Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Κι αυτό θα περάσει...

ΜΙΑ ΜΕΡΑ, ΕΝΑΣ ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΠΟΡΕΥΟΤΑΝ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ του. Ήταν ένας απλός άνθρωπος. Όχι, όμως, κι η ζωή του. Παρ’ όλα αυτά, του ίδιου του άρεσε.
Τη μέρα εκείνη, λοιπόν (ήταν ένα συννεφιασμένο πρωινό του φθινοπώρου), καθώς αναδυόταν μέσα από την ομίχλη ένα καμπαναριό, ο σκοπός που σιγοτραγουδούσε για να ελαφρύνει το βήμα του πνίγηκε, ξάφνου, στο λαιμό του. Λίγο πιο πέρα, στον αγρό, ένας ανθρωπάκος διπλωμένος κάτω από το ζυγό και το καμουτσίκι, τράβαγε το αλέτρι που κατηύθυνε το αφεντικό του. «Μα πώς είναι δυνατό να μεταχειρίζονται τους ανθρώπους σαν ζώα;» σκέφτηκε ο ταξιδιώτης, με οίκτο και οργή μαζί. Πέρασε μέσα από τα οργωμένα χωράφια κι έφτασε ως το υποζύγιο.
— Ντροπή σου! είπε σ’ αυτόν που βασάνιζε το σκλάβο. Ο άνθρωπος αυτός που βάζεις να σκοτώνεται στη δουλειά σαν γαϊδούρι δεν τολμά να σου πετάξει κατάμουτρα την αλήθεια. Θα το κάνω εγώ, λοιπόν, γι’ αυτόν. Η ψυχή σου είναι πέτρα. Το κεφάλι σου, έρημος δίχως φως. Δε σου ’μάθε κανείς πως είμαστε όλοι μας αδέρφια; Ληστή! Μαλλιαρέ παλιάνθρωπε! Λωποδύτη που ’ρχεσαι από άλλη εποχή! Εξευτελίζεις την ανθρώπινη αξιοπρέπεια! Χτύπησε το μπαστούνι του στον αέρα.
— Γιατί ανακατεύεσαι εσύ; του είπε ο άνθρωπος που βασανιζόταν. Το καλό, το κακό, όλα περνάνε. Και τούτο εδώ, κι αυτό θα περάσει.
Κι ενώ ο βασανιστής του γελούσε μακαρίως ανασηκώνοντας τους ώμους, ο άνθρωπος ξανάπιασε τη δουλειά του. Ο καλός μουσικός έμεινε έκπληκτος και σκέφτηκε: «Για δες! Σκλάβος που κάνει το συνήγορο του κτήνους που τον καταπιέζει! Κύριε, πού πάει ετούτος ο κόσμος;» Κι έφυγε με βήμα διστακτικό...
Μια παροιμία λέει πως απ’ το στρατί που πέρασες δε θα ξαναπεράσεις. Μια άλλη βεβαιώνει το αντίθετο: «Το δρόμο αυτό που διάβηκες θε να ξαναπεράσεις». Η δεύτερη είναι που λέει την αλήθεια. Ήρθε μια μέρα, λοιπόν, μετά από τρία χρόνια περιπλάνηση, που ο προστάτης των αδικημένων, με το βιολί του στον ώμο, ξαναπέρασε δίπλα από το ίδιο χωράφι. Θυμήθηκε τι είχε γίνει, κοντοστάθηκε κι έτριψε τα μάτια του. Πέρα στα οργωμένα χωράφια, προχωρούσε μια φοράδα και καβάλα επάνω της ο σκλάβος, ελεύθερος πια και εύπορος. Η εμφάνισή του ήταν αξιοπρεπής, τα ρούχα του προσεγμένα. Πετούσε το σπόρο μακριά με μεγάλες, ήρεμες κινήσεις. Έκπληκτος ο ταξιδιώτης πήγε να τον χαιρετήσει.
— Χάρη στον Ύψιστο επέζησες, του είπε. Μάλλον, τι λέω, εσύ φαίνεται να χεις πλουτίσει. Εκείνος ο βασανιστής τιμωρήθηκε καταπώς έπρεπε;
— Ο διπλανός αφέντης τον σκότωσε, απάντησε ο ανθρωπάκος. Απ’ ότι φαίνεται, είχε ξελογιάσει τη γυναίκα του. Κι έτσι, μου έδωσαν τη γη του.
— Φίλε μου, χαίρομαι πολύ. Είχες δίκιο να ’χεις εμπιστοσύνη στο Θεό, του είπε ο μουσικός σφίγγοντάς του το χέρι. Να που το μέλλον σου, στο εξής, θα ’ναι εξασφαλισμένο.
Ο άνθρωπος χαμογέλασε και συνέχισε το δρόμο του στα χωράφια.
—  Δεν είναι περισσότερο απ’ ότι χτες, του είπε. Το καλό, το κακό, όλα περνάνε. Και τούτο εδώ, κι αυτό θα περάσει.
Από "Το δέντρο του έρωτα και της σοφίας" του Ανρί Γκουγκώ





http://antikleidi.com

Ο Μάγος και τα Πρόβατα


του Γ.Ι Γκουρτζίεφ

Υπάρχουν χίλια δυο πράγματα που εμποδίζουν τον άνθρωπο να ξυπνήσει, που τον κρατάνε δέσμιο των ονείρων του. Για να ενεργήσουμε συνειδητά με την πρόθεση να ξυπνήσουμε, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τη φύση των δυνάμεων που κρατάνε τον άνθρωπο σε κατάσταση ύπνου.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να καταλάβουμε ότι ο ύπνος μέσα στον οποίο ζει ο άνθρωπος δεν είναι φυσιολογικός, αλλά μια ύπνωση. Ο άνθρωπος είναι υπνωτισμένος και αυτή η υπνωτική κατάσταση διατηρείται και ενισχύεται συνεχώς μέσα του.
Μάλιστα θα έλεγε κανείς ότι υπάρχουν δυνάμεις που έχουν συμφέρον να κρατάνε τον άνθρωπο σε κατάσταση ύπνωσης, εμποδίζοντάς τον να δει την αλήθεια και να καταλάβει τη θέση του.
Υπάρχει ένας ανατολίτικος μύθος για έναν πάμπλουτο μάγο που είχε πολλά πρόβατα. Ο μάγος αυτός όμως ήταν πολύ τσιγκούνης. Δεν ήθελε να μισθώσει βοσκούς, ούτε να στήσει φράχτη γύρω από το λιβάδι όπου έβοσκαν τα πρόβατά του. Έτσι, συχνά τα πρόβατα έμπαιναν στο δάσος και πήγαιναν από ‘δω κι από ‘κει, έπεφταν σε χαράδρες και λοιπά και πάνω απ’ όλα έφευγαν, γιατί ήξεραν ότι ο μάγος ήθελε το κρέας και την προβιά τους κι αυτό φυσικά δεν τους άρεσε.
Τελικά ο μάγος βρήκε το φάρμακο. Υπνώτισε τα πρόβατά του και τους υπέβαλε πρώτα απ’ όλα την ιδέα ότι ήταν αθάνατα, ότι δεν πάθαιναν κακό όταν τα έγδερνε, αλλά το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή αυτό ήταν πολύ καλό για τα ίδια και μάλιστα ευχάριστο.
Ύστερα τους υπέβαλε την ιδέα ότι ο μάγος ήταν καλό αφεντικό που αγαπούσε το κοπάδι του τόσο πολύ ώστε ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα στον κόσμο για χάρη τους. Έπειτα τους υπέβαλε την ιδέα ότι αν επρόκειτο να τους συμβεί κάτι, τέλος πάντων, αυτό δεν θα συνέβαινε ακριβώς εκείνη τη στιγμή, οπωσδήποτε όχι εκείνη τη μέρα, συνεπώς δεν ήταν ανάγκη να το σκέφτονται.


Επίσης, τους υπέβαλε την ιδέα ότι δεν ήταν καθόλου πρόβατα: σε μερικά υπέβαλε την ιδέα ότι ήταν λιοντάρια, σε άλλα ότι ήταν αετοί, σε άλλα ότι ήταν άνθρωποι και σε άλλα ότι ήταν μάγοι.
Και μετά απ’ αυτό, τελείωσαν όλες οι έγνοιες και οι στεναχώριες του με τα πρόβατα. Δεν έφευγαν ποτέ ξανά πια, αλλά περίμεναν ήσυχα την ώρα που ο μάγος θα απαιτούσε το κρέας και το τομάρι τους…
Ο μύθος αυτός είναι μια πολύ καλή ερμηνεία της κατάστασης του ανθρώπου.






Το κείμενο Ο Μάγος και τα Πρόβατα πρωτοδημοσιεύτηκε στο ΑΒΑΤΟΝ Νο 120.