Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Πλειάδες και Ωρίων

Οι Πλειάδες κατά τη μυθολογία ήταν κόρες του τιτάνα Άτλαντα και της Πλειόνης, αδελφές της Καλυψώς και των Υάδων. Την ύπαρξή τους οι αρχαίοι Έλληνες εμπνεύσθηκαν απ' τον ομώνυμο αστερισμό, που στα νεώτερα χρόνια έγινε γνωστός σαν Πούλια. Γεννήθηκαν στο όρος Κυλλήνη και θεωρούνταν θεότητες του βουνού.
Οι Πλειάδες ήταν εφτά:

  • Η Μαία, η πρώτη και ομορφότερη, μητέρα του Ερμή από τον Δία
  • Η Ταϋγέτη, μητέρα του πρώτου βασιλιά της Σπάρτης Λακεδαίμονα από τον Δία
  • Η Ηλέκτρα, μητέρα του Δαρδάνου, γενάρχη των Τρώων και του Ιασίονος από τον Δία
  • Η Στερόπη, σύζυγος (ή μητέρα) του ήρωα Οινόμαου από τον Άρη
  • Η Κελαινώ, μητέρα του ήρωα Λύκου και του Ευρύπυλου βασιλιά της Κυρήνης από τον Ποσειδώνα
  • Η Αλκυόνη, μητέρα του Υριέα και της Αιθούσης από τον Ποσειδώνα
  • Η Μερόπη, σύζυγος του Σίσυφου και μητέρα του Γλαύκου
Οι Πλειάδες φαίνονται με γυμνό οφθαλμό και, σύμφωνα με το αστρονομικό τους μέγεθος, είναι: η Αλκυόνη (η Ταύρου) 3ου μεγέθους, η Ηλέκτρα 3,5ου μεγέθους, η Μαία, η Ταϋγέτη, η Κελαινώ και η Στερόπη 4ου μεγέθους, η Μερόπη, η οποία είναι αφανής, και οι γονείς τους, ο Άτλας και η Πλειόνη η οποία διακρίνεται μόνον από άτομα με πολύ αυξημένη όραση. Στους «Καταστερισμούς» του Ερατοσθένους του Κυρηναίου, αναφέρεται το μυθολογικό τους προφίλ: «Στο τμήμα του Ταύρου που ονομάζεται ράχη βρίσκεται η Πλειάς, η οποία αποτελείται από 7 αστέρες. Λέγεται ότι αυτές είναι οι θυγατέρες του Άτλαντος, γι’ αυτό ονομάζεται επτάστερη. Δεν είναι ορατές δε και οι 7, αλλά οι 6. Η αιτία είναι, όπως λέγεται, η εξής: Οι μεν 6 λένε ότι συνευρέθηκαν με θεούς, η δε μία με θνητό. Αυτές δοξάζονται πολύ από τους ανθρώπους, γιατί για κάθε εποχή τους παρέχουν καιρικές ενδείξεις. Σύμφωνα με τον Ίππαρχο έχουν μια θέση που πλησιάζει πολύ το τριγωνικό σχήμα». 

Οι Πλειάδες ήταν παρθένες σύντροφοι της Αρτέμιδας και μεταφέρθηκαν στον Ουρανό για να γλιτώσουν από τον Ωρίωνα ή, σύμφωνα με άλλη μυθολογική εκδοχή, από τη θλίψη τους για την ταλαιπωρία του πατέρα τους, ο οποίος κρατούσε στους ώμους του τη Γη. Οι Πλειάδες αποτελούν ένα ανοιχτό σμήνος αστέρων που βρίσκεται δεξιά από τον αστερισμό του Ταύρου, όπως αναφέρθηκε. Το σμήνος αυτό είναι η Πούλια της λαϊκής παράδοσης. Οι Πλειάδες περιλαμβάνουν 25.000 άστρα από τα οποία διακρίνονται επτά με γυμνό οφθαλμό. Ο λαμπρότερος των αστέρων, η Αλκυόνη, βρίσκεται στο κέντρο και αποτελεί την μία από τις κορυφές του ρομβοειδούς τετραπλεύρου, του οποίου οι άλλες τρεις κορυφές, σύμφωνα με την πορεία των δεικτών του ρολογιού, καταλαμβάνονται από τη Μαία, την Ηλέκτρα και τη Στερόπη. Η διαγώνιος του ρόμβου, ξεκινώντας από την Αλκυόνη και καταλήγοντας στην Ηλέκτρα, προεκτεινόμενη συναντά τον Άτλαντα. Νεότερες αστρονομικές έρευνες απέδειξαν ότι υπάρχει φυσικός δεσμός μεταξύ των αστέρων του σμήνους και ότι αυτοί έχουν πιθανότατα κοινή καταγωγή.

Η ημερομηνία της μεσουρανήσεως των Πλειάδων -περίπου την 17η Νοεμβρίου- εθεωρείτο σημαντική και άρχιζαν οι τελετές προς τιμήν της θεάς Ίσιδος. Η ίδια ημέρα εορταζόταν και από τους Πέρσες, ο βασιλιάς των οποίων εκείνη την ημέρα έκανε ό,τι του ζήταγαν οι υπήκοοί του. Την ίδια ημέρα άρχιζε και το έτος πολλών ανατολικών λαών, οι οποίοι συσχέτιζαν τους επτά αστέρες με τα επτά αγαθά πνεύματα των Βεδών και της Ζινδαβέστας, ή φαντάζονταν ότι μέσα στο σμήνος των Πλειάδων βρίσκεται η κατοικία των θεών τους και το κέντρο του Σύμπαντος. Παρόμοιες δοξασίες είχαν και μερικές φυλές της Αυστραλίας και της Πολυνησίας. 
Για τους Αρχαίους Έλληνες, οι Πλειάδες ήταν οι ευνοϊκοί για τα ταξίδια τους αστέρες, γιατί με την ανάδυσή τους από τον Ήλιο όριζαν το Μάιο, ο οποίος ήταν ο κατάλληλος μήνας για να τα ξεκινήσουν. Γι’αυτό αναφέρουν ότι το όνομά τους προέρχεται από το ρήμα «πλέω», η πιο έγκυρη, όμως, ετυμολογία τους είναι από τη λέξη «πλείονες» λόγω του μεγάλου τους αριθμού. Οι Πλειάδες αναφέρονται αστρονομικά στα Κινέζικα Χρονικά του 2357 π.Χ. οπότε η Αλκυόνη, ο λαμπρότερος αστέρας τους, βρισκόταν κοντά στο εαρινό σημείο, ενώ σήμερα είναι 24ο βορειότερα από τον Ισημερινό. Ο Al Biruni, αναφέροντας αυτή τη θέση, σημειώνει ότι βρέθηκε «σε μερικά βιβλία του Ερμή του Τρισμέγιστου» και γράφει: « Τούτο πρέπει να έχει συμβεί προ 3.000 ετών περίπου …». Μερικοί ποιητές (όπως ο Αθηναίος, ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος και ο Σιμωνίδης) τις ονομάζουν «Πελειάδες», εξομοιώνοντάς τις με περιστέρες, τις οποίες κυνηγά ο κυνηγός Ωρίων, η δε Σαπφώ λέει ότι η δύση τους συμπίπτει με τα μεσάνυκτα.

Ο Ωρίων (Ωρίωνας) ήταν ο πιο διάσημος κυνηγός στην ελληνική μυθολογία.
Μια φορά, όπως το συνήθιζαν οι θεοί του Ολύμπου, ο Δίας και ο Ποσειδώνας πήγαν ένα περίπατο στη γη μεταμφιεσμένοι σε ανθρώπους. Περνώντας από τη Βοιωτία δέχθηκαν τη θερμή φιλοξενία του Υριέα, του «επώνυμου ήρωα» της πόλεως Υρίης. Εκείνη την εποχή όμως ο Υριέας ήταν σε πολύ μεγάλη ηλικία και χήρος χωρίς παιδιά. Εξομολογήθηκε στους φιλοξενούμενους τον καημό του για τη μεγάλη μοναξιά του και πόσο θα ήθελε να είχε ένα παιδί. Αφού οι δύο θεοί είχαν φύγει, το άλλο πρωί ο Υριέας βρήκε στο κατώφλι του σπιτιού του ένα βρέφος: ήταν ο μικρός Ωρίων, ένα δώρο από τους θεούς για τη φιλοξενία που τους είχε προσφέρει. Για τον λόγο αυτό ο Ωρίων αναφέρεται άλλοτε ως γιος του Υριέα και άλλοτε ως γιος του Ποσειδώνα, μάλιστα ήταν καρπός της σχέσης του θεού με την Ευρυάλη, κόρη του βασιλιά Μίνωα. Λέγεται ακόμα ότι είχε πάρει από τον πατέρα του, θεό της θάλασσας, το χάρισμα να μπορεί να βαδίζει πάνω στη θάλασσα.
Ο Ωρίωνας μεγάλωσε και έγινε «ανήρ εξόχου ρώμης και καλλονής, και δεξιώτατος κυνηγός». Εκτός από πολύ δυνατός και όμορφος, φαίνεται ότι ήταν πολύ ψηλός στο ανάστημα, κάτι που συνδεέται και με τον ομώνυμο αστερισμό. Συνόδευε τη θεά του κυνηγιού, την `Αρτεμι, στα κυνήγια της. Κάποτε ο Ωρίων φιλοξενήθηκε στη Χίο από τον εκεί βασιλιά Οινοπίωνα (κατά μία εκδοχή και ο Ωρίων ήταν Χιώτης).
«Τοπίο με τον τυφλό Ωρίωνα να αναζητά τον ήλιο». Ζωγραφικός πίνακας του Nicolas Poussin (1658).
Συμπεριφέρθηκε όμως απερίσκεπτα, καθώς ερωτεύθηκε τρελά την κόρη του βασιλιά, τη Μεράδη. Τότε ο Οινοπίων του έδωσε να πιεί ένα ποτό που τον τύφλωσε και μετά τον πέταξε στη θάλασσα. Εκεί τον περιμάζεψε ο θεός `Ηφαιστος και τον οδήγησε στον Απόλλωνα, τον θεό του φωτός, που του ξανάδωσε την όρασή του.

Σχετικά με το τέλος του Ωρίωνα υπάρχουν αρκετές διαφορετικές παραδόσεις. Σύμφωνα την κυρίαρχη παράδοση, πέθανε στη Δήλο (γνωστή τότε ως Ορτυγία) από δάγκωμα σκορπιού, που τον έστειλε είτε η Άρτεμις επειδή είχε φύγει από κοντά της ως ερωτευμένος με την Ηώ (Οδύσσεια, ε 121 κ.ε., λ 310), είτε ο Απόλλων για να μη δημιουργηθεί ερωτική σχέση του Ωρίωνα με την `Αρτεμι (αδελφή του Απόλλωνα), είτε τέλος η ίδια η Γη τιμωρώντας τον για την καυχησιολογία του ότι κανένα ζώο δεν ξέφευγε από τα βέλη του. Για τον λόγο αυτό, όταν μετά τον θάνατό του ο Ωρίων «καταστερίσθηκε», μετατράπηκε δηλαδή σε αστερισμό, βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά της Ουράνιας Σφαίρας από τον αστερισμό Σκορπιό.
Η Άρτεμις πάνω από το πτώμα του Ωρίωνα πριν αυτό μεταφερθεί στον ουρανό. Ζωγραφικός πίνακας του Seiter (1685).
Στη Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου (Α΄ 4, 3) αναφέρεται ότι η `Αρτεμις σκότωσε τον Ωρίωνα επειδή αυτός ατίμασε την `Ωπιν, μία από τις ακολούθους της, ή απλώς επειδή προκάλεσε την Άρτεμι σε αγώνα δισκοβολίας.

Στην παράδοση που υιοθετεί ο λυρικός ποιητής Πίνδαρος, ο Ωρίων είδε κάποτε την Πληιόνη με τις κόρες της, τις Πλειάδες, και τις κατεδίωξε επί πέντε ολόκληρα χρόνια, μέχρι που ο Δίας τις καταστέρισε μαζί με τον Ωρίωνα και τον σκύλο του. Στην Οδύσσεια (λ 572-575) αναφέρεται ότι ο Οδυσσέας είδε τον Ωρίωνα στο ταξίδι του στον Κάτω Κόσμο να σαλαγάει θηρία, υποδηλώνοντας ότι ούτε μετά τον θάνατό του έπαψε να αγαπά το κυνήγι: «`Επειτα τον Ωρίωνα εκεί είδα τον πελώριο / που σαλαγούσε τα θεριά στ' ασφοδελό λιβάδι, / όσα στ' απάτητα βουνά τα 'χε σκοτώσει ο ίδιος, / κι ένα ματσούκι χάλκινο πάντα άσπαστο βαστούσε.» (Ομήρου Οδύσσεια, αρχαίον κείμενον - έμμετρος μετάφρασις Ζησίμου Σίδερη, εκδ. οίκος Ιωάννου & Π. Ζαχαροπούλου, Αθήναι 1939)
Ωρίων, ο Κυνηγός, σε άτλαντα του Γ. Μπάγιερ (1603)



http://el.wikipedia.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου