Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Εγκληματίας

     Ένας νέος με δυνατό κορμί, εξασθενημένος από την πείνα καθόταν στο πεζοδρόμιο απλώνοντας το χέρι σε όσους περνούσαν, ζητιανεύοντας κι επαναλαμβάνοντας το θλιμμένο τραγούδι της ήττας του στη ζωή, υποφέροντας από πείνα και ταπείνωση.

    Όταν ήρθε η νύχτα, τα χείλη και η γλώσσα του είχαν στεγνώσει, ενώ το χέρι του ήταν ακόμα τόσο άδειο όσο και το στομάχι του.

    Σηκώθηκε και βγήκε έξω από την πόλη, όπου κάθισε κάτω από ένα δέντρο κι έκλαψε πικρά. Μετά σήκωσε τα απορημένα μάτια του στον ουρανό, ενώ η πείνα του έτρωγε τα σωθικά και είπε: "Κύριε, πήγα στον πλούσιο και ζήτησα δουλειά, αλλά αυτός μου γύρισε την πλάτη, εξαιτίας της φτωχικής  μου εμφάνισης. 



Χτύπησα την πόρτα του σχολείου, αλλά μου αρνήθηκαν την παρηγοριά, γιατί τα χέρια μου ήταν άδεια. Έψαξα για οποιαδήποτε απασχόληση που θα μου έδινε ψωμί, αλλά μάταια. Στην απελπισία του ζήτησα ελεημοσύνη, αλλά οι πιστοί Σου με είδαν και είπαν: - Είναι δυνατός και τεμπέλης και δεν θα'πρεπε να ζητιανεύει... Ω Κύριε, ήταν θέλημά Σου που με γέννησε η μάνα μου και τώρα η γη με ξαναπροσφέρει σε σένα πριν από το τέλος."

    Η έκφρασή του άλλαξε. Σηκώθηκε και τα μάτια του τώρα άστραφταν με αποφασιστικότητα. Έφτιαξε ένα χοντρό και βαρύ ραβδί από ένα κλαδί του δέντρου και το έστρεψε προς την πόλη φωνάζοντας: "Ζήτησα ψωμί μ' όλη τη δύναμη της φωνής μου και μου τ' αρνήθηκαν. Τώρα θα το αποκτήσω με τη δύναμη των χεριών μου! Ζήτησα ψωμί στο όνομα του ελέους και της αγάπης, αλλά η ανθρωπότητα δε μ' άκουσε. Τώρα θα το πάρω στο όνομα του κακού!"



    Καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο νέος έγινε ληστής, φονιάς και καταστροφέας ψυχών. Σύντριβε όλους όσους του αντιστέκονταν. Συγκέντρωσε μυθικά πλούτη και  μ' αυτό εξαγόρασε αυτούς που είχαν την εξουσία. Οι σύντροφοί του τον θαύμαζαν, οι άλλοι κλέφτες τον ζήλευαν και τα πλήθη τον φοβόταν.

    Τα πλούτη και η πλαστή του θέση έκαναν τον Εμίρη να τον διορίσει κυβερνήτη της πόλης - η θλιβερή πορεία που ακολουθούν οι ασύνετοι άρχοντες. Τότε οι κλοπές νομιμοποιήθηκαν, η καταπίεση υποστηριζόταν από τις αρχές, η συντριβή των αδυνάτων έγινε κάτι πολύ συνηθισμένο και τα πλήθη κολάκευαν και επαινούσαν.


Μ' αυτό τον τρόπο το πρώτο άγγιγμα του ανθρώπινου εγωισμού κάνει εγκληματίες τους ταπεινούς και φονιάδες τους γιους της ειρήνης. Μ' αυτό τον τρόπο η αρχική απληστία της ανθρωπότητας αυξάνεται και επιστρέφει για να της ανταποδώσει το χτύπημα στο χιλιαπλάσιο!


Χαλίλ Γκιμπράν - Δάκρυα και γέλιο