Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Νίκος Τσιφόρος – Περί εορτών και πανηγύρεων




Πρώτα είναι οι κουραμπιέδες μ’ έναν κόσμο ζάχαρη από πάνω. Και τα μελομακάρουνα. Ύστερα είναι οι στολισμένες βιτρίνες.



Ρωτάει ο μικρός:

– Γιατί μαμά;

– Γιατί, αγοράκι μου, τώρα γεννήθηκε ο Χριστούλης. Κι εμείς όλοι γιορτάζουμε που γεννήθηκε. Κατάλαβες;

Τον μικρό τον ενδιαφέρει περισσότερο ένα αεροπλανάκι κι ένα τανκ που βγάζει σπίθες και δέχεται την εξήγηση χωρίς άλλη περιέργεια.

– Θέλει ένα τανκ, λέει η μαμά.

Ο άνθρωπος δαγκώνεται πολύ ελαφριά.

– Πρέπει να του στολίσουμε κι ένα δέντρο.

Ο άνθρωπος δαγκώνεται βαθύτερα. Τότε, στον δικό του καιρό, πού τά ’ξερε τα δέντρα; Το πολύ-πολύ να του παίρνανε καμιά ροκάνα ή καμιά καραμπιστόλα και όξω από την πόρτα. Τώρα, ο κόσμος εξελίχθηκε. Όλα τα σπίτια που έχουν ένα παιδί, πρέπει νά ’χουνε κι ένα στολισμένο δέντρο.

– Ευλογητός ο Κύριος Ημών, λέει ο άνθρωπος, αλλά πόσα έχει αυτό το τανκ;

– Τετρακόσες.

– Ο τενεκές;

– Μάλιστα.

– Ευλογητός ο Κύριος Ημών, ξαναλέει ο άνθρωπος, αλλά τετρακόσες δεν δίνω.·

Η μαμά κατεβάζει τα μούτρα.

– Μα, ο Μπούλης…

– Και δέντρο δεν στολίζω.

– Μα, το παιδί…

Το παιδί υπεράνω όλων. Ο διάδοχος με τις αξιώσεις και τα καπρίτσια του.

– Φάε, Μπούλη.

– Μμμμμ…

– Φάε, πουλάκι μου.

– Δε θέλω.

– Έλα, μη με στενοχωρείς.

Του λένε παραμύθια, του κάνουν αστεία, να το μπουκώσουν πεντέξι κουταλιές βιταμίνες. «Αυτή για τον μπαμπάκα, αυτή για τη μαμάκα». Και στον καιρό του, ο μπαμπάκας κοπάναγε μια φε-τάρα ψωμί με τουλουμοτύρι και ήτανε και πολύ ευχαριστημένος.

– Θέλω το τανκ. Θέλω και δέντρο.

Στεναγμός εκ βαθέων… Μεγάλη η χάρις του Κυρίου Ημών, αλλά τί τό ’θελε αυτό το καθεχρονιάτικο; Να γιορτάσουμε τη γέννησή Του με Ύμνους, ευλογίες κι ευχαριστίες. Μάλιστα. Να πάμε στην εκκλησία και ν’ ανάψουμε το κεράκι μας. Μάλιστα. Να φάμε ένα καλύτερο φαί. Μάλιστα. Αλλά παιχνίδια πανάκριβα και δέντρα; Γιατί;

Η μαμά χαμογελάει.

– Κι εγώ θα πάρω παπούτσια και κείνη την μπλουζίτσα που είδα, την μπλε.

Νέοι και βαθύτεροι στεναγμοί.

– Και πρέπει να χαρίσουμε κάτι και στα βαφτιστήρια μας.

Εδώ οι στεναγμοί ματώνουνε τις καρδιές.

– Και στ’ ανήψια…

Δεν υπάρχουνε πια στεναγμοί. Σωθήκανε. Υπάρχουνε προβλήματα. Άλυτα, από κάθε Αϊνστάιν…

– Με τί, ρε γυναίκα;

Μολύβι, χαρτί, λογαριασμοί

– Γαλοπούλα.


– Γλυκά.

– Τυρί και αρνάκι για τη δεύτερη μέρα να κάνουμε φρικασέ.

– Έκτακτα φαγώσιμα, λόγω της εορτής.

Σύρομεν γραμμήν, προσθέτομεν, πάει το χιλιάρικο.

Από δω αρχίζει το δεύτερο κεφάλαιο.

– Παπούτσια του Μπούλη.

-Ένα Εσκιμώ του Μπούλη.

– Τα δικά σου κυρία σύζυγος.

Ξανασύρομεν γραμμήν, πάνε άλλες χίλιες πεντακόσες.

Κεφάλαιον τρίτον, που λένε.

– Τα παιχνίδια του παιδιού. Και το δέντρο.

-Όχι.

– Ναι.