
Κάθε φορά που είμαι μόνος, ρωτώ την ψυχή μου αυτά τα ερωτήματα. Αλλά η ψυχή μου είναι βουβή σαν τη Μοίρα. Ποιος από σας, λαοί, δε στοχάζεται μέρα και νύχτα, τη μοίρα του κόσμου πού βρίσκεται κάτω από την εξουσία των γιγάντων, που είναι μεθυσμένοι με τα δάκρυα των χηρών και των ορφανών;
Είμαι από κείνους πού πιστεύουν στο Νόμο της Εξέλιξης. Πιστεύω ότι οι ιδανικές οντότητες εξελίσσονται, όπως και τα απλά όντα, κι ότι οι θρησκείες και οι κυβερνήσεις ανεβαίνουν σε υψηλότερα επίπεδα.
Ο Νόμος τής Εξέλιξης έχει ένα πρόσωπο αυστηρό και τυραννικό, κι εκείνοι που έχουν περιορισμένο ή φοβισμένο νου τον φοβούνται αλλά οι αρχές του είναι δίκαιες, κι εκείνοι που τις μελετούν, φωτίζονται. Μέσα από τη λογική του οι άνθρωποι υψώνονται πάνω από τους εαυτούς τους και μπορούν να πλησιάσουν το υπέρτατο.
Όλοι γύρω μου είναι νάνοι που βλέπουν τους γίγαντες να αναδύονται και οι νάνοι κοάζουν σαν βάτραχοι: «Ο κόσμος ξαναγύρισε στη βαρβαρότητα.» Όσα δημιούργησε η επιστήμη κι η εκπαίδευση καταστρέφονται από τους νέους πρωτόγονους. Είμαστε τώρα σαν τους προϊστορικούς κατοίκους των σπηλαίων. Τίποτα δε μας ξεχωρίζει από κείνους εκτός από τις μηχανές μας της καταστροφής και τις βελτιωμένες τεχνικές μας της σφαγής».
«Έτσι μιλούν εκείνοι που μετρούν τη συνείδηση του κόσμου με τη δική τους. Μετρούν την έκταση της συνολικής «Ύπαρξης με το μικρό διάστημα της ατομικής τους ύπαρξης. Ωσάν ο ήλιος να μην υπήρχε παρά για να ζεσταίνει αυτούς, ωσάν η θάλασσα να είχε δημιουργηθεί για να πλένουν αυτοί τα πόδια τους.
Μέσα από την καρδιά της ζωής, μέσα από τα κατάβαθα του σύμπαντος όπου είναι κρυμμένα τα μυστικά της Δημιουργίας, οι γίγαντες υψώνονται σαν άνεμοι κι ανεβαίνουν σα σύννεφα και μαζεύονται σα βουνά. Στους αγώνες τους βρίσκουν τη λύση τους προβλήματα πολύχρονα.
Αλλά ο άνθρωπος, παρ’ όλη τη γνώση και τις ικανότητές του, και παρ’ όλη την αγάπη και το μίσος της καρδιάς του και τα μαρτύρια πού υποφέρει, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα εργαλείο στα χέρια των γιγάντων, που το χρησιμοποιούν για να φτάσουν στο σκοπό τους και να πραγματοποιήσουν τον αναπόφευκτο υψηλό στόχο τους.

Τα ποτάμια του αίματος κάποια μέρα θα γίνουν κελαρυστά ποτάμια κρασιού και τα δάκρυα που πότισαν τη γη, θα γεννήσουν αρωματικά λουλούδια κι οι ψυχές που έφυγαν από τις κατοικίες τους θα μαζευτούν και θα παρουσιαστούν πίσω από τον καινούργιο ορίζοντα σαν καινούργια Αυγή. Τότε ο άνθρωπος θα καταλάβει ότι αγόρασε τη Δικαιοσύνη και τη Λογική στο σκλαβοπάζαρό του. Θα νιώσει ότι αυτός που εργάζεται και ξοδεύει για χάρη της Δικαιοσύνης ποτέ δε χάνει.
Ο Απρίλης θα έρθει, αλλά εκείνος που γυρεύει τον Απρίλη χωρίς τη βοήθεια του Χειμώνα, ποτέ δε θα τον βρει.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν – Σκέψεις και διαλογισμοί
οι φωτογραφίες: http://empnefsis.blogspot.gr

πασχαλινά έθιμα από όλη την Ελλάδα



Σε άκρως κατανυκτικό κλίμα, κάθε γωνιά της Ελλάδας γιορτάζει την περίοδο του Πάσχα με τον δικό της, ιδιαίτερο τρόπο. Το «Πάσχα το καινόν» ή η «πανήγυρις πανηγύρεων» όπως αναφέρεται στους πασχαλινούς ύμνους, αποτελεί για τον λαό μια ημέρα λαμπρή, μιας και η φύση βρίσκεται στα καλύτερά της.
«Κατά το διάστημα της προετοιμασίας έθιμα προχριστιανικά με χαρακτήρα λατρευτικό, εξαγνιστικό και αποτρεπτικό του κακού, που απειλεί τη βλάστηση και την παραγωγή, έχουν ενταχθεί στη χριστιανική λατρεία», αναφέρει η κ. Aικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, Διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. 
«Λαϊκά δρώμενα αναπαράστασης θανάτου - ανάστασης στον ελληνικό χώρο, όπως ο Ζαφείρης στην Ήπειρο, οι κήποι του Άδωνη, 
οι τελετουργικοί χοροί του Πάσχα και του αγίου Γεωργίου, οι κούνιες, οι επισκέψεις με όργανα στους τάφους, η συμβολική χρήση των αυγών - και μάλιστα κόκκινων, αποτελούν εκδηλώσεις της προαιώνιας προσπάθειας του ανθρώπου να συμβάλει θετικά στη διαδικασία ανανέωσης της φύσης και στην εξασφάλιση της καλής σοδειάς», προσθέτει. 

Αερόστατα στο Λεωνίδιο 
Στην όμορφη κωμόπολη της Τσακωνιάς, η Λαμπρή γίνεται όνομα και πράγμα, αφού εδώ και έναν περίπου αιώνα, το βράδυ της Ανάστασης τηρείται το έθιμο των αερόστατων. Τα παιδιά των πέντε ενοριών συναγωνίζονται στις επιτυχείς «πτήσεις» των χρωματιστών φωτεινών αερόστατων, τα οποία ετοιμάζουν επί εβδομάδες πριν το Πάσχα. Για περίπου μισή ώρα μετά το «Χριστός Ανέστη», ο ουρανός αποκτά… έξτρα αστέρια, ενώ παράλληλα το ευαγγέλιο διαβάζεται και στην τσακώνικη διάλεκτο. 

Οι κερκυραϊκοί μπότηδες 
Μπότηδες είναι τα κανάτια εκείνα με το λεπτό στόμιο, που, αν έχετε κάνει Πάσχα στην Κέρκυρα, σίγουρα θα έχετε δει να σκάνε στα πόδια σας το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Πρόκειται για το έθιμο της Πρώτης Ανάστασης, κατά το οποίο οι Κερκυραίοι γεμίζουν τους μπότηδες με νερό και τους
πετούν από τα μπαλκόνια των καντουνιών. Λίγο νωρίτερα, στην εκκλησία της Παναγιάς των Ξένων έχει γίνει τεχνητός σεισμός, σαν αναφορά στον σεισμό που έγινε σύμφωνα με την Βίβλο στον τάφο του Ιησού, ενώ στην συνέχεια, οι κερκυραϊκές φιλαρμονικές κυκλοφορούν στην πόλη παίζοντας εύθυμα εμβατήρια. 

Ρουκετομανία στο Βροντάδο 
Η Χίος κάθε χρόνο τέτοια εποχή τραβάει τα βλέμματα, χάρη στο έθιμο που αναβιώνει στο χωριό Βροντάδο και περιλαμβάνει την μάχη των ενοριών με ρουκέτες. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, η συνήθεια ξεκίνησε επί Τουρκοκρατίας, όταν οι Χριστιανοί κάτοικοι ήθελαν να δείξουν στους Τούρκους πώς γιορτάζουν οι ορθόδοξοι την Ανάσταση. Ο Δήμος βέβαια πλέον έχει θέσει αυστηρούς κανόνες για την ασφάλεια των συμμετεχόντων στον ρουκετοπόλεμο, για να αποφευχθούν τα παρατράγουδα και οι τραυματισμοί που παρατηρήθηκαν πριν λίγα χρόνια. 

Σε κάθε περίπτωση, το θέαμα στον μεταμεσονύκτιο ουρανό είναι μαγευτικό – άλλωστε οι ειδικοί «ρουκετοποιοί» του χωριού εργάζονται γι’ αυτό το υπερθέαμα καθ’ όλη την διάρκεια της χρονιάς. 

Λευκά περιστέρια στην Ζάκυνθο 
Το «ζακυνθινό μεγαλοβδόμαδο» είναι γεμάτο έθιμα που στο νησί αποκαλούνται «αντέτια». Από αυτά, ξεχωρίζουν τα άσπρα περιστέρια που αφήνει ο ιερέας κατά την Πρώτη Ανάσταση, ενώ οι νοικοκυρές ρίχνουν πήλινα κανάτια από τα μπαλκόνια, κατά τις προσταγές ενός εθίμου, αντίστοιχου με αυτό της Κέρκυρας. Το Ευαγγέλιο της Ανάστασης ψάλλεται με τον ιδιαίτερο «μουσικό» τρόπο της Επτανησιακής παράδοσης, ενώ η
Αναστάσιμη ακολουθία πραγματοποιείται το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μόνο στον Άγιο Μάρκο. Οι υπόλοιπες εκκλησίες αρκούνται στο χαρμόσυνο χτύπημα της καμπάνας και πραγματοποιούν την ακολουθία το πρωί της Κυριακής. 




Αγώνας δρόμου στην Αράχωβα 
Διπλή γιορτή για την Αράχωβα, καθώς η γιορτή του Αγίου Γεωργίου που πέφτει παραδοσιακά κοντά στο Πάσχα γιορτάζεται με την ίδια φροντίδα και ζέση που επιδεικνύουν οι ντόπιοι για την Ανάσταση. Έτσι, ανήμερα του Πάσχα, ξεκινά η περιφορά της εικόνας του Αγίου Γεωργίου, οι γηραιότεροι κάτοικοι ξεκινούν από την Εκκλησία και πραγματοποιούν τον «αγώνα της ανηφόρας», ενώ χορευτικά συγκροτήματα έχουν ήδη πιάσει δουλειά. Παράλληλα, έχουν ετοιμαστεί οι «λάκκοι» σε κάθε γειτονιά, όπου ανάβουν οι φωτιές που θα υποδεχθούν δεκάδες αρνιά – τόσα, ώστε λέγεται πως αν κάποιος δει από μακριά την Αράχωβα, νομίζει πως το χωριό έχει πάρει φωτιά. 

Το κάψιμο του Ιούδα στην Θράκη 
Στις Μέτρες της Θράκης, τη Μεγάλη Πέμπτη συνηθίζεται τα παιδιά να φτιάχνουν το ομοίωμα του Ιούδα, το οποίο περιφέρουν στα σπίτια, ζητώντας κλαδιά για να τον κάψουν την επομένη ημέρα στον Επιτάφιο. Τη Μεγάλη Παρασκευή η πομπή του Επιταφίου φτάνει στο τέλος της έξω από ένα παρεκκλήσι, όπου εκεί βρίσκεται έτοιμη η φωτιά για να καεί ο Ιούδας. Μόλις ο ιερέας ξεκινήσει να διαβάζει το σχετικό Ευαγγέλιο, ανάβουν τη φωτιά και ρίχνουν μέσα της το ομοίωμα, ενώ μόλις ολοκληρωθεί η καύση οι κάτοικοι συνηθίζουν να παίρνουν μια χούφτα από τη συγκεκριμένη στάχτη την οποία ρίχνουν στα μνήματα. Μπρρρ! 

Η αναπαράσταση των Παθών στην Πάρο 

Αν και η Πάρος αποτελεί από μόνη της ιδανικό προορισμό όλες τις εποχές του χρόνου, το Πάσχα ιδιαίτερα πραγματοποιείται στο νησί το μοναδικό έθιμο της αναπαράστασης των Παθών κατά την περιφορά του Επιταφίου στα ορεινά χωριά Μάρπησσα, Μάρμαρα, Πρόδρομο, Λεύκες και Άσπρο Χωριό. Καθώς ο Επιτάφιος περνά τα δρομάκια των νησιών κάνει συνολικά 15 στάσεις στις οποίες αναπαριστώνται ζωντανά εικόνες των Παθών του Χριστού. Παιδιά ντυμένα Ρωμαίοι στρατιώτες ή μαθητές του Χριστού ζωντανεύουν σκηνές από την είσοδο στα Ιεροσόλυμα, τον «Μυστικό Δείπνο», το μαρτύριο της Σταύρωσης κ.α., ενώ σε κάθε μία από αυτές τις στάσεις φωτίζεται εντυπωσιακά και ένα σημείο του βουνού. Το βράδυ του Σαββάτου το έθιμο κορυφώνεται με την αναπαράσταση της Ανάστασης μέσα σε μία εκθαμβωτική ατμόσφαιρα χιλιάδων κεριών και αμέτρητων πυροτεχνημάτων που φωτίζουν μαγευτικά τον ουρανό του Αιγαίου. 

«Του μαύρου νιου τ’ αλώνι» στη Χαλκιδική 
Στην… πολύπαθη Ιερισσό, ξεχωριστό χρώμα στις πασχαλινές εκδηλώσεις δίνει το έθιμο «Του μαύρου νιου τ’ αλώνι» στους λόφους πάνω από την πόλη την Τρίτη του Πάσχα. Μετά την επιμνημόσυνη δέηση και την εκφώνηση του πανηγυρικού, οι γεροντότεροι αρχίζουν τον χορό. Στην συνέχεια συνοδεύουν και οι υπόλοιποι κάτοικοι, οι οποίοι τραγουδούν και χορεύουν όλα τα Πασχαλινά τραγούδια, ενώ τελειώνουν με τον «Καγκέλευτο» χορό, που είναι η αναπαράσταση της σφαγής 400 Ιερισσιωτών από τους Τούρκους, κατά την επανάσταση του 1821. Ο χορός περνά κάτω από δάφνινη αψίδα όπου υπάρχουν δύο νεαροί με υψωμένα σπαθιά και στη μέση του τραγουδιού «διπλώνεται» στα δύο με τους χορευτές να περνούν ο ένας απέναντι από τον άλλο για τον τελευταίο χαιρετισμό. Κατά την διάρκεια της γιορτής μοιράζεται, καφές που βράζει σε μεγάλο καζάνι («ζωγραφίτικος»), τσουρέκια και αυγά. 

«Μπουλούκια» στην Καλαμάτα 
Ο διαγωνισμός των «μπουλουκιών» στην πόλη της Καλαμάτας πηγάζει από τους απελευθερωτικούς αγώνες του 1821. Οι διαγωνιζόμενοι με παραδοσιακές ενδυμασίες και οπλισμένοι με σαΐτες, δηλαδή με χαρτονένιους σωλήνες γεμάτους μπαρούτι, επιδίδονται σε σαϊτοπόλεμο, στο γήπεδο του Μεσσηνιακού με τη συμμετοχή εκατοντάδων ντόπιων και επισκεπτών. Επίσης, το βράδυ του Μ.Σαββάτου πραγματοποιείται το έθιμο του «συχώριου», δηλαδή όλοι όσοι έχουν πεθαμένους συγγενείς φέρνουν στην εκκλησία ψητά, κρασί και ψωμί, τα οποία έχει «διαβάσει» ο παπάς και τα προσφέρουν στους επισκέπτες και στους κατοίκους του νησιού. 

Ο Ζαφείρης στην Ήπειρο 
Σε όλη την Ήπειρο, αλλά και σε πολλά μέρη της Μακεδονίας, την Κυριακή του Πάσχα, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της άνοιξης αναβιώνει το έθιμο του Ζαφείρη. Το όνομα ποικίλει από τόπο σε τόπο, αλλού το λένε Μαγιόπουλο, αλλού Φουσκοδέντρι. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα παιδικό παιχνίδι στο οποίο ένα παιδί υποδύεται τον Ζαφείρη και παριστάνει το νεκρό, ενώ τα υπόλοιπα μαζεύουν λουλούδια, χλόη και φύλλα και τον στολίζουν, ενώ παράλληλα τον μοιρολογούν κρατώντας καλάμια αντί για λαμπάδες. Αφού τελειώσει το μοιρολόι, όλα τα παιδιά μαζί φωνάζουν «Σήκου Ζαφείρη, Σήκου!» και ο «νεκρός» ανασταίνεται από το στολισμένο με λουλούδια κρεβάτι του και κυνηγά φωνάζοντας και γελώντας τα υπόλοιπα πιτσιρίκια. Αυτός που θα πιάσει ο Ζαφείρης, γίνεται την επόμενη χρονιά «νεκρός».


 του Νικόλα Γεωργιακώδη

www.in2life.gr

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Ο Χαμένος Ποταμός




Όταν ήμουν οκτώ χρόνων βρήκα τον Χαμένο Ποταμό. Κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν, κανένας στην περιοχή μου δεν μπορούσε να πει κατά πού πέφτει, όλοι όμως μιλούσαν γι’ αυτόν. Όταν έφτασα για πρώτη φορά στον Χαμένο Ποταμό, κατάλαβα αμέσως ότι ήμουν εκεί. Το καταλαβαίνει κανείς όταν φτάνει εκεί που θέλει. Ήταν το ωραιότερο μέρος που είχα δει ποτέ μου! Είχε δέντρα που έγερναν πάνω από το νερό και κάτι πελώρια ψάρια που κολυμπούσαν στα κρυστάλλινα νερά του… Μεμιάς έβγαλα τα ρούχα μου και βούτηξα στο ποτάμι. Κολύμπησα ανάμεσα στα ψάρια κι ένιωσα τη ζεστασιά του ήλιου στο νερό… Νόμιζα πως ήμουν στον παράδεισο! Πέρασα όλο το απόγευμα εκεί, και μετά γύρισα σπίτι βάζοντας σημάδια σε όλο τον δρόμο μέχρι το σπίτι μου. Εκεί, είπα στον πατέρα μου:
«Μπαμπά, βρήκα τον Χαμένο Ποταμό!»
Ο μπαμπάς μου με κοίταξε και αμέσως κατάλαβε ότι δεν έλεγα ψέματα. Μετά, μου χάιδεψε το κεφάλι και μου είπε:
«Είχα πάνω-κάτω την ηλικία σου όταν τον είδα κι εγώ για πρώτη φορά. Όμως, ποτέ μου δεν κατάφερα να ξαναπάω εκεί».
Τότε, εγώ του είπα:
«Α, όχι… Εγώ όμως έβαλα σημάδια στον δρόμο, και άφησα ίχνη, έκοψα κλαδιά, για να μπορέσουμε να ξαναπάμε εκεί μαζί».
Την άλλη μέρα, όταν θέλησα να ξαναπάω, δεν μπόρεσα να βρω τα σημάδια που είχα βάλει, και το ποτάμι ξαναχάθηκε και για μένα. Από τότε μου έμεινε η ανάμνηση και η αίσθηση ότι κάποτε πρέπει να το αναζητήσω ξανά.
Δύο χρόνια μετά, ένα φθινοπωρινό βράδυ, πηγαίναμε προς το δασαρχείο της περιοχής γιατί ο μπαμπάς μου έψαχνε δουλειά. Κατεβήκαμε σ’ ένα υπόγειο, κι όσο ο μπαμπάς μου περίμενε στην ουρά για να του πάρουν συνέντευξη, είδα στον τοίχο έναν τεράστιο χάρτη που απεικόνιζε κάθε σημείο της περιοχής: κάθε βουνό, κάθε ποτάμι, κάθε εδαφική μεταβολή φαινόταν σ’ εκείνον τον χάρτη. Πλησιάσαμε λοιπόν, εγώ και τ’ αδέλφια μου, που ήταν μικρότερα από μένα, για να προσπαθήσω να βρω στον χάρτη τον Χαμένο Ποταμό και να τους τον δείξω. Ψάχναμε πολλή ώρα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Έρχεται τότε κοντά μας ένας πανύψηλος δασοφύλακας, με μουστάκια, και μου λέει:
«Τι ψάχνεις, αγόρι μου;»
«Ψάχνουμε τον Χαμένο Ποταμό…» του λέω, περιμένοντας ότι θα μας βοηθούσε.
Εκείνος, όμως, απαντάει:
«Δεν υπάρχει τέτοιο μέρος».
«Πώς δεν υπάρχει; Έχω κάνει μπάνιο εκεί.»
Τότε μου λέει:
«Έκανες μπάνιο στον Κόκκινο Ποταμό».
Κι εγώ του απαντώ:

«Έχω κάνει μπάνιο και στους δύο και ξέρω τη διαφορά».
Εκείνος επιμένει:
«Το μέρος αυτό δεν υπάρχει».
Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο μπαμπάς μου, τον τραβάω από το παντελόνι και του λέω:
«Πες του, μπαμπά… πες του πως υπάρχει ο Χαμένος Ποταμός».
Και τότε, λέει ο κύριος με τη στολή:
«Κοίτα, παιδί μου, η χώρα αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι οι χάρτες είναι πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας. Οτιδήποτε μπορεί να υπάρχει και δεν βρίσκεται εδώ, σ’ αυτόν τον χάρτη της κρατικής υπηρεσίας του δασαρχείου των Ηνωμένων Πολιτειών, αποτελεί απειλή κατά της ασφάλειας της χώρας. Εάν λοιπόν αυτός ο χάρτης λέει πως ο Χαμένος Ποταμός δεν υπάρχει, τότε ο Χαμένος Ποταμός δεν υπάρχει».
Εγώ συνέχισα να τραβάω τον μπαμπά μου από το μανίκι λέγοντας:
«Μπαμπά, πες του…»
Ο μπαμπάς μου είχε ανάγκη τη δουλειά, γι’ αυτό έσκυψε το κεφάλι και είπε:
« Όχι, αγόρι μου, ο κύριος είναι ειδικός, αν αυτός λέει ότι δεν υπάρχει…»
Εκείνη την ημέρα έμαθα κάτι: να τους προσέχετε τους ειδικούς. Αν κάνατε μπάνιο σε κάποιο μέρος, δροσίσατε το κορμί σας σ’ ένα ποτάμι και κάνατε ηλιοθεραπεία στην όχθη του… μην αφήσετε τους ειδικούς να σας πείσουν ότι το μέρος αυτό δεν υπάρχει. Να εμπιστεύεστε περισσότερο τις αισθήσεις σας παρά τους ειδικούς, γιατί οι ειδικοί είναι άνθρωποι που σπάνια βρέχουν τα πόδια τους.
Πόσα παιδιά δεν έχουν συναντήσει τέτοιους ειδικούς που αποκλείουν τους πατεράδες από τη συναισθηματική σχέση;
Σε ποια ποτάμια δεν έχουν κολυμπήσει;
Αλήθεια, τι σημασία έχει τι λένε οι ψυχολόγοι; Τι σημασία έχει τι λέω εγώ, τι λένε τα βιβλία… Τι σημασία έχει τι λέει ο οποιοσδήποτε! Αυτό που έχει σημασία στην αγάπη, είναι αυτό που αισθάνεται ο καθένας.
Γιατί κάθε γονιός ξέρει πάρα πολύ καλά πόσο αγαπάει τα παιδιά του. Γιατί, σε κάθε περίπτωση, αυτός είναι ο δικός σας Χαμένος Ποταμός. Ο ποταμός που δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Ο Δρόμος της Συνάντησης» Εκδόσεις OPERA

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Για τους 50αρηδες και βάλε…


Σύμφωνα με τις στατιστικές, αυτοί από εμάς που ήμασταν παιδιά τις δεκαετίες του 40, 50, 60, πιθανόν δεν θα έπρεπε να είχαμε επιζήσει.
Οι κούνιες μας ήταν βαμμένες με γυαλιστερή λαδομπογιά με βάση το μόλυβδο. Τα πατώματα είχαν μωσαϊκό που σου περόνιαζε τα κόκκαλα κι οι κρεβατοκάμαρες ξύλινα πατώματα που τα γυάλιζαν με παρκετίνη, με κάτι βαρειές παρκετέζες και κάθε τόσο αγκίθες καρφωνόντουσαν στις ξυπόλητες πατούσες μας

Οι παιδικές αρρώστιες έκαναν θραύση. Κάθε τόσο κι ένας φίλος ή συμμαθητής πάθαινε ιλαρά, κοκκύτη, μαγουλάδες, ανεμοβλογιά.
Δεν είχαμε καπάκια ασφαλείας στα μπουκάλια με τα φάρμακα, ούτε καπάκια στις πρίζες του δωματίου, εκείνες τις σκούρες τις φτιαγμένες από βακελίτη.
Ζεσταινόμασταν με σóμπες με ξύλα ή με… κάρβουνο, ή με θερμάστρες πετρελαίου. Που να βρεθεί καλοριφέρ τότε.

Μια αληθινά φανταστική ιστορία

«Σαν έρθει η ώρα, η μεγάλη, η άγια, όλοι θα το καταλάβουν αφού ψηλότεροι θα έχουν γίνει και δυνατοί όσο ποτέ θα έχουν νιώσει» 


Ήταν πρωί, θαρρώ φθινόπωρο γιατί μετά ήρθε ο χειμώνας και παρέμεινε.
Ήταν οι ίδιοι που είχαν ξανάρθει, κρατώντας λάβαρα, σημαίες και δώρα πολλά, τότε, κραδαίνοντας σπαθιά και γιαταγάνια, τούτη τη φορά.

Να πάρουνε τη σοδειά ζητούσαν, τη φετινή μα και ότι απέμεινε από πέρσι και πρόπερσι. Να πάρουνε και το χώμα και τα παιδιά μας σκλάβους να τα κάνουν, οπότε θα μας είχαν όλους σκλάβους.

Μετά ζητήσανε να πάρουν και τα ζώα, και τα ηνία, μέχρι και τα χάμουρα που ζεύαμε τ’ άλογα.  Μέχρι και αυτά μας τα πήραν.
«Με τα χέρια» είπαν. «Με τα χέρια θα οργώνετε, με τα χέρια θα σπέρνετε και η σοδειά δική μας».

Είπαν στις γυναίκες να μην κάνουν παιδιά και στα παιδιά να μην πάνε στο σχολείο.
Το έκλεισαν το σχολείο. Το κλειδαμπάρωσαν, μαζί με τα βιβλία. Όσοι είχαν βιβλία στα σπίτια τους, τα έθαψαν βαθιά μην τα βρουν οι δυνάστες και τα ρίξουν στη φωτιά.
Έστειλαν τους δασκάλους εξορία. «Δεν χρειάζονται οι δάσκαλοι» είπαν. «Είναι επικίνδυνοι και όλο προβλήματα δημιουργούν. Άλλωστε τα χωράφια δεν θέλουν γράμματα».

Μάζεψαν τους κατσαπλιάδες των γύρω χωριών και τους έδωσαν αξιώματα μαζί με τα κλειδιά και τα τεφτέρια.
Έστειλαν τελάληδες παντού αναζητώντας τους πιο καλούς κλέφτες, που δεν τους έπιανε το μάτι σου για τέτοιους, που έκοβες το δεξί σου χέρι πως είναι άνθρωποι άγιοι. Τους έκαναν κυβερνήτες, κουμανταδόρους και αρχιεισπράκτορες.

Έβγαλαν φιρμάνι πως όποιος διαμαρτυρηθεί θα έχει μπελάδες μεγάλους. Θα του πάρουν ακόμη και το σπίτι και θα τον στείλουν στο διπλανό χωριό για να ζήσει. Εκεί που δεν είχαν οι κάτοικοι ούτε σπίτι, ούτε χωράφι μα ούτε και όνομα. Μόνο έναν αριθμό είχε ο καθένας.
Έφεραν παιδιά αμούστακα από μέρη μακρινά, τους έδωσαν από ένα σιδερένιο σπαθί και τους διέταξαν να εξουσιάσουν. Πήραν τα παιδιά τα σπαθιά στα χέρια τους και χτυπούσαν τα άλλα παιδιά, τα παιδιά του χωριού που ζητούσαν να ανοίξει το σχολείο και να γυρίσουν πίσω οι δάσκαλοι.

Χτυπούσαν και τους γέρους που ζητούσαν λίγο από τον κόπο μιας ζωής.
Χτυπούσαν και τους χωρικούς που ήθελαν πίσω τον ιδρώτα τους.

Μέρες πολλές, ούτε που θυμάμαι πόσες, κράτησε το κακό. Γλυκό ψωμί, εκείνες τις μέρες , δεν έφαγαν οι χωρικοί, όταν υπήρχε κι αυτό.

Μέχρι που ένα πρωί ακούστηκε μια φωνή που τάραξε τις ψυχές και τα μυαλά των χωρικών και έκανε αυτούς με τα αξιώματα να τρέμουν.

«Φτάνει πια» είπε η φωνή. «Τα δρεπάνια στα χέρια και όλοι στην πλατεία. Ή αυτοί ή εμείς».

Σάστισαν οι χωρικοί, σάστισαν και οι κατσαπλιάδες και όλο το κλεφτολόι που είχε μαζευτεί στο χωριό και ζήτησαν από τα αμούστακα παιδιά με τα σπαθιά να χτυπήσουν στο ψαχνό.

Μα οι χωρικοί ήταν πολλοί. Δεν ήταν ούτε ένας ούτε δύο. Ήταν οι περισσότεροι. Κάποιοι έμειναν στις καλύβες τους, έκλεισαν πορτοπαράθυρα και περίμεναν να περάσει η μπόρα. Προσεύχονταν για να νικήσουν οι συγχωριανοί τους μα δεν βρήκαν το κουράγιο να βγουν έξω

Σαν έφτασε το μεσημέρι, όλο το κλεφτολόι που ρήμαζε τόσες μέρες το χωριό, άρχισε να τρέχει για να προφτάσει να φύγει και να γλυτώσει από την οργή των χωρικών.
Οι περισσότεροι πήγαν στα διπλανά χωριά και κάποιοι άλλοι σε άγνωστα, για τους χωρικούς, μέρη.
Κάποιοι, πέταξαν τεφτέρια, σπαθιά, κλειδιά και ότι άλλο είχαν που να θυμίζει ποιοι ήταν και ανακατεύτηκαν με τους χωρικούς. Άρπαξαν ένα δρεπάνι στο χέρι και έκαναν πως έδιωχναν τους δυνάστες.
Είχαν κατά νου να αρχίσουν πάλι τις κλεψιές όταν τα χωράφια του χωριού θα γέμιζαν σοδειές, όταν το σχολείο θα λειτουργούσε ξανά και οι δάσκαλοι θα ήταν πάλι στις θέσεις τους.

Όμως άδικα περίμεναν και είχαν την ελπίδα.

Στη μνήμη των χωρικών χαράχτηκαν όλες οι μορφές των δυναστών, των κατσαπλιάδων, των κλεφτών και των αμούστακων παιδιών με τα σπαθιά. Όλοι οι χωρικοί, ήξεραν πλέον καλά, ποιος είναι με ποιον και κυρίως, την εποχή του κακού, ποιος ήταν με ποιον.

Κανένας χωρικός δεν τους έκανε παρέα. Μόνο στις επετείους της μεγάλης εξέγερσης τους άφηναν να πλησιάζουν και τους κερνούσαν, σε ένα απόμερο τραπέζι, ένα ποτήρι κρασί.

Σ.Σ.: Η παραπάνω ιστορία είναι φανταστική (?) και καμία σχέση δεν έχει (?) με σημερινά πρόσωπα και καταστάσεις. Μου την αφηγούνταν ο παππούς μου όταν ήμουνα μικρός.

Του Χρήστου Επαμ. Κυργιάκη
Aς Μιλήσουμε Επιτέλους









Το δέντρο που έδινε!


Κάποτε υπήρχε μια μηλιά…Και αγάπησε ένα μικρό αγόρι.

Το αγόρι έρχονταν κάθε μέρα, μάζευε τα φύλλα της, τα έφτιαχνε στεφάνι κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους. 
Σκαρφάλωνε στον κορμό της, κουνιόταν στα φύλλα της κι έτρωγε μήλα. Έπαιζαν κρυφτό.
Και όταν κουράζονταν, κοιμόνταν στην σκιά της.
Και το αγόρι αγάπησε το δέντρο… Πολύ.
Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο. Μα ο καιρός περνούσε. Και το αγόρι μεγάλωνε. Το δέντρο ήταν συχνά μόνο του.


Τότε, μια μέρα ήρθε το αγόρι στο δέντρο και το δέντρο είπε:

-  Έλα, Αγόρι, έλα και σκαρφάλωσε στον κορμό μου, κουνήσου από τα κλαδιά μου, φάε από τα μήλα μου και γίνε ευτυχισμένος.
- Είμαι πολύ μεγάλος για σκαρφαλώματα και παιχνίδια, είπε το αγόρι. Θέλω να αγοράσω κάποια πράγματα και να διασκεδάσω. Θέλω μερικά χρήματα. Μπορείς να μου δώσεις μερικά χρήματα;
- Λυπάμαι, είπε η μηλιά, αλλά δεν έχω καθόλου χρήματα. Έχω μόνο φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Τότε θα έχεις χρήματα και θα είσαι ευτυχισμένος.
Κι έτσι το αγόρι σκαρφάλωσε στο δέντρο και μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μακριά. Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο.

Μα το αγόρι έμεινε μακριά για πολύ καιρό…Και το δέντρο ήταν λυπημένο. Τότε, μια μέρα το αγόρι ήρθε πάλι και το δέντρο κούνησε τα κλαδιά του χαρούμενα και είπε, 
- Έλα, Αγόρι, σκαρφάλωσε στον κορμό μου, κουνήσου στα κλαδιά μου και γίνε ευτυχισμένος.
- Είμαι πολύ απασχολημένος για να σκαρφαλώνω σε δέντρα, είπε το αγόρι. Θέλω ένα σπίτι να με ζεσταίνει, είπε. Θέλω μια σύζυγο και παιδιά και χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;
- Δεν έχω καθόλου σπίτι, είπε το δέντρο. Το σπίτι μου είναι το δάσος, αλλά μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα. Τότε θα είσαι ευτυχισμένος.
Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα κουβάλησε μακριά για να χτίσει το σπίτι του. Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο.

Μα το αγόρι έμεινε μακριά για πολύ καιρό . Όταν ήρθε πάλι το δέντρο ήταν τόσο ευτυχισμένο που δυσκολευόταν να μιλήσει.

- Έλα, Αγόρι, ψιθύρισε, έλα και παίξε.
- Είμαι πολύ γέρος και λυπημένος για να παίζω, είπε το αγόρι. Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά από ΄δω. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;
 - Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα, είπε το δέντρο. Τότε θα μπορείς να ταξιδέψεις μακριά… και να είσαι ευτυχισμένος.



Κι έτσι το αγόρι έκοψε τον κορμό της κι έφτιαξε μια βάρκα και ταξίδεψε μακριά. Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο…. αλλά όχι στ’ αλήθεια. 

Και μετά από πολύ καιρό το αγόρι επέστρεψε πάλι.

- Λυπάμαι, Αγόρι, είπε το δέντρο, μα δεν μου έμεινε τίποτα να σου δώσω- τα μήλα μου χάθηκαν.
- Τα δόντια μου είναι πολύ αδύναμα για μήλα, είπε το αγόρι.
- Τα κλαδιά μου χάθηκαν, είπε το δέντρο. Δεν μπορούν να σε κουνήσουν.
- Είμαι πολύ γέρος για να κουνιέμαι από κλαδιά, είπε το αγόρι.
- Ο κορμός μου χάθηκε, είπε το δέντρο. Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις.
- Είμαι πολύ κουρασμένος για να σκαρφαλώνω, είπε το αγόρι.
- Λυπάμαι, αναστέναξε το δέντρο. Εύχομαι να μπορούσα να σου δώσω κάτι… αλλά δεν μου απέμεινε τίποτα. Είμαι μόνο ένα παλιοκούτσουρο. Λυπάμαι…
- Δεν χρειάζομαι και πολλά τώρα, είπε το αγόρι, μόνο ένα ήσυχο μέρος για να καθίσω και να αναπαυτώ. Είμαι πολύ κουρασμένος.
- Λοιπόν, είπε η μηλιά ισιάζοντας τον εαυτό της όσο πιο πολύ μπορούσε, λοιπόν, ένα παλιοκούτσουρο είναι καλό για να κάθεσαι και να αναπαύεσαι. Έλα, Αγόρι, κάθισε. Κάθισε και ξεκουράσου.
Και το αγόρι το έκανε. Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο.



Silverstein Shel