Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Για τους 50αρηδες και βάλε…


Σύμφωνα με τις στατιστικές, αυτοί από εμάς που ήμασταν παιδιά τις δεκαετίες του 40, 50, 60, πιθανόν δεν θα έπρεπε να είχαμε επιζήσει.
Οι κούνιες μας ήταν βαμμένες με γυαλιστερή λαδομπογιά με βάση το μόλυβδο. Τα πατώματα είχαν μωσαϊκό που σου περόνιαζε τα κόκκαλα κι οι κρεβατοκάμαρες ξύλινα πατώματα που τα γυάλιζαν με παρκετίνη, με κάτι βαρειές παρκετέζες και κάθε τόσο αγκίθες καρφωνόντουσαν στις ξυπόλητες πατούσες μας

Οι παιδικές αρρώστιες έκαναν θραύση. Κάθε τόσο κι ένας φίλος ή συμμαθητής πάθαινε ιλαρά, κοκκύτη, μαγουλάδες, ανεμοβλογιά.
Δεν είχαμε καπάκια ασφαλείας στα μπουκάλια με τα φάρμακα, ούτε καπάκια στις πρίζες του δωματίου, εκείνες τις σκούρες τις φτιαγμένες από βακελίτη.
Ζεσταινόμασταν με σóμπες με ξύλα ή με… κάρβουνο, ή με θερμάστρες πετρελαίου. Που να βρεθεί καλοριφέρ τότε.

Μια αληθινά φανταστική ιστορία

«Σαν έρθει η ώρα, η μεγάλη, η άγια, όλοι θα το καταλάβουν αφού ψηλότεροι θα έχουν γίνει και δυνατοί όσο ποτέ θα έχουν νιώσει» 


Ήταν πρωί, θαρρώ φθινόπωρο γιατί μετά ήρθε ο χειμώνας και παρέμεινε.
Ήταν οι ίδιοι που είχαν ξανάρθει, κρατώντας λάβαρα, σημαίες και δώρα πολλά, τότε, κραδαίνοντας σπαθιά και γιαταγάνια, τούτη τη φορά.

Να πάρουνε τη σοδειά ζητούσαν, τη φετινή μα και ότι απέμεινε από πέρσι και πρόπερσι. Να πάρουνε και το χώμα και τα παιδιά μας σκλάβους να τα κάνουν, οπότε θα μας είχαν όλους σκλάβους.

Μετά ζητήσανε να πάρουν και τα ζώα, και τα ηνία, μέχρι και τα χάμουρα που ζεύαμε τ’ άλογα.  Μέχρι και αυτά μας τα πήραν.
«Με τα χέρια» είπαν. «Με τα χέρια θα οργώνετε, με τα χέρια θα σπέρνετε και η σοδειά δική μας».

Είπαν στις γυναίκες να μην κάνουν παιδιά και στα παιδιά να μην πάνε στο σχολείο.
Το έκλεισαν το σχολείο. Το κλειδαμπάρωσαν, μαζί με τα βιβλία. Όσοι είχαν βιβλία στα σπίτια τους, τα έθαψαν βαθιά μην τα βρουν οι δυνάστες και τα ρίξουν στη φωτιά.
Έστειλαν τους δασκάλους εξορία. «Δεν χρειάζονται οι δάσκαλοι» είπαν. «Είναι επικίνδυνοι και όλο προβλήματα δημιουργούν. Άλλωστε τα χωράφια δεν θέλουν γράμματα».

Μάζεψαν τους κατσαπλιάδες των γύρω χωριών και τους έδωσαν αξιώματα μαζί με τα κλειδιά και τα τεφτέρια.
Έστειλαν τελάληδες παντού αναζητώντας τους πιο καλούς κλέφτες, που δεν τους έπιανε το μάτι σου για τέτοιους, που έκοβες το δεξί σου χέρι πως είναι άνθρωποι άγιοι. Τους έκαναν κυβερνήτες, κουμανταδόρους και αρχιεισπράκτορες.

Έβγαλαν φιρμάνι πως όποιος διαμαρτυρηθεί θα έχει μπελάδες μεγάλους. Θα του πάρουν ακόμη και το σπίτι και θα τον στείλουν στο διπλανό χωριό για να ζήσει. Εκεί που δεν είχαν οι κάτοικοι ούτε σπίτι, ούτε χωράφι μα ούτε και όνομα. Μόνο έναν αριθμό είχε ο καθένας.
Έφεραν παιδιά αμούστακα από μέρη μακρινά, τους έδωσαν από ένα σιδερένιο σπαθί και τους διέταξαν να εξουσιάσουν. Πήραν τα παιδιά τα σπαθιά στα χέρια τους και χτυπούσαν τα άλλα παιδιά, τα παιδιά του χωριού που ζητούσαν να ανοίξει το σχολείο και να γυρίσουν πίσω οι δάσκαλοι.

Χτυπούσαν και τους γέρους που ζητούσαν λίγο από τον κόπο μιας ζωής.
Χτυπούσαν και τους χωρικούς που ήθελαν πίσω τον ιδρώτα τους.

Μέρες πολλές, ούτε που θυμάμαι πόσες, κράτησε το κακό. Γλυκό ψωμί, εκείνες τις μέρες , δεν έφαγαν οι χωρικοί, όταν υπήρχε κι αυτό.

Μέχρι που ένα πρωί ακούστηκε μια φωνή που τάραξε τις ψυχές και τα μυαλά των χωρικών και έκανε αυτούς με τα αξιώματα να τρέμουν.

«Φτάνει πια» είπε η φωνή. «Τα δρεπάνια στα χέρια και όλοι στην πλατεία. Ή αυτοί ή εμείς».

Σάστισαν οι χωρικοί, σάστισαν και οι κατσαπλιάδες και όλο το κλεφτολόι που είχε μαζευτεί στο χωριό και ζήτησαν από τα αμούστακα παιδιά με τα σπαθιά να χτυπήσουν στο ψαχνό.

Μα οι χωρικοί ήταν πολλοί. Δεν ήταν ούτε ένας ούτε δύο. Ήταν οι περισσότεροι. Κάποιοι έμειναν στις καλύβες τους, έκλεισαν πορτοπαράθυρα και περίμεναν να περάσει η μπόρα. Προσεύχονταν για να νικήσουν οι συγχωριανοί τους μα δεν βρήκαν το κουράγιο να βγουν έξω

Σαν έφτασε το μεσημέρι, όλο το κλεφτολόι που ρήμαζε τόσες μέρες το χωριό, άρχισε να τρέχει για να προφτάσει να φύγει και να γλυτώσει από την οργή των χωρικών.
Οι περισσότεροι πήγαν στα διπλανά χωριά και κάποιοι άλλοι σε άγνωστα, για τους χωρικούς, μέρη.
Κάποιοι, πέταξαν τεφτέρια, σπαθιά, κλειδιά και ότι άλλο είχαν που να θυμίζει ποιοι ήταν και ανακατεύτηκαν με τους χωρικούς. Άρπαξαν ένα δρεπάνι στο χέρι και έκαναν πως έδιωχναν τους δυνάστες.
Είχαν κατά νου να αρχίσουν πάλι τις κλεψιές όταν τα χωράφια του χωριού θα γέμιζαν σοδειές, όταν το σχολείο θα λειτουργούσε ξανά και οι δάσκαλοι θα ήταν πάλι στις θέσεις τους.

Όμως άδικα περίμεναν και είχαν την ελπίδα.

Στη μνήμη των χωρικών χαράχτηκαν όλες οι μορφές των δυναστών, των κατσαπλιάδων, των κλεφτών και των αμούστακων παιδιών με τα σπαθιά. Όλοι οι χωρικοί, ήξεραν πλέον καλά, ποιος είναι με ποιον και κυρίως, την εποχή του κακού, ποιος ήταν με ποιον.

Κανένας χωρικός δεν τους έκανε παρέα. Μόνο στις επετείους της μεγάλης εξέγερσης τους άφηναν να πλησιάζουν και τους κερνούσαν, σε ένα απόμερο τραπέζι, ένα ποτήρι κρασί.

Σ.Σ.: Η παραπάνω ιστορία είναι φανταστική (?) και καμία σχέση δεν έχει (?) με σημερινά πρόσωπα και καταστάσεις. Μου την αφηγούνταν ο παππούς μου όταν ήμουνα μικρός.

Του Χρήστου Επαμ. Κυργιάκη
Aς Μιλήσουμε Επιτέλους









Το δέντρο που έδινε!


Κάποτε υπήρχε μια μηλιά…Και αγάπησε ένα μικρό αγόρι.

Το αγόρι έρχονταν κάθε μέρα, μάζευε τα φύλλα της, τα έφτιαχνε στεφάνι κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους. 
Σκαρφάλωνε στον κορμό της, κουνιόταν στα φύλλα της κι έτρωγε μήλα. Έπαιζαν κρυφτό.
Και όταν κουράζονταν, κοιμόνταν στην σκιά της.
Και το αγόρι αγάπησε το δέντρο… Πολύ.
Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο. Μα ο καιρός περνούσε. Και το αγόρι μεγάλωνε. Το δέντρο ήταν συχνά μόνο του.


Τότε, μια μέρα ήρθε το αγόρι στο δέντρο και το δέντρο είπε:

-  Έλα, Αγόρι, έλα και σκαρφάλωσε στον κορμό μου, κουνήσου από τα κλαδιά μου, φάε από τα μήλα μου και γίνε ευτυχισμένος.
- Είμαι πολύ μεγάλος για σκαρφαλώματα και παιχνίδια, είπε το αγόρι. Θέλω να αγοράσω κάποια πράγματα και να διασκεδάσω. Θέλω μερικά χρήματα. Μπορείς να μου δώσεις μερικά χρήματα;
- Λυπάμαι, είπε η μηλιά, αλλά δεν έχω καθόλου χρήματα. Έχω μόνο φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Τότε θα έχεις χρήματα και θα είσαι ευτυχισμένος.
Κι έτσι το αγόρι σκαρφάλωσε στο δέντρο και μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μακριά. Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο.

Μα το αγόρι έμεινε μακριά για πολύ καιρό…Και το δέντρο ήταν λυπημένο. Τότε, μια μέρα το αγόρι ήρθε πάλι και το δέντρο κούνησε τα κλαδιά του χαρούμενα και είπε, 
- Έλα, Αγόρι, σκαρφάλωσε στον κορμό μου, κουνήσου στα κλαδιά μου και γίνε ευτυχισμένος.
- Είμαι πολύ απασχολημένος για να σκαρφαλώνω σε δέντρα, είπε το αγόρι. Θέλω ένα σπίτι να με ζεσταίνει, είπε. Θέλω μια σύζυγο και παιδιά και χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;
- Δεν έχω καθόλου σπίτι, είπε το δέντρο. Το σπίτι μου είναι το δάσος, αλλά μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα. Τότε θα είσαι ευτυχισμένος.
Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα κουβάλησε μακριά για να χτίσει το σπίτι του. Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο.

Μα το αγόρι έμεινε μακριά για πολύ καιρό . Όταν ήρθε πάλι το δέντρο ήταν τόσο ευτυχισμένο που δυσκολευόταν να μιλήσει.

- Έλα, Αγόρι, ψιθύρισε, έλα και παίξε.
- Είμαι πολύ γέρος και λυπημένος για να παίζω, είπε το αγόρι. Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά από ΄δω. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;
 - Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα, είπε το δέντρο. Τότε θα μπορείς να ταξιδέψεις μακριά… και να είσαι ευτυχισμένος.



Κι έτσι το αγόρι έκοψε τον κορμό της κι έφτιαξε μια βάρκα και ταξίδεψε μακριά. Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο…. αλλά όχι στ’ αλήθεια. 

Και μετά από πολύ καιρό το αγόρι επέστρεψε πάλι.

- Λυπάμαι, Αγόρι, είπε το δέντρο, μα δεν μου έμεινε τίποτα να σου δώσω- τα μήλα μου χάθηκαν.
- Τα δόντια μου είναι πολύ αδύναμα για μήλα, είπε το αγόρι.
- Τα κλαδιά μου χάθηκαν, είπε το δέντρο. Δεν μπορούν να σε κουνήσουν.
- Είμαι πολύ γέρος για να κουνιέμαι από κλαδιά, είπε το αγόρι.
- Ο κορμός μου χάθηκε, είπε το δέντρο. Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις.
- Είμαι πολύ κουρασμένος για να σκαρφαλώνω, είπε το αγόρι.
- Λυπάμαι, αναστέναξε το δέντρο. Εύχομαι να μπορούσα να σου δώσω κάτι… αλλά δεν μου απέμεινε τίποτα. Είμαι μόνο ένα παλιοκούτσουρο. Λυπάμαι…
- Δεν χρειάζομαι και πολλά τώρα, είπε το αγόρι, μόνο ένα ήσυχο μέρος για να καθίσω και να αναπαυτώ. Είμαι πολύ κουρασμένος.
- Λοιπόν, είπε η μηλιά ισιάζοντας τον εαυτό της όσο πιο πολύ μπορούσε, λοιπόν, ένα παλιοκούτσουρο είναι καλό για να κάθεσαι και να αναπαύεσαι. Έλα, Αγόρι, κάθισε. Κάθισε και ξεκουράσου.
Και το αγόρι το έκανε. Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο.



Silverstein Shel