Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Αρχαία κάλαντα – «Αγερμοί»


1. ΕΙΡΕΣΙΩΝΗ
2. ΧΕΛΙΔΟΝΙΣΜΑ
3. ΚΟΡΩΝΙΣΜΑ

4. ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΡΙΕΣΠΕΡΟΥ


…Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὰ κάλαντα ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀγερμούς, δηλαδή τοὺς ἐράνους. καὶ λέγονταν ἔτσι ἀκριβῶς κι αὐτὰ ἀγερμοί, ἑνῷ εἶχαν καὶ τὶς ἰδιαίτερες ἐποχιακὲς ὀνομασίες εἰρεσιῶναι, χελιδονίσματα, καὶ κορωνίσματα. λέγονταν βέβαια ἀγερμοὶ (ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἀγείρω, ποὺ θὰ πῇ ἀθροίζω, μαζεύω, ἐρανίζομαι) καὶ ὅλοι γενικῶς οἱ ἔρανοι. ὁ ἔρανος χορηγιῶν μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν ἑνὸς πολιτικοῦ γιὰ τὴν οἰκονομικὴ στήριξι τοῦ πολιτικοῦ ἀγῶνος του (1), ἡ ζητιανιὰ τῶν φτωχῶν στ΄ ἀρχοντικὰ ποὺ γλεντοῦσαν (2), ἢ στοὺς ναοὺς ποὺ πανηγύριζαν (3), ἡ θρησκευτικὴ καὶ βακούφικη ζητεία σιτηρῶν καὶ ἄλλων ἀγροτικῶν προϊόντων γιὰ τοὺς ναοὺς καὶ τὰ μοναστήρια τῶν θηλυκῶν ἰδίως θεοτήτων Ῥέας, Εἰλειθυίας, Μητρός, Κυβέλης, Ἀρτέμιδος, Ἥρας, Νυμφῶν, καὶ πολλῶν ἄλλων (4), ἀλλὰ κυρίως καὶ ἐν τέλει ἀγερμοὶ λέγονταν αὐτὰ ποὺ τώρα λέμε κάλαντα ἢ κόλιντα τῶν παιδιῶν...


Τὰ παιδιὰ τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς, γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς Ῥωμαίους ὁ λόγος, στὴν ἀρχὴ ἔλεγαν τὰ κάλαντα (=μήνυμα καὶ εὐχὲς νεομηνίας) κάθε πρωτομηνιά. κι αὐτὸ τὸ μνημονεύει ὁ συντάκτης τοῦ ψευδηροδοτείου Βίου τοῦ Ὁμήρου, ποὺ γράφει ὅτι δῆθεν ὁ φτωχὸς Ὅμηρος, παραχειμάζων ἐν τῇ Σάμῳ, τας νουμηνίαις προσπορευόμενος πρς τς οἰκίας τς εὐδαιμονεστάτας, ἐλάμβανέ τι είδων τ ἔπεα τάδε ἃ καλεται εἰρεσιώνη˙ ὡδήγουν δὲ αὐτν καὶ συμπαρῆσαν αἰεὶ τῶν παίδων τινὲς τῶν ἐγχωρίων (6). …ἀργότερα, κατὰ τὴν ἱστορικὴ ἐποχή, ὅταν τὰ ἡμερολόγια ἦταν προγράμματα καταγραφόμενα, τὰ κάλαντα τῶν παιδιῶν περιωρίστηκαν ἢ στὰ τέσσερα κρίσιμα σημεῖα τοῦ ἔτους, ἰσημερίες καὶ ἡλιοστάσια, ἢ στὶς κατὰ καιροὺς πρωτοχρονιές, ποὺ ἦταν τοποθετημένες ἡ κάθε μιὰ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα αὐτὰ σημεῖα. στὴν Ἑλλάδα λ.χ. πρὶν ἀπὸ τὸ 432 π.Χ. εἶχαν τὴν πρωτοχρονιὰ στὴ φθινοπωρινὴ ἰσημερία ( 1 Ὀκτωβρίου ἢ καὶ λίγο πρὶν ἀπ᾽ αὐτή)…γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἔχουμε διασωσμένα κάλαντα καὶ φθινοπωρινὰ ἢ σεπτεμβριάτικα, καὶ ἐαρινὰ ἢ μαρτιάτικα. δὲν ἔχουμε χειμερινὰ καὶ θερινὰ διασωσμένα τραγούδια καλάντων οὔτε μαρτυρίες γιὰ τέτοια.
Οἱ Ῥωμαῖοι πολὺ σωστὰ ἤδη τὸ 153 π.Χ. (7) ὥρισαν ὡς πρωτοχρονιὰ τὴν 1 Ἰανουαρίου, δηλαδὴ ἀκριβῶς ἢ περίπου τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο, ποὺ εἶναι τὸ μεσονύκτιο τοῦ ἔτους, ἡ μέγιστη νύχτα του. κι ἐνῷ πῆγαν ἐκεῖ καὶ τὰ κάλαντα, παρέμειναν καὶ στὴν παλιὰ πρωτοχρονιά τους τὴν 1 Μαρτίου. ὅταν αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἐθιμικὸ καθεστὼς διήνυε τὸ δεύτερο αἰῶνα τῆς διαρκείας του, τότε ἦρθε ὁ Χριστιανισμός. ἔτσι μέσα στὸ δικό του κλῖμα, τὸ κάπως μεταγενέστερο βέβαια, μπῆκε κι ἐπιβίωσε καὶ τὸ ἐθιμικὸ αὐτὸ καθεστώς. μὲ αἰτία τὶς προειρημένες ἡμερολογιακὲς μανοῦβρες τὰ μὲν κάλαντα τῆς 1 Ἰανουαρίου διασπάρηκαν καὶ στὶς 24 καὶ 25 Δεκεμβρίου (Χριστούγεννα καὶ παραμονή τους) καὶ στὶς 5 καὶ 6 Ἰανουαρίου (Φῶτα καὶ παραμονή τους), τὰ δὲ κάλαντα τῆς 1 Μαρτίου διασπάρηκαν καὶ στὶς 25 Μαρτίου (Εὐαγγελισμός), καὶ μέσα σ᾽ ὅλο τὸν Ἀπρίλιο (Σάββατο τοῦ Λαζάρου, Κυριακὴ τῶν Βαΐων, Μ. Πέμπτη, Μ. Παρασκευή, Κυριακὴ τοῦ Πάσχα). γιὰ τὰ κάλαντα τῆς Ἀναλήψεως, καὶ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου (21 Μαΐου) δὲν φαίνεται ἂν εἶναι ἔσχατα σημεῖα διασπορᾶς τῶν καλάντων τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς ἢ πρώιμα σημεῖα διασπορᾶς κάποιων πολὺ ἀρχαιοτέρων καλάντων τοῦ θερινοῦ ἡλιοστασίου ἢ κάποιας θερινῆς πρωτοχρονιᾶς (21 Ἰουνίου). πάντως, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς μέχρι τώρα γενόμενες λαογραφικὲς ἔρευνες, στὸν ἑλληνικὸ χῶρο κάλαντα λέγονται στὶς 24 Δεκεμβρίου (κόλιντα παραμονῆς Χριστουγέννων), 25 Δεκεμβρίου (Χριστούγεννα), 1 Ἰανουαρίου (πρωτοχρονιὰ - Ἅγιος Βασίλειος), 5 Ἰανουαρίου (παραμονὴ Φώτων), 6 Ἰανουαρίου (Φῶτα), 1 Μαρτίου (χελιδόνα - χελιδονίσματα), 25 Μαρτίου (Εὐαγγελισμός), 27 Μαρτίου - 27 Ἀπριλίου (Σάββατο Λαζάρου - λαζαρῖνες - λαζαρίσματα), 28 Μαρτίου - 28 Ἀπριλίου (Κυριακὴ Βαΐων - Σήμερα τ βάια καὶ τῶν βαϊῶν), 1 Ἀπριλίου - 2 Μαΐου (Μ. Πέμπτη - Σήμερα μαρος οὐρανός), 2 Ἀπριλίου - 3 Μαΐου (Μ. Παρασκευή), 4 Ἀπριλίου - 5 Μαΐου (Κυριακὴ τοῦ Πάσχα - Χριστς γεννήθη, χαρ στν κόσμο), 14 Μαΐου - 15 Ἰουνίου (Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως - Σήμερον τ ἅγια Κούντουρα καὶ αὔριο ἡ νάληψι), καὶ 21 Μαΐου (Ἅγιος Κωνσταντῖνος). καὶ γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς ἑορτὲς ὑπάρχουν τὰ ἀνάλογα κάλαντα, τὰ προσαρμοσμένα ὄχι μόνο στὴ Χριστιανικὴ πίστι ἀλλὰ καὶ στὸν ἅγιο ἢ τὴν ἑορτὴ τῆς ἡμέρας (Βασίλειος, Λάζαρος, Κωνσταντῖνος, Βάια, Ἀνάληψι). εἶναι ὅμως παρατηρήσιμο ὅτι ἡ ἀναφορὰ στὸν ἅγιο ἢ τὴν ἑορτὴ εἶναι ὑποτυπώδης, τὸ δὲ κύριο περιεχόμενο τῶν καλάντων εἶναι εὐχὲς τῶν καλαντιστῶν στὰ μέλη τῆς οἰκογενείας ποὺ δέχεται τὸ ἄγγελμά τους καὶ μάλιστα εὐχὲς στ΄ ἀνύπαντρα παλληκάρια καὶ κορίτσια τῆς οἰκογενείας γιὰ ἕναν καλὸ ἔρωτα ἢ γάμο, ἀκόμη κι ὅταν εἶναι νήπια. μερικὲς φορὲς εἶναι καὶ ἄμεση ἐρωτικὴ πρότασι σὲ δεύτερο πρόσωπο. διότι ἀπὸ μιὰ ἄποψι τὰ κάλαντα ἦταν κάποτε καὶ εὐκαιρία καντάδας ἐκ τοῦ συστάδην. καὶ μιὰ τάχαμου τολμηρὴ καντάδα ἦταν καὶ τάχαμου καμουφλαρισμένη ἀνάμεσα στοὺς στίχους τῶν ἐγκωμίων τοῦ ἁγίου τῆς ἡμέρας, ὅπως περίπου εἶναι κρυμμένες οἱ συλλαβὲς τῶν κορακίστικων ἀνάμεσα στοὺς κορακισμοὺς κε-κε-κε (κε Α κε ὔρι κε ο κε θἄ κε ρθω κε ν κε σὲ κε δῶ).

        Βαστάει πέννα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι.
        Ζαχαροκάντιο ζυμωτή, δὲς κι ἐμὲ τ παλληκάρι.


…Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ἐξ ἀρχῆς τὰ κάλαντα ἢ κατὰ τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς ὀνομασίες των εἰρεσιῶναι, χελιδονίσματα, καὶ κορωνίσματα, ἦταν μόνο κοινωνικὰ καὶ ἀγροτικὰ - ἡμερολογιακὰ καὶ παιδικά, χωρὶς κανένα θρησκευτικὸ χαρακτῆρα. θρησκευτικὰ στοιχεῖα…μπῆκαν σ᾽ αὐτὰ μόνο σὲ χρόνια ὄψιμα. ἔτσι βλέπουμε στὰ μὲν ἀρχαϊκὰ καὶ ἔντονα διαλεκτικὰ ἑλληνικὰ χελιδονίσματα καὶ εἰρεσιώνας ν᾽ ἀπουσιάζῃ κάθε ἴχνος θρησκευτικοῦ στοιχείου, στὸ δὲ ὀψιμώτερο κορώνισμα νὰ ἐμφανίζωνται ὁ Ἀπόλλων σὰν πατέρας τῆς Κορώνης καὶ οἱ θεοὶ σὰν ἐκτελεσταὶ τῶν εὐχῶν...

Εἰρεσιώνη στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἐθιμικὴ συνήθεια λεγόταν κατ᾽ ἀρχὴν ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς στολισμένο μὲ μιὰ τούφα εἶρος (8) ἤτοι ἔριον (=μαλλί) – γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε λεγόταν καὶ εἰρεσιώνη (9) - καὶ μὲ διαφόρους πρόσθετους καρποὺς ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ὑπάρχουν ἄφθονοι κατὰ τὴ φθινοπωρινὴ καὶ σεπτεμβριάτικη ἰσημερία, ἰδίως ῥόδια, κυδώνια, σῦκα, καὶ σταφύλια. αὐτὸ τὸ κλωνάρι, τὴν εἰρεσιώνη, τὸ κρεμοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στὴν πόρτα τους καὶ τὸ κρατοῦσαν ὅσο περισσότερον καιρὸ μποροῦσαν, ὅπως τώρα κρεμοῦν τὸ στεφάνι τῆς πρωτομαγιᾶς. ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν εἰρεσιώνη κατάγονται τόσο τὰ κρεμαστάρια ῥοδιῶν καὶ κυδωνιῶν στὸ ταβάνι τοῦ νεοελληνικοῦ ἀγροτικοῦ σπιτιοῦ, ὅσο καὶ ὁ γαμήλιος φλάμπουρας τῶν Σαρακατσάνων ποὺ ἔχει στὰ ἄκρα του μπηγμένα μῆλα. ἐννοεῖται ὅτι τὴν ἀρχαία εἰρεσιώνη τὴν κρεμοῦσαν στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τὰ παιδιὰ ποὺ πήγαιναν νὰ τραγουδήσουν τὴν εἰρεσιώνη - κάλαντα. γι᾽ αὐτὸ εἶναι ἀναντίρρητο ὅτι καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι τῶν καλάντων, ποὺ λεγόταν εἰρεσιώνη (10), εἶναι τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς.


Χελιδονίσματα λέγονταν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὰ κάλαντα τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς, ἐπειδὴ τὰ παιδιά, ποὺ τὰ τραγουδοῦσαν περιερχόμενα στὰ σπίτια καὶ δεχόμενα φιλοδωρήματα, κυρίως ἀνήγγελλαν τὸν ἐρχομὸ τῆς ἀποδημητικῆς χελιδόνος. καὶ τὰ παιδιὰ αὐτὰ λέγονταν χελιδονισταί (11)  καὶ μέχρι σήμερα ἡ χελιδόνα τραγουδιέται ἀπὸ τὰ παιδιὰ σὰν κάλαντα τῆς 1 Μαρτίου σ᾽ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα, οἱ δὲ σημερινοὶ χελιδονισταὶ ἔχουν μιὰ ξύλινη χελιδόνα ποὺ τὴν περιστρέφουν σὲ ἄξονα μὲ ἑλκόμενο κορδόνι πάνω σὲ μιὰ ξύλινη τρουλλοειδῆ βάσι στολισμένη μὲ πρώιμα λουλούδια. τὸ ἴδιο πρέπει, νομίζω, νὰ ἔκαναν καὶ οἱ ἀρχαῖοι χελιδονισταί.

Tὰ ἴδια ἐαρινὰ κάλαντα σὲ μερικὲς περιοχὲς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος λέγονταν κορωνίσματα, καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ τὰ τραγουδοῦσαν κορωνισταί (12), ἐπειδὴ ἀντὶ γιὰ τὴ χελιδόνα τραγουδοῦσαν τὴν κορώνη (=κουρούνα), ἐπίσης ἀποδημητικὸ πτηνὸ καρακοειδές. στὸ μοναδικὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κορώνισμα, ποὺ διασώθηκε, φαίνεται ἔντονα ὅτι οἱ κορωνισταὶ κρατοῦσαν κι ἔπαιζαν ὁμοίωμα κορώνης, καὶ ἀπ᾽ αὐτὸ συμπέρανα προηγουμένως ὅτι τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ στὴ χελιδόνα, πρᾶγμα ἄλλωστε ποὺ μαρτυρεῖται ὡς ἐπιβίωσι καὶ στὴ νεοελληνικὴ παιδικὴ ἐθιμικὴ πρακτική…Κατὰ τὴ ῥωμαϊκὴ ἐποχή, δηλαδὴ τὴν ἑλληνορρωμαϊκὴ καὶ βυζαντινή, αἱ εἰρεσιῶναι καὶ τὰ χελιδονίσματα ἢ κορωνίσματα ἔγιναν κάλανδα ἢ κάλαντα (13) ἢ μὲ κάποια γλωσσικὴ φθορὰ κόλιντα (14) ἀπὸ τὶς ῥωμαϊκὲς kalendae (=νουμηνία, πρωτομηνιά, τραγούδια πρωτομηνιᾶς καὶ πρωτοχρονιᾶς…




1Α. Εἰρεσιώνη α΄
Δῶμα προσετραπόμεσθ΄ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο,
ὃς μέγα μὲν δύναται, μέγα δὲ βρέμει, ὄλβιος αἰεί.
Αὐταὶ ἀνακλίνεσθε θύραι. πλοῦτος γὰρ ἔσεισι
πολλός, σὺν πλούτῳ δὲ καὶ εὐφροσύνη τεθαλυῖα,
(5) εἰρήνη τ᾽ ἀγαθή. ὅσα δ᾽ ἄγγεα, μεστὰ μὲν εἴη,
κυρβέη δ᾽ αἰεὶ κατὰ καρδόπου ἕρποι μᾶζα,
τοῦ παιδὸς δὲ γυνὴ κατὰ διφράδα βήσεται ὕμμιν,
ἡμίονοι δ᾽ ἄξουσι κραταίποδες ἐς τόδε δῶμα,
αὐτὴ δ᾽ ἱστὸν ὑφαίνοι ἐπ΄ ἠλέκτρῳ βεβαυῖα.
(10) νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν
ἕστηκ᾽ ἐν προθύροις ......................................
εἰ μέν τι δώσεις. εἰ δὲ μή, οὐχ ἑστήξομεν˙
οὐ γὰρ συνοικήσοντες ἐνθάδ᾽ ἤλθομεν.


Μετάφραση

Μπαίνουμε μὲς στ᾽ ἀρχοντικὸ μεγάλου νοικοκύρη,
ἀντρειωμένου καὶ βροντόφωνου καὶ πάντα εὐτυχισμένου.
Ἀνοίξτε, πόρτες, μόνες σας, πλοῦτος πολὺς νὰ ἔμπῃ μέσα,
καὶ μὲ τὸν πλοῦτο συντροφιὰ χαρὰ μεγάλη κι εὐτυχία
κι ὁλόγλυκη εἰρήνη. τ᾽ ἀγγειά του ὅλα γεμάτα νἆναι
καὶ τὸ ψωμὶ στὴ σκάφη νὰ φουσκώνῃ πάντα καὶ νὰ ξεχειλίζῃ.
γι᾽ αὐτὸ ἐδῶ τὸ παλληκάρι σας ἡ νύφη νἄρθῃ θρονιασμένη σὲ θρονί,
ἡμίονοι σκληροπόδαροι στὸ σπιτικὸ αὐτὸ νὰ σᾶς τὴν κουβαλήσουν,
καὶ νὰ ὑφαίνῃ πανὶ σὲ ἀργαλειὸ μὲ χρυσάργυρες πατῆθρες.
σοὔρχομαι σοῦ ξανάρχομαι σὰ χελιδόνι κάθε χρόνο
καὶ στὴν αὐλόθυρά σου στέκομαι .
............................................................................................
Ἂν εἶναι νὰ μᾶς δώσῃς τίποτα, καλὰ καὶ καμωμένα,
εἰ δὲ μή, δὲν θὰ στεκόμαστε ἐδῶ γιὰ πάντα.
γιατὶ ἐδῶ δὲν ἤρθαμε γιὰ νὰ συγκατοικήσουμε μαζί σου.

Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ συντάκτης τοῦ ψευδηροδοτείου Βίου τοῦ Ὁμήρου καὶ ἡ Σούμμα (15) …στὴν εἰσαγωγὴ γιὰ τὴν εἰρεσιώνη αὐτὴ λέει ὅτι τὴν τραγουδοῦσε ὁ τυφλὸς καὶ φτωχὸς Ὅμηρος στὴ Σάμο ἀπὸ ἀρχοντικὸ σὲ ἀρχοντικό, ὁδηγούμενος ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ τραγουδοῦσαν κι αὐτὰ μαζί του…ἐπίσης ὁ στίχος (10) μὲ τὴν ἀπροσδόκητη καὶ σαφῶς ἀταίριαστη ἀναφορὰ τῆς χελιδόνος εἶναι προφανῶς προσθήκη ἢ διασκευὴ νεώτερη τοῦ 432 π.Χ., ὅταν ἡ πρωτοχρονιὰ μετατέθηκε ἀπὸ τὴ φθινοπωρινὴ στὴν ἐαρινὴ ἰσημερία, ὁπότε ἡ εἰρεσιώνη αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε καὶ ὡς χελιδόνισμα. στὸ κείμενο τῆς Σούμμας ἡ προσθήκη ἔχει καὶ προέκτασι μὲ ὀνομαστικὴ ἀναφορὰ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ συνεπῶς εἰσδοχὴ θρησκευτικοῦ στοιχείου ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ὄψιμη ἐποχή. ὅλη μαζὶ ἡ προσθήκη ἔχει ὡς ἑξῆς.
(10) νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν
ἕστηκ᾽ ἐν προθύροις ψιλὴ πόδας. ἀλλὰ φέρ᾽ αἶψα
πέρσαι τῷ Ἀπόλλωνος γυιάτιδος ....................



1Β. Εἰρεσιώνη β΄

Εἰρεσιώνῃ σῦκα φέρειν καὶ πίονας ἄρτους
καὶ μέλι ἐν κοτύλῃ καὶ ἔλαιον ἀναψήσασθαι
καὶ κύλικ᾽ εὔζωρον, ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ.

Μετάφρασι

Στὴν εἰρεσιώνη φέρνε σῦκα καὶ ψωμιὰ ἀφράτα
καὶ μέλι στὴν κούπα καὶ μύρο ν᾽ ἀλειφτῇ
καὶ κρασὶ στὸ ποτήρι δυνατό, γιὰ νὰ κοιμᾶται σουρωμένη.
Τὸ τραγούδι διασῴζουν ὁ Πλούταρχος καὶ ἡ Σούμμα (16). Δημοτικὸ τῶν Ἀθηνῶν τῆς κλασσικῆς ἢ ἀλεξανδρινῆς ἐποχῆς, πιθανῶς ὄχι ὁλόκληρο. Γλῶσσα πρότερη κοινὴ ἑλληνικὴ ἡ λεγομένη καὶ ἀττική. Μέτρο λυρικῆς ποιήσεως. Η μεταγενέστερη ἡλικία του φαίνεται κι ἀπὸ τὴν προχωρημένη σημασία τοῦ ὅρου εἰρεσιώνη, σημαίνει τὴν παρέα τῶν ἀντρῶν πλέον ποὺ τὴν τραγουδοῦν σὲ συμπόσιο, ὅπου ἀλείφονται μὲ μυρέλαιο καὶ πίνουν καὶ μεθοῦν καὶ κοιμοῦνται.

1Γ. Εἰρεσιώνη γ΄

Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου, το απαντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:
Στο σπίτι ετούτο πού 'ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν' ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι».

Πηγή: http://www.explorecrete.com/greek/christmas-carols-GR.htm




3. Χελιδόνισμα

Ἦλθ΄ ἦλθε χελιδὼν
καλὰς ὥρας ἄγουσα,
καλοὺς ἐνιαυτούς,
ἐπὶ γαστέρα λευκά,
(5) ἐπὶ νῶτα μέλαινα.

Παλάθαν σὺ προκύκλει ἐκ πίονος οἴκου
οἴνου τε δέπαστρον τυροῦ τε κάνιστρον.
καὶ πύρνα χελιδὼν καὶ λεκηθίταν οὐκ ἀπωθεῖται.

Πότερ᾽ ἀπίωμες ἢ λαβώμεθα;
(10) εἰ μέν τι δώσεις. εἰ δὲ μή, οὐκ ἐάσομες.
ἢ τὰν θύραν φέρωμες ἢ τὸ ὑπέρθυρον
ἢ τὰν γυναῖκα τὰν ἔσω καθημέναν.
μικρὰ μέν ἐστι, ῥᾳδίως νιν οἴσομες.
ἂν δὴ φέρῃς τι, μέγα δή τι φέροις.
(15) ἄνοιγ᾽ ἄνοιγε τὰν θύραν χελιδόνι.
οὐ γὰρ γέροντές ἐσμεν, ἀλλὰ παιδία.

Μετάφρασι

Ἦρθε ἦρθε ἡ χελιδόνα,
φέρνει τὸν καλὸ καιρό,
φέρνει τὴν καλὴ χρονιά.
εἶναι ἄσπρη στὴν κοιλιά,
μαύρη στὴ ῥάχι ἑπάνω.

Κύλα κατὰ δῶ ἕναν πελτὲ σύκου ἀπ᾽ τὸ σπιτικὸ τὸ γεμάτο καλούδια.
κέρνα μας ἕνα ποτήρι κρασί, δός μας κι ἕνα πανέρι τυρί.
ἡ χελιδόνα δὲν λέει ὄχι καὶ στὰ σταρόψωμα καὶ στὴν κουλούρα.

Τί λές; θὰ μᾶς δώσῃς ἢ νὰ φύγουμε;
κι ἂν μὲν μᾶς δώσῃς, καλὰ καὶ καμωμένα.
ἂν ὅμως δὲν μᾶς δώσῃς, δὲν θὰ περάσῃ ἔτσι.
ἢ τὴν αὐλόπορτα σοῦ σηκώνουμε ἢ τὸ στέγαστρό της,
ἢ τὴν κοπελλάρα ποὺ κάθεται στὸ σπίτι μέσα.
εἶναι μικρούλα βέβαια, ἀλλὰ τόσο τὸ καλλίτερο,
γιὰ νὰ τὴ σηκώνουμε κι ἐμεῖς ἀκόμη εὐκολώτερα.
κι ἂν φέρῃς νὰ μᾶς δώσῃς κάτι, νἆναι κάτι μεγάλο.
ἔλα ἄνοιξε τὴν πόρτα σου μπροστὰ στὴ χελιδόνα.
δὲν εἴμαστε γέροι ἄνθρωποι, εἴμαστε παιδάκια.

…ᾆσμα διαιρούμενο κατὰ τὴ γνώμη μου σὲ τρεῖς στροφές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μία εἶναι τὸ ἡμερολογιακὸ ἄγγελμα, μία τὰ αἰτήματα τῶν χελιδονιστῶν, καὶ μία οἱ ἀπειλές των σὲ περίπτωσι μὴ ἐκπληρώσεως τῶν αἰτημάτων τους. αὐθεντικὸ παιδικὸ τραγούδι. οἱ στροφὲς β΄ καὶ γ΄, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δυὸ ἀναφορὲς τῆς χελιδόνος, εἶναι τὸ ἀρχαιότερο μέρος καὶ προέρχονται ἀπὸ εἰρεσιώνη φθινοπωρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς. …ἡ α΄ στροφὴ ὅμως, ποὺ εἶναι καὶ σὲ διαφορετικὸ μέτρο, καὶ οἱ δύο παρακάτω ἀναφορὲς τῆς χελιδόνος εἶναι τὸ νεώτερο κομμάτι τὸ προστεθειμένο μετὰ τὸ 432 π.Χ. καὶ ἀναφέρονται σὲ ἐαρινὴ ἰσημερία καὶ πρωτοχρονιά. εἶναι τὸ κυρίως χελιδόνισμα. …καὶ στὰ σημερινὰ κόλιντα τῆς Τερπνῆς Σερρῶν ὑπάρχει τὸ στοιχεῖο τῆς ἀπειλῆς. ὑπάρχουν τρία στοιχεῖα. α΄) τὸ ἡμερολογιακὸ ἄγγελμα μὲ τὶς εὐχές, β΄) τὸ θρασὺ αἴτημα, καὶ γ΄) ἡ παιδικὴ ἀπειλή. ὅπως ἀκριβῶς σ΄ αὐτὸ τὸ δωρικὸ χελιδόνισμα. δηλαδή.

α΄. Κόλιντα, μπάμπω, κόλιντα! (ἄγγελμα)
τρεῖς χιλιάδις πρόβατα,
κι ἄλλα τόσα γίδια.
(εὐχὲς)
β΄. Δῶσι, κυρά, καρύδια,....
δῶσι κι ἄλλα,...
(θρασὺ αἴτημα)
γ ΄. Νὰ μὴ σὶ σπάσου τὰ κιραμίδια!
νὰ μὴ σὶ σπάσου τ᾽ σκάλα !
(ἀπειλή).

Εἶναι ἐκπληκτικὸ ὅτι τὰ στοιχεῖα αὐτὰ διατηρήθηκαν τόσους αἰῶνες. ὑπ᾽ ὄψιν δὲ ὅτι καὶ ἡ Τερπνή, ὅπως ἡ Ῥόδος, ἦταν μέρος δωρικό, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς λέξεις τῆς τοπικῆς της λαλιᾶς ἀσαμόραστος καὶ μᾶκος (σᾶμα-σῆμα, μάκων-μήκων. βλ. Λεξικὸ τοῦ Ν. Πασχαλούδη). ἄλλωστε καὶ ὅλοι οἱ Μακεδόνες ἦταν Δωριεῖς, ἀφοῦ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ μέσα στ᾽ ὄνομά τους φαίνεται τὸ δωρικὸ μᾶκος (=μῆκος, ψηλὸ ἀνάστημα).


 3. Κορώνισμα

Ἐσθλοί, κορώνῃ χεῖρα πρόσδοτε κριθέων
τῇ παιδί τἀπόλλωνος ἢ λέκος πυρῶν
ἢ ἄρτον ἢ ἤμαιθον ἢ ὅτι τις χρῄζει.
δότ᾽, ὦγαθοί, <τι> τῶν ἕκαστος ἐν χερσὶν
(5) ἔχει κορώνῃ. χἅλα λήψεται χόνδρον.
φιλεῖ γὰρ αὕτη πάγχυ ταῦτα δαίνυσθαι.
ὁ νῦν ἅλας δοὺς αὖθι κηρίον δώσει.
ὦ παῖ, θύρην ἄγκλινε. πλοῦτος ἤκουσε,
καὶ τῇ κορώνῃ παρθένος φέρει σῦκα.
(10) θεοί, γένοιτο πάντ᾽ ἄμεμπτος ἡ κούρη
κἀφνειὸν ἄνδρα κὠνομαστὸν ἐξεύροι.
καὶ τῷ γέροντι πατρὶ κοῦρον εἰς χεῖρας
καὶ μητρὶ κούρην εἰς τὰ γοῦνα κατθείη,
θάλος τρέφειν γυναῖκα τοῖς κασιγνήτοις.
(15) ἐγὼ δ᾽ ὅκου πόδες φέρουσιν, ὀφθαλμοὺς
ἀμείβομαι Μούσῃσι πρὸς θύρῃσ᾽ ᾄδων
καὶ δόντι καὶ μὴ δόντι πλέονα τῶν γεω.
......................................................
ἀλλ᾽ , ὦγαθοί, ἐπορέξαθ᾽ ὧν μυχὸς πλουτεῖ .
δὸς ὦν, ἄναξ, δὸς καὶ σὺ πότνα μοι νύμφη.
(20) νόμος κορώνῃ χεῖρα δοῦν᾽ ἐπαιτούσῃ.
τοσαῦτ᾽ ἀείδω. δός τι καὶ καταχρήσει.

Μετάφραση

Δῶστε, καλοί μου, μιὰ χεριὰ κριθάρι στὴν κορώνη,
τὴν κόρη τοῦ Ἀπόλλωνος, ἢ ἕνα πιάτο στάρι,
ἢ ἕνα ψωμὶ ἢ ἕνα ἡμιώβολο, ἢ ὅ,τι ἔχει κανεὶς προαίρεσι.
δῶστε, καλοί μου, κάτι ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ὅλοι σας κρατᾶτε,
δῶστε στὴν κορώνη. παίρνει δὲ καὶ λίγα σπυριὰ ἁλάτι.
γιατὶ τῆς ἀρέσουν πάρα πολὺ νὰ τρώῃ κάτι τέτοια.
ὅποιος δίνει ἁλάτι σήμερα, αὔριο θὰ δώσῃ μελιοῦ κηρήθρα.
ἄνοιξε τὴν πόρτα, δοῦλε. ὁ πλοῦτος τὴν κορώνη τὴν ἀκούει.
νά κι ἡ κοπέλλα ποὔρχεται καὶ φέρνει στὴν κορώνη σῦκα.
ὄμορφη κάντε την, θεοί, κόρη χωρὶς ψεγάδι,
κι ἄντρα νὰ βρῇ βοηθῆστε την πλούσιο καὶ παινεμένο.
στὰ χέρια τοῦ γέρου πατέρα της ἕναν ἐγγονὸ ν᾽ ἀκουμπήσῃ,
στῆς γριᾶς μάννας τὰ γόνατα μιὰ ἐγγονὴ ν᾽ ἀφήσῃ.
καὶ γιὰ τοὺς ἀδερφούς της κάποια γυναῖκα βλαστάρι ν᾽ ἀνατρέφῃ.
κι ἐγὼ κυττῶ νὰ πηγαίνω ὅπου μὲ πᾶν τὰ πόδια μου,
κι ἐκεῖ στὶς πόρτες ἐμπροστὰ νὰ τραγουδῶ στὶς Μοῦσες.
μοῦ δώσῃ δὲν μοῦ δώσῃ κάποιος, πιότερα τοῦ εὔχομαι ἀπ᾽ ὅσα ἔχει.

..............................................................................................

Ἀλλ΄, ὦ καλοί μου, δῶστε μου, ἀπ᾽ τοῦ κελλαριοῦ σας τὰ καλούδια.
δῶσε μου καὶ σύ, βασιλιᾶ μου, δῶσε μου καὶ σύ, νεράιδα λατρευτή.
ἔθιμο εἶναι νὰ δίνῃς μιὰ χεριά, ὅταν ἡ κορώνη ζητιανεύῃ.
μέχρι ἐδῶ τὸ ᾆσμα μου. δῶσε κι ἀπ᾽ τὸ ὑστέρημά σου κάτι.

Τὸ τραγούδι αὐτὸ διασῴζει ὁ Ἀθήναιος (18), ὁ ὁποῖος τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν Κολοφώνιο ποιητὴ Φοίνικα. ὑπῆρχαν τέτοια δημοτικὰ κορωνίσματα, στὰ ὁποῖα ἀντὶ γιὰ τὴ χελιδόνα τραγουδιόταν ἡ κορώνη (κουρούνα), ὅπως μαρτυροῦσαν οἱ Ἔφιππος, Ἁγνοκλῆς, καὶ Πάμφιλος, στοὺς ὁποίους παραπέμπει ὁ Ἀθήναιος, καὶ μαρτυρεῖ ὁ Ἡσύχιος (19) καὶ ἔμμεσα ὁ Αἰλιανός (20). ἐννοεῖται ὅτι ἦταν ἀγερμοὶ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ πρωτοχρονιᾶς ὅπως τὰ χελιδονίσματα…ἡ κορώνη εἶναι προσωποποιημένη καὶ θεοποιημένη καὶ θυγατέρα τοῦ Ἀπόλλωνος, τὶς δὲ εὐχὲς ἐκπληρώνουν οἱ θεοί. τὰ τρόφιμα φιλοδωρήματα τὰ «τρώει» ἡ ἴδια ἡ Κορώνη, κάτι ποὺ εἶναι ἱερατικὴ φανφάρα. τὸ κορώνισμα κατὰ μὲν τὴν εἰσαγωγικὴ σημείωσι τοῦ Ἀθηναίου τὸ τραγουδοῦσαν ἄνδρες ἀγείροντες, καὶ ὄχι παιδιά,κατὰ δὲ τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τοῦ ᾄσματος ἕνας μόνο ἄντρας, ἐπαγγελματίας κορωνιστής, δηλαδὴ προφανῶς ἱερεύς. εἶναι πολὺ ἐμφανῆ τὸ ἐπαγγελματικὸ ζητιανηλίκι, ἡ προσπάθεια προκλήσεως τοῦ οἴκτου τῶν ἀκροατῶν, ἡ χρῆσι κολακείας, καὶ ἡ διπλωματικὴ γλῶσσα καὶ φιλοφρόνησι τοῦ ἐπαγγελματία ζητιάνου. τὸ νόμισμα ἤμαιθον, ποὺ ἀναφέρεται, εἶναι κατὰ τὸν Ἡσύχιο ἡμιώβολον (μισὸς ὀβολὸς) ἢ στὴν Κύζικο διώβολον (δύο ὀβολοί) (21). τὸ κορώνισμα πρέπει νὰ εἶναι ἀρχικὰ μὲν νεώτερο τοῦ 432 π.Χ., ὡς διασκευὴ δὲ εἶναι τοῦ Δ΄ ἢ τῶν Γ΄-Α΄ π.Χ. αἰώνων. πολὺ γρήγορα πρέπει ἀπὸ παιδικὸ κορώνισμα νὰ μεταπήδησε σὲ ἱερατικὸ ἀγερμό, καὶ ἀπὸ ἱερατικὸ ἀγερμὸ σὲ συμποσιακὸ κι ἐν τέλει σὲ γαμήλιο τραγούδι ἐνηλίκων… διότι ὁ μὲν Ἔφιππος στὴν κωμῳδία του Ὀβελιαφόροι ἔχει τὸ στίχο τ μοσχίον / τ τῆς Κορώνης αὔριον δειπνήσομεν (22), ὁ δὲ Αἰλιανὸς τὸν Γ΄ μ.Χ. αἰῶνα γράφει˙ κούω δὲ τοὺς πάλαι καὶ ἐν τος γάμοις μετ τν ὑμέναιον τὴν κορώνην ᾄδειν, σύνθημα ὁμονοίας τοτο τος συνιοσιν ἐπὶ παιδοποιίᾳ διδόντας. ἐπειδὴ κατὰ τὸν προλεγόμενο μῦθο του αἱ κορῶναι μυθολογοῦνται ὡς πουλιὰ ποὺ τηροῦν ἰσόβια συζυγικὴ πίστι.
    Πρὸς τὸ τέλος τῆς εἰδωλολατρίας ὅλοι οἱ προχριστιανικοὶ ἀγερμοὶ περιῆλθαν στὴ χρῆσι τοῦ ἱερατείου της. διότι ὁ Ἰωάννης Τζέτζης γνωρίζει τοὺς μηναγύρτας (=καλαντιστὰς τῆς κάθε πρωτομηνιᾶς) ὡς γάλλους (=θηλυστολοῦντες κιναίδους) ἱερεῖς μοναχοὺς τῆς θεᾶς Ῥέας τῆς Μητρὸς τοῦ θεοῦ τους Ἄττεως, οἱ ὁποῖοι ἔβαζαν πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδούρι τ εἴδωλον τῆς θεᾶς αὐτῶν Ῥέας καί, περιερχόμενοι τς κώμας, τραγουδοῦσαν τὰ ρχίμηνα χτυπώντας καὶ τύμπανα (=ντέφια) καὶ ζητιανεύοντας (προσαιτοντες) ὄσπρια καὶ σιτηρὰ ὑπὲρ τοῦ μοναστηριοῦ τους. οἱ δὲ λάτρεις ἀσπάζονταν τὸ εἴδωλο καὶ τοὺς ἔδιναν ἕνα πιάτο ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ζητοῦσαν (23). ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν καὶ οἱ καλόγεροι τῶν ἡμερῶν μας ζητείαν γιὰ τὰ μοναστήρια τους, μὲ λείψανα καὶ εἰκονίσματα τῆς Παναγίας πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδούρι, καὶ μάζευαν τὰ ἴδια προϊόντα ἢ χρήματα μέχρι τὰ παιδικά μας χρόνια (1960), διατηρώντας τὴν εἰδωλολατρικὴ παράδοσι τῶν κιναίδων ἱερέων τῆς θεομήτορος Ῥέας. τὰ μικρὰ παιδιὰ τραγουδοῦσαν πιὰ τὰ «χριστιανικὰ» κάλαντα.


4. Τα Κάλαντα του Τριέσπερου, ευθέως από τους Αρχαίους Χρόνους, ακόμα τραγουδιούνται στην Κύπρο σε ορισμένα ορεινά χωριά.
Καλήν εσπέραν άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας
Ηλίου τη θεία γέννηση
να πω στ' αρχοντικό σας.

Απόλλων άρχοντα θεέ,
έλα ξανά κοντά μας
συ φωτοδότη Βασιλιά,
φώτισε την καρδιά μας.

Λιώσε τα χιόνια στα βουνά
ζέστανε τα πλατάνια
φέρε μας γέλια και χαρά,
ειρήνη και ζωντάνια.

Στο σπίτι αυτό που μπήκαμε
οι εστίες να μη σβήσουν
κι όλοι οι νοικοκυραίοι του
χίλια χρόνια να ζήσουν...

Πηγή: http://www.epanellinismos.com/index.php?option=com_kunena&Itemid=2&func=view&catid=45&id=15416&lang=en





ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ἡρόδοτος 1, 61, 3.
2. Ὅμηρος, ρ 360-3.
3. Πολυδεύκης 3, 111.
4. Αἰσχύλος, Ξάντριαι, ἀπ. 168 Ναuck. Ἡρόδοτος 4, 35, 1-4.
Πλάτων, Πολ., 2 (381 d). Διονύσιος Ἁλικ., Ῥωμ. ἀρχ. 2, 19, 2. Ἐπιγραφὴ-Ψήφισμα Ἁλικαρνασσοῦ 2656, 26-28 (Α΄ π.Χ. αἰ.), CΙG 2, 453. Λουκιανός, Ψευδόμ., 13. Ἡσύχιος, λ. ἀγείρειν. ἀγερμός˙ κορωνισταί˙ χελιδωνισταί. Φώτιος, λ. ἀγείρει. Σούμμα (= Σουΐδας) , λ. ἀγείρει.
5. Ἀριστοφάνης, Ὄρν., 1410-17..Ψευδηρόδοτος,Ὁμήρου βίος, 33. Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7. Ἀθήναιος 8, 59-60 (359b-360b). Ἡσύχιος, λ. κορωνισταί˙ χελιδονισταί. Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη˙ Ὅμηρος. Εὐστάθιος, Εἰς Ὀδύσσ., φ 411-412 (1914, 40-50)˙ Ἐπιστ. 41 (μεγάλῳ ἑταιρειάρχῃ), ἔκδ. T.L.F. Tafel, Opuscula, 344 (Francofurti 1832). Ἰωάννης Τζέτζης, Ἱστ. 13, 237-250. οἱ Ἕφιππος, Ἁγνοκλῆς, Φοίνιξ, Θέογνις, καὶ Πάμφιλος, στὸν Ἀθήναιο, ἔνθ΄ ἀνωτ.
6. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33.
7. Κατ᾽ ἄλλους γύρω στὸ 700 ἢ τὸ 353 ἢ τὸ 46 π.Χ., ἀλλ᾽ αὐτοὶ δὲν ἔχουν δίκαιο.
8. Ὅμηρος, δ 135˙ ι 425-6.
9. Εὔπολις, Οἱ δῆμοι, ἀπόσπ. 131 Edmonds (=Κ119). Ἀριστοφάνης, Ἱππ., 728 - 9˙ Σφ., 398-9˙ Πλ., 1053-54. Ἐπιγραφὴ Ἀττικῆς (ἐπιτυμβία Θεσμοφάνους, νεώτερη τοῦ Μενάδρου) 956, 9-12 CIG 1, 537. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33. Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7. Ἰώσηπος, Ἀρχ. 3, 245. Ἀλκίφρων, Ἐπιστ. 2, 35, 1 (ἢ 3, 37, 1) (ἀγροικικαί, Ἐπιφυλὶς Ἀμαρακίνῃ).Ἡσύχιος, λ. εἰρεσιώνη. Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη˙ Ὅμηρος.
10. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33. Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7. Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη˙ Ὅμηρος.
11. Ἀριστοφάνης, Ὄρν., 1410-17. Ἀθήναιος 8, 60 (360bcd).Ἡσύχιος, λ. χελιδονισταί. Σούμμα, λ. χελιδόνιον μέλος. Εὐστάθιος, Εἰς Ὀδύσσ., φ 411-412 (1914, 40-50)˙ Ἐπιστ. 41, ἔνθ΄ ἀνωτ.. Πρβλ. καὶ Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ συνόδου, καν. 62.
12. Ἔφιππος, Ὀβελιαφόροι, στὸν Ἀθήναιο 8, 58 (359 b). Ἀθήναιος, 8, 58-60 (359b˙ def˙ 360 ab). Αἰλιανός, Περὶ ζῴων 3, 9. Ἡσύχιος, λ. κορώνη˙ κορωνισταί.Ἰωάννης Τζέτζης, Ἱστ. 13, 237-267.
13. Πουλολόγος, (καλανδίζω ). Φορτουνᾶτος (κάλαντα ), στὸ τοῦ Ἐμ. Κριαρᾶ, Λεξικὸ..., λ. καλανδίζω - κάλαντα. σημερινὴ δημοτικὴ γλωσσικὴ χρῆσι.
14. Σήμερα στὴν Τερπνὴ γιὰ τὸν ἀγερμὸ τῆς 24 Δεκεμβρίου.
15. Ψευδηρόδοτος, Ὁμήρου βίος, 33. Σούμμα, λ. Ὅμηρος.
16. Πλούταρχος, Θησ. 22, 6-7. Σούμμα, λ. εἰρεσιώνη.
17. Ἀθήναιος 8, 60 (360bcd). Εὐστάθιος, Εἰς Ὀδύσσ., φ 411-412 (1914, 40-50)˙ Ἐπιστ. 41, ἔνθ΄ ἀνωτ.. τὸ ἐκδίδουν καὶ οἱ ἐκδότες τῶν λυρικῶν ποιητῶν Bergk, Hiller, Crusius, Page, στὴν κατηγορία τῶν δημοτικῶν (populares).
18. Ἀθήναιος 8, 59 (359d-360b).
19. Ἡσύχιος, λ. κορώνη˙ κορωνισταί.
20. Αἰλιανός, Περὶ ζῴων 3,9.
21. Ἡσύχιος, λ. ἤμαιθον. καὶ ὁ Ἡρῴδας (Διδάσκ., 44) ἀναφέρει τρί᾽ ἤμαιθα.
22. Ἔφιππος, στὸν Ἀθήναιο 8, 58 (359b).
23. Ἰωάννης Τζέτζης, Ἱστ. 13, 250-267.
Ἡ μελέτη αὐτὴ πρωτοδημοσιεύτηκε τὸ 1999 στὸ περιοδικὸ ‘’Τερπνή’’, φ. 42 - 44 (2001 - 02). Μελέτες 4 (2008) Κύρια πηγή: http://www.philologus.gr/1/44----1450--600-x/142-2010-02-07-21-24-34
*Βλ. Βίοι Ομήρου, βίος Ηροδότου, στίχ. 462: «ταῖς νουμηνίαις προσπορευόμενος πρὸς τάς οἰκίας τάς εὐδαιμονεστέρας, ἐλάμβανε τι ἀείδων τὰ ἔπεα τάδε ἃ καλεῖται Εἰρεσιώνη, ὠδήγουν δὲ αὐτὸν καὶ συμπαρῆσαν αἰεὶ τῶν παίδων τινες τῶν ἐγχωρίων».
*Βλ. Βίοι Ομήρου, βίος Ηροδότου: «ᾔδετο δὲ τάδε τὰ ἔπεα ἐν τῇ Σάμῳ ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπὸ τῶν παίδων ὅτε ἀγείροιεν ἐν τῇ ἑορτῇ τοῦ Ἀπόλλωνος», (στιχ. 462

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου