Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Μικρός Ψαράς & Η Όμορφη Γοργόνα




"Μια φορά κι ένα καιρό..."
Η αρχή είναι πάντα ίδια. Παραπέμπει αυτόματα, το νου του αναγνώστη, σε παραμύθι. Ωστόσο όχι... Όσο κι αν αυτό ακουστεί περίεργο κι απίστευτο, τούτο δω, δεν είναι παραμύθι. Τουλάχιστον όχι με την ευρεία έννοια του όρου. Όλα είναι παραμύθια ή και κανένα. Το θέμα είναι, τι πιστεύει κανείς ή τι είναι διατεθειμένος να πιστέψει.
"...ήταν ένας μικρός ψαράς..."
Αυτή η ιστορία λοιπόν, είναι εντελώς μα εντελώς αληθινή. Αν δυσκολεύεται να το πιστέψει κάποιος, ας πούμε τότε πως είναι σχεδόν αληθινή. Έστω, έχει αρκετά ψήγματα αλήθειας. Είναι αληθοφανής, εν πάσει περιπτώσει. Πως αλλιώς να πείσω, παρά μόνον αν πω, πως κάποιο πρόσωπο, είμαι γω ο ίδιος! Κάποιο ή κάποια εξ αυτών. Ίσως πάλι και να το νειρεύτηκα, ποιος ξέρει; Συνήθως τα όμορφα όνειρα, δε τα θυμόμαστε το πρωΐ ή ίσως κι έτσι να πιστεύουμε. Εκεί που σκεφτόμαστε πως "πάει... χάθηκε" και ξεχνάμε τα πάντα, μιαν άλλη νύχτα, που δε κολλά ύπνος ή μιαν άλλη μέρα, που 'χει ένα κάποιο δροσερό ή καφτό περίβλημα, μας έρχεται μια ιδέα, για ένα παραμύθι. Ή κάτι σα παραμύθι. Που 'χει πολλές πιθανότητες, να 'ναι τ' όνειρο που ξεχάσαμε, σ' άλλη ίσως μορφή. Ίσως πάλι κι ατόφιο...
"...που κέρδιζε τη ζωή του δύσκολα, ολημερίς στη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας..."

Κέρδιζε, τρόπος του λέγειν. Ας πούμε καλύτερα τη λέξη "βιοποριζόταν".'Αμπα... μήτε κι αυτή ταιριάζει απόλυτα. Για να μαστε ακριβείς, ακόμα και στον μύθο, πρέπει να λέμε αλήθειες και μόνον αλήθειες. Έτσι, θα προσεγγίσω τη μυθική αυτή αλήθεια -ή τάχα τον αληθινό μύθο- όσο πιο καλά μπορώ, λέγοντας: "Είχεν αποφασίσει να κάνει επάγγελμα, τη παιδική διασκέδαση και λατρεία του: Την ενασχόληση με το μαγικό υγρό στοιχείο" -μήπως στοιχειό;
Παρεμβαίνω όμως, θέλοντας να δώσω όσο πιο σαφή εικόνα μπορώ και τελικά μάλλον πετυχαίνω αντίθετο αποτέλεσμα. Έτσι, καλύτερα ν' αφήσω το παραμύθι να "τρέξει", χωρίς να παρεμβαίνω πολύ, επισημαίνοντάς σας, ακόμα μια φορά, πως ό,τι διαβάσετε, είναι η απόλυτη αλήθεια, έτσι όπως τη συνέλαβαν φυσικά οι δικές μου αισθήσεις.
Ας γυρίσει λοιπόν η ανέμη κι ας τρέξει το παραμύθι, έτσι όπως τρέχει ο μικρός ψαράς με το βαρκάκι του, για να βγάλει το μεροκάματο. Όπως και τις προηγούμενες μέρες, στη σχετικά σύντομη θητεία του ως ψαράς, έχει καλές προσδοκίες. Μια καλή ψαριά, που θα του προσφέρει απλόχερα, κείνα που πεθυμά η ψυχή του. Στη σκέψη αυτή, το βλέμμα ξεμακραίνει και γίνεται γλυκύτερο. Το χέρι που κρατά το τιμόνι αναγνωρίζοντας τα σημάδια, αναλαμβάνει να ενεργήσει μηχανικά. Το 'χει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, αφήνοντας το παλικάρι να βυθιστεί ανενόχλητο, στις όμορφες σκέψεις.
Εμείς δεν έχουμε μάθει ακόμα, από τον μέχρι τώρα ρου της ιστορίας, τι θα πεθυμούσε να 'χει. Μπορούμε μόνο να κάνουμε εικασίες, που ακόμα κι αν πετύχουμε, προτιμάμε να μη το ρισκάρουμε. Ίσως μας τις πει ο ίδιος, αργότερα. Έτσι, δε θ' ακολουθήσουμε τη πορεία του νου, αλλά του χεριού του. Είναι πιο εύκολο, στην αμηχανία μας, να κινούμαστε ...μηχανικά. 'Αλλωστε, πρώτο το χέρι θα διαπιστώσει κάτι περίεργο στη πλεύση της βάρκας κι ύστερα ο νους. Έτσι θα 'μαστε κι εμείς πρώτοι που θα μάθουμε...
Από μικρό παιδάκι, λάτρευε τη θάλασσα! Τη φοβότανε στην αρχή, μα τονε γοήτευε κι ύστερα λίγο-λίγο, ξεθάρρεψε κι άρχισε να την ερωτεύεται με πάθος. Μάζευε κοχύλια, όμορφα βότσαλα, πλατσούριζε κι αιωρούντανε στα νερά της, με τη μέθη της μειωμένης βαρύτητας -νόμο, που στο σχολειό ποτέ δε κατόρθωσε να μάθει- κι αυτό τον έκανε να νιώθει κάπως σα να πετά. Έπειτα, καθώς μεγάλωνε κι έβλεπε τους γέροντες ψαράδες που μπαλώνανε τα δίχτυα ή δολώνανε τα παραγάδια, ακόμα-ακόμα κι αν μερεμετίζανε τις βάρκες τους, θαύμαζε και ζήλευε. Κάθε μέρα και πιο πολύ!
Δεν έβλεπε τα σκληρά πέλματα, τ' αργασμένα, από την αρμύρα, κορμιά, μήτε τα κόπια, ούτ' άκουγε τ' αγκομαχητά, τις κατάρες ή τις βλαστήμιες τους. Εκείνος έβλεπε πρίγκιπες-μαχητές κι ονειρεύοτανε θαλασσινές, συναρπαστικές κι όμορφες περιπέτειες!
Στο σχολειό, τα μόνα που κερδίζανε το ενδιαφέρον του, ήταν οι θαλασσινές ιστορίες! Έτσι όταν τέλειωσε το δημοτικό, -με τα χίλια ζόρια-, δε θέλησε με κανένα τρόπο, να συνεχίσει παραπέρα.
Όταν λοιπόν, έφτιανε ο καιρός, όλο και κατα τη παραλία τον έφερνε το βήμα. Τόσο πια, που 'γινε γρήγορα γνωστός κι αγαπητός σ' όλους τους θαλασσινούς ξωμάχους της περιοχής. Τους έμαθε και τους αγάπησε κι αυτός, όλους, με τα μικρά τους ονόματα και τα παρατσούκλια. Από τη καλή κι από την ανάποδη. Τους άκουγε να μιλάνε, να χαριεντίζονται, να πειράζονται μεταξύ τους, μέχρι και να μαλώνουνε. Αν μάλιστα ξεκινούσανε να λένε θαλασσινές περιπέτειες που 'χανε περάσει οι ίδιοι στα νερά, μαγευότανε πιότερο.
Όταν μεγάλωσε λιγάκι, αρχίσανε να τον εμπιστεύονται πιο σοβαρά. Του λέγανε μυστικά της θάλασσας, του ψαρέματος, κρυφά μέρη με πολύ και καλό ψάρι και σημάδια του καιρού. Δειλά-δειλά, αρχίσανε να τονε παίρνουνε μαζί, σε κανά εύκολο και κοντινό μάζεμα διχτυού ή παραγαδιού. Τους άρεσε φαίνεται, το έκθαμβο βλέμμα με τα γουρλωμένα μάτια και το μισάνοιχτο στόμα, που 'παιρνε ο μικρός, σα τους παρακολουθούσε. Διαπιστώσανε και τον αρχικά άγαρμπο ζήλο του, που γινόταν εμπειρία και νιώσανε πως τούτο τ' αγόρι ζούσε, ανάπνεε και χόρταινε, με τη θάλασσα.
Τότε, αρχίσανε μιαν ανάποδη πορεία, στη προσπάθειά τους να τον αποτρέψουνε, όσο πιο καλά, γρήγορα κι οριστικά, από το επάγγελμα, που βλέπανε καθαρά, πως ο μικρός είχεν επιλέξει τελεσίδικα. Θυμόντανε, βλέπετε, τα δικά τους μικράτα, σκεφτόντανε τις πίκρες της δουλειάς κι όψιμα έστω, πασχίσαν ν' αντιστρέψουνε, αυτό που χτιζότανε τόσα χρόνια μέσα του! Του κάκου όμως. Ίσως να 'ταν αργά πια, ίσως και νωρίτερα, να μη γινότανε τίποτα.
Είδανε κι αποείδανε και στο τέλος νίκησε η επιμονή κι η λατρεία του μικρού. Τότε κι εκείνοι, αρχίσανε να του μαθαίνουνε, ακόμα πιο σωστά και σοβαρά, το κάθε τι. Ήταν η μασκότ του μικρού τους λιμανιού...
Εδώ θα κάμω πάλι, άλλη μια παρέμβαση, σχετική με τη λέξη "μικρό", που χρησιμοποιώ κατά κόρον! Όλα σε τούτη την ιστορία, δέχονται αυτό το ...μικρό επίθετο! "Μικρός Ψαράς", "Μικρό Λιμάνι", "Μικρή Βαρκούλα"... Το παραμύθινό μου αυτό αλήθι, είναι όμως μεγάλο, όπως τα ντέρτια... Ή τέλος πάντων, είναι ό,τι θέλει καθείς...
Η σχέση μικρού-μεγάλου, σε συνδυασμό με την απόλαυση που μπορεί να χαρίζει, ίσως διχάζει το ευρύ κοινό. Θυμάμαι κάποτε, ένα πολύ όμορφο κορίτσι, που φορούσε μικρό -τόσο δα- σκουλαρίκι στ' αφτί. Ε λοιπόν, αυτό το μικρό, τοσοδούλικο στόλισμα, ήταν η απαραίτητη μικρή -μεγάλης όμως σημασίας κι αξίας- πινελιά, που χάριζε μιαν ανθρώπινη τελειότητα, σ' ένα σύνολο, που χωρίς αυτήν, ήταν απλά ...όμορφο! Η ακόμα πιο συναρπαστική θύμηση είναι, μια μικρή στραφταλιστή σταγόνα, θαλασσινού νερού, πάνω στην όμορφη, σταρένια, γυμνή κοιλιά της. Ριγώ, όπως και τότε που θέλησα να ρουφήξω αυτή τη λαμπερή στάλα, πάνωθέ της. Να πάρω με τα χείλια μου, αυτή τη τελειότητα, να τη "χαλάσω", για να ξαναγίνει άνθρωπος το πλάσμα κείνο, το θεϊκό, άνθρωπος σαν εμένα, σαν εσάς, σα τον καθένα μας. Ώστε να μπορέσω εγώ ο κοινός θνητός, να το κλείσω στην αγκαλιά μου δίχως τύψεις, κατεβάζοντάς το πίσω στη γη μας.
Μικρό-μεγάλο λοιπόν! Οι λάτρεις του μεγάλου, των μεγάλων ψαράδων, των μεγάλων καϊκιών με τις δυνατές μηχανές με τα μισθοφόρικα πληρώματα και των μεγάλων λόγων, ας σταματήσουν εδώ την ανάγνωση -αν ξεγελαστήκανε δηλαδή κι αρχίσανε το διάβασμα- τούτης της ιστορίας.
...Ο μικρός ψαράς, άρχισε να μπαίνει ακόμα πιο βαθιά, στα μυστικά της αγαπημένης του. Μάθαινε γρήγορα, -γιατί είναι πασίγνωστο, πως άμα σου αρέσει κάτι, δίνεσαι ολοκληρωτικά-, κι έτσι καλόβολος, ευγενικός και πρόθυμος καθώς ήτανε, έγινε βοηθός τους. Στην αρχή, βοηθός της ...στεριάς. Σύντομα κι υπό την ανοχή των γονιών του, τόνε παίρνανε και σα βοηθό στη θάλασσα. Μέχρι να επιστρέψει από το στρατιωτικό, περιοριζότανε στο να βοηθά και να μαθαίνει.
Η κακιά ώρα το 'φερε ύστερα από τη θητεία του, να χάσει και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, τους γονιούς του. Κληρονόμησε κάτι λεφτουδάκια -ήτανε βλέπετε μοναχοπαίδι- κι ύστερα από τον εύλογο χρόνο πένθους, κατάφερε επιτέλους ν' αρματώσει πλήρως, ένα βαρκάκι και να ξεκινήσει τη μοναχική πλέον, καριέρα του.
...Τώρα που η ιστορία μας τρέχει μαζί με το βαρκάκι, μετρά ήδη πάνω από δυο χρόνια στη θάλασσα, σα μοναχικός, μικρός ψαράς. Το χέρι, από τ' οποίο εμείς παρακολουθούμε τη πορεία, πρώτο κατάλαβε πως κάτι δε πήγαινε καλά. Η βάρκα, έπρεπε να σκίζει τα νερά, κόντρα στο κυματάκι. Ο καιρός ήτανε θαυμάσιος, εκείνο το έξοχο, καταγάλανο, ανοιξιάτικο απόγευμα. Εκείνη όμως εντελώς ξαφνικά, έμεινε ακίνητη. Κόκαλο! Το χέρι, ξαφνιασμένο και μη έχοντας εξούσια για να επιληφθεί της κατάστασης, έστειλεν επείγον μήνυμα στο ...στρατηγείο.
Πριν προκάμει να φτάσει το μήνυμα, μια πανέμορφη, γυναικεία μορφή, έκανε την εμφάνισή της μπροστά στη πλώρη. Σκούρα, μακριά μαλλιά, που πάνω τους είχανε μπλεχτεί φύκια, μικρά, τοσοδούλικα, παράξενα κοχύλια και στραφταλιστές σταγόνες θάλασσας, που ο ήλιος πίσω της, τις έκανε να φαίνονται σα μικρά-μικρά, διάφανα και λαμπερά διαμάντια. Ανοιχτά, καστανοπράσινα -ίδια με τρικυμισμένη θάλασσα- μάτια, με μεγάλες βλεφαρίδες και γραμμένα φρύδια. Ρόδινα, σαρκώδη χείλια και μια μικρή γουστόζα μυτούλα, που ζάρωνε, καθώς του χαμογελούσε!
Ο μικρός ψαράς τα 'χασε! Χέρι και νους, συμφώνησανε πλήρως κι όταν η κοπέλα μίλησε κι είδανε το λευκό από τα όμορφα δόντια της, το χάσιμο έγινε μεγαλύτερο! Φωνή δε κατάφερε να βγάλει από τα χείλια του, μήτε και που κατάλαβε τι του πε, αναγκάζοντάς τη να του το πει ξανά:
-"Ώρα καλή, μικρέ ψαρά. Για που το 'βαλες"; Εκείνος ακόμα χαμένος και ξέπνοος, ψιθύρισε:
-"Ωωώρα καλή σου κι εσένα... ππάω για ψάρεμα... Ππποια είσαι, του λόγου σου και πως βρέθηκες καταμεσίς στο πέλαγο";

-"Είμαι η Μικρή Γοργόνα. Πλήττω που και που και βγαίνω βόλτα, να πιάσω καμιά κουβέντα. Εσύ πλήττεις καθόλου";
-"Θα 'λεγα πως μέχρι σήμερα και με τόσο καλή συντροφιά, τη θάλασσα, δεν έχω πλήξει ποτέ. Μα τώρα που σε βλέπω, νιώθω πως πέρασα τη πιο πληκτική ζωή του κόσμου"! Μήτε και καλοκατάλαβε τι είπε, κείνη όμως έδειξεν ευχαριστημένη και χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. Οι σταγόνες λάμψανε πιότερο, θαρρείς, στα μαλλιά της, που χε βρει κάποιο να μιλήσει...
-"Όμορφα που τα λες! Είσαι χαριτωμένος και τόσο διασκεδαστικός, έτσι που τα χεις χαμένα! Πες μου μικρέ ψαρά, ποια είναι τα όνειρά σου";
-"Τα όνειρά μου..."; τα 'χασε ακόμα περισσότερο κείνος. Τα παινέματά της, ηχούσαν σα μουσική στ' αφτιά του. Ωστόσο, προσπάθησε να συγκεντρωθεί και ν' απαντήσει. "Τα όνειρά μου..." επανέλαβε μηχανικά, προσπαθώντας να κερδισει καιρό και να μαζέψει το νου του, "να... θα 'θελα... ααα μια πολύ καλή ψαριά, γι’ απόψε"!
-"Μια καλή ψαριά; Πάρα πολύ καλή ψαριά... Αλήθεια, αυτό θα θελες"; τον ρώτησε κείνη χαμογελώντας.
-"Εεεε ..ναι! Θα το θελα πολύ!" είπε κείνος, ταμπουρωμένος στην ...εύκολην αυτή λύση.
-"Τότε... δε νομίζω να 'χεις πρόβλημα... απόψε" του απάντησε μισοκλείνοντας τα μάτια πειραχτικά και λίγο πριν χαθεί από τα μάτια του, μες στα καταγάλανα νερά, του πέταξε: "...και μάλιστα χωρίς καν κόπο, γιατί είσαι τόσο ...χαριτωμένος" και μεμιάς βούτηξε και χάθηκε. Πρόλαβε μόνο να δει τη στραφταλιστή, χρυσοπράσινη -σαν θάλασσα- άκρη της ουράς της.
Πάλι το χέρι, που 'μαστε μεις κρυμμένοι, αντιλήφθηκε πρώτο, πως η βάρκα, άρχισε πάλι να κινείται κι έστειλε, -πιστό στο καθήκον- το σχετικό ραπόρτο ... άνωθεν! Φαίνεται όμως, πως σήμερα δεν είχε και πολλή τύχη, γιατί ο ...καπετάνιος, ήταν τόσο πολύ σοβαρά, απασχολημένος και ...χαμένος, με το να προσπαθεί να χωνέψει και να κατανοήσει ό,τι είδε κι άκουσε, που άργησε να επεξεργαστεί τη πληροφορία. Κόντεψε να περάσει και το σημάδι, που 'χεν ορίσει να καλάρει τα δίχτυα του γι' απόψε!
Συνέχισε την υπόλοιπη δουλειά, εντελώς μηχανικά. Πρέπει να οφείλει σε θαύμα, που δε μπέρδεψε τα δίχτυα, με το χαζό καλάρισμά του. Όταν επιτέλους τα κατάφερε, κατέφυγε στο μέρος που πήγαινε πάντα, για να περιμένει την ώρα του μαζέματος κι απόμεινε να σκέφτεται... Σκεφτότανε την όμορφη γοργόνα και τι είπανε. Έψεξε τον εαυτό του, που χε σχεδόν μουγκαθεί μπροστά της. Ω! πόσα και πόσα θα μπορούσε να της είχε πει και τελικά τι είπε; Σάματι και θυμότανε;
Ούτε κατάλαβε πως κύλησε τόσος σιωπηλός χρόνος κι έσπευσε βιαστικά να μαζέψει τα δίχτυα. Τελικά μάλλον τον είχε πάρει ο ύπνος και μάλιστα τ' όνειρο που 'βλεπε πρέπει να συνεχιζότανε, γιατί πως εξηγείται τόσο ψάρι να χωρέσει στα μικρά του δίχτυα! Με δυσκολία κατάφερε να μαζέψει και να ξεμπλέξει τόσα ψάρια, που μόλις και τα χώρεσε η βαρκούλα του.
'Αργησε πολύ να επιστρέψει στο μικρό λιμανάκι, μα μόλις έφτασε, όλοι οι άλλοι ψαράδες που τον είδανε, ζηλέψανε. Αρχίσανε τα πειράγματα, τις ερωτήσεις και τα επιφωνήματα θαυμασμού! Εκείνος αρκέστηκε, να χαμογελά και να επαναλαμβάνει συνεχώς, πως απλά στάθηκε τυχερός. Όταν πια ξεπούλησε τη ψαριά του, τσεπώνοντας σωρό τα λεφτά, βάλθηκε να κάμει σχέδια. Θα 'καμε τούτο, θα 'καμε τ' άλλο κι ένα σμάρι ιδέες τον συντροφέψανε καθώς επέστρεφε στο σπιτάκι του, να ξεκουραστεί.
Πέρασε κάμποσος καιρός που τα πράγματα ήτανε συνηθισμένα. Πήγαινε στο ψάρεμά του, χωρίς να πετυχαίνει μεγάλες ψαριές και χωρίς να συναντά την όμορφη γοργόνα, παρόλο που τα 'θελε πολύ και τα δυο. Μάλιστα, έπιασε τον εαυτό του να θέλει πιότερο να ξαναδεί την ξαφνική επισκέπτρια κι ας μη ξανάπιανε ποτέ του ψάρι. Λαχταρούσε τα μάτια, το χαμόγελο και τα στραφταλιστά μαλλιά της, που στάζαν ολάκερα θαλασσινό νερό! Αναθυμότανε, πόσον όμορφα κινιόντανε τα χείλια της, όταν σχηματίζανε λέξεις.
Πρώτη του φορά, άρχισε να πλήττει, μέσα στη θάλασσα. Έμενε μέσα της όλο και περισσότερο μπας και τη πετύχει, μα όσο αυτό δε γινότανε, τόσο και μαράζωνε. Μόνον η προσδοκία του 'δινε δυνάμεις για να συνεχίζει. Οι κινήσεις του γινόντουσαν όλο και πιο μηχανικές κι αυτό, όπως ήτανε φυσικό, μείωσε τις επιδόσεις του στο ψάρεμα. Έξω από τη θάλασσα, γινότανε πιο μελαγχολικός, πιο απόμακρος κι αυτό τον απομάκρυνε από τους άλλοτε φίλους του, τους ψαράδες.
Πέρασε πάνω από χρόνος έτσι και ξαφνικά, έτσι όπως είχεν εμφανιστεί κι εξαφανιστεί, η όμορφη γοργόνα τον ξανασταμάτησε καταμεσίς του πελάγου. Η βαρκούλα του πάλι κοκάλωσεν ακίνητη κι η καρδιά του φτερούγισε. Σήκωσε το σκυμμένο του κεφάλι και την είδε στη πλώρη, πλέρια όμορφη και χαμογελαστή, να στάζει ολάκερη θάλασσα.
-"Γεια σου χαριτωμένε μικρέ ψαρά", του πέταξε μισοκλείνοντας ναζιάρικα τα μάτια της.
-"Γεια σου κι εσένα, όμορφη γοργόνα", της είπεν εκείνος, που μέσα του ήταν ενθουσιασμένος, μα απ' έξω του, προσποιήθηκε με κόπο, τον μουτρωμένο! "που χάθηκες τόσο καιρό;» της έβγαλε το παράπονο... "να 'ξερες πόσο ήθελα να σε ξαναδώ".
-"Αλήθεια; Ε λοιπόν ... να 'μαι...! Χαίρεσαι που με ξαναβλέπεις";
-"Εεεε ναι μα ... πέρασε πάνω από χρόνος... Τι απόγινες; Είχα πια απελπιστεί"!
-"Ε και δε χαίρεσαι; Τούτο σημαίνει πως δεν έπληττα διόλου, όλο αυτό το διάστημα", του αντιγύρισε αφοπλιστικά. Εκείνος έλιωσε απ' αυτό που άκουσε. Θύμωσε επίσης, μάτωσε, μα τελικά υπερίσχυσε η λογική:
-"Χαίρομαι για σένα. Εγώ πάλι, από μεριά μου, έπληξα αρκετά, όλο τούτο το διάστημα"! Τα λόγια του κρύβαν επιτίμηση, μα κείνη δεν έδειξε να το καταλαβαίνει.
-"Ω πολύ λυπάμαι γι' αυτό!" κι έδειχνε πραγματικά λυπημένη, "Μα πως αυτό; Δεν είχες εκείνη τη καλή ψαριά που ζήτησες";
-"Ναι ...δε λέω ... αλλά... δεν είναι μόνον αυτά στη ζωή. Είναι κι ένα σωρό άλλα..."
-"Αλήθεια; Πες μου τότε λοιπόν, ποια είναι τα όνειρά σου μικρέ χαριτωμένε ψαρά";
-"Να 'χω πολλές καλές ψαριές..." είπε βιαστικά, μα σα το σκέφτηκε λιγάκι, πρόσθεσε αυτό που 'χε μες στη καρδιά του: "...αλλά και να μπορώ να σε βλέπω συχνότερα"! Κείνη έμεινε λιγάκι σκεφτική...
-"Γίνονται και τα δυο, αρκεί να σαι έτοιμος ν' αναλάβεις το κόστος τους", του απάντησε ύστερα από λίγο.
-"ΑΜΕ!" ενθουσιάστηκε κείνος κι αμέσως μετά συννέφιασε... "αρκεί να μπορώ φυσικά..." ψέλλισεν ανήσυχα.
-Είμαι σίγουρη πως μπορείς, ειδάλλως δε θα στο πρότεινα". Κάνει έτσι και βγάζει από τα μαλλιά της, ένα πανέμορφο, παράξενο, μικρό κοχύλι. Μήτε σπάνιο, μα μήτε και συνηθισμένο. Του το δείχνει και του λέει: "Το βλέπεις αυτό το κοχύλι; Θα πρέπει να μου φέρνεις ένα κάθε φορά που θα με βλέπεις και θα θέλεις να χεις μια καλή ψαριά και να με ξαναδείς πάλι. Επίσης, κάθε φορά που θα συναντιόμαστε, θέλω να μη με κάνεις να βαριέμαι ή να λυπάμαι. Αν τηρούνται αυτά που ζητώ, δε νομίζω να υπάρξει πρόβλημα. Θα μπορείς να με βλέπεις όσο συχνά θέλεις και παράλληλα θα χεις κι άφθονο ψάρι στη βαρκούλα σου! Τι λες; Τα βρίσκεις πολλά τούτα που ζητώ";
-"Νομίζω πως δεν είναι και πολλά. Ζήτησες λογικό τίμημα θαρρώ. Ξέρεις που βρίσκει κανείς αυτά τα κοχύλια";
-"Ω μα ...παντού φαντάζομαι. Απλά, επειδή είναι μικρά, χρειάζεται κάμποσο ψάξιμο. Τα θέλω ζωντανά και φρέσκα, για να στολίζω τα μαλλιά μου κι όχι άδεια ή ψόφια, που μυρίζουν άσχημα. Στο λέω τούτο, γιατί θέλω να σου εξηγήσω, πως δε μπορείς να μαζέψεις πολλά, αν τα πετύχεις κάπου και να τα φυλάξεις, για να μου τα φέρνεις ένα-ένα! Τι λες λοιπόν, θα τα καταφέρεις; Είμαστε σύμφωνοι";
-"Πιστεύω ναι..." είπε κείνος χαρούμενα, "όσο για τη πλήξη σου, μπορείς να με βοηθήσεις λιγάκι; Τι σου αρέσει, τι όχι, ...ξέρεις... τέτοιου είδους πληροφορίες..."
-"Μα αν στα πω όλα τούτα, δε θα χει μήτε γούστο, μήτε θα μ' αρέσει, να σ' έχω καλοκουρντισμένο πιόνι! Να σαι ο εαυτός σου κυρίως, αλλά παράλληλα, να 'χεις μάτια κι αφτιά ολάνοιχτα, να με μαθαίνεις. Φεύγω τώρα... Α πρέπει να σου πω, πως αν δεν ικανοποιηθούν αυτά που σου ζητώ, δε θα 'χεις τη ψαριά που ονειρεύεσαι, μήτε κι εμένα"! Είπε και χάθηκε πάλι στα νερά. Η βαρκούλα ξεκίνησε ξανά ενώ μέσα του είχανε πνιγεί ερωτήσεις, όπως: Πως θα τη καλούσε κάθε φορά, κι άλλες τέτοιες...
Συνέχισε προβληματισμένος να κάνει μηχανικά τη δουλειά του, μα και πάλι, μολοντούτο, είχε πολύ καλή σοδειά. Ευχαρίστησε μέσα του την όμορφη γοργόνα κι επιστρέφοντας στο λιμανάκι, ρώτησε τους άλλους αν ξέρανε που θα 'βρισκε το κοχύλι. Τους το περιέγραψε όσο πιο καλά μπορούσε, όλοι μάλιστα το δεχτήκανε σα γνωστό, μα κανείς δεν ήξερε να πει ακριβώς, μέρη που αυτό ευδοκιμούσε. Μόνον ο γεροντότερος ψαράς, τονε κοίταξε παράξενα κουνώντας το κεφάλι. Ξέμεινεν επίτηδες τελευταίος κι όταν έφυγαν οι άλλοι, τονε βοήθησε να ξεψαρίσει, να τυλίξει τα δίχτυα κι όταν είχε πια ξεπουλήσει, του πρότεινε να τονε κεράσει μια ρακή. Αφού κάτσανε σ' ένα κοντινό ταβερνάκι, παραγγείλανε κι ανταλλάξανε μερικές συνηθισμένες φράσεις, ο γέροντας, του πέταξεν απότομα:
-"Είδες κι εσύ τη μικρή όμορφη γοργόνα";
Ο μικρός, έμεινε έκπληκτος, κοιτάζοντας το γέρο, ανίκανος να πει κάτι! Ο άλλος κούνησε το κεφάλι κι έσκυψε κάτω, κοιτώντας τα βρώμικα, ξυπόλητα ποδάρια του, πιότερο μονολογώντας προς τον εαυτό του, παρά απέναντι:
-"Τι ρωτάω; Σίγουρος είμαι! Έπρεπε να το 'χα φανταστεί, από τότε που 'χες τη πρώτη σου καλή ψαριά κι έπειτα τη τόσο αλλόκοτη συμπεριφορά..."
-"Μα..." ίσα που κατάφερε να πει ο νεαρός κι ύστερα από λιγάκι πρόσθεσε σα χαμένος, "...σε βρήκε κι εσένα";
-"Ναι! Πριν, κι εγώ δε ξέρω, πόσα χρόνια! Θέλεις ν' ακούσεις την ιστορία μου, του γέροντα";
-"Βέβαια! Είμαι τρομερά περίεργος! Αλλά... είπες πριν από τόσα χρόνια. Έτσι δεν είναι";
-"Ναι! Ήμουνα κι εγώ κάποτε, μικρός ψαράς όπως κι εσύ, μα τη θυμάμαι καλά, σα τώρα".
-"Ε τότε δε λέμε την ίδια, παππούλη! Εκείνη, το πολύ να 'ναι είκοσι-εικοσιδύο χρονώ"!
-"Θα μ' αφήσεις να σου πω ή όχι; Μετά κρίνε μονάχος σου..."
-"Ναι. Φυσικά. Σ' ακούω λοιπόν".
Τρέχει το παραμύθι, σα μια καλοτάξιδη (;) βαρκούλα κι εγώ δε μπορώ να κρατηθώ σιωπηλός. Δε θέλω ν' αφήσω το παππού ψαρά να μας πει τι είδε ή άκουσε. Είναι πασίγνωστο, πως κυνηγοί και ψαράδες, εκτός που 'ναι παραμυθάδες, πλατειάζουν ασύστολα τους λόγους τους αν θένε να πούνε κάτι, με σκοπό να σε μπερδέψουνε, για να συγκαλυφτεί το παραμύθι τους μέσα σε διαδάλους αχρήστων πληροφοριών και λεπτομερειών. Ακόμα και τα παραμύθια λοιπόν -κι ειδικά τα δικά μου- έχουνε κι ένα όριο. Είναι ποτέ εφικτό, να κρατήσει νεαρός, άμαθος, -έστω ενθουσιώδης- μικρός ψαράς, το ενδιαφέρον μιας υπεραιωνόβιας, μικρής, άφθαρτης κι όμορφης γοργόνας; Μάλιστα έτσι, που αυτή να μη πλήξει και με διάρκεια σε τούτη του τη προσπάθεια;
Αυτή, έχει το βυθό της, με τα τόσα του στολίδια, τις τόσες εκπλήξεις -ναι, ναι καλά διαβάζετε: εκπλήξεις!- κι είναι δυνατόν επίσης, να τις βρίσκει κοχύλια, κάθε φορά, ενώ θα πρέπει να κάνει κι άλλα πράγματα σε τούτη τη ζωή; Αν έστω τα καταφέρνει, είναι ποτέ δυνατό, τα όνειρά του να παραμείνουνε στις καλές ψαριές μονάχα; Το μεθύσι της επιτυχίας δε θα τον κάνει πλημμελή στα ...καθήκοντά του;
Είναι πολλά που ακόμα θα 'θελα να ρωτήσω! Αλλ' ας ρίξουμε ακόμα μια ματιά στα ξυπόλητα, χοντροκομμένα, βρώμικα και γεμάτα κάλους πόδια του γέρο-ψαρά! Το πέλμα έχει σκληρύνει σε κάλους και πια δε τον ενοχλεί να περπατά, ακόμα και σε καφτές ή κοφτερές πέτρες. Τα νύχια του σκληρά, ογκώδη, όχι πλέον διάφανα και λεία. Η αρμύρα έχει αργάσει και χρωματίσει το δέρμα, μέχρι αρκετά πάνω από τον αστράγαλο, με σκουρότερες κηλίδες. Τούτος ο άνθρωπος, μπορεί να μη πάθει ποτέ αρθριτικά, μα σίγουρα πολύ απέχει από τα νεανικά του όνειρα. Αν μάλιστα εμπιστευτούμε, όσα εξιστορεί, είχε πολλές καλές ψαριές στη μεγάλη και πολυτάραχη -σα τη θάλασσα- ζωή του.
Εκείνο που πρέπει να πω, τίμια, είναι πως έχω κοιτάξει και τα πόδια των άλλων ψαράδων, στο μικρό μας λιμανάκι κι ήταν ίδια. Αυτό το 'κανα, όσο εσείς ακούγατε τον μικρό ψαρά να ρωτά, για το κοχύλι. Το έκανα για σας. Να σας το πω, διακόπτοντας ... βάναυσα την ιστορία μου!
Τι είναι λοιπόν τα ...εύπλαστα νεανικά όνειρα; Η πατίνα που σκληραίνει τα πέλματα και τα νύχια; Η καύσιμη ύλη για το ντεπόζιτο της βαρκούλας μας; Η προσδοκία, μπας και δούμε κι εμείς την όμορφη γοργόνα; Η ανεύρεση του μικρού, δυσεύρετου, θαλασσινού κοχυλιού; Το μελάνι στο στυλό μου, τώρα δα; Μπορεί! Μπορεί πάλι κι όχι! Το σωστό ερώτημα, μάλλον είναι: "Έχουμε ανάγκη απ' αυτά; Αν ναι, γιατί";
Έτσι όπως ήταν φυσικό λοιπόν, μόλις ο γέρος τέλειωσε την ιστορία του, ο μικρός ψαράς την έσβησε ολάκερη από το νου του! Ευτυχώς δηλαδή! Έπειτα, ποτέ κανείς δε ξέρει. Και πάλι θα πω: "Ευτυχώς δηλαδή"!
Θα κλείσω τούτη την ιστορία, αφήνοντάς σας να φαντάζεστε τον μικρό ψαρά, να ψάχνει κοχύλια κι όμορφες ιστορίες, για να ευχαριστήσει την αγαπημένη του. Εγώ, με την άδειά σας, θα παραμείνω να τον παρακολουθήσω ως το τέλος...
Είμαι περίεργος να δω, πως τελειώνει αυτή η ιστορία...

"Στη μικρή, όμορφη
Γοργόνα και Οκτώβρης 2003
τα όνειρα..."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου