Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 



Χρόνια πριν ζούσε στη Αγγλία ένα πολύ φτωχό ζευγά­ρι, που είχε μονάχα μία αγελάδα. Με πολλές στερήσεις, συντηρούνταν από το γάλα και τα μοσχαράκια της. Κάποτε λοιπόν, την παραμονή των Χριστουγέννων, η αγελάδα όντας και σε εγκυμοσύνη πέθα­νε. Ο άντρας, που είχε μονάχα 3 πένες, που δεν αρκούσαν για να αγοράσει ούτε τρόφιμα για το γεύμα των Χριστουγέννων, πήγε να ζητήσει τη βοήθεια του εφημέριου του χωριού. Αυτός του είπε: «Όταν ο θεός κλείνει μια πόρτα, ανοίγει ένα παράθυρο. Εγώ και η εκκλησία είμαστε φτωχοί για να σε βοηθήσουμε, αλλά καθώς την ημέρα των Χριστουγέννων συμβαίνουν θαύματα, κάτι μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή για πάντα. Πήγαινε στο παζάρι και αγόρασε το πρώτο πράγμα που θα σου προσφέρουν.» Παρόλο που δεν ήταν σίγουρος ότι αυτή ή­ταν η καλύτερη λύση, ο άντρας πήγε στο παζάρι. Ένας έμπορος τον είδε να τριγυρίζει εδώ κι εκεί και τον ρώτησε τι έψαχνε.

«Δεν ξέρω. Έχω ελάχιστα χρήματα και ο ιερέας μου είπε να αγοράσω το πρώτο πράγμα που θα μου προσφέρουν». Ο έμπορος ήταν ζάπλουτος, παραδόπιστος και ποτέ δεν άφηνε ευκαιρία για κέρδος να πάει χαμένη. Πήρε αμέσως τα χρήματα, έγραψε κάτι βιαστικά σε ένα χαρτί και το έδωσε στον άντρα. «Ο ιερέας έχει δίκιο! Καθώς ήσουν πάντα καλός άνθρωπος, σου πουλάω τη θέση μου στον Παράδεισο, σήμερα, αυτή τη γιορτινή μέρα! Να, ορίστε και το συμβόλαιο!» Ο άντρας πήρε το χαρτί και απομακρύνθηκε, ενώ ο έμπορος ήταν γεμάτος περηφάνια που είχε πετύχει άλλη μία καλή εμπορική συναλλαγή.

Ο ίδιος ήταν ένας άνθρωπος που δεν πίστευε στο Θεό, πίστευε ότι όλα αυτά ήταν βλακείες για να πιστεύουν οι αφελείς, δεν υπήρχε παράδεισος για αυτόν πάρα μόνο ότι φάμε και ότι πιούμε και γελούσε με τον αφελή χωρικό που του πούλησε κάτι που δεν υπάρχει. Το βράδυ στο σπίτι του έφαγε ένα λουκούλειο γεύμα και με έπαρση διηγήθηκε το πώς πούλησε σε πολύ καλή τιμή κάτι που δεν υπάρχει. Στο τέλος, αφού είχε πιει και κάτι παραπάνω, είπε: Δεν υπάρχει Θεός ούτε Άγγελοι στη Γη, αν υπάρχετε ελάτε να με πάρετε, ειδάλλως αφήστε με ήσυχο, το χρήμα που έχω κυβερνάει τα πάντα.

Το βράδυ στο όνειρό του, εμφανίστηκε ένα φωτεινό ον, ένας Άγγελος. Ήταν ένα τόσο μεγαλόπρεπο, υπέροχο και δυνατό ον που ο έμπορος άρχισε να τρέμει μπροστά του. «Φίλε μου, ακούσαμε τη φωνή σου και ήρθαμε να σε πάρουμε πριν την ώρα σου για το τελευταίο σου ταξίδι.» είπε ο Άγγελος. Με τρόμο ο έμπορος κλαψουρίζοντας τον παρακάλεσε: Μη κύριε άγγελε, δεν εννοούσα αυτά που είπα. Πιστεύω σε εσάς, το κρασί με έκανε να παραμιλάω. Μη με πάρετε ακόμα. Μετάνιωσα. «Εντάξει φίλε μου, σε περίπτωση όμως που άλλα λες τώρα και άλλα κάνεις όταν ξυπνήσεις, δες προσεκτικά το όνειρο που θα ακολουθήσει»

Στη συνέχεια του όνειρου ο έμπορος είδε ότι σε μία υπηρέτρια χύθηκε ο καφές και η ώρα στο ρολόι του τοίχου χτυπούσε 9. Στη συνέχεια είδε έναν ζητιάνο με ένα μάτι να του ζητάει ελεημοσύνη, αυτός να τον κλωτσάει και είδε στο χέρι του ότι η ώρα ήταν 10. Μία γκρίζα πεταλούδα ήταν στο καπέλο του και την έδιωξε, κοίταξε τότε το καμπαναριό και η ώρα ήταν 11. Τέλος, κάπως βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι, δίπλα σε ένα νεκροταφείο, είδε ξανά τον άγγελο, ένιωσε τη καρδιά του να πονάει, να πέφτει χάμω, να μαζεύεται κόσμος, να πεθαίνει. Το τελευταίο που άκουσε ήταν «πάει το παλιόσκυλο» και από μακριά το ρολόι της εκκλησίας να χτυπάει 12 φορές.