Το καράβι
είχε ναυπηγηθεί, προ του Β΄Παγκοσμίου
Πολέμου, ως σιτοκάραβο και το είχαν
μετατρέψει σε οπλιταγωγό. Πριν από μας,
είχε παραλάβει Βέλγους και Ολλανδούς
και θα επιβίβαζε στρατιώτες και του
Σιάμ που προορίζονταν κι αυτοί για την
Κορέα.
Εντύπωση προκαλούσε η τάξη. Οι
οπλίτες μας οδηγήθηκαν στην πτέρυγά
τους και οι αξιωματικοί στις τετράκλινες
καμπίνες που μετατρέπονταν σε δίκλινες
με παρεμβολή του μεταξύ των χώρου WC,
τουαλέτας και μπάνιου. Οι ώρες του
φαγητού ήταν καθορισμένες. Στην τραπεζαρία
των αξιωματικών Βέλγων, Ολλανδών και
Ελλήνων, οι θέσεις των αξιωματικών στα
τραπέζια ήταν επίσης καθορισμένες κι’αν
άλλαζες θέση με κάποιον συνάδελφό σου,
ο επιβλέπων το εστιατόριο, ένας μαύρος
Αμερικανός, σου υπεδείκνυε με ευγένεια
και επιμονή να επιστρέψεις στη θέση
σου, επί ποινή μη προσφοράς φαγητού.
Επ’
αυτού έχω προσωπική εμπειρία όταν
επιχείρησα να απαλλαγώ από τον λόγω
ανάγκης καταλαβόντα θέση δίπλα μου
Ολλανδό ιερέα. Στο κάθε τραπέζι, πρωΐ,
μεσημέρι και βράδυ υπήρχαν από τρεις
κανάτες με χυμό, η μια πορτοκαλιού, η
άλλη λεμονιού και η τρίτη γκρέιπ φρουτ,
υπολογισμένος ανά ένα ποτήρι για τον
καθένα και από ένα μόνο είδος. Ειδικά
το πρωΐ υπήρχαν και τρεις γαβάθες, η μια
με κομμάτια λευκής φρυγανιάς σε μέγεθος
και πάχος της συμπυκνωμένης ζάχαρης,
δηλαδή μικροί κύβοι, όσο το τέταρτο ενός
κουτιού από σπίρτα, η άλλη με το γνωστό
μας κέϊκ και η τρίτη με τα άγνωστα τότε
σε μας κορν-φλέϊκς, υπολογισμένες κι’
αυτές όπως παραπάνω. Υπήρχαν μεταξύ των
αξιωματικών και των τριών εθνοτήτων
μερικοί «έξυπνοι», που γέμιζαν τα μπωλ
τους από δύο φορές, ρίχνοντας βεβαίως
και το ανάλογο γάλα ή τσάϊ, υπό το περίεργο
βλέμμα των μαύρων σερβιτόρων, και οι
άλλοι περιορίζονταν στο αυγό τους και
τις ελιές, γεμισμένες με σάλτσα που
πρώτη φορά τις βλέπαμε, τουλάχιστον
εμείς οι Έλληνες τότε. Ευτυχώς, το γεγονός
αυτό, σταμάτησε στο τέλος της πρώτης
εβδομάδος, συνεπεία των δημιουργηθέντων
δυσμενών σχολίων. Το μεσημεριανό φαγητό
συνοδευόταν από δύο τεμάχια κασάτου
παγωτού, το καθένα από τα οποία ήταν
διαφορετικού χρώματος και μεγέθους
ενός πλακέ πακέτου τσιγάρων. Όποιος
ήθελε κι’ άλλο παγωτό του το σέρβιραν
χωρίς καμμιά αντίρρηση ή δυσφορία.
Εντύπωση μου έκανε ο διπλανός μου
Ολλανδός παπάς, που από την πρώτη μέρα
ζητούσε μέχρι και 6-7 μερίδες, ώστε από
την τέταρτη μέρα ο σερβιτόρος τούφερνε
6-7 τεμάχια διαφορετικού χρώματος το ένα
πάνω στο άλλο, καθ’ όλη τη διαδρομή.
Τέτοιος λιγουρης Έλληνας δεν εμφανίστηκε,
άλλωστε για μας τους Έλληνες, η προσφορά
παγωτού μέσα στο χειμώνα δεν ήταν
συνήθεια. Για τους αξιωματικούς υπήρχε
ιδιαίτερος χώρος που τον έλεγαν «καρέ
των αξιωματικών», όπου στις 11 π.μ. και
μέχρι την ώρα του δείπνου, προσφερόταν
δωρεάν καφές ή τσάϊ με κέϊκ και βεβαίως
από αυτόματη μηχανή κόκα κόλα με 5 νομίζω
σεντς. Τέτοιες μηχανές υπήρχαν και σε
κάθε όροφο του πλοίου, ξεχωριστά για
κάθε πτέρυγα των εθνοτήτων που
συνταξιδεύαμε και βέβαια και στο
κατάστρωμα. Στο πλοίο κυκλοφορούσε στις
γλώσσες των ταξιδιωτών και στα αγγλικά
πολυγραφημένη εφημερίδα, με διάφορα
νέα, ανέκδοτα, σκίτσα, γελοιογραφίες
κ.λπ., στην οποία είχαμε κι’ εμείς μια
σελίδα στα ελληνικά. Την τρίτη ή τέταρτη
μέρα η εφημερίδα αυτή δημοσίευσε ένα
σκίτσο που παρουσίαζε έναν Έλληνα
φαντάρο μπροστά σ’ ένα μηχάνημα της
κόκα κόλα να ρίχνει μέσα δήθεν σέντς
και κάτω από το σκίτσο τη λεζάντα που
έγραφε «προσοχή! Έλληνας». Ήταν φανερή
η εύσχημη προσβολή.
Τι είχε συμβεί λοιπόν
και ποιός ο βέβηλος αυτός Έλληνας; Από
την έρευνα που έκανε ο αρχηγός της
αποστολής μας διαπιστώθηκε ότι κάποιος
εφευρετικός φαντάρος μας, διεπίστωσε
ότι τα μεταλικά κουμπιά της χειμερινής
στολής των Ελλήνων οπλιτών, είχαν το
μέγεθος του σέντ τα οποία χωρούσαν στην
υποδοχή του μηχανήματος κι’ έβγαζαν
το ποτήρι με την κόκα κόλα. Το νέο
διαδόθηκε αστραπιαία και το ίδιο βράδυ
γέμισαν τα μηχανήματα με τέτοια κουμπιά
που ήταν ραμένα στις χειμερινές
περισκελίδες μόνο των Ελλήνων. Πως να
ανακαλύψει ο αρχηγός τον πρωταίτιο
στρατιώτη ή υπαξιωματικό; Σταγόνα στον
ωκεανό. Έτσι αρκέστηκε να ζητήσει από
τον κυβερνήτη πρώτον τη «συγγνώμη» του,
με την προσθήκη ότι στην Ελλάδα δεν
υπήρχαν τέτοια μηχανήματα που τα
θεωρούσαν μαγικά και το περιεχόμενό
τους ατελεύτητο και δεύτερον να παραμένουν
στο εξής άδεια από κόκα κόλα τα μηχανήματα
της πτέρυγας των Ελλήνων. Ταυτόχρονα
απαγόρευσε στους οπλίτες να πλησιάζουν
τα μηχανήματα του καταστρώματος, σε
καθένα δε από αυτά τοποθέτησε υπαξιωματικό
που αθέατος και με διακριτικότητα
παρακολουθούσε τους Έλληνες που
κυκλοφορούσαν στο κατάστρωμα του πλοίου.
Υπήρχε ακόμα στο πλοίο, τεράστια αίθουσα
κινηματογράφου που η οθόνη μετατρεπόταν
σε σκηνή θεάτρου. Κάθε εθνότητα έδινε
μια ή δύο παραστάσεις στη γλώσσα τους.
Οι Έλληνες την χρησιμοποίησαν δύο φορές
για μουσική, που εκτέλεσαν ειδικώς
επιλεγμένοι μουσικοί της Στρατιωτικής
μας μπάντας που τη διεύθυνε ο αξιαγάπητος
σε όλους υπολοχαγός Γεώργιος Μαύρος. Η
μπάντα μας για πρώτη φορά πήγαινε στην
Κορέα και συνεπώς ήταν η πρώτη της
αποστολή ενώ η δική μας ήταν η δέκατη
τρίτη. Πριν περάσουμε το Σουέζ, παρά το
ότι διανύαμε Δεκέμβριο, φορέσαμε τις
θερινές μας στολές, με κοντό παντελόνι
και αθλητικά πάνινα παπούτσια και
άρχισαν να μας δίνουν καθημερινά δισκία
από αλάτι, διότι θα περνούσαμε το στενό
του Σουέζ και η περαιτέρω πορεία μας
μέχρι τη θάλασσα της Κίνας θα ήταν
παράλληλη με τον Ισημερινό. Περιμένοντας
στην είσοδο του Σουέζ τον Πλοηγό,
πλησίασαν βάρκες Αιγυπτίων, που πουλούσαν
μικροπράγματα. Μόλις κατάλαβαν ότι ήταν
σ’ αυτό και Έλληνες άρχισαν να φωνάζουν
«εϊ τσαχλαμάρα», επιδεικνύοντας την
πραμάτειά τους που ήταν κυρίως ξυλόγλυπτα
ζώα όπως ελεφαντάκια, καμήλες κ.λπ.,
καθώς και γυναικείες μορφές της Αφρικής.
Σε λίγο, το πλοίο έφυγε και διασχίζοντας
την Ερυθρά Θάλασσα, έμαθα πως κάποιοι
«έξυπνοι» στρατιώτες μας αγόρασαν
ελεφαντάκια κι’ αντί ελληνικών χρημάτων
ή δολλαρίων, έδεσαν στο σκοινί που
τράβηξαν τα ελεφαντάκια, λαϊκά λαχεία.
Φαντάζεται κανείς την απογοήτευση των
μικροπωλητών Αιγυπτίων όταν χαρούμενοι
πήγαν να ανταλλάξουν «τα ελληνικά
χαρτονομίσματα» με Αιγυπτιακά. Πώς
έτσι να μη βρίζουν και να μη χυδαιολογούν
εναντίον όλων γενικώς των Ελλήνων;
Η εισαγωγή
στο καράβι οινοπνευματωδών ποτών
απαγορεύονταν, εγώ όμως κατάφερα και
πέρασα δύο τετράγωνα μπουκάλια, σαν
αυτά που χρησιμοποιούσε κάποιος Μενούνος
για τις μελάνες του –ήταν ακόμα η εποχή
που οι δημόσιες υπηρεσίες χρησιμοποιούσαν
κονδηλοφόρο με πέννα που τη βουτούσες
σε μελανοδοχείο κι έγραφες το κείμενο-
όμοια σχεδόν με το σημερινό μπουκάλι
του ουΐσκι Johnny
Walker,
γεμάτα με διπλοβρασμένη ρακί (τσίπουρο),
δώρο του πεθερού μου για να πίνω «μιαν
ρακί» τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Επειδή ήμουν ακόμα ασυνήθιστος στο
οινόπνευμα, έκρυβα τη ρακί στον ατομικό
μου σάκο.
Δεν θυμάμαι πως γνωρίστηκα με
τον αρχιμηχανικό του καραβιού, ούτε το
όνομά του. Κατάγονταν από το Λιτόχωρο
Πιερίας και μιλούσε σπασμένα ελληνικά
από τα οποία καταλάβαινες πως πήγε στην
Αμερική πριν πολλά χρόνια. Μια μέρα με
κάλεσε στην κουκέτα του (ιδιαίτερο
διαμέρισμα στο καράβι, σα να λέμε «σουΐτα»
ξενοδοχείου). Πήγα κι έβγαλε ξηρούς
καρπούς, ουΐσκι και μπύρες σε μεταλλικά
κουτιά.
Η κουβέντα μας περιεστρέφετο
γύρω από την Ελλάδα και τα παιδικά του
χρόνια στο Λιτόχωρο καί κάπου κάπου,
ένα δάκρυ αυλάκωνε τα μάγουλά του. Από
τα κεράσματά του περιορίστηκα στους
ξηρούς καρπούς διότι φοβόμουν ενδόμυχα
την επίδραση των ποτών στον παρθένο
ακόμα οργανισμό μου. Στην επόμενη
πρόσκλησή του πήγα το ένα μπουκάλι με
τσίπουρο, το δοκίμασε και η χαρά του
ήταν εμφανής πίνοντας με θρησκευτική
ευλάβεια ποτό από την πατρίδα. Φεύγοντας
από την κουκέτα του μου χάρισε ένα φακό
που μπορούσε να στείλει και φωτεινά
σήματα Μορς. Πολλές φορές μου φάνηκε
χρήσιμος και μέχρι σήμερα τον έχω στο
αυτοκίνητό μου. Ο Λιτοχωρίτης αυτός
ήταν η συντροφιά μου στο καράβι όταν οι
συνάδελφοί μου στρώνονταν στο καρέ των
αξιωματικών, στην πρέφα και στο πόκερ,
άγνωστα κι αντιπαθή σε μένα μέχρι σήμερα,
εκτός από το τάβλι που όμως δεν υπήρχε
στο καράβι. Έτσι του πήγα και το δεύτερο
μπουκάλι με το τσίπουρο. Σαν φτάσαμε
στην Ιντσόν κι άρχισε η αποβίβαση, ήρθε
και μ’ αποχαιρέτησε με ξηρούς καρπούς
και με ευχές.
(Συνεχίζεται...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου