Ελληνική δοξασία (αρχαίας καταγωγής) «δαιμόνιων» που σύμφωνα με σύγχρονη δοξασία εμφανίζονται κατά το Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου - 6 Ιανουαρίου). Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία τις μέρες αυτές τα «
»
και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους
και να τους ανακατέψουν τα σπίτια, διότι είναι άτακτοι και τους αρέσουν
τα παιχνίδια.Αυτοί ζουν στον κάτω κόσμο και τρέφονται με
φίδια,σκουλίκια,κτλ.
Όλοι οι παραπάνω δεν θα πρέπει να συγχέονται με άλλα «δαιμόνια» της
Ελληνικής υπαίθρου, που έχουν μεν τα ίδια χαρακτηριστικά αλλά που
εμφανίζονται μέσα σ΄ όλο το χρόνο όπως οι «Βουρκόλακες» (=Βρυκόλακες),
«Βουρβούλακες», «Παγανοί», «Αερικά», «Ξωτικά», «Παρωρίτες» σε αντίθεση
με τους «Τσιλικρωτά» (Καρδαμύλη Μάνης), «Καλιοντζήδες» (Ήπειρος),
«Πλανήταροι» και «Πλανηταρούδια» (Κύπρος), «Κατσι-άδες» (Χίος), «Κάηδες»
και «Καλισπούδηδες» (Σάμος), «Κάηδες» αλλά και «Καημπίλιδες»
(Κάρπαθος), «Σιβότες» και «Σιφώτες» (Καππαδοκία), και ακόμη
«Χρυσαφεντάδες» [Χρυσαφεντάδες Ας εμάς καλοί] (Οινόη-Πόντος) που γενικά
αυτοί εμφανίζονται και συμπεριφέρονται και ως καλικάντζαροι.
Ο λαός τους φαντάζεται με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό
γνώρισμα την ασχήμια τους. Κατά Αραχωβίτικη περιγραφή αυτοί είναι:
«κακομούτσουνοι» και «σιχαμένοι», «
».
Συνήθως φαντάζονται νάνοι, αλλά και ψηλοί, σκουρόχρωμοι, με μαλλιά μικρά και ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου, δασύτριχοι, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, ("
όπως λένε στη Νάξο), άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο
(οξυκόρυμβο) από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και
άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία.
Η τροφή τους κυρίως ακάθαρτη: σκουλήκια, βαθράκοι (=βάτραχοι), φίδια,
ποντίκια κ.ά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα εδέσματα του
Δωδεκαήμερου.
Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη
σπάζοντας κεραμίδια κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι βρουν απλωμένα τα
ποδοπατούν. Άμα βρουν ευκαιρία κατεβαίνουν από τις καμινάδες στα σπίτια
και μαγαρίζουν τα πάντα.
Σε μερικά μέρη τους καλικάντζαρους τους συνοδεύει η μάνα τους η
«Καλικατζαρού» που τους «ορμηνεύει» τι να πειράξουν. Σε κάποια νησιά οι
καλικάντζαροι έρχονται με τις γυναίκες τους ή μόνο οι γυναίκες τους οι
«καλικαντζαρίνες»! Και προκειμένου οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα
τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή
ξηροτήγανα! Στη Νάξο τις γυναίκες των καλικάντζαρων τις αποκαλούν
«Καλοκυράδες» για να τις καλοπιάσουν (εξευμενίσουν), ενώ στην
Κωνσταντινούπολη «Βερβελούδες». Ο αρχηγός των καλικάντζαρων στην παλιά
Αθήνα λεγόταν «κωλοβελόνης» ενώ στη Θεσσαλία «αρχι-τζόγιας» (και
«τζόγιες» οι καλικάντζαροι) στη δε Κωνσταντινούπολη «Μαντρακούκος». Στη
δε Νάξο οι καλικάντζαροι φαντάζουν και χορευταράδες, αρπάζουν όποιον
βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στο χορό μέχρι να πέσει λιπόθυμος, ο
γνωστός χορός των καλικάντζαρων.
Κατά διάφορες ελληνικές δοξασίες οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με
κακιά μοίρα μεταβαλλόμενοι σε δαιμόνια, γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί
που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτιστούν αμέσως, ή
εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του
βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή κατά τους Σιφναίους όσοι πέθαναν στο
Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν, στη Μακεδονία: όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο
για να τους προστατεύει από τον Σατανά.
Οι καλικάντζαροι έρχονται (βγαίνουν) την παραμονή των Χριστουγέννων,
(στη Σκιάθο: με πλοιάριο, στην Οινόη: με χρυσή βάρκα, στην Ικαρία: επί
των φλοιών των καρυδιών) από «το κάτω κόσμο» τον Άδη. Συνήθη μέρη που
μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και
τα τρίστρατα (μεγάλα μονοπάτια) όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και
φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.
Εκτός του Δωδεκαήμερου τον υπόλοιπο χρόνο μένουν στα έγκατα της γης και
πριονίζουν το δένδρο που κρατά τη γη (παραλλαγή του μυθικού Άτλαντα).
Βγαίνουν δε στην επιφάνεια κοντά στο τέλος της εργασίας τους, από το
φόβο μήπως τελικά η ετοιμόρροπη γη τους πλακώσει (στη Μακεδονία: για να
γιορτάσουν πρόσκαιρα τη νίκη τους), όταν δε κατεβαίνουν βρίσκουν το
δένδρο ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα. Το δένδρο των Χριστουγέννων συμβολίζει αυτή ακριβώς την ακεραιότητα και τη Θεϊκή δύναμη και προστασία με την παρουσία του Χριστού.
Γενικά πιστεύεται ότι οι καλικάντζαροι αδυνατούν να βλάψουν τους
ανθρώπους αλλά μόνο να τους πειράξουν, ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν
αφού θεωρούνται (στη Μακεδονία) μωροί και ευκολόπιστοι. Λέγεται ότι
ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και
προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν ή
κατ΄ άλλους τους παρασύρουν σε χορό που όμως τους καλούς χορευτές τους
ανταμείβουν ή κατ΄ άλλους παίρνουν τη μιλιά σε όποιον μιλήσει κατά τη
συνάντηση μαζί τους.
Επίσης μπαίνοντας στις οικίες απ΄ όπου μπορέσουν μαγαρίζουν την κουζίνα σε ότι δεν είναι νοικοκυρεμένο, αρπάζουν ενδύματα, «
»
(Σάμος) ή σκορπούν το αλεύρι, την τέφρα από το τζάκι τη
«δωδεκαμερίτικη» ή «καλικαντζαρήσια» ή «τη στάχτη που δεν άκουσε το εν
Ιορδάνη» και που θεωρείται ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση.
Τα αποτρεπτικά μέσα που λαμβάνονται κατά των Καλικάντζαρων διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
Την παραμονή των Θεοφανίων τους «ζεματίζουν» από το λάδι που
παρασκευάζουν οι νοικοκυρές τηγανίτες (λαλαγγίτες, λουκουμάδες). Όταν
όμως συλλάβουν κανένα από τους καλικάντζαρους τον δένουν και τον
υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου, και μετά τους πνίγουν
μέχρι θανάτου
Πασίγνωστη είναι η δοξασία που όταν οι καλικάντζαροι φεύγουν
(κατέρχονται στη γη) κατά τον αγιασμό των οικιών που φωνάζουν σε τροχαίο
ρυθμό:
.
Από την παραμονή και ανήμερα των Φώτων πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών των οικιών και της υπαίθρου με υπαίθριες φωτιές.
Επίσης διαφορετικές είναι και οι απόψεις περί της ετυμολογίας της
κοινής ονομασίας τους «καλικάντζαροι». Κύριες εκ των οποίων είναι:
Αυτός γεννήθηκε στην «εποχή των καλικαντζάρων». Λέγεται για άτομα άτολμα και ευθυνόφοβα (Μακεδονία).
Ο καθένας από τους καλικάντζαρους έχει και κάποιο ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό που τον κάνει να ξεχωρίζει . Από αυτό το χαρακτηριστικό ο
λαός μας τους έδωσε και τα ονόματά τους . Είναι ως επί το πλείστον
λέξεις σύνθετες και αστείες .
Ιστορίες με καλικάντζαρους
Κάποτε
υπήρχε μια μαμμή της οποίας εμφανίστηκε ένα καλικάντζαρος σαν άνθρωπος
και της ειπε: «έλα μαζί μου γιατί πρέπει να ξεγεννήσεις τη γυναίκα μου.
Αν κάμει η γυναίκα μου υιό θα σε πολυχρυσώσω, αλλά αν κάμει κόρη θα σε
σκοτώσω». Η μαμμή ακολούθησε τον άνδρα μέχρι το σπίτι του και ξεγέννησε
τη γυναίκα του. Η γυναίκα έκαμε κορή, αλλά επειδή η μαμμή φοβήθηκε είπε
ψέμματα στον άνδρα ότι απέκτησε ένα γιο. Ο άνδρας – καλικάντζαρος,
χαρούμενος με τα νέα που άκουσε, της έβαλε στην ποδιά της αντί χρυσάφι,
κρεμμυδόφυλλα. Η μαμμή φοβισμένη έτρεξε αμέσως προς το σπίτι της και
ενώ έτρεχε της έπεφταν τα κρεμμυδόφυλλα. Όταν έφθασε στο σπίτι της,
έριξε όσα κρεμμυδοφυλλα της έμειναν στο πάτωμα, και αμέσως αυτά έγιναν
χρυσάφι. Η μαμμή επείδη φοβήθηκε ότι ο καλικάντζαρος θα την καταδίωκε
όταν ανακάλυπτε την αλήθεια, δεν ξαναβγήκε ποτέ νύχτα έξω από το σπίτι
της, για να μην την σκοτώσει.
Κάποτε
ζούσε ένας γέροντας, που έμενε μόνος του στο βουνό και ήταν πολύ
πλούσιος. Στο χωριό κοντά στο σπίτι του γέροντα, υπήρχε μια οικογένεια
φτωχή με 5 -6 παιδιά. Τα παιδιά και ο πατέρας κάθε χρόνο στις γιορτές
έβαφαν μαύρο το πρόσωπό τους με κάρβουνα, ντύνονταν καλικάτζαροι και
πήγαιναν στο σπίτι του γέροντα. Εμφανίζονταν στο γέρο ως καλικάντζαροι
και τον απειλούσαν να τους δώσει φαΐ, αλλιώς θα τον σκότωναν. Ο γέροντας
φοβισμένος τους έδινε πολλή φαγητό και άλλα πολλά πράγματα, για να τους
ξεφορτωθεί. Μια φορά είπε την ιστορία του σε ένα κυνηγό και ο κυνηγός
του είπε ότι αν του έδινε 2 λίρες, θα ξεφορτωνόταν τους καλικάντζαρους
μια και καλή. Ο γέροντας μη έχοντας άλλη επιλογή έδωσε 2 λίρες στον
κυνηγό και τον εμπιστεύτηκε για να ξεφορτωθεί τους καλικάντζαρους. Ετσι,
όταν έφθασαν οι γιορτές, ο κυνηγός κρυβόταν κάθε βράδυ πίσω από την
πόρτα του γέροντα. Όταν ένα βράδυ εμφανίστηκαν οι καλικάντζαροι, ο
κυνηγός κτύπησε τον πατέρα, που μπήκε πρώτος μέσα στο σπίτι με ρόπαλο
στο κεφάλι. Τα παιδιά αμέσως τράπηκαν σε φυγή και ο κυνηγός έδειξε στο
γέροντα ότι οι καλικάντζαροι δεν ήταν παρά άνθρωποι πεινασμένοι, που τον
εκβίαζαν για φαγητό.
|
Βυζαντινή τοιχογραφία |
ριζ΄
Ἡ παγαποντιὰ τῶν καλικαντζάρων
Ἄχ, βάχ, ὠϊμέ, κι ὁλοχρονὶς
μὲ πριόνια καὶ τζεκούρια μας,
τὸ δέντρον ποὺ βαστάει τὴ γῆς
πελεκοπριονίζαμεν·
κοντὰ θὰ τὸ κρημνίζαμεν
τῶν Χριστουγέννω ἀνήμερα,
καὶ πρίχου ἡ γῆς πλακώσει μας,
βγαίναμεν τῆς παραμονῆς.
Δώδεκα ἡμέρες, βρὲ παιδιά,
τί ζαβολιές! Πειράγματα!
Τί νυχτοπερπατήματα!
Κλεψιὲς καὶ μαγαρίσματα!
Στῶν καλκαντζάρων τοὺς χοροὺς
σκιάζαμεν τοὺς περαστικούς,
κι ὡς πετεινὸς λαλήσει τρίς,
τσιγκλούσαμεν ὁλονυχτίς.
Κι ὡς ἁγιαζόταν τὰ νερὰ
τῶν φώτων καὶ τῶν φωτισμῶν,
- ὤ τρισαλὶ καὶ συμφορά -
στὸν κάτω κόσμ’ ὀγλήγορα
πηδούσαμεν, κυλούσαμεν
κ’ οἱ κακομοίρηδες γοερὰ
«Ἔθρεψε τὸ δεντρὶ κορμόν!»
τὸν ὀδυρμὸ ἐκινούσαμεν.
Πολλὰ χολιάστη ὁ βασιλιάς:
«Νερὸ νὰ πιεῖ ποιός δύνεται
σὰν εἶναι τρύπιος ὁ κουβάς;»
Στὶς φάρες στέλνει μπουγιουρντὶ
κ’ εὐθὺς μάζωξι ἐκάλεσεν
πασῶν τῶν καλικάντζαρων·
ὁμοῦ πλέμπα κ’ εὐγενικούς,
πρώτους καὶ παρακατιανούς.
«Ὦ κακομούτσουνη γενιά,
ὁλοχρονὶς πριονίζουμε,
τῶν φώτων θρέφεται ὁ κορμὸς
κι ἂχ μαρτυροῦμ’ αἰώνια·
θαρρέψτε, φτάνει ὁ γδικιωμός!
Κάποια σοφὰ τελώνια,
τὴ γῆς πῶς νὰ κρημνίσουμε,
μ’ ὁρμήνεψαν παγαποντιά».
«Ὤωω!» Τότες ὅλοι ἐθαύμασαν,
μὰ ὁ ῥήγας ἔσκουξεν: «Σιωπή.
Ποιοί ἀπὸ ἐσᾶς οἱ διαλεχτοὶ
ὡς ἄνθρωποι νὰ ζήσετε;»
«Ἴιι!» Φρούμαξαν καὶ μάνισαν,
μὰ ἦτον ἅγιος ὁ σκοπός,
τῆς γῆς ὁ κατακρημνισμός!
Κ’ ἔτσι πολλοὶ ἐφάνησαν.
Στὴν ἀνθρωπότη ἐσκόρπισαν,
σ’ ὅλους τρυπῶσαν τοὺς λαοὺς
φουσσάτο ἀνέγνωρο, κρυφόν·
μὰ τοὺς ἐπείραζεν τὸ φῶς,
κ’ ἐψάχναν μέρη ἀνήλιαγα,
στοές, χαμώγια σκοτεινά,
κι ἀγάλια ὑφαῖναν στοὺς καιροὺς
διχόνοιες καὶ ξολοθρεμούς.
Ὀφίκια ἁρπάξαν καὶ τιμές,
γίναν ῥηγάδες σεβαστοί,
μινίστροι καὶ βουλευταριόν,
καὶ μεγαλοπαπαδαριόν,
μὰ κι ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος,
τῆς μάσας, τοῦ οἰνοπνεύματος,
καὶ ζουρναλίστες μαχητές,
τοκογλυφοχρηματιστές.
Κι ὡς ξεύρουν καὶ τὸ συνηθοῦν,
σὰν τὰ γκουβέρνα ἔπιασαν,
βάλαν μπρὸς τέχνες πονηρές·
κόψαν τὶς ῥίζες τῶν λαῶν,
τὸν κόσμο ἐκάμαν παρδαλὸν
καὶ τ’ ἄνομα χρίσαν πρεπά,
καλόν, κακὸ ἀνακάτωσαν
κ’ εἶπαν τὰ λογικὰ ζουρλά.
Μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα πόλεμος
καὶ ξαναματαπόλεμος
κ’ ὕστερις πόλεμος ξανά,
ξεριζωμοί, ξευτελισμοί,
ῥημάγματα καὶ χαλασμοί,
μόχθος, ξαναχτισίματα,
καὶ μαῦρος βιὸς μ’ ἀπανθρωπιὲς
καὶ κρίσεις οἰκονομικές.
Κι ἀρχίσαν δάκρυα νὰ κυλοῦν,
καὶ τῶν ψυχῶν ἡ καταχνιὰ
πηχτὴ ἀντάρα ὅλ’ αὔξαινε,
βάρυνε ὁλάκερη τὴν γῆ·
καὶ τῶν δακρυῶν οἱ ποταμοὶ
τὸ χῶμα ἐπότιζαν γοργὰ
κ’ ἡ γῆς, σφουγγάρι, ἐφούσκωνεν
καὶ γένονταν πολλὰ βαρειά.
Πνιχτογελᾶ ὁ βασιλιάς:
«Ἀδέρφια σίμωσε ὁ καιρὸς
κ’ εἰς μιὰ χρονιὰ μελλούμενη
μὲ τόσον βάρος, νὰ τραφεῖ
δὲν θὰ προκάμει ὁ κορμὸς
κ’ ἡ γῆς κομμάτια θὰ γενεῖ
μὲ πάταγον καὶ σαματά,
γι’ αὐτὸ παληόσκυλα δουλειά.
Πὸ κάτω ἡ πλέμπα ἂς πελεκᾶ,
κ’ εἰς τ’ ἁψηλὰ τ’ ἀρχοντολόϊ
χαλάστε τους, λιανίστε τους,
φοροχαρατσομπῆχτε τους,
γάργαρα δάκρυα νὰ κυλοῦν
καὶ τὰ στερνὰ σὰν στραγγιχτοῦν
θὰ πάει τὸ σχέδιο μας ῥολόϊ,
κ’ ἡ νέα τάξις ξεκινᾶ!»
Φίλοι, δὲν ξεύρω νὰ τὸ εἰπῶ
ἂν μὲς στὸν κάταστρο οὐρανὸ
ἐπλάστηκαν κι ἄλλοι λαοὶ
πλιὸ τετραπέρατα μωροὶ
ἀπὸ τοὺς καλικάντζαρους.
Οἱ μὲν θὰ καταπλακωθοῦν
κ’ οἱ δὲ θὰ γκρεμοτσακιστοῦν
κι ἅπαντες θέλει ἀπολεσθοῦν.
Διῶχτε λοιπὸν τοὺς μουλωχτούς,
ἀφέντες κουτοπόνηρους,
μινίστρους καὶ βολευταριόν,
κι ἀμήν, τραγοπαπαδαριόν,
ἀπνεύματους τοῦ πνεύματος
καὶ ζουρναλίστες χλευαστές,
τραπεζοφραγκοπειρατὲς
κι ὅλο τὸ καλικαντζαριόν…
Καλὴ χρονιά! Καλὲς γιορτές!
Τραγωδάνος
Ο Νικόλαος Πολίτης, στην περισπούδαστη πραγματεία του «Οι Καλικάντζαροι», έχει τη γνώμη ότι η συνήθεια να μασκαρεύονται από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα «παρέχε
το ενδιαφέρον εις την φαντασίαν του λαού να πλάσει τους Καλικάντζαρους.
Ο τρόπος ον ενέπνεον εις τα παιδιά μεν πάντοτε, πολλάκις δε εις τους
ενήλικας, προσέδιδε δαιμονιώδη φύσιν εις τους οχληρούς και ταραχώδεις
εκείνους πανηγυριστάς των Καλανδών, μέχρις ότου παντελώς συνέχισε και
αφομοίωσεν αυτούς προς τα παντοία δείγματα των δεισιδαιμόνων
παραστάσεων».
Ο Ν. Πολίτης μας πληροφορεί ακόμα, πως οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι Καλικάντζαροι είναι βρικόλακες Ατσιγγάνων. Έτσι εξηγείται και η ονομασία τους. Το πρώτο συνθετικό «Κάλι»
είναι ονομασία Ατσιγγάνων. Το δεύτερο συνθετικό είναι ονομασία των
Ατσιγγάνων της Αιγύπτου, που ήρθαν στην Ελλάδα τον 14ο αιώνα.
Ονομάζονταν «Γαντζάροι». Οι Καλι-Γαντζάροι έγιναν Καλι-Καντάροι με αφομοίωση, που άλλαξε το Καλίγι σε Καλίκι.
Στην Κύπρο τους λένε και Καραμάνους. Αλλά Καρα-Μαύρους και Μάνους ονομάζουν τους Ατσιγγάνους. «Καρά» σημαίνει μαύρος και «Μάνους» άνθρωπος. Ο Πολίτης αναφέρει επίσης: «Οι Καλικάντζαροι πηγαίνουν εις την εκκλησίαν σαν κι εμάς και μόνον όταν βγαίνουν τ' άγια γίνουντ' άφαντοι». Το άλλο όνομά τους «Κάηδες», που το συναντάμε στη Ρόδο και την Κάρπαθο, χαρακτηρίζει Ατσιγγάνους που ήταν, όπως πίστευαν, απόγονοι του Κάιν.
Την
παραμονή των Φώτων οι Καλικάντζαροι γυρίζουν στο υποχθόνιο βασίλειό
τους, αφού αφήσουν τις στέγες των σπιτιών όπου έμειναν δώδεκα μέρες και,
σύμφωνα με την παλιά παράδοση, όταν ο παπάς με τη σειρά του αγιάσει τα
σπίτια.
Από μια άλλη
άποψη, οι Καλικάντζαροι είναι επινόηση των πρώτων χριστιανών, που είχαν
σκοπό, με αυτό τον τρόπο, να προκαλέσουν τη φρίκη και το δέος στους
αβάφτιστους και στους αδιάλλακτους. Απόδειξη αυτού είναι ότι οι
Καλικάντζαροι εγκαταλείπουν τις στέγες των σπιτιών την παραμονή των
Φώτων, που γίνεται ο μικρός αγιασμός. Με τον καιρό όμως οι Καλικάντζαροι
έγιναν στη συνείδηση του λαού «χαριτωμένα δαιμονάκια»,
που δεν προκαλούν φρίκη. Δεν αφήνουν, όμως, ευκαιρία, που να μην
πειράξουν τους ανθρώπους τις δώδεκα μέρες που κρατά η δράση τους.
Στην Αντισσα της Λέσβου
λένε, πως οι Καλικάντζαροι έρχονται την πρώτη μέρα του Δωδεκάμερου, που
είναι τα Χριστούγεννα. Όποιος πεθάνει και πάει στον άλλο κόσμο άψαλτος
κι αλιβάνιστος, βρικολακιάζει και γίνεται Καλικάντζαρος. Αυτός είναι
δαίμονας με ανθρώπινη μορφή, μαύρος και ασχημομούρης, με κόκκινα μάτια
σαν τη φωτιά, στραβός και ασχημομούρης, στραβοκάνης με πόδια σαν του
τράγου, χέρια αρκουδίσια, κι όλο του το κορμί μαλλιαρό. Άλλοι κουτσοί,
στραβοκάνηδες, κι άλλοι στραβοί, αλλήθωροι. Άλλοι μονόματοι, κι άλλοι
μονοπόδαροι. Άλλοι ψηλοί, κι άλλοι κοντοί. Είναι τα στοιχειά, που δώδεκα
μήνες κρατά στην εξουσία του ο Χριστός και μας φυλάει από το κακό, και
δώδεκα μέρες αφύλαχτα, γιατί τα νερά δεν είναι αγιασμένα. Είναι
αβάφτιστα και τότες τα στοιχειά αμολημένα, πειράζουνε τους ζωντανούς.
Μπαίνουν
από τις καπνοδόχους στα σπίτια και βρωμάνε τα φαγητά και τα γλυκά.
Πειράζουν τις γυναίκες και τις ψαχουλεύουν στα γυμνά τους. Όλο το
Δωδεκαήμερο, ως τη μέρα των Φώτων που θ' αγιαστούνε τα νερά με το μεγάλο
αγιασμό, γυρίζουν και κυνηγάνε τους ανθρώπους. Γι' αυτό οι γυναίκες τα
Χριστούγεννα κάνουν αγιωτικά και θυμιάζουν για να μην μπουν οι
Καλικάντζαροι στο σπίτι τους και τις πειράξουνε. Τώρα που ξέρουν πώς
έγιναν οι Καλικάντζαροι και βγαίνουν κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα, όταν
πεθάνει κάποιος και δεν έχουν παπά να τον ψάλουν και να τον θυμιάσουν,
του βάζουν και παίρνει μαζί του ένα εικόνισμα, κι έτσι δε βρικολακιάζει.
Τα
παιδιά που γεννιούνται τη μεγάλη βδομάδα των Χριστουγέννων, και
γεννιέται κι ο Χριστός, αν δε βαφτιστούν ως τα Φώτα, γίνονται Καλ'κατζαρέλια,
μικροί Καλικάντζαροι. Γι' αυτό τα βαφτίζουν ανήμερα τα Φώτα, ακόμα και
χωρίς παπά. Και δε φοβούνται πια μη γίνουν Καλικάντζαροι, γιατί
βαφτίζονται μέσα στ' αγιασμένα νερά, που είναι κείνη τη μέρα σαν τ' άγιο
μύρος.
Στην Κάρπαθο,
οι μανάδες δένουν τη μέση των παιδιών τους, που είναι στις κούνιες, με
«βάτους» τις χριστουγεννιάτικες μέρες, για να μην τους κάνουν κακό οι «Κάγοι», οι Καλικάντζαροι, που θα φύγουν απ' τα σπίτια, όπως πιστεύουν, σαν περάσει η γιορτή τ' Αϊ-Γιάννη.
Στη Ρόδο, όποιο παιδί γεννηθεί ανήμερα τα Χριστούγεννα, το λένε «Κάο»,
Καλικάντζαρο. Λέγεται, λοιπόν, ότι οι «Κάηδες» σηκώνονται τη νύχτα απ'
το κρεβάτι τους το πρώτο δεκαήμερο, κι ασυναίσθητα γυρίζουν έξω. Για να
μην αγριέψει όμως το παιδί, οι δικοί του φροντίζουν να του κάνουν το «μονομερίτικο»
ρούχο. Φωνάζουν, δηλαδή, στο σπίτι τους γυναίκες που να λέγονται Μαρίες
και τους δίνουν μία μπάλα μπαμπάκι. Αυτές το κλώθουν, το κάνουν νήμα,
το υφαίνουν και ράβουν ένα ρούχο, που θα το φορέσει ο Κάος. Όλη αυτή η
δουλιά πρέπει να γίνει μέσα σε μια μέρα, γι' αυτό και το ρούχο λέγεται
«μονομερίτικο».
Στη Θράκη
πιστεύουν ότι οι Καλικάντζαροι συνηθίζουν να κατεβαίνουν τη νύχτα από
το τζάκι και ν' αρπάζουν τα λουκάνικα, κι ότι χορεύουν γύρω από τα
πηγάδια, όπου, αν πάει κανείς, τον βάζουν με το στανιό να χορέψει μαζί
τους.
Στην Κυνουρία χαράζουν με κάρβουνο σταυρούς στις πόρτες και στα παράθυρα, για να μην μπαίνουν μέσα οι «Λυκοκαντζάροι».
Σε πολλά χωριά, στην Πελοπόννησο,
από τη μέρα των Χριστουγέννων ζωγραφίζουν σ' όλες τις πόρτες και τα
παράθυρα του σπιτιού ένα σταυρό με κάρβουνο, για να μην μπουν και να
διώξουν τους Καλικάντζαρους.
Στην Κύπρο
πιστεύουν πως ο Καλικάντζαρος μπορεί να «αιχμαλωτιστεί», φτάνει ο
άνθρωπος να τον δέσει από το πόδι με «μόλινο» (λινή κλωστή). Την
παραμονή των Φώτων τελειώνει η δράση των Καλικαντζάρων πάνω στη Γη.
Βιάζονται τότε να χωθούν γρήγορα πίσω στα βάθη της Γης, προτού ο παπάς
αρχίσει ν' αγιάζει τα νερά. Και για να μην ξεμείνει κανένας πάνω στη Γη,
παρακινεί ο ένας τον άλλο να φύγουν. Λένε: «Φορτώστε να φορτώσουμε, κι αϊντέστε να φύγουνε, τ' έφτασε ο τουρλόπαπας, με την αγιαστούρα του».
Την τελευταία μέρα που θα φύγουν οι «Πλανήταροι» ή «Καραμάνοι»,
στην Κύπρο οι νοικοκυρές τους περιποιούνται, για να τους εξευμενίσουν.
Τους ψήνουν «ξεροτήανα» (λουκουμάδες) με μπόλικο λάδι για να φάνε οι «Πλανήταροι που γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και χαιρετιούνται που θα φύγουν».
Επειτα τα περιχύνουν με μέλι. Ολη η οικογένεια συγκεντρώνεται, τώρα,
γύρω από το τηγάνι με το ζεστό λάδι που αχνίζει. Πρώτο, όμως, οι
Καλικάντζαροι θ' γευτούν τα ξεροτήανα, που η νοικοκυρά θα ρίξει στη
στέγη του σπιτιού και θα λέει: «Τσιτσί, τσιτσί λουκάνικο, κομμάτι ξεροτήανο, ρίξε στους Καλικάντζαρους, να φάσιν και να φύουσιν».
Στην Κύπρο τους φαντάζονται σαν κουβάρια. Καθώς σκύβουν οι άνθρωποι να
τους πάρουν εκείνα αρχίζουν να τρέχουν. Λίγο πιο πέρα αλλάζουν μορφή και
γίνονται γαϊδουράκια και γκαμήλες. Όταν ο άνθρωπος ξεγελιέται κι
ανεβαίνει στην πλάτη τους, τότε αυτά ψηλώνουν σα βουνό και τον ρίχνουν
κάτω.
Στη Λήμνο πιστεύουν πως ο Χριστός είπε στους ανθρώπους να φυλάγονται το Δωδεκαήμερο από τους Καλικάντζαρους.
Στην Κομοτηνή φοβούνται τόσο πολύ τους «Καρκατζέλ», ώστε τη νύχτα δε σφυρίζουν ποτέ, για να μη μαζευτούν πολλοί μαζί και τους κάνουν κακό.
Στη Χίο,
την παραμονή των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης του σπιτιού φέρνει ένα
μεγάλο ξύλο από τα χωράφια του και το βάζει μέσα στο σπίτι, στη μέση της
κάμαρας. Το «χριστόξυλο», όπως το λένε, το ραίνουν καρύδια κι αμύγδαλα,
που μαζεύουν τα παιδιά και τα τρώνε. Κατόπι η νοικοκυρά παίρνει το
κούτσουρο και το βάζει στο τζάκι, όπου θα καίγεται συνέχεια όλο το
Δωδεκαήμερο. Οταν περάσει το Δωδεκαήμερο θα μαζέψουν τη στάχτη και θα τη
ρίξουν στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, για να προστατεύεται από τα
«δαιμόνια», που αυτές τις μέρες ανεβαίνουν απ' τα βάθη της Γης και
πειράζουν τους ανθρώπους.
Στα Εφτάνησα πιστεύουν ότι τα «Λυκοτσαρδά» ή «Παγανά»
είναι αόρατες δυνάμεις που μπορούν να κάνουν χιλιάδες κακά. Είναι τα
κακοποιά σύνεργα του σκότους και των ποταμίσιων νερών, που
παρουσιάζονται με το πρώτο άστρο των Χριστουγέννων, κι εξασφαλίζονται με
το αγίασμα των νερών, τα Φώτα.
Πηγές:
http://el.wikipedia.org/wiki
http://www.mikresistories.net/2011/01/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου