Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Ένα γράμμα προς τον πρόεδρο...




  
Σ ίατλ: Αρχηγός μιας φυλής… Ινδιάνων

Προς τον Πρόεδρο της Αμερικής, Φραγκλίνο Πήρς όταν ο τελευταίος ζήτησε από τον Σιατλ να πουλήσει στην κυβέρνηση τη γη του.
Ο μεγάλος αρχηγός στην Ουάσιγκτον μηνάει πως θέλει να αγοράσει τη γη μας.Ο μεγάλος αρχηγός μηνάει ακόμα φιλικά και καλοθέλητα. Καλοσύνη του, γιατί ξέρομε πως αυτός λίγο τη χρειάζεται αντίστοιχα τη φιλία μας.Την προσφορά του θα τη μελετήσομε, γιατί ξέρομε πως αν δεν το πράξομε, μπορεί ο λευκός να προφτάσει με τα όπλα και να πάρει τη γη μας.
Πώς μπορείτε να αγοράζετε ή να πουλάτε τον ουρανό - τη ζέστα της γης; Για μας μοιάζει παράξενο. Η δροσιά του αγέρα ή το άφρισμα του νερού ωστόσο Δε μας ανήκουν. Πώς μπορείτε να τα αγοράσετε από μας;

Κάθε μερος της γης αυτής είναι ιερό για το λαό μου. Κάθε αστραφτερή πευκοβελόνα, κάθε αμμούδα στις ακρογιαλιές, κάθε θολούρα στο σκοτεινό δάσος, κάθε ξέφωτο και κάθε ζουζούνι που ζουζουνίζει είναι, στη μνήμη και στην πείρα του λαού μου, ιερό.
Ξέρομε πως ο λευκός δεν καταλαβαίνει δεν καταλαβαίνει τους τρόπους μας.Τα μέρη της γης, το ένα με το άλλο, δεν κάνουν γι’ αυτόν διαφορά, γιατί είναι ένας ξένος που φτάνει τη νύχτα και παίρνει από τη γη όλα όσα του χρειάζονται.

Η γη δεν είναι αδερφός του, αλλά εχθρός που πρέπει να τον καταχτήσει, και αφού τον καταχτήσει πηγαίνει παρακάτω. Με το στομάχι που έχει θα καταπιεί τη γη και θα αφήσει πίσω του μια έρημο. Η όψη που παρουσιάζουν οι πολιτείες σας, κάνει κακό στα μάτια του ερυθρόδερμου.
Όμως αυτό μπορεί και να συμβαίνει, επειδή ο ερυθρόδερμος είναι άγριος και δεν καταλαβαίνει.
Αν αποφασίσω και δεχτώ, θα βάλω έναν όρο. Τα ζώα της γης αυτής ο λευκός θα πρέπει να τα μεταχειριστεί σαν αδέρφια του. Τι είναι ο άνθρωπος δίχως τα ζώα; Αν όλα τα ζώα φύγουν από τη μέση, ο άνθρωπος θα πεθάνει από μεγάλη εσωτερική μοναξιά, γιατί όσα συμβαίνουν στα ζώα, τα ίδια συμβαίνουν στον άνθρωπο.
Ένα ξέρομε, που μπορεί μια μέρα ο λευκός να το ανακαλύψει; ο Θεός μας είναι ο ίδιος Θεός. Μπορεί να θαρρείτε πως Εκείνος είναι δικός σας, όπως ζητάτε να γίνει δική σας η γη μας.


Αλλά δεν το μπορείτε. Εκείνος είναι Θεός των ανθρώπων. Και το έλεός Του μοιρασμένο απαράλλαχτα σε ερυθρόδερμους και λευκούς. Αυτή η γη Του είναι ακριβή. Όποιος τη βλάφτει, καταφρονάει το Δημιουργό της. Θα περάσουν οι λευκοί – και μπορεί μάλιστα γρηγορότερα από άλλες φυλές. Όταν μαγαρίζεις συνέχεια το στρώμα σου, κάποια νύχτα θα πλαντάξεις από τις μαγαρισιές σου. Όταν όλα τα βουβάλια σφαχτούν, όταν όλα τα άγρια αλόγατα μερέψουν, όταν την ιερή γωνιά του δασους τη γιομίσει το ανθρώπινο χνώτο και το θέαμα των φουντωμένων λόφων το κηλιδώσουν τα σύρματα του τηλέγραφου με το βουητό τους, τότες που να βρεις το ρουμάνι; Που να βρεις τον αϊτό;
Και τι σημαίνει να πεις έχε γειά στο φαρί σου και στο κυνήγι; Σημαίνει το τέλος της ζωής και την αρχή του θανάτου.
Πουθενά δε βρίσκεται μια ήσυχη γωνιά μέσα στις πολιτείες του λευκού. Πουθενά δε βρίσκεται μια γωνιά να σταθείς να ακούσεις τα φύλλα στα δένδρα την άνοιξη ή το ψιθύρισμα που κάνουν τα ζουζούνια πεταρίζοντας.

Όμως μπορεί, επειδή, καταπώς είπα, είμαι άγριος και δεν καταλαβαίνω – μπορεί μοναχά για το λόγο αυτόν ο σαματάς να ταράζει τα αυτιά μου. Μα τι μένει από τη ζωή, όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αφουγκραστεί τη γλυκιά φωνή που βγάνει το νυχτοπούλι ή τα συνακούσματα των βατράχων ολόγυρα σε ένα βάλτο μέσα στη νυχτιά; Ο ερυθρόδερμος προτιμάει το απαλόηχο αγέρι λαγαριασμένο από την καταμεσήμερη βροχή ή μοσχοβολημένο με το πεύκο. Του ερυθρόδερμου του είναι ακριβός ο αγέρας, γιατί όλα τα πάντα μοιράζονται την ίδια πνοή – τα ζώα, τα δένδρα, οι άνθρωποι.
Ο λευκός δε φαίνεται να δίνει προσοχή στον αγέρα που ανασαίνει. Σαν ένας που χαροπολεμάει για μέρες πολλές, δεν οσμίζεται τίποτα.
Αν ξέραμε, μπορεί να καταλαβαίναμε – αν ξέραμε τα όνειρα του λευκού, τις ελπίδες που περιγράφει στα παιδιά του τις μακριές χειμωνιάτικες νύχτες, τα οράματα που ανάφτει στο μυαλό τους, ώστε ανάλογα να δέονται για την αυριανή. Αλλά εμείς είμαστε άγριοι. Μας είναι κρυφά τα όνειρα του λευκού. Και επειδή μας είναι κρυφά, θα εξακολουθήσομε το δρόμο μας. Αν τα συμφωνήσομε μαζί, θα το πράξομε, για να σιγουρέψουμε τις προστατευόμενες περιοχές που μας τάξατε.


Εκεί θα ζήσομε, μπορεί, τις μετρημένες μέρες μας καταπώς το θελήσομε. Όταν ο στερνός ερυθρόδερμος λείψει από τη γη, και από τη μνήμη δεν απομείνει παρά ο ίσκιος από ένα σύννεφο που ταξιδεύει στον κάμπο, οι ακρογιαλιές αυτές και τα δάση θα φυλάγουν ακόμα τα πνεύματα του λαού μου - γιατί αυτή τη γη την αγαπούν, όπως το βρέφος αγαπάει το χτύπο της μητρικής καρδιάς.
Αν σας την πουλήσουμε τη γη μας, αγαπήστε την καθώς την αγαπήσαμε εμείς, κρατήστε ζωντανή στο λογισμό σας τη μνήμη της γης, όπως βρίσκεται τη στιγμή που την παίρνετε, και με όλη σας τη δύναμη, με όλη την τρανή μπόρεση σας, με όλη την καρδιά σας, διατηρήστε τη για τα τέκνα σας, και αγαπήστε την καθώς ο Θεός αγαπάει όλους μας. Ένα ξέρομε – ο Θεός σας είναι ο ίδιος Θεός. Η γη Του είναι ακριβή.
Ακόμα και …ο λευκός δεν γίνεται να απαλλαχτεί από την κοινή μοίρα!
Οι περιπέτειες…ενός Ινδιάνου!
Θα μπορούσε να ήταν και η απάντηση ενός σύγχρονου Έλληνος  " τσερόκι" και των Ελλήνων Ιθαγενών προς τους  τραπεζίτες   εκβιαστές τυράννους πολυεθνικών αλλά λείπει η κορυθαίολος  περικεφαλαία  των επικών ποιητών.


http://tonoikaipnevmata.wordpress.com

Ο Δράκος και η Θλίψη





Κάποτε υπήρχε ένα χωριό ψηλά σ’ ένα βουνό, με λιγοστούς κατοίκους, γύρω στις εκατό οικογένειες. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν πολύ αρμονικά και ευτυχισμένα μεταξύ τους. Ποτέ δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, ήταν πάντα γελαστοί και αισιόδοξοι.
Μια μέρα, εμφανίστηκε στο χωριό ένας δράκος. Κατέβηκε από τα βουνά και εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά πάνω από τα σπίτια τους. Κάθε τόσο κατέβαινε στο χωριό και έτρωγε από έναν χωρικό — άντρα, γυναίκα, παιδί,  δεν έκανε διακρίσεις. Οι χωρικοί είχαν πανικοβληθεί, δεν ήξεραν πώς να τον αντιμετωπίσουν. Ο ένας μετά τον άλλον οι πιο γενναίοι άντρες του χωριού οπλίζονταν και πήγαιναν να παλέψουν μαζί του. Όμως ο δράκος πάντα νικούσε και τους σκότωνε.
Οργάνωσαν μια ομάδα επίθεσης από δέκα άντρες, οπλισμένους με μαχαίρια και κάθε λογής όπλα και του επιτέθηκαν στη φωλιά του. Ο δράκος, με μια ανάσα-φωτιά, τους έκαψε όλους μονομιάς. Όταν πια είχαν απελπιστεί, μάζεψαν τα υπάρχοντα τους και μετακόμισαν σε ένα γειτονικό χωριό εκεί κοντά. Ο δράκος όμως τους ακολούθησε και εξακολουθούσε να τους επιτίθεται και να τους σκοτώνει έναν έναν.
Τότε, εμφανίστηκε στο χωριό ένας άντρας νέος, κοντούλης και αδύνατος και τους είπε: “Εγώ θα σκοτώσω το δράκο”.
Όλοι γέλασαν μαζί του και τον κορόιδεψαν έμοιαζε στη δύναμη με μικρό παιδί!
“Θα σε κάνει μια χαψιά”, του έλεγαν. Εκείνος όμως —Μέμος ήταν τ’ όνομα του— πήρε ένα μικρό μαχαίρι, ένα μπουκάλι νερό και ένα κομμάτι ψωμί και ξεκίνησε για τη φωλιά του δράκου.
Πλησίασε αργά και αθόρυβα, για να μην τον πάρει χαμπάρι, και του έστησε καραούλι. Περίμενε μέχρι να νυχτώσει για τα καλά και, όταν ο δράκος αποκοιμήθηκε και άρχισε να ροχαλίζει, πήδηξε γρήγορα γρήγορα μέσα στο στόμα του και κατέβηκε στην κοιλιά του. Εκεί κάθισε ήσυχα σε μια γωνιά, έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη του και άρχισε να κόβει την κοιλιά του δράκου από μέσα. Κάθε μέρα που περνούσε έκοβε κι από ένα μικρό κομματάκι.
Ο δράκος, που ήταν τεράστιος, στην αρχή δεν καταλάβαινε τίποτε. Ύστερα από λίγες μέρες, άρχισε να έχει αφόρητους πόνους και να μην μπορεί πια να φάει. Ο Μέμος, με υπομονή και επιμονή, έκοβε κάθε μέρα και λίγο περισσότερο από την κοιλιά του. Ακόμα κι όταν σώθηκε το νερό και το ψωμί που είχε πάρει μαζί του, εκείνος, εξαντλημένος και πεινασμένος, συνέχιζε να κόβει.
Οι χωρικοί πίστεψαν ότι ο Μέμος είχε πεθάνει, ότι τον είχε φάει ο δράκος, όπως τους υπόλοιπους. Έλεγαν μάλιστα ότι ήταν τόσο ανόητος αυτός, που πήγε και μπήκε μόνος του στο στόμα του δράκου! Καθώς περνούσαν οι μέρες και ο δράκος δεν έκανε πια επιθέσεις, παραξενεύτηκαν.
Μετά από ένα μήνα, μαζεύτηκαν όλοι έξω από τη σπηλιά του δράκου και τον παρακολουθούσαν να σφαδάζει από τους πόνους, να χτυπιέται, να βγάζει φωτιές, αλλά χωρίς να μπορεί να σηκωθεί.
Και ξαφνικά, ο δράκος ξεψύχησε μ’ ένα εκκωφαντικό αγκομαχητό. Άνοιξε τότε η κοιλιά του και βγήκε από μέσα ο Μέμος! Οι χωρικοί έμειναν άφωνοι για λίγο και ύστερα άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να χειροκροτούν τον ήρωα τους. Τον σήκωσαν στα χέρια και τον οδήγησαν στην πλατεία του χωριού για να του αποδώσουν τις τιμές που του έπρεπαν.
Αφού του έδωσαν να πιει νερό και να φάει καλά, τον ρώτησαν πώς τα κατάφερε, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, να σκοτώσει το δράκο, κάτι που δεν είχαν καταφέρει δέκα δυνατοί άντρες μαζί. Και ο Μέμος τους είπε: “Το μυστικό είναι να μπεις μέσα στο θεριό, πριν προλάβει εκείνο να σε φάει. Να μπεις με τη θέληση σου, καλά προετοιμασμένος και να έχεις υπομονή κι επιμονή. Θα σου πάρει καιρό, αλλά τελικά θα καταφέρεις να το σκοτώσεις. Όταν είσαι μέσα του ζωντανός, δεν μπορεί να σε πολεμήσει. Ο χρόνος είναι ο σύμμαχός σου. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα μικρό μαχαίρι”».
Η Μαρίνα έμεινε για λίγο σιωπηλή και μετά του είπε:
«Υπέροχη ιστορία, Αλέκο μου, πραγματικά. Δε νομίζω όμως πως καταλαβαίνω τι θες να μου πεις».
«Ο δράκος, Μαρίνα, είναι η θλίψη, το πένθος. Μπορεί να παρουσιαστεί στη ζωή σου εντελώς ξαφνικά και αν δεν ξέρεις πώς να το αντιμετωπίσεις, θα σε φάει. Αν προσπαθήσεις να το αγνοήσεις, είσαι σίγουρα χαμένος. Αν πάλι πας να το πολεμήσεις βιαστικά και να το χτυπήσεις ενώ είσαι απ’ έξω, θα σε νικήσει. Ο μόνος τρόπος να το νικήσεις είναι να μπεις μέσα του και να το πολεμήσεις μεθοδικά. Κάθε μέρα κι από λίγο. Με υπομονή και επιμονή. Το μαχαίρι του Μέμου είναι η δύναμη της θέλησης που έχει ο καθένας μας. Και ο χρόνος ο σύμμαχος μας. Καταλαβαίνεις τώρα;»

Απόσπασμα από το βιβλίο “Το παιδί της αγάπης” (Εκδόσεις Ψυχογιός)



http://enallaktikidrasi.com

Τα 12 Παιδιά του Φωτός – Ένα Αλληγορικό Παραμύθι




 

«Η Γέννηση δεν είναι η αρχή, ο Θάνατος δεν είναι το τέλος» ChuangTsu

Ήταν πρωί, όταν ο Θεός κοίταξε τα 12 Παιδιά του Φωτός και φύτεψε στο καθένα το σπόρο της ανθρώπινης ζωής. Ένα-ένα τα παιδιά Του βάδισαν μπροστά και παρέλαβαν το δώρο τους.  



«Σε σένα, Κριέ, δίνω πρώτα το σπόρο και θα έχεις την τιμή να τον φυτέψεις. Κάθε σπόρος που θα φυτεύεις θα σου αποφέρει ένα εκατομμύριο σπόρους πίσω. Δεν θα έχεις χρόνο να δεις τους σπόρους σου να μεγαλώνουν επειδή όλοι οι σπόροι θα δημιουργούν πολλούς περισσότερους από όσους θα έχεις φυτέψει. Θα είσαι ο πρώτος που θα βάλει στο έδαφος του ανθρώπινου νου τη Δική Μου Ιδέα.