Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Η ΨΥΧΗ ΚΑΙ Ο ΕΡΩΣ

Σε μια εποχή μακρινή, βυθισμένη στα πέρατα του χρόνου, υπήρχε ένας τόπος πλούσιος και όμορφος όπου βασίλευε ένα αγαπημένο ζευγάρι. Η βασιλική ευτυχία συμπληρωνόταν από τρεις κόρες. Οι δυο πρώτες ήταν ασχημούτσικες. Η τρίτη, όμως, η μικρότερη, ήταν πραγματική καλλονή. Το όνομα της ήταν Ψυχή. Η εκπληκτική ομορφιά της πλησίαζε, αν δεν ξεπερνούσε, εκείνη της θεάς Αφροδίτης. Γι αυτό όποιος την αντίκριζε σάστιζε και την προσκυνούσε σαν να είχε μπροστά του την ίδια τη θεά. Οι άνθρωποι θαμπωμένοι άρχιζαν να πιστεύουν πως η Ψυχή είναι η ίδια η θεά του έρωτα που είχε κατέβει στη γη. Κι αφού αυτή ήταν παρούσα, δεν χρειαζόταν πια να τρέχουν στα ιερά της Αφροδίτης ούτε να κάνουν προσφορές. Έτσι η θνητή αντικατέστησε τη λατρεία της αθάνατης. Μα η ομορφιά της Ψυχής σαγήνευε και ταυτόχρονα φόβιζε, γιατί έμοιαζε να ανήκει σε έναν άλλο κόσμο.
Γρήγορα οι δυο αδελφές της παντρεύτηκαν και ακολούθησαν τους άντρες τους στα δικά τους βασίλεια. Όμως, κανένας νέος δεν τολμούσε να ζητήσει την Ψυχή σε γάμο. Όλοι οι άντρες μαγεύονταν από τη λάμψη της, αλλά κανείς δεν αποφάσιζε να την κάνει γυναίκα του, κι έτσι η Ψυχή, ενώ ήταν αντικείμενο λατρείας, ζούσε ταυτόχρονα στην πιο σκληρή μοναξιά.
Απρόσιτη λόγω της καλλονής της, κατέληξε να κλειστεί στο παλάτι θρηνώντας για τη μοίρα της και το βαρύ τίμημα που πλήρωνε για την ομορφιά της. «Καλύτερα θα ήταν να ήμουν κι εγώ όπως οι αδελφές μου, δίχως τίποτα το ξεχωριστό στην όψη. Ας μη λατρευόμουν για την ομορφιά μου κι ας είχα μια μοίρα απλή, όπως όλες οι γυναίκες», ευχόταν.
Απελπισμένοι οι γονείς της δεν ήξεραν τι να κάνουν. Μέχρι που μια μέρα, από συμπόνια για τη θλίψη της και παρακινημένοι από τους θρήνους της, οι βασιλείς αποφάσισαν να ρωτήσουν το Μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο για την τύχη της κόρης τους.
Μα, όταν ήρθε η απάντηση, η καρδιά όλων ράγισε. Ο χρησμός του Απόλλωνα έλεγε ότι η Ψυχή δεν θα παντρευόταν άνθρωπο, αλλά ένα τέρας: ένα πελώριο φτερωτό φίδι που τη δύναμη του τη σεβόταν κι ο ίδιος ο Δίας. Ο χρησμός απαιτούσε να οδηγηθεί η Ψυχή ντυμένη νύφη στην πιο ψηλή κορυφή ενός έρημου και μακρινού βουνού, κι εκεί θα έπρεπε όσοι τη συνόδευαν να την αποχαιρετήσουν και να φύγουν, αφήνοντας τη μόνη να προσμένει τον φρικτό σύζυγο της.
Συγκλονίστηκε όλο το παλάτι. Ο βασιλιάς έπεσε σε μαύρη θλίψη. Πώς μπορούσε να δώσει το παιδί του στο τέρας αυτό; Όμως, ήξερε πως από την αναπόδραστη μοίρα κανείς δεν ξεφεύγει κι έτσι, θέλοντας και μη, αναγκάστηκε να υποταχτεί στο θέλημα των θεών. Την καθορισμένη μέρα η Ψυχή ντύθηκε και στολίστηκε νύφη. Πιο όμορφη από ποτέ. Κι όλος ο λαός, μαζί με τους γονείς της και τις αδελφές της, τη συνόδεψαν με θρήνους και μοιρολόγια ως την κορυφή του βουνού, όπου την άφησαν και έφυγαν, δίχως να κοιτάξουν πίσω τους, όπως είχε ορίσει ο χρησμός του Απόλλωνα.
Όταν έμεινε μόνη η Ψυχή, συνέβη κάτι παράξενο. Αντί να εμφανιστεί το θεριό που φοβόταν, εμφανίστηκε ο Ζέφυρος. Την τύλιξε απαλά και την ανασήκωσε ανάλαφρα. Κρατώντας την στην αγκαλιά του την ταξίδεψε μακριά, πάνω από θάλασσες και από στεριές, μέχρι που την έφερε και την ακούμπησε μαλακά μέσα σ έναν υπέροχο, μαγεμένο, μυστικό κήπο.
Όταν τα πόδια της Ψυχής ακούμπησαν στον μαγευτικό κήπο, κοίταξε γύρω της σαστισμένη. Παντού υπήρχαν πανέμορφα λουλούδια, ψηλά δέντρα, νερά και πηγές. Πουλιά γλυκόλαλα κελαηδούσαν χαρούμενα κι ο άνεμος ήταν μυρωμένος με χίλια αρώματα από βότανα και άνθη. Η Ψυχή γοητευμένη από την ομορφιά γύρω της άρχισε να σεργιανάει εδώ κι εκεί, μέχρι που τα βήματα της την οδήγησαν στο βάθος του κήπου, εκεί όπου υψωνόταν επιβλητικό και ολόλαμπρο ένα μαλαματένιο παλάτι. Άστραφταν οι πύλες και οι τοίχοι του από το χρυσάφι. Ξαφνιάστηκε και δίστασε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να προχωρήσει, αλλά ξεπερνώντας τελικά τον αρχικό δισταγμό της αποφάσισε να διαβεί την πύλη του παλατιού. Ο εσωτερικός του πλούτος ήταν πέρα από ότι είχε ποτέ γνωρίσει. Κοιτούσε θαμπωμένη γύρω της, όταν ξαφνικά άκουσε μια φωνή από τα χείλη αόρατων υπηρετών: «Καλώς όρισες, κυρά μας. Το παλάτι, ο κήπος, όλα όσα βλέπεις είναι δικά σου. Μη φοβάσαι! Κάθισε να ξαποστάσεις, και όταν θελήσεις να φας, να λουστείς ή να βάλεις άλλα όμορφα ρούχα, φώναξε μας να σε βοηθήσουμε. Εμείς είμαστε οι υπηρέτες σου. Η κάθε σου επιθυμία είναι για μας προσταγή».
Οι αόρατοι υπηρέτες φρόντισαν κάθε ανάγκη της Ψυχής. Την έλουσαν, την έντυσαν, τη χτένισαν και ύστερα την κάλεσαν στη μεγάλη σάλα του παλατιού όπου είχαν στρωμένο ένα πλούσιο τραπέζι με κάθε λογής λιχουδιές. Κι όσο η Ψυχή έτρωγε, εκείνοι της τραγουδούσαν για να της κρατούν συντροφιά. Όταν πια απόφαγε και άρχισε να πέφτει το δειλινό, οι αφανείς υπηρέτες την οδήγησαν στην κάμαρα της και της είπαν να περιμένει τον άντρα της. Κύλησαν κι άλλες ώρες και αργά τη νύχτα έφτασε, αθέατος, ο μυστηριώδης σύντροφος της. Στο σκοτάδι, δίχως να ανάψει λυχνάρι, δίχως να τον δει στο πρόσωπο, ένιωσε να την αγκαλιάζει με μεγάλη προσοχή, στοργή και τρυφερότητα. Ενώθηκε ερωτικά μαζί της βυθίζοντας την σε ωκεάνια αγαλλίαση. Την κράτησε στην αγκαλιά του όλη νύχτα και, πριν το πρώτο φως χαράξει, έφυγε απρόσμενα όπως είχε έρθει.
Οι μέρες κυλούσαν και η Ψυχή όλο και περισσότερο εξοικειωνόταν με τη νέα της πραγματικότητα. Ο καινούργιος κόσμος της ήταν γεμάτος ομορφιά και ικανοποίηση. Την ημέρα ήταν περιστοιχισμένη από τους αόρατους υπηρέτες που έσπευδαν να ικανοποιήσουν κάθε της επιθυμία και τη νύχτα βυθιζό­ταν στη ζεστή αγκαλιά του μυστηριώδους συντρόφου της που τη; γέμιζε χάδια και φιλιά. Όμως, αυτή ήταν μια παράξενη ζωή γιατί η Ψυχή δεν αντίκριζε ανθρώπου πρόσωπο. Ούτε τους υπηρέτες, ούτε τον άντρα της μπορούσε να δει. Και άρχισε να νιώθει μοναξιά και νοσταλγία. Βάλθηκε τότε να πείσει τον σύντροφο της να επιτρέψει στις αδελφές της να την επισκεφθούν. Εκείνος αρνήθηκε αρχικά. Γνώριζε τον κίνδυνο που διέτρεχε η Ψυχή. Αλλά αυτή επέμεινε. Με χάδια, με δάκρυα και παρακάλια τελικά τον κατάφερε. Έστω και απρόθυμα, τον έκανε να υποχωρήσει. Όμως την προειδοποίησε, βάζοντας έναν απαράβατο όρο: «Οι αδελφές σου ίσως ζητήσουν κάτι από τα πλούτη του παλατιού», της είπε. «Μη διστάσεις. Μπορείς να τους χαρίσεις ότι θελήσουν, αλλά πρόσεξε μην τυχόν κι ανάμεσα στα άλλα ζητήσουν και την ευτυχία σου. Φυλάξου μη σε παραπλανήσουν και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως. Αν συμβεί αυτό, θα με χάσεις για πάντα και θα γίνεις δυστυχισμένη. Και κάτι ακόμα: αν σεβαστείς την εντολή μου το παιδί που ήδη κυοφορείς σου υπόσχομαι πως θα γεννηθεί αθάνατο. Διαφορετικά θα είναι θνητό». Η Ψυχή τρομάζει με αυτή την προοπτική γιατί ο καλός τον τρόπος, τα χάδια και η ερωτική τον θέρμη την έχουν φέρει κοντά τον και νιώθει ήδη ότι τον αγαπάει. Έτσι, δεν θα ήθελε να τον αποχωριστεί και γι αυτό ούτε βάζει στο νου της ότι θα μπορούσε ποτέ να παραβεί την εντολή του. Πρόθυμα λοιπόν του υπόσχεται ότι θα σεβαστεί την επιθυμία του.
Η επιθυμία της Ψυχής πραγματοποιείται σύντομα. Είναι ένα πρωί που οι δυο αδελφές της έχουν ανέβει στο βουνό για να αποτίσουν νεκρικές τιμές και να κλάψουν την Ψυχή που τη νόμιζαν πια χαμένη. Και τότε από το πουθενά ακούνε τη φωνή της που τις καλεί κοντά της. Μέχρι να καλοκαταλάβουν τι συμβαίνει καταφθάνει ο Ζέφυρος που τις παίρνει στην αγκαλιά του και τις μεταφέρει κι αυτές στον μυστικό κήπο και στο χρυσό παλάτι. Έκπληκτες αντικρίζουν την Ψυχή ζωντανή και ξεσπούν σε φωνές χαράς. Αγκαλιάζονται και φιλιούνται πλημμυρισμένες ενθουσιασμό και ζητούν να μάθουν τι έχει μεσολαβήσει. Πώς τα κατάφερε κι επέζησε η Ψυχή; Ποιος είναι αυτός ο τόπος όπου βρίσκονται; Εκείνη αρχίζει να τους ιστορεί όσα της συνέβησαν, δίχως όμως να αποκαλύψει πως δεν έχει αντικρίσει  ποτέ τον άντρα της. Τους δείχνει τις ομορφιές του μυστικού κήπου, τα σιντριβάνια, τις πηγές, τα μοσχοβολιστά πολύχρωμα λουλούδια, τα σκιερά δέντρα. Κι ύστερα τις οδηγεί στο ολόχρυσο παλάτι της με τους αόρατους υπηρέτες. Στην αρχή θαμπώνονται απ όλα αυτά, όμως γρήγορα ο αρχικός θαυμασμός τους αρχίζει να δίνει τη θέση του στο φθόνο. Στα μύχια της καρδιάς τους γεννιέται μια συνεχώς διογκούμενη ζήλια για την τύχη της αδελφής τους. Η Ψυχή, εντελώς ανυποψίαστη για τα αισθήματα τους, τις ξεναγεί μέσα στο παλάτι και τους δείχνει τους αναρίθμητους θησαυρούς του.
Οι δυο αδελφές επιστρέφουν τελικά στο πατρικό παλάτι, αλλά είναι τόσο χολωμένες με την τύχη της Ψυχής που δεν λένε τίποτα στους γονείς τους, αφήνοντας τους να συνεχίζουν να πενθούν την, αδικοχαμένη όπως νομίζουν, κόρη. Με νέες παρακλήσεις της η Ψυχή καταφέρνει και πείθει τον άντρα της, ώστε να επαναληφθεί η επίσκεψη των αδελφών της. Έτσι αυτό το πήγαινε-έλα συνεχίζεται για κάποιο διάστημα. Οι δυο αδελφές
δεν χαίρονται πια για τη σωτηρία της Ψυχής. Φθονούν την τύχη της και έχουν κυριευτεί από την επιθυμία να τη βλάψουν. Ζητούν να μάθουν λεπτομέρειες για τον άντρα της και εκείνη, μη θέλοντας να τους αποκαλύψει ότι δεν τον έχει δει ποτέ, αναγκάζεται να τους πει ψέματα, πως τάχα είναι ένας νέος, όμορφος και δυνατός, που περνά τη μέρα του πάνω στα βουνά, κυνηγώντας διάφορα θηράματα. Η ομολογία της Ψυχής κάνει να φουντώσει ακόμα πιο πολύ ο φθόνος στα στήθη των αδελφών της γιατί και οι δυο έχουν παντρευτεί γέρους και εξασθενημένους βασιλιάδες. Για όλες αυτές τις επισκέψεις ο σύντροφος της Ψυχής είναι επιφυλακτικός και της υπενθυμίζει ξανά και ξανά την υπόσχεση της να μην επιδιώξει να τον αντικρίσει στο φως, επειδή ξέρει τις σκοτεινές διαθέσεις που έχουν οι κακές αδελφές της. Εκείνη τον διαβεβαιώνει και γελά ανέμελα. Δεν παίρνει και πολύ στα σοβαρά τις προειδοποιήσεις του για τις αδελφές της. Μέσα στην αθωότητα της δεν μπορεί να διανοηθεί ότι θα ήθελαν πολύ να τη βλάψουν. Κι όμως αυτή την ευκαιρία τους την έδωσε η ίδια άθελα της. Μια μέρα που οι αδελφές της την πίεζαν επειδή δεν είχαν δει ποτέ τον άντρα της, εκείνη ξέχασε ότι τους είχε πει πως είναι ένας νέος και όμορφος κυνηγός που περνά τη μέρα του στα βουνά. «Δεν έχει τύχει να τον δείτε», τους λέει τώρα, «επειδή είναι πλούσιος έμπορος, κάπως μεγάλος στην ηλικία, και ταξιδεύει συχνά για δουλειές». Εκείνες διαπιστώνουν την αντίφαση και πέφτουν πάνω της, πιέζοντας την να τους αποκαλύψει την αλήθεια. Η Ψυχή σαστίζει. Δαγκώνεται για την γκάφα της, αλλά δεν ξέρει πώς να δικαιολογήσει τα λόγια της. Η πίεση των αδελφών της είναι τόσο ασφυκτική που στο τέλος αναγκάζεται να ομολογήσει ότι δεν έχει αντίκρισα ποτέ το πρόσωπο του άντρα της. Αυτή ήταν η ευκαιρία που ζητούσαν οι αδελφές της. Με τα λόγια τους αρχίζουν να της δημιουργούν αμφιβολίες και την πείθουν πως στην πραγματικότητα ο άγνωστος άνδρας της δεν είναι παρά το φτερωτό φίδι που έλεγε η προφητεία του Απόλλωνα. «Αυτό παντρεύτηκες», της λένε. «Μην ξεγελιέσαι λοιπόν. Αν σε φροντίζει και σου κάνει δήθεν καλοσύνες, είναι γιατί περιμένει να γεννήσεις το παιδί που μεγαλώνει στα σπλάχνα σου. Ύστερα σίγουρα θα σε αφανίσει. Γι αυτό σκότωσε το, πριν σε σκοτώσει. Φρόντισε και πρόλαβε να γλιτώσεις όσο είναι καιρός. Δίχως αναβολή, απόψε κιόλας, παραφύλαξε και, μόλις αποκοιμηθεί πλάι σου, άναψε το λυχνάρι και κόψε το κεφάλι του».
Η Ψυχή ταράζεται. Η πειθώ των αδελφών της και η επιμονή του συντρόφου της να μην της φανερώνεται ποτέ στο φας έκαναν έναν παράξενο συνδυασμό μέσα της που μετατράπηκε σε φωλιά αμφιβολιών. Ο νους της σάστισε και βρέθηκε ξαφνικά βυθισμένη στην αβεβαιότητα. Κι αν οι αδελφές της είχαν όντως δίκιο; Αν κάθε βράδυ πλάι της κοιμόταν ένα θηρίο που καραδοκούσε να την εξοντώσει; Βασανισμένη από διλήμματα και κυριευμένη από φόβο, στο τέλος πείθεται πως το δίχως άλλο έχει παντρευτεί το φτερωτό φίδι και την περίμενα θάνατος τρομερός, αμέσως μόλις γεννήσει το παιδί του. Ο νους της έχει πια θολώσει εντελώς και στο τέλος, κάτω από την πίεση των αδελφών της, πείθεται ότι πρέπει να σκοτώσει το τέρας πριν την εξοντώσει αυτό.
Την ίδια νύχτα η Ψυχή έχει ήδη προετοιμαστεί. Μέσα στα σεντόνια έχει κρύψει ένα μαχαίρι. Όταν ήρθε ο άντρας της, πλάγιασε κοντά της μέσα στο σκοτάδι, όπως πάντα. Τον άφησε να την γεμίσει και πάλι χάδια και φιλιά μέχρι που αργότερα, αποκαμωμένος από τον έρωτα, βυθίστηκε σε ένα βαθύ ύπνο. Τότε ήρθε η ώρα της για να χτυπήσει το τέρας. Ακροπατώντας πήγε σε μια γωνιά του δωματίου όπου υπήρχε ένα λυχνάρι και το άναψε. Το σήκωσε ψηλά για να δει επιτέλους το πλάσμα που ξάπλωνε πλάι της τόσο καιρό. Όμως, μέσα στο τρεμουλιαστό φως του της φανερώθηκε κάτι αναπάντεχο. Ένα απερίγραπτο θέαμα που της έκοψε την ανάσα. Ο άγνωστος σύντροφος της όχι μόνο δεν ήταν το τρομερό τέρας που φοβόταν, αλλά αντίθετα ήταν ο ίδιος ο θεός Έρωτας. Η θεϊκή ομορφιά του ξεπερνούσε και το πιο τρελό της όνειρο. Αντικρίζοντας τον η Ψυχή ένιωσε  πως, αν μια φορά τον είχε αγαπήσει πριν, τώρα ήταν δέκα φορές παράφορα ερωτευμένη μαζί του. Μα τότε μια φρικτή σκέψη πέρασε από το νου της: τον είχε προδώσει! Είχε παραβιάσει τη ρητή εντολή του. Φρίττοντας για την επιπολαιότητα της πλημμυρίζει ενοχές και γυρεύοντας να τιμωρήσει τον εαυτό της για την αμυαλιά της αρπάζει το μαχαίρι και το στρέφει εναντίον της. Όμως καθώς η ματιά της στρέφεται στον Έρωτα, η θέα του τη συνεπαίρνει και το μαχαίρι γλιστρά και πέφτει από το χέρι της.
Η Ψυχή δεν μπορεί να τραβήξει τα μάτια της από τον θεό-άντρα της και, παίρνοντας το λυχνάρι, σκύβει για να δει το πρόσωπό του  καλύτερα. Το λυχνάρι γέρνει και μια σταγόνα από το καυτό λάδι του πέφτει στον γυμνό ώμο τον κοιμισμένου Έρωτα. Εκείνος ξυπνά απότομα και πετιέται πάνω αλαφιασμένος. Βλέπει την Ψυχή με το αναμμένο λυχνάρι στο χέρι και διαπιστώνει ότι είχε παρακούσει την εντολή τον. «Με πρόδωσες λοιπόν κι ας σε προειδοποίησα τόσες φορές. Σου πρόσφερα τα πάντα, μα στάθηκες αχάριστη. Τώρα θα με χάσεις πια για πάντα». Η Ψυχή υψώνει τα χέρια παρακλητικά, κλαίγοντας γοερά και ζητώντας συγχώρεση. Ο Έρωτας, όμως, θυμωμένος, ανοίγει τα φτερά του και υψώνεται για να πετάξει μακριά της. Μέσα στην απόγνωση της, η Ψυχή προσπαθεί να τον συγκρατήσει κι αρπάζεται από το πόδι του. Εκείνος φτερουγίζει κι αυτή έτσι γαντζωμένη πάνω του ανυψώνεται μαζί του πάνω από τα σύννεφα. Αλλά δεν μπορεί να κρατηθεί για πολύ. Τα χέρια της δεν είναι αρκετά γερά για να τη βαστήξουν. Έτσι, ύστερα από λίγο εξαντλημένη γλιστρά και πέφτει πίσω στη γη.
Ο Έρωτας έχει πετάξει μακριά και μαζί τον έχει πετάξει και κάθε έννοια ευτυχίας για τη Ψυχή που είναι αθεράπευτα ερωτευμένη μαζί τον. Η ζωή της μακριά του δεν έχει πια νόημα, γι’ αυτό και ζητά το θάνατο. Η απελπισία την ωθεί να ριχτεί σε ένα ποτάμι για να πνιγεί, εκείνο όμως την κρατά απαλά πάνω στα νερά τον και την αποθέτει πάνω στην πυκνή χλόη της όχθης τον. Μισοπεθαμένη θρηνεί για τη χαμένη της ευτυχία, όταν ακούει μια παρηγορητική φωνή. Σηκώνει τα πλημμυρισμένα με δάκρυα μάτια της και βλέπει πως μπροστά της βρίσκεται ο Παν. Με τη μουσική και με τα ενθαρρυντικά λόγια του ο θεός καταφέρνει να την ηρεμήσει και να της δώσει κουράγιο. Την πείθει πως δεν έχουν χαθεί όλα και πως μπορεί και πρέπει να αναζητήσει και να ξανακερδίσει τον Έρωτα.
Μέσα στο νου της Ψυχής έχει ξεκαθαριστεί πια ο στόχος γύρω από τον οποίο θα κυλήσει η υπόλοιπη ζωή της. Δρόμος γυρισμού στην παλιά της πραγματικότητα δεν υπάρχει. Μια θα είναι πια η πορεία και ο σκοπός της: να ξαναβρεί τον Έρωτα και να αποκαταστήσει τη σχέση τους. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι το ξεκαθάρισμα του λογαριασμού με τις αδελφές της. Αποφασισμένη να τις τιμωρήσει, τις πείθει πως ο Έρωτας έφυγε από κοντά της τάχα για να παντρευτεί εκείνες. Άλλο που δεν ήθελαν αυτές, εγκατέλειψαν τους άνδρες τους και ανέβηκαν στην κορυφή του βουνού, περιμένοντας να τις πάρει πάλι ο Ζέφυρος, όπως τους είχε πει ότι θα συμβεί η Ψυχή. Μα ο Ζέφυρος αργούσε να εμφανιστεί κι εκείνες αδημονούσαν. Έτσι, μη μπορώντας να περιμένουν, ρίχτηκαν μόνες τους στο κενό, πιστεύοντας ως την τελευταία στιγμή πως θα τις αρπάξει ο Ζέφυρος και θα τις ταξιδέψει στο μυστικό κήπο. Όμως, και οι δυο γκρεμίστηκαν στα βράχια και χάθηκαν στα βάθη του βαράθρου.
Έχοντας ξεκαθαρίσει με το παρελθόν, η Ψυχή αρχίζει πλέον την αναζήτηση του Έρωτα. Τον ψάχνει παντού. Νύχτα και μέρα. Σε πόλεις, σε βουνά, σε λαγκάδια, περνά θάλασσες και στεριές ρωτώντας παντού αν τον είδε, αν τον συνάντησε κανείς. Μάταιος κόπος. Ο Έρωτας είναι άφαντος. Η Ψυχή στρέφεται στους θεούς και τους εκλιπαρεί να τη βοηθήσουν. Μα κι εκείνοι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Καταλαβαίνουν τον πόνο της, την αγωνία και το σπαραγμό της, όμως δεν μπορούν να επέμβουν. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που μόνο η Ψυχή μπορεί να λύσει, αν της το επιτρέψει ο Έρωτας, αλλά και η μητέρα του η Αφροδίτη που την είχε μεγάλο άχτι επειδή τόλμησε αυτή, μια θνητή, να αντιπαραβληθεί μαζί της στην ομορφιά, αλλά κι επειδή πρόδωσε τον γιο της. Η Ψυχή γυρίζει όλο τον κόσμο δίχως αποτέλεσμα. Σε ένα μόνο μέρος δεν έχει τολμήσει να ψάξει, στο παλάτι της ίδιας της Αφροδίτης. Ξέρει πως αν πέσει στα χέρια της την περιμένουν μαύρες ώρες, όμως δεν έχει άλλη επιλογή. Πρέπει να προσπέσει στην Αφροδίτη, να την ικετεύσει να μεσολαβήσει στον Έρωτα για χάρη της. Ξέρει πως κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αδύνατο να συμβεί, αλλά η ορμή της καρδιάς της, η βαθιά επιθυμία της να ξανασμίξει με τον Έρωτα, την ωθεί σ αυτή την απονενοημένη κίνηση. Μια μέρα, λοιπόν, κατάκοπη από την αναζήτηση, ξέπνοη από την προσμονή και το φόβο, φτάνει ταπεινά στο παλάτι της Αφροδίτης. Πέφτει στα πόδια της, ζητώντας βοήθεια. Μόλις τη βλέπει η θεά, τα μάτια της αστράφτουν. Επιτέλους, ήρθε μόνη της η ίδια η Ψυχή, αυτή που είχε γίνει αιτία να μην την τιμούν πια οι άνθρωποι και τα ιερά της να έχουν εγκαταλειφθεί. Ήρθε λοιπόν η ώρα να πληρώσει για όλα αυτά. Η Αφροδίτη αναθέτει σε δυο έμπιστες δούλες της να τη μαστιγώνουν νύχτα μέρα. Το όνομα της μιας ήταν Θλίψη και της άλλης Έγνοια. Τη χτυπούσαν κι οι δυο αλύπητα, μέχρι που έπεσε σχεδόν μισοπεθαμένη.
Οι δοκιμασίες της Ψυχής μόλις έχουν αρχίσει. Η Αφροδίτη τη διατάζει μέσα σε λίγες μόνο ώρες να ξεχωρίσει από έναν τεράστιο σωρό καρπών της γης το κάθε είδος στάρι, παπαρουνόσπορο, κεχρί, ρεβίθια, φακή, κουκιά, κριθάρι. Το έργο είναι μεγάλο και δύσκολο και η Ψυχή, όσο κι αν προσπαθεί, βλέπει πως ο χρόνος κυλά δίχως να πετυχαίνει σπουδαία αποτελέσματα. Απελπίζεται και θρηνεί, βέβαιη πως δεν θα τα καταφέρει. Όμως, ανάμεσα στα δάκρυα της βλέπει ότι δεν είναι μόνη της στην προσπάθεια. Στρατιές από εργατικά μυρμήγκια έχουν δει τον πόνο της και έχουν βαλθεί να τη βοηθήσουν. Και πράγματι ο άθλος επιτελείται μέσα στον καθορισμένο χρόνο.
Όταν η Αφροδίτη βλέπει πως η Ψυχή κατάφερε, παρά τις δυσκολίες να ολοκληρώσει τον άθλο που της είχε βάλει, σκάφτεσαι ότι πρέπει να της αναθέσει κάτι ακόμα δυσκολότερο. Τη στέλνει λοιπόν να της φέρει το χρυσό μαλλί από τα άγρια πρόβατα του Ήλιου που βόσκουν ψηλά σε ένα βουνό. Η Ψυχή ανεβαίνει στο βουνό κι αντικρίζει από μακριά τα χρυσά πρόβατα. Μα όποτε κάνει να τα πλησιάσει, αυτά τρέχουν σαν τον άνεμο και χάνονται. Μάταια τα κυνηγά, ξεσκίζοντας τα πόδια της στα αγκάθια. Τα πρόβατα αστράφτουν σαν λάμψεις πότε εδώ και πότε εκεί, αλλά πάντα ξεφεύγοντας της. Και πάλι, όμως, η Ψυχή δεν βρίσκεται μόνη στις δύσκολες ώρες της. Συμπαραστάτης της αυτή τη φορά είναι ένα μαγικό καλάμι που της μιλά με ανθρώπινη φωνή. «Μην τα κυνηγάς μάταια, δεν θα τα πιάσεις», τη συμβουλεύει. «Θυμήσου, δεν είναι τα πρόβατα που ζητάς, αλλά το μαλλί τους. Κοίτα προσεκτικά γύρω σου, τριγύρισε στο βουνό και θα βρεις όσο μαλλί θέλεις. Τούφες ολόκληρες έχουν αφήσει τα πρόβατα πάνω στα αγκάθια των θάμνων». Η συμβουλή είναι απόλυτα σωστή και η Ψυχή καταφέρνει εύκολα πλέον να συλλέξει το χρυσό μαλλί των προβάτων.
Η επόμενη αποστολή που της αναθέτει η Αφροδίτη είναι όχι μόνο δύσκολη, αλλά και επικίνδυνη. Τώρα της- δίνει ένα κανάτι και της ζητά να το γεμίσει με νερό από την πηγή της Στύγας. Όταν το άκουσε, η Ψυχή τρόμαξε. Ήξερε πως η Στύγα ήταν μια πηγή στα ύδατα της οποίας ορκίζονταν οι θεοί και αν τύχαινε να παραβιάσουν τον όρκο τους, τότε έπεφταν σε ύπνο ή έμεναν βουβοί για επτά χρόνια. Η τρομερή αυτή πηγή δεν ήταν αφύλακτη. Νύχτα μέρα στέκονταν φρουροί ακοίμητοι πλάι της^ δράκοντες τρομεροί που απειλούσαν με αφανισμό όποιον θνητό πλησίαζε. Να όμως που εμφανίζεται και πάλι βοηθός. Αυτή τη φορά είναι ένας αετός σταλμένος από τον Δία, που παίρνει το κανάτι από τα χέρια της Ψυχής και κρατώντας το στο ράμφος του το γεμίζει με το νερό της Στύγας.
Βλέποντας η Αφροδίτη πως η Ψυχή καταφέρνει, παρά τις φαινομενικά ανυπέρβλητες δυσκολίες, να επιτελεί έναν έναν τους άθλους που της αναθέτει, αποφασίζει τώρα να της δώσει την πιο δύσκολη αποστολή από όλες, σίγουρη πως αυτή τη φορά δεν θα τα καταφέρει. Τώρα οι δοκιμασίες της πραγματικά κορυφώνονται. Η Αφροδίτη της ζητά το σχεδόν ακατόρθωτο: να κατέβει στον κάτω κόσμο για να δανειστεί από την Περσεφόνη την αλοιφή της ομορφιάς, μιας και η δική της είχε τάχα τελειώσει. Αυτό πια ξεπερνούσε κάθε όριο. Η Ψυχή έχει έρθει στα όρια της αντοχής της, καθώς είναι αντιμέτωπη με την έσχατη δοκιμασία: πρέπει να κατεβεί ζωντανή στον Άδη! Ξέρει πως αυτό είναι το τέλος των προσπαθειών της. Βρίσκεται αντιμέτωπη με το πλήρες αδιέξοδο. Έχει πια πειστεί πως δεν θα τα καταφέρει. Ότι δεν θα ξαναβρεί ποτέ τον Έρωτα. Απελπισμένη, χάνει το κουράγιο της και ανεβαίνει σε έναν ψηλό πύργο για να αυτοκτονήσει. Αν είναι να κατέβει στον Άδη, ας κατέβει μια και καλή, αφού δεν έχει πια νόημα η ζωή της. Ο πύργος αυτός όμως ήταν ζωντανός κι είχε λαλιά και γνώση. Της μίλησε, της έδωσε κουράγιο και τη συμβούλεψε πώς να περάσει τη δοκιμασία, πώς να μπει και να βγει ζωντανή στον κάτω κόσμο, φανερώνοντας της όσα είχε να αντιμετωπίσει εκεί. Παίρνοντας θάρρος από τη δύναμη τον ερωτά της, η Ψυχή επιχειρεί και αυτόν τον έσχατο άθλο. Και πράγματι τα καταφέρνει να φτάσει στα δώματα της Περσεφόνης, να πάρει την αλοιφή και να ξαναγυρίσει στον πάνω κόσμο. Όταν ξέπνοη πια ανέβηκε στο χώρο των ζωντανών, μια σκέψη πέρασε από το νου της. «Αν βάλω κι εγώ από αυτή τη θεϊκή αλοιφή που μόνο οι θεές φορούν, ίσως γίνω πιο όμορφη κι ο Έρωτας θελήσει να ξαναγυρίσει κοντά μου». Διστάζει για μια στιγμή, αλλά αμέσως μετά ανοίγει αποφασιστικά το βάζο. Μόλις όμως το ξεσκεπάζει, ένας αποπνικτικός καπνός ξεχύνεται από μέσα του και την τυλίγει αυτοστιγμεί, βυθίζοντας την σε ένα βαθύ ύπνο, όμοιο με θάνατο.
Και  ιδού! Έχει έρθει η ώρα να δρέψει τους γλυκούς καρπούς της προσπάθειας της. Αρκετά δοκιμάστηκε. Ο Έρωτας, που δεν την είχε ποτέ λησμονήσει, κατορθώνοντας να ξεγλιστρήσει από το δωμάτιο όπου τον είχε κλειδωμένο η Αφροδίτη, τάχα για να του γιατρέψει την πληγή από το καυτό λάδι του λυχναριού, τρέχει κοντά στην Ψυχή. Κλείνει ξανά μέσα στο βάζο τον ύπνο και την συνεφέρει. Εκείνη ανοίγει τα μάτια της και βλέπει το ανέλπιστο: εκείνον που τόσο καιρό αναζητούσε απεγνωσμένα να την κρατά στην αγκαλιά τον. Ξεσπά σε δάκρυα χαράς κι εκείνος κλείνει τα χέρια του γύρω της. Αφήνεται εκστατική σ’ αυτό το αγκάλιασμα, καθώς ο Έρωτας ανοίγει τα φτερά του και κρατώντας την τρυφερά ανεβαίνουν μαζί στα ουράνια. Για πάντα ενωμένοι πια.
Έτσι αγκαλιασμένοι φτάνουν στον Όλυμπο κι εκεί, με τη μεσολάβηση του Δία, η Αφροδίτη αποφασίζει πια να δεχτεί την Ψυχή ως σύζυγο τον γιου της. Στους χώρους των θεών αρχίζει μεγάλη γιορτή για να τιμηθεί η γαμήλια ένωση του θεού με τη θνητή. Η Ψυχή γίνεται πια επίσημα γυναίκα του Έρωτα και ως γαμήλιο δώρο οι θεοί της προσφέρουν την αθανασία. Μέσα στην απέραντη αγαλλίαση και την απύθμενη ευτυχία της αισθάνεται ότι ήρθε η ώρα της να γεννήσει. Δίχως πόνους φέρνει στον κόσμο ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Τον καρπό της ένωσης της Ψυχής με τον Έρωτα το βάφτισαν οι ίδιοι οι θεοί. Και το όνομα που του έδωσαν ήταν Ηδονή. Αυτή θα συνόδευε πια το ζευγάρι για πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου