Κυριακή 1 Απριλίου 2012

11. Τα χρόνια του γυμνασίου



    Μόλις τελείωσα το Δημοτικό 1938 (;) με πήρε ο πατέρας στα καπούλια του αλόγου του και με πήγε στο Κιλκίς για τις εισαγωγικές μου εξετάσεις στο μοναδικό τότε μικτό Γυμνάσιο. Με την επιτυχία μου σ' αυτές, χαρούμενος με οδήγησε στον καλύτερο ράφτη του Κιλκίς που μου πήρε τα μέτρα για την καινούργια μου μαθητική στολή από μάλλινο μπλε ύφασμα. Την καθορισμένη για τις εγγραφές στο Γυμνάσιο μέρα, η στολή μου ήταν έτοιμη. Μακρύ παντελόνι, για πρώτη φορά, σταυρωτό σακάκι με χρυσά κουμπιά επί των οποίων φάνταζε ανάγλυφη η άγκυρα, καπέλο με γυαλιστερό γείσωμα και με μεταλλική κουκουβάγια για στέμμα. Έτσι ντυμένος και με κρυφή χαρά και περηφάνια πήγαμε στο Γυμνάσιο για την εγγραφή μου. Στη συνέχεια επισκεφθήκαμε γνωστό του πατέρα ασπρομάλλη καθηγητή των Θρησκευτικών ο οποίος του συνέστησε κάποιον στρατιωτικό αρχίατρο που θα μου μάθαινε βυζαντινή μουσική και βιολί.

πάνω στο άλογο με την καινούργια στολή

Το ίδιο απόγευμα αφού βγήκα φωτογραφία καβάλα στο άλογο με την καινούργια μου στολή, επισκεφθήκαμε τον μέλλοντα δάσκαλό μου αρχίατρο. Το βράδυ ο πατέρας γύρισε στο χωριό ενώ εγώ με τον συνομήλικο και συγχωριανό μου Χρήστο Δημητριάδη εγκατασταθήκαμε στο σπίτι μιας μακρινής συγγενούς μας, της θείας Παρασκευής που όλες τις μέρες ύφαινε κουρελούδες στον αργαλειό της. Το σπίτι της ήταν μονοκατοικία χωρίς πατώματα. Αντί γι' αυτά ένα είδος λάσπης κάλυπτε τα δωμάτια, την κουζίνα και το εργαστήρι της. Δεν ξέρω και δεν έμαθα μέχρι σήμερα τη σύνθεση αυτής της λάσπης. Εντύπωση πάντως μου είχε κάνει το γεγονός ότι όταν η θεία σκούπιζε δεν έβγαζε χώμα ή σκόνη. Το σπίτι βρίσκονταν στους πρόποδες του υψώματος Άγιος Γεώργιος. Το διάβασμά μας γίνονταν σ' ένα τραπεζάκι της κουζίνας υπό το φως μιας γκαζόλαμπας. Η θεία Παρασκευή είχε μια κόρη παντρεμένη που με το σύζυγό της Βασίλη έμεναν μαζί της κι' επειδή ήταν άτεκνοι μας θεωρούσαν παιδιά τους. Από την επομένη της εγγραφής μας άρχισαν τα μαθήματα στο Γυμνάσιο στο οποίο είχα συμμαθήτρια την συνομήλική μου θυγατέρα του αρχιάτρου. Στις επόμενες δυο-τρεις μέρες ήρθε ο πατέρας στο Κιλκίς φέρνοντάς μου από τη Θεσσαλονίκη ένα ολοκαίνουργιο βιολί με το οποίο και άρχισα τα μαθήματα της μουσικής. Σε πολύ λίγο χρόνο είχα μάθει πως θα κρατώ το βιολί και τις νότες νι-πα-βου-γα-δη και ζω-νη-πα. Κάποιο απόγευμα οι νότες που απάγγειλα δεν άρεσαν στον αρχίατρο ο οποίος κάλεσε την κόρη του λέγοντάς της: «φέρ' του ένα γλυκό να φάει γιατί γκαρίζει σαν γάιδαρος». Έφαγα από ντροπή το κερασένιο γλυκό, τελείωσε το μάθημα κι' έφυγα χωρίς να ξαναπάω πια στο σπίτι του, διότι θεώρησα τον εαυτό μου βαριά προσβεβλημένο από την εκστομισθείσα φράση του αρχιάτρου μπροστά στη συμμαθήτριά μου κόρη του. Πάρα πολλές φορές αργότερα μετάνιωσα για το φέρσιμό μου εκείνο. Θα μπορούσα μ' αυτό να διασκεδάσω τις πίκρες αλλά και τις χαρές της ζωής μου.
    Με τις διακοπές των Χριστουγέννων της πρώτης εκείνης χρονιάς φοιτήσεώς μου στο Γυμνάσιο, γύρισα στο χωριό γεμάτος χαρά που βρισκόμουν στο σπίτι και σε γνώριμες περιοχές του με περηφάνια για τις σπουδές μου έναντι των συνομηλίκων μου που δεν είχαν το προνόμιο των σπουδών. Σαν τελείωσαν οι διακοπές, επέστρεψα με το Χ. Δ. στο Κιλκίς φορτωμένοι με τα καλάθια γεμάτα με τα τρόφιμα της εβδομάδος. Μόλις μπήκαμε στο σπίτι συνειδητοποίησα την απομάκρυνσή μου από το χωριό μέχρι τις διακοπές του Πάσχα. Με έπιασε το παράπονο και αναλύθηκα στο κλάμα. Η καημένη η θεία Παρασκευή για να με κάνει να ξεχάσω το χωριό με παρακίνησε να κουβαριάσω κλωστή  στην ανέμη της.  Σχεδόν μέρα παρά μέρα κάναμε αυτή τη δουλειά και για κάθε κουβάρι μας έδινε και από μια δραχμή με την οποία αγοράζαμε δύο τετράγωνα μπισκότα  κι' ένα λουκούμι που το συμπιέζαμε με τα μπισκότα και το τρώγαμε. Περίφημο έδεσμα που και σήμερα, ευκαιρίας δοθείσης, το δοκιμάζω παρά τον κίνδυνο του ζάχαρου λόγω ηλικίας. Με τα πολλά παρακάλια της θείας Παρασκευής σταμάτησα το κλάμα, ίσως και διότι ο συμμαθητής και συγχωριανός μου Χρήστος δεν εκδηλώθηκε όπως εγώ για τον έστω και πρόσκαιρο χωρισμό του από τους γονείς του. Συνέτεινε σ' αυτό η ορφάνια του από τη μάνα και η συμπεριφορά της θετής του μητέρας; Ίσως. Ίσως και γι' αυτό ήταν επιμελέστερος εμού θεραπεύοντας έτσι την πίκρα του από τη στέρηση στοργής της φυσικής του μητέρας με το διάβασμα.
ο θείος Γιώργος
    Στο μεταξύ ο αδελφός μου αγόρασε ένα λεωφορείο με το οποίο έκανε δρομολόγια Κιλκίς - Θεσσαλονίκη - Κιλκίς. Στα δρομολόγια αυτά μετέφερε και κινηματογραφικές ταινίες για τον Σταμπουλή που λειτουργούσε στο Κιλκίς τον μοναδικό κινηματογράφο «Τιτάνια» με αντάλλαγμα να παρακολουθώ τις ταινίες όποτε ήθελα χωρίς να πληρώνω εισιτήριο. Έτσι μόλις τελείωνε το σχολείο πρωΐ και απόγευμα και Σάββατο, αντί να μελετώ τα μαθήματα της επόμενης ημέρας και να μαθαίνω τη γραμματική του Τζαρτζάνου πήγαινα κι' έβλεπα καθημερινά το έργο μια και δυο φορές κι' αν το έργο ήταν καουμπόϊκο έμπαινα με το άνοιγμα του κινηματογράφου και έβγαινα με το κλείσιμό του. Είχα αδυναμία στα έργα του είδους αυτού και έχω μέχρι σήμερα. Η τακτική μου αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να μείνω στάσιμος στην ίδια τάξη. Ο πατέρας για να με τιμωρήσει μου επέβαλε κατά τις διακοπές να ασχολούμαι εντατικά με τις βαριές για την ηλικία μου γεωργικές εργασίες, όπως το θέρισμα, το δέσιμο σε δεμάτια του θεριζόμενου σιταριού και σίκαλης που μου μάτωνε το αριστερό γόνατο και τον δεξιό καρπό, τη συνεχή υπό καύσωνα παραμονή μου στο δοκάνι για το αλώνισμα, την κοπή ξύλων για το χειμώνα κ.λπ. κι' εγώ αγόγγυστα τις εκτελούσα.
    Μόλις τελείωσε το καλοκαίρι εκείνο κι' ανυπομονούσα να γυρίσω στο θρανίο, όλο το χωριό αναστατώθηκε. Τι είχε συμβεί;  Με το γύρισμα κατά το σούρουπο της αγέλης των βοοειδών από τη βοσκή διαπιστώθηκε ότι έλειπε μια αγελάδα του μακρινού μας συγγενούς, του άτεκνου Ασναβούρ που υποθέτοντας ότι φαγώθηκε από λύκους έκλαιγε με σπαραγμό ψυχής. Ο Ασναβούρ ήταν αγαπητός στο χωριό διότι στις χαρές των κατοίκων συμμετείχε παίζοντας αφιλοκερδώς με μαεστρία το ζουρνά του και διότι κατά το πανηγύρι του χωριού στη μνήμη του Αγίου Γεωργίου ήταν ανίκητος παλαιστής με έπαθλο ένα κριάρι(1) ή αρνί κι' όταν δεν υπήρχε αντίπαλος πάλευε με το νταούλι τόσο παραστατικά ώστε γινόταν μούσκεμα από τον ιδρώτα ενώ οι πανηγυριώτες, μικροί και μεγάλοι, κύκλω ιστάμενοι σχολίαζαν τα «τσαλίμια»(2) του. Κινητοποιήθηκαν όλοι οι συγχωριανοί, μικροί και μεγάλοι με τα φανάρια στο χέρι και κατά τα μεσάνυχτα βρέθηκε το ζώο νεκρό στο βάθος μιας χαράδρας.
    Με τα πρωτοβρόχια άρχιζαν τα οργώματα με τα οποία ησχολείτο ο αδελφός μου, πριν αγοράσει το λεωφορείο. Έτσι, μια μέρα τον ξύπνησε χαράματα η μητέρα μου με την προτροπή «σουκ εξέβεν ο ήλιον»(3). Αγουροξυπνημένος σηκώθηκε, έζεψε τα βόδια στο κάρο, φόρτωσε το αλέτρι σ' αυτό, ανεβήκαμε κι' εμείς, η μάνα μου,  εγώ κι' ο αδελφός μου και κινήσαμε για το χωράφι. Σαν φτάσαμε σ' αυτό χάραξε ο αδελφός μου το πρώτο αυλάκι κι' άρχισε να οργώνει, ενώ η μητέρα μου κι' εγώ με τ' αξινάρια(4)  κόβαμε από το παρακείμενο δάσος τα ξύλα για το χειμώνα. Σαν τελείωσε το όργωμα του πρώτου αυλακιού ρωτά ο αδελφός τη μάνα μας «Μάνα που εν ο ήλιον;»(5) Η καημένη η μάνα μου δεν απάντησε, ίσως γιατί ντροπιάστηκε επειδή την πανσέληνο την πέρασε για τον δίσκο του ανατέλλοντα ήλιου.
       Η έννοιά της για τις γεωργικές εργασίες ήταν έντονη. Θυμάμαι πως την περίοδο του θέρους κουνούσε τα χέρια στον ύπνο της σα να θέριζε. Για τις δουλειές του σπιτιού υπήρχε η «νύφε Κάτκα». Όταν η Κάτκα ήρθε στο σπίτι μας νύφη, εγώ ήμουν ενός έτους. Ποτέ μου δεν την άκουσα να μιλάει μπροστά στον πατέρα μου και πεθερό της. Κρατούσε κι' αυτή, όπως όλες οι Πόντιες νύφες της εποχής, «μαch»(6) κι' έπλενε τα πόδια των φιλοξενουμένων μας, αν δε καμιά φορά μιλούσε με τη μάνα μου και πεθερά της κι' εμφανιζόταν απρόοπτα ο πεθερός της, αυτή έφευγε στα ενδότερα του σπιτιού μας μην τύχει κι' αυτός ακούσει τη φωνή της. Θυμάμαι μια ιστορία μιας Πόντιας νύφης που κρατούσε «μαch» και μόνη με τον πεθερό της στο σπίτι έπρεπε να τον ειδοποιήσει ότι τα άλογα είχαν φύγει από το στάβλο. Πως όμως να του μιλήσει αφού κρατούσε το «μαch»; Αναστατωμένη, εμφανίστηκε μπροστά στον πεθερό ο οποίος βλέποντάς την ταραγμένη τη ρώτησε «ντο έντον;»(7)  οπότε η νύφη υποχρεωμένη να του δώσει να καταλάβει τι έγινε, με μια της παλάμη χτυπούσε το γλουτό της, με το άλλο της χέρι σηκωμένο χειρονομούσε υποδηλώνοντας το τρέξιμο, μιμούμενη συγχρόνως με τη φωνή της το χλιμίντρισμα των αλόγων, οπότε τη ρώτησε ο πεθερός «έφυγαν τ' άλογα;» κι' αυτή σταματώντας τις χειρονομίες κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Βέβαια το βάρβαρο αυτό έθιμο, όσο κι' αν υποδηλούσε τον σεβασμό της νύφης προς τον πεθερό, καλώς ατόνισε και στα αμιγώς ποντιακά χωριά ακόμα, τόσο όμως ώστε σήμερα η ποντιακής καταγωγής νύφη να καπνίζει μπροστά στον πεθερό της πίνοντας μαζί και τον καφέ τους στο ίδιο τραπέζι. Ο νεοελληνικός και ξενόφερτος «πολιτισμός» ξεπέρασε τα όριά του.

(Συνεχίζεται...)


1. Το έθιμο αυτό το βρήκα εφαρμοζόμενο στη Μαριούπολη της Αζοφικής. Οι Μαριοπολίτες με τους κατοίκους των γύρω χωριών, με ελληνικά ονόματα, ήρθαν στην περιοχή το 1797 από την Κριμαία όπου είχαν καταφύγει από τον Πόντο της Μ. Α. κατά τους διαδοχικούς διωγμούς των Τούρκων και διετήρησαν τα ήθη και τα έθιμά τους αλώβητα, εκτός τη γλώσσα τους που αναγκαστικά παρεφθάρει.
2. Επιδέξια κίνηση στο χορό ή στην πάλη κ.λπ.
3. Σήκω, βγήκε ο ήλιος.
4. Πέλεκυς, τσεκούρι
5. Μάνα, που είναι ο ήλιος;
6. Ποντιακό έθιμο κατά το οποίο απαγορεύονταν στη νύφη να μιλά μπροστά στον πεθερό, πλην αν αυτός την απάλλασε από την υποχρέωσή της αυτή.
7. Τι έγινε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου