Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στα βάθη των αιώνων

«Το άστρο της αληθινής αγάπης του κόσμου, δεν αποτελεί το έπαθλο κάποιας ανθρώπινης αλαζονικής κατάκτησης, ούτε απόδειξη οποιασδήποτε μεταφυσικής πίστης. Το μαγικό του φως αποκαλύπτεται, έτσι αυθόρμητα, μόνο σε εκείνους που έταξαν σκοπό της ζωής τους, να το λευτερώσουν από τη σκλαβιά της φυλακής της ανθρώπινης ύπαρξής τους. Το μαγικό αστέρι των Χριστουγέννων είναι πάντα εκεί και μας περιμένει μόνο αν το ψάχνουμε ζητώντας, αλλά και δίνοντας, αγάπη ειρήνη και δικαιοσύνη. Αν το αναζητήσουμε θα μας περιμένει εκεί κάθε παραμονή Χριστουγέννων».
Από το βιβλίο των Στράτου Θεοδοσίου και Μάνου Δανέζη, «Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ», Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2000

Τα Χριστούγεννα δεν είναι αυτά που ξέρετε. Τρεις αιώνες μετά τη γέννηση του Χριστού ορίσθηκαν χρονολογικά ο ευαγγελισμός της Θεοτόκου και η γέννηση του Χριστού. Οι ιστορικές πηγές υποδεικνύουν ότι ο εορτασμός των Χριστουγέννων άρχισε να τηρείται στη Ρώμη γύρω στο 335 μ.Χ., αν και κάποιοι ερευνητές, βασιζόμενοι σε αρχαίους ύμνους με χριστουγεννιάτικη θεματολογία, θεωρούν ότι τα πρώτα βήματα που οδήγησαν στον εορτασμό αυτό έγιναν μέσα στον 3ο αιώνα. Η παράδοση θεωρεί ότι η αρχαιότερη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων εκφωνήθηκε από τον Μέγα Βασίλειο στην Καππαδοκία το έτος 376 μ.Χ.  Ποιοι είναι λοιπόν οι Μύθοι των Χριστουγέννων;


Σοφές ιστορίες της Ανατολής

1. ΠΩΣ ΜΙΚΡΑΙΝΕΙ ΜΙΑ ΑΠΟΣΤΑΣΗ
Σε μια χώρα υπήρχε ένα χωριό που απείχε πέντε χιλιόμετρα από το παλάτι του βασιλιά. Το χωριό αυτό είχε μια πηγή με θαυμάσια νερά και ο βασιλιάς είχε προστάξει τους χωρικούς να του φέρνουν νερό κάθε μέρα.
Οι χωρικοί όμως γρήγορα κουράστηκαν από το μακρινό πήγαινε - έλα. 
Η μόνη λύση ήταν ν' αφήσουν το χωριό, να φύγουν μακρυά κι έτσι ν' απαλλαγούν από την υποχρέωση.
Αφού σκέφτηκε το πρόβλημα ο αρχηγός του χωριού είπε στους χωρικούς : "Μην εγκαταλείψετε τα σπίτια σας. Θα πάω εγώ στον βασιλιά και θα του ζητήσω να βγάλει διάταγμα που να λέει ότι από εδώ και εμπρός η απόσταση από το χωριό μας μέχρι το παλάτι να είναι τρία χιλιόμετρα. Έτσι, το πήγαινε - έλα θα συντομέψει και σεις δεν θα κουράζεστε τόσο πολύ".
Πήγε λοιπόν στον βασιλιά με το αίτημά του και εκείνος με ευχαρίστηση ικανοποίησε.
Όταν το έμαθαν οι χωρικοί χάρηκαν πολύ!!!
Ένας τους όμως είπε: "Μα δεν υπάρχει πραγματική διαφορά στην απόσταση"...
Ωστόσο, παρ' όλο που όλοι τον άκουσαν, συνέχισαν να πιστεύουν το διάταγμα του βασιλιά και κανένα λογικό επιχείρημα δεν κατάφερε να τους κάνει ν' αλλάξουν γνώμη... 



2. Ο ΚΑΘΡΈΦΤΗΣ
Πριν πολλά χρόνια ζούσε ένας φτωχός και βασανισμένος άνθρωπος. Είχε τόσα πολλά χρέη που απελπισμένος έφυγε τρέχοντας να κρυφτεί στην άγρια φύση. 
Μια μέρα, εκεί που περιπλανιόταν βρήκε ένα σεντούκι γεμάτο σπάνιους και πανέμορφους θησαυρούς. Αυτός που είχε βάλει μέσα τους θησαυρούς, είχε τοποθετήσει πάνω τους και έναν λαμπερό καθρέφτη.
Όταν ο φτωχός είδε το σεντούκι, ενθουσιάστηκε. Το άνοιξε αμέσως αλλά όταν πήρε στα χέρια του τον καθρέφτη και είδε το πρόσωπό του, φοβήθηκε. Ένωσε τα χέρια του και είπε στο πρόσωπο που έβλεπε (δηλαδή το δικό του): "Νόμιζα πως το σεντούκι ήταν άδειο και ότι δεν ανήκε σε κανέναν. Δεν ήξερα ότι ήσουν εσύ μέσα. Σε εκλιπαρώ κύριε μη θυμώσεις!'
Και με τα λόγια αυτά άφησε κάτω τον καθρέφτη και έτρεξε να κρυφτεί ακόμα πιο μακρυά....



3. ΤΟ ΑΝΥΠΑΚΟΥΟ ΝΕΡΟ
Κάποτε ένας ταξειδιώτης δίψασε πολύ.  Ευτυχώς βρήκε στο διάβα του μια ξύλινη υδρορροή με καθαρό νερό. Ήπιε μέχρι που ξεδίψασε και όταν τελείωσε σήκωσε το χέρι του και είπε στο νερό που έτρεχε: "Ξεδίψασα, Σταμάτα να τρέχεις!" 
Το νερό βέβαια συνέχισε να ρέει.
Ο άνδρας θύμωσε πολύ και φώναξε: "Σου είπα ότι ξεδίψασα. Σου είπα να σταματήσεις! Γιατί εσύ συνεχίζεις;"
Κάποιος που περνούσε από εκεί είδε τον ταξειδιώτη και του είπε: "Μα πόσο ανόητος είσαι! Αντί να φωνάζεις στο νερό και να του λες να πάψει να κυλά, γιατί απλά δεν φεύγεις;"







100+1 ΣΟΦΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗς ΑΝΑΤΟΛΗΣ, Εκδ.ΑΡΧΕΤΥΠΟ





Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Μια φορά κι έναν καιρό

Μια φορά κι έναν καιρό, γιε μου, σε τρεις διαφορετικές άκριες της γης ζούσανε τρία παλικάρια που είχανε το ίδιο μπόι και την ίδια ηλικία.
Στις τρεις διαφορετικές άκριες της γης που ζούσαν λοιπόν τα τρία παλικάρια, ούτε είχανε δει ποτέ, ούτε ξέρανε, ούτε είχανε ακούσει τίποτα ο ένας για τον άλλον.
Έλα όμως, γιέ μου, που τα τρία παλικάρια αυτά, μ’ όλο που ζούσανε σε τρεις διαφορετικές άκριες της γης, ξεκινήσανε και τα τρία την ίδια ώρα, την ίδια μέρα και την ίδια χρονιά για να βρούνε την πέτρα που τη λέγανε Αστέρευτη υγεία.
Κι η πέτρα που την είπαμε Αστέρευτη υγεία βρισκότανε μακριά, πίσω από τα βουνά, μέσα σ’ ένα πηγάδι που αντί για νερό έβγαζε αίμα. Για να βρούνε λοιπόν τούτη την πέτρα, γιέ μου, που τη σκέπαζε το ματωμένο πηγάδι, ξεκινήσανε τα τρία παλικάρια παίρνοντας το καθένα το δικό του δρόμο.
Το πρώτο παλικάρι περπάτησε τόσο πολύ που φαγωθήκανε τα σανδάλια του, ενώ το σιδερένιο του ραβδί λίγνεψε σαν κλαδάκι. Στάθηκε κάπου να ξαποστάσει μα τον πήρε ο ύπνος. Σαν ξύπνησε όμως, γιέ μου, τι να δει; Δίπλα του καθότανε μια κοπέλα όμορφη σαν τα κρύα τα νερά.
–              Για που το ’βαλές παλικάρι; τον ρωτάει
–              Για να βρω την πέτρα που τη λένε Αστέρευτη υγεία, της απαντάει.
–              Η πέτρα που λες, του αντιλέει η κοπελιά, βρίσκεται μακριά, πίσω από τα βουνά, μέσα στο ματωμένο πηγάδι. Για να πας ίσαμε κει, η ζωή σου όλη δεν σου φτάνει. Κι όσοι έχουνε τις μέρες τους μετρημένες πρέπει να τις περνάνε όμορφα. Εσύ είσαι η μέλισσα κι εγώ το λουλούδι. Μείνε εδώ μαζί μου να πάρεις το μέλι μου, του γλυκολέει.


Κι έτσι γιέ μου, το ένα παλικάρι λιγοψύχησε κι έμεινε στα μισά του δρόμου.
Την ίδια ώρα, το δεύτερο παλικάρι τραβούσε θαρρετά το δικό του δρόμο. Για να μη νυστάξει κι αποκοιμηθεί, άνοιγε κάθε τόσο με το μαχαίρι πληγές στο στήθος του κι έριχνε αλάτι. Πονούσε τόσο πολύ γιέ μου, που δεν σκεφτότανε πιά την κούρασή του. Από τη δίψα είχε κολλήσει η γλώσσα του. Κι όταν είδε μπροστά του νερό, δεν μπόρεσε να κρατηθεί έπεσε στα γόνατα να δροσιστεί. Ήπιε μια γουλιά κι έκανε να σηκωθεί. Μα το νερό, που λαμποκοπούσε στον ήλιο του μεσημεριού, του δώσε τόση δροσιά, τόση δροσιά, γιέ μου, που δεν μπόρεσε να σηκώσει πια το κεφάλι. Έτσι το δεύτερο παλικάρι έφτασε ως τα μισά πάνω από τα μισά του δρόμου.
Κι ενώ το πρώτο παλικάρι έμενε στα μισά και το άλλο στα μισά πάνω από τα μισά του δρόμου, το τρίτο παλικάρι περπατούσε ακόμα. Κουράστηκε και τούτο, μα δεν έγειρε στα γόνατα των κοριτσιών να ξεκουραστεί. Διψούσε, μα δεν έλεγε να πιει νερό. Περπατούσε, περπατούσε κι όλο περπατούσε. Όποιος προχωράει έτσι, φτάνει, γιέ μου.
Κι εσύ, σαν κι εκείνον, να μην κουράζεσαι κι εσύ, σαν κι εκείνον, να έχεις πίστη και να προχωράς, γιε μου. Όποιος πιστεύει, φτάνει…