Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Μικρός Ψαράς & Η Όμορφη Γοργόνα




"Μια φορά κι ένα καιρό..."
Η αρχή είναι πάντα ίδια. Παραπέμπει αυτόματα, το νου του αναγνώστη, σε παραμύθι. Ωστόσο όχι... Όσο κι αν αυτό ακουστεί περίεργο κι απίστευτο, τούτο δω, δεν είναι παραμύθι. Τουλάχιστον όχι με την ευρεία έννοια του όρου. Όλα είναι παραμύθια ή και κανένα. Το θέμα είναι, τι πιστεύει κανείς ή τι είναι διατεθειμένος να πιστέψει.
"...ήταν ένας μικρός ψαράς..."
Αυτή η ιστορία λοιπόν, είναι εντελώς μα εντελώς αληθινή. Αν δυσκολεύεται να το πιστέψει κάποιος, ας πούμε τότε πως είναι σχεδόν αληθινή. Έστω, έχει αρκετά ψήγματα αλήθειας. Είναι αληθοφανής, εν πάσει περιπτώσει. Πως αλλιώς να πείσω, παρά μόνον αν πω, πως κάποιο πρόσωπο, είμαι γω ο ίδιος! Κάποιο ή κάποια εξ αυτών. Ίσως πάλι και να το νειρεύτηκα, ποιος ξέρει; Συνήθως τα όμορφα όνειρα, δε τα θυμόμαστε το πρωΐ ή ίσως κι έτσι να πιστεύουμε. Εκεί που σκεφτόμαστε πως "πάει... χάθηκε" και ξεχνάμε τα πάντα, μιαν άλλη νύχτα, που δε κολλά ύπνος ή μιαν άλλη μέρα, που 'χει ένα κάποιο δροσερό ή καφτό περίβλημα, μας έρχεται μια ιδέα, για ένα παραμύθι. Ή κάτι σα παραμύθι. Που 'χει πολλές πιθανότητες, να 'ναι τ' όνειρο που ξεχάσαμε, σ' άλλη ίσως μορφή. Ίσως πάλι κι ατόφιο...
"...που κέρδιζε τη ζωή του δύσκολα, ολημερίς στη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας..."

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

Τιθωνός και Ηώ: Ένας έρωτας που νικήθηκε από το γήρας


Κι απ' του λεβέντη Τιθωνού την αγκαλιά η Αυγούλα σηκώνουνταν να φέρει φως σ' όλους, θεούς κι ανθρώπους. (Όμ., Οδ. ε 1-2) 


Η Ηώ λοιπόν, ερωτεύτηκε τον Τιθωνό και τον απήγαγε μαζί με τον Γανυμήδη, κατά μία εκδοχή, για να τους καταστήσει εραστές της. Ωστόσο, ο Δίας κράτησε τον Γανυμήδη για τον εαυτό του. Η Ηώ τότε τον μετέφερε στην Ανατολική Αιθιοπία όπου ίδρυσε τα Σούσα. Επειδή όμως ο Τιθωνός, γιος του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα (γιου του Ίλου, ιδρυτή της Τροίας, γιου του Τρώα, γιου του Εριχθόνιου, γιου του Δαρδάνου, γιου του Δία και της Ηλέκτρας) ήταν θνητός η Ηώ ζήτησε από τον Δία να γίνει αθάνατος και να ζήσει αιώνια. Αλλά όταν ζήτησε την χάρη της αθανασίας, ξέχασε όμως να ζητήσει και αιώνια νεότητα  και έτσι ο Τιθωνός γέρασε πολύ, παρά τις προσπάθειες της Ηούς να τον κρατήσει νέο. 
Έτσι αρχικά, έζησαν ως ενθουσιώδεις εραστές, αλλά όταν τα μαλλιά του άρχισαν να ασπρίζουν, η Ηώ τον βαρέθηκε και παρότι τον φρόντιζε και έτρεφε με αμβροσία. Το Γήρας ήρθε σ’ αυτόν και σταδιακά έφθασε σε σημείο να μην μπορεί να κινηθεί. Ο Τιθωνός λοιπόν έφθασε σε έσχατο γήρας, κι έτσι η Ηώ, που ως θεά ήταν και αθάνατη και αιώνια στην ίδια ηλικία, δεν μπορούσε πια να τον βλέπει. Με την παράλειψη της Ηούς να ζητήσει από τους θεούς, μαζί με την αθανασία, και την αιώνια νεότητα, ο Τιθωνός δεν μπορεί να πεθάνει, αλλά βρίσκεται σε διαδικασία διαρκούς γήρανσης. 


Γέρος αδύνατος και εξασθενημένος, έφτασε σε μεγάλη ηλικία μετά από παράκληση τής Ηούς, δεν διατήρησε όμως και την έξοχη ομορφιά του. Μόνο η φωνή του διατήρησε την νεανικότητά της, γι’ αυτό και οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε τζιτζίκι. Σε ένα ζαρωμένο έντομο δηλαδή που απλώς μιλά ακατάπαυστα, ανίκανο για νεανική δράση. Ωστόσο, άλλοι υποστηρίζουν ότι η Ηώ διατήρησε την αγάπη της και ότι ουδέποτε ντράπηκε που κοιμόταν μαζί του, ζητώντας μάλιστα από τον Δία να τον μεταμορφώσει σε τέττιγα (τζιτζίκι). 
Απέκτησαν και δύο γιους μαζί, τον Μέμνονα και τον Ημαθίωνα. 

Έτσι έμεινε και ως τις μέρες μας η έκφραση «ὑπὲρ τὸν Τιθωνὸν ζῆν» που λεγόταν για άνθρωπο που είχε φθάσει σε πολύ βαθιά γεράματα. 


Σε μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης του παραπάνω μύθου μας λέει ο Ρ. Γκρέιβς στο βιβλίο του Λευκή Θεά:"Ο μύθος του Τιθωνού και της Ηούς (Αυγής ή Αουρόρας) φαίνεται ότι προέρχεται από λανθασμένη ερμηνεία κάποιας ιερής απεικόνισης η οποία παρίστανε την Σελήνη-θεά πιασμένη χέρι-χέρι με τον Άδωνη, δίπλα στον ανατέλλοντα Ήλιο, σύμβολο της νιότης του και στο τζιτζίκι σύμβολο της καταστροφής που τον περίμενε."



Η Ηώ κυνηγάει τον Τιθωνό

Ένα ποίημα της Σαπφούς μας περιγράφει τον μύθο. Μας λέει ο φιλόλογος Σταύρος Γκιργκένης σχετικά: 
"Το ποίημα αυτό της Σαπφούς ήταν ουσιαστικά άγνωστο μέχρι το 2004. Ως τότε κατείχαμε από πάπυρο που εξέδωσαν στις αρχές του 20ου οι Grenfell και Hunt (P. Oxy. 1787) τα δεύτερα μισά των στίχων. Το 2004 εκδόθηκαν άλλοι δύο πάπυροι (P. Köln 21351+21376), οι οποίοι μας επέτρεψαν να συμπληρώσουμε τα κενά και να έχουμε σχεδόν ακέραιο το ποίημα. Το ποίημα είναι γραμμένο σε ασκληπιάδειο μέτρο και οργανωμένο σε δίστιχα. Με βάση το μέτρο πρέπει να ανήκε στο 4ο βιβλίο της αλεξανδρινής έκδοσης. 
Η Σαπφώ απευθύνεται στα μέλη του θιάσου της, νεαρές κοπέλες, και τις καλεί να συνεχίσουν τη σπουδή και την εξάσκηση της μουσικής και του χορού, ώστε να αποκτήσουν τα ωραία και ευγενή δώρα που χαρίζουν οι Μούσες στον καλλιεργημένο άνθρωπο. Η ίδια δεν μπορεί να τις ακολουθήσει στο χορό, επειδή έχει πια γεράσει. Ωστόσο αντιμετωπίζει το γήρας με φιλοσοφική διάθεση: κανένας άνθρωπος ποτέ δεν πρόκειται να αποφύγει την παρακμή του σώματος που φέρνουν τα γηρατειά." ...Ας πάμε να το απολαύσουμε σε μετάφραση του ιδίου.



Το αρχαίο κείμενο: 

<ὔμμες πεδὰ Μοίσαν ἰ]οκ[ό]λπων κάλα δῶρα, παῖδες, 
σπουδάσδετε καὶ τὰ]ν φιλάοιδαν λιγύραν χελύνναν· 
ἔμοι δ’ ἄπαλον πρίν] ποτ’ [ἔ]οντα χρόα γῆρας ἤδη 
ἐπέλλαβε, λεῦκαι δ’ ἐγ]ένοντο τρίχες ἐκ μελαίναν· 
βάρυς δέ μ’ ὀ [θ]ῦμος πεπόηται, γόνα δ’ [ο]ὐ φέροισι, 
τὰ δή πότα λαίψηρ’ ἔον ὄρχησθ’ ἴσα νεβρίοισι. 
τὰ <μὲν> στεναχίσδω θαμέως· ἀλλὰ τί κεν ποείην; 
ἀγήραον ἄνθρωπον ἔοντ’ οὐ δύνατον γένεσθαι. 
καὶ γάρ π[ο]τα Τίτωνον ἔφαντο βροδόπαχυν Αὔων 
ἔρωι φ[υρ]άθεισαν βάμεν’ εἰς ἔσχατα γᾶς φέροισα[ν, 
ἔοντα [κ]άλον καὶ νέον, ἀλλ’ αὖτον ὔμως ἔμαρψε 
χρόνωι πόλιον γῆρας, ἔχ[ο]ντ’ ἀθανάταν ἄκοιτιν>. 


Σε νεοελληνική απόδοση: 

<Εσείς για τα ωραία δώρα των πορφυρόντυτων Μουσών, 
παιδιά μου, να φροντίζετε και για τη λύρα, που αγαπά να τραγουδά, γεμάτη μελωδία. 
Μένα το δέρμα μου, απαλό που ήταν πριν, το γήρας πια 
το πρόφτασε και τα μαλλιά μου έγιναν από μαύρα άσπρα. 
Βάρυνε η ψυχή μου, τα γόνατα δε με βαστούν 
κι ας χόρευαν κάποτε γοργά σαν ελαφάκι. 
Συχνά γι’ όλα αυτά στενάζω. Μα τι μπορώ να κάνω; 
Να μην γεράσει ο άνθρωπος δεν γίνεται. 
Λένε πως κάποτε τον Τιθωνό ροδόχερη η Αυγή 
από έρωτα γεμάτη έφτασε κουβαλώντας τον στις εσχατιές της γης. 
Όμορφος ήτανε και νιος, όμως κι αυτόν στην ώρα τους τα γκρίζα γηρατειά τον πιάσανε, κι ας είχε αθάνατη γυναίκα>.



Η Ηώ κυνηγά τον Τιθωνό

Στον Τιθωνό η Ηώ τού γέννησε τον χαλκοντυμένο Μέμνονα, των Αιθιόπων βασιλιά, μα και τον άνακτα Ημαθίωνα. (Ησίοδος στιχ. 984-985).
Αιώνια συντροφιά των καλοκαιρινών μας στιγμών το τζιτζίκι. Εάν κάποιος περιέγραφε το καλοκαίρι στην Ελλάδα, μία από τις πέντε-έξι λέξεις που θα έβαζε στην περιγραφή του θα ήταν και αυτός ο ήχος, ο ακατάπαυστος ήχος από το συμπαθές έντομο. Ποιος όμως είναι ο μύθος γύρω από το τζιτζίκι; Ας πάμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι του μύθου.

Λέγεται λοιπόν πως το τζιτζίκι ήτανε κάποτε άνθρωπος, ο Τιθωνός. Ο Τιθωνός κατά την ελληνική μυθολογία ήταν αδελφός του Πριάμου, γιος του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα και της Στρυμούς. Λέγεται πως ήταν άνδρας έξοχης ομορφιάς, τον οποίο απήγαγε η Ηώ λόγω τού σφοδρού έρωτα που ένιωθε γι' αυτόν και από τον οποίο απέκτησε δύο γιους, τον Ημαθίωνα και τον Μέμνονα.
Κατά μία άλλη εκδοχή ήτανε γιος τής Ηούς και του Κεφάλου και πατέρας τού Φαέθοντος. Ας πάρουμε όμως τον μύθο από την αρχή. Ορισμένοι μυθογράφοι υποστηρίζουν ότι ο Τιθωνός είχε στη γη και μία θνητή σύζυγο, την Κισσία.

Ο Απολλόδωρος παραδίδει και τις δύο εκδοχές για τον Τιθωνό και τη σχέση του με την Ηώ, και μάλιστα στο ίδιο βιβλίο (3.12.3 και 3.14.3). 
Σύμφωνα λοιπόν με τη μία εκδοχή ο Τιθωνός ήταν γιος της Ηώς και του Αθηναίου Κέφαλου, γιου του Ερμή και της Έρσης. Η πιο διαδεδομένη εκδοχή εντάσσει τον Τιθωνό στον Τρωικό κύκλο και τον θεωρεί γιο του Λαομέδοντα και της Στρυμώς, κόρης του θεού ποταμού, ή της Πλακίας, κόρης του Οτρέα, ή της Λευκίππης.





Η έρευνα έγινε από την Γιώβη Βασιλική
*Πληροφορίες για τον Τιθωνό από: Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας της Δήμητρας Μήττα/ Βικιπαίδεια/chilonas.com/ http://heterophoton.blogspot.gr/2014/02/blog-post_1226.html/ Ρ. Γκρέιβς-"Λευκή Θεά".
http://mythiki-anazitisi.blogspot.com/
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Εγκληματίας

     Ένας νέος με δυνατό κορμί, εξασθενημένος από την πείνα καθόταν στο πεζοδρόμιο απλώνοντας το χέρι σε όσους περνούσαν, ζητιανεύοντας κι επαναλαμβάνοντας το θλιμμένο τραγούδι της ήττας του στη ζωή, υποφέροντας από πείνα και ταπείνωση.

    Όταν ήρθε η νύχτα, τα χείλη και η γλώσσα του είχαν στεγνώσει, ενώ το χέρι του ήταν ακόμα τόσο άδειο όσο και το στομάχι του.

    Σηκώθηκε και βγήκε έξω από την πόλη, όπου κάθισε κάτω από ένα δέντρο κι έκλαψε πικρά. Μετά σήκωσε τα απορημένα μάτια του στον ουρανό, ενώ η πείνα του έτρωγε τα σωθικά και είπε: "Κύριε, πήγα στον πλούσιο και ζήτησα δουλειά, αλλά αυτός μου γύρισε την πλάτη, εξαιτίας της φτωχικής  μου εμφάνισης. 



Χτύπησα την πόρτα του σχολείου, αλλά μου αρνήθηκαν την παρηγοριά, γιατί τα χέρια μου ήταν άδεια. Έψαξα για οποιαδήποτε απασχόληση που θα μου έδινε ψωμί, αλλά μάταια. Στην απελπισία του ζήτησα ελεημοσύνη, αλλά οι πιστοί Σου με είδαν και είπαν: - Είναι δυνατός και τεμπέλης και δεν θα'πρεπε να ζητιανεύει... Ω Κύριε, ήταν θέλημά Σου που με γέννησε η μάνα μου και τώρα η γη με ξαναπροσφέρει σε σένα πριν από το τέλος."

    Η έκφρασή του άλλαξε. Σηκώθηκε και τα μάτια του τώρα άστραφταν με αποφασιστικότητα. Έφτιαξε ένα χοντρό και βαρύ ραβδί από ένα κλαδί του δέντρου και το έστρεψε προς την πόλη φωνάζοντας: "Ζήτησα ψωμί μ' όλη τη δύναμη της φωνής μου και μου τ' αρνήθηκαν. Τώρα θα το αποκτήσω με τη δύναμη των χεριών μου! Ζήτησα ψωμί στο όνομα του ελέους και της αγάπης, αλλά η ανθρωπότητα δε μ' άκουσε. Τώρα θα το πάρω στο όνομα του κακού!"



    Καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο νέος έγινε ληστής, φονιάς και καταστροφέας ψυχών. Σύντριβε όλους όσους του αντιστέκονταν. Συγκέντρωσε μυθικά πλούτη και  μ' αυτό εξαγόρασε αυτούς που είχαν την εξουσία. Οι σύντροφοί του τον θαύμαζαν, οι άλλοι κλέφτες τον ζήλευαν και τα πλήθη τον φοβόταν.

    Τα πλούτη και η πλαστή του θέση έκαναν τον Εμίρη να τον διορίσει κυβερνήτη της πόλης - η θλιβερή πορεία που ακολουθούν οι ασύνετοι άρχοντες. Τότε οι κλοπές νομιμοποιήθηκαν, η καταπίεση υποστηριζόταν από τις αρχές, η συντριβή των αδυνάτων έγινε κάτι πολύ συνηθισμένο και τα πλήθη κολάκευαν και επαινούσαν.


Μ' αυτό τον τρόπο το πρώτο άγγιγμα του ανθρώπινου εγωισμού κάνει εγκληματίες τους ταπεινούς και φονιάδες τους γιους της ειρήνης. Μ' αυτό τον τρόπο η αρχική απληστία της ανθρωπότητας αυξάνεται και επιστρέφει για να της ανταποδώσει το χτύπημα στο χιλιαπλάσιο!


Χαλίλ Γκιμπράν - Δάκρυα και γέλιο

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020

Ο καθρέφτης

     Πριν πολλά χρόνια ζούσε ένας φτωχός και βασανισμένος άνθρωπος. Είχε τόσα πολλά χρέη που απελπισμένος έφυγε τρέχοντας να κρυφτεί στην άγρια φύση.  


    Μια μέρα, εκεί που περιπλανιόταν βρήκε ένα σεντούκι γεμάτο σπάνιους και πανέμορφους θησαυρούς. Αυτός που είχε βάλει μέσα τους θησαυρούς, είχε τοποθετήσει πάνω τους και έναν λαμπερό καθρέφτη.    Όταν ο φτωχός είδε το σεντούκι ενθουσιάστηκε. Το άνοιξε αμέσως αλλά όταν πήρε στα χέρια του τον καθρέφτη και είδε το πρόσωπό του, φοβήθηκε. Ένωσε τα χέρια του και είπε στο πρόσωπο που έβλεπε (το δικό του) : "Νόμιζα ότι το σεντούκι ήταν άδειο και δεν ανήκε σε κανέναν. Δεν ήξερα ότι ήσουν εσύ μέσα. Σε εκλιπαρώ, κύριε, μη θυμώσεις."

    Και με τα λόγια αυτά, άφησε κάτω τον καθρέφτη και έτρεξε να κρυφτεί ακόμα πιο μακρυά...



100+1 Σοφές Ιστορίες της Ανατολής, Εκδ. Αρχέτυπο