Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Μανόλης Ανδρόνικος



Προτομή του Μανόλη Ανδρόνικου
                                                  Ο Mανόλης Aνδρόνικος (1919 - 1992) του Λεωνίδα γεννήθηκε στην Προύσα στις 23 Οκτωβρίου 1919. Με την Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη.
Από παιδί κιόλας, στην προσφυγομάνα Θεσσαλονίκη, θα βρει καταφύγιο στην ποίηση με αγαπημένους του ποιητές τον Παλαμά, τον Ελύτη και τον Σεφέρη. Μάλιστα, η αφοσίωση του στα γράμματα τον ωθεί να ιδρύσει μαζί με φίλους του το σύλλογο «Η Τέχνη».  Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,όπου προσωπικότητες όπως αυτή του καθηγητή ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Α. ΡΩΜΑΙΟΥ του κίνησαν σε πρώτο στάδιο το αρχαιολογικό του ενδιαφέρον.

Αμέσως μετά την αποφοίτησή και την ορκωμοσία του, διορίζεται καθηγητής μέσης εκπαίδευσης στο Διδυμότειχο της Θράκης. Όντας, όμως, υπερδραστήριος αποφασίζει να περάσει στην Παλαιστίνη και να καταταγεί στρατιώτης στις ελληνικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής. 
 Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη με τον Sir John D. Beazley (1954-1955).
Η πορεία του διαγράφεται λαμπρή, όπως και το ανήσυχο πνεύμα του: το 1957 με τη διατριβή του «Λακωνικά ανάγλυφα» εκλέγεται υφηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ενώ τέσσερα μόλις χρόνια αργότερα προάγεται σε έφορο αρχαιοτήτων, το 1961 έκτακτος καθηγητής της Β΄ έδρας Αρχαιολογίας, και το 1964 τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα.
Ήταν παντρεμένος με την Ολυμπία Kακουλίδου (1921-2012). 
Πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες στη Βέροια, τη Νάουσα, το Κιλκίς, τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη, αλλά το κύριο ανασκαφικό του έργο συγκεντρώθηκε στη Βεργίνα, όπου ανέσκαψε το σημαντικότατο νεκροταφείο τύμβων των γεωμετρικών χρόνων και συνέχισε σε συνεργασία με τον Γ. Μπακαλάκη την ανασκαφή του ελληνιστικού ανακτόρου που είχε αρχίσει το 1937 ο Κ. Α. Ρωμαίος, εκ μέρους του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 
 Η κορυφαία στιγμή της καριέρας του θεωρείται η 8η Νοεμβρίου 1977, όταν στη Βεργίνα έφερε στο φως ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία, τον ασύλητο μακεδονικό τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας. Διατύπωσε την άποψη ότι στο μνημείο αυτό τάφηκε ο Φιλίππου του Β΄, βασιλιάς της Μακεδονίας (359-336 π.Χ.).
Τα ευρήματα πολλά: χρυσή λάρνακα με ανάγλυφο το δεκαεξάκτινο αστέρι και οστά, λαμπρές τοιχογραφίες, σιδερένιοι θώρακες, ψηφιδωτά, ανάγλυφα μέλη, κλίνες από ελεφαντοστό και άλλα πολλά. Λίγο καιρό πριν τη σπουδαία ανακάλυψη έγραφε στο σημειωματάριό του: «Οι προσδοκίες για την ανασκαφή της Μ. Τούμπας είναι εξαιρετικές. Ακόμα και η απίστευτη ελπίδα πως κάτω από την τεράστια επίχωση της καλύπτει τάφους Μακεδόνων Βασιλέων. Τίποτα δεν αποκλείεται!» ενώ την πρώτη μέρα της ανακάλυψης σημειώνει: «Εκείνο το βράδυ στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ. Ήταν η πιο απίστευτη ώρα της ζωής μου. Έπιασα με τα χέρια μου το λείψανο του Φιλίππου».  

Η πολιτεία αμέσως τον εμπιστεύεται. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Πρωθυπουργός της Ελλάδας, μόλις ενημερώνεται για το κατόρθωμα του Ανδρόνικου, του ξεκαθαρίζει: «Θα σας δώσω ό,τι θέλετε. Πείτε τι θέλετε και θα το έχετε. Δώσατε φωνή και υπόσταση στην ιστορία της Ελλάδος». Ποιος θα μπορούσε ν' αμφισβητήσει ότι η ανακάλυψη του διεθνούς φήμης Έλληνα αρχαιολόγου είχε και έχει κεφαλαιώδη εθνική σημασία; Μάλιστα, το 1978, αποκαλύπτει έναν ακόμα Μακεδονικό τάφο, επίσης ασύλητο.
Αν και ο συσχετισμός του τάφου αυτόυ με τον Φίλιππο Β' έχει πλέον απορριφθεί, λόγω της χρονολόγησης του περιεχομένου του μετά το 317 π.Χ. και ο τάφος πιστεύεται ότι είναι του Φιλίππου Γ' Αρριδαίου (βλέπε Palagia O.-Borza E., "The Chronology of the Macedonian Royal Tombs at Vergina",JdI 2008, 81-125), η σημασία του μνημείου αυτή είναι αναμφισβήτητη και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ου αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο.

Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο και μελέτες, κυριότερα των οποίων είναι:
  • Αρχαίαι επιγραφαί Βεροίας, (1951)
  • Ο Πλάτων και η Τέχνη, (1952)
  • Πλάτωνος Φίληβος, (1957)
  • Toten Kult, (1968)
  • Βεργίνα, Ι, Το νεκροταφείο των Τύμβων, (1969)
  • Το ανάκτορο της Βεργίνας, (σε συνεργασία με άλλους) (1971)
Και επίσης πολλές δημοσιεύσεις, με κυριότερες:
  • Ελληνικά επιτάφια μνημεία, (1961 - 1962)
  • Mycenean and Greek Writing, (1967)
  • Sarissa, (1970) κ.ά.
Πρόεδρος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, του εθνικού συμβουλίου και της εκτελεστικής επιτροπής της UNESKO. Ισόβιος έταιρος της αρχαιολογικής εταιρείας, μέλος της εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, του γερμανικού αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου, της διεθνούς ένωσης τεχνοκριτών Association Internationale des Critiques d' Art (A.I.C.A.), της «Τέχνης» της Θεσσαλονίκης, του Explorer Club της Νέας Υόρκης, επίτιμος έταιρος της ισπανικής εταιρείας κλασικών σπουδών Pastor και της εταιρίας ελληνικών σπουδών του Λονδίνου. Έλαβε μέρος με ανακοινώσεις σε πολλά διεθνή συνέδρια. Προσκλήθηκε από γερμανικά πανεπιστήμια για διαλέξεις και σχεδόν απ' όλα τα πανεπιστήμια της Ελλάδας. Διετέλεσε Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης (1968-1969).
Οι διακρίσεις, όμως, έχουν και συνέχεια. Το 1980 η Ακαδημία Αθηνών τον εξέλεξε αντεπιστέλλον μέλος της και το 1982 τιμήθηκε με το βραβείο «Ολυμπία» του ιδρύματος Α. Ωνάση. Επιπλέον, μόλις λίγες μέρες πριν το θάνατό του, στις 17 Μαρτίου, η πολιτεία βράβευσε τον μεγάλο αρχαιολόγο στο κυβερνείο με τον μεγαλόσταυρο του τάγματος του Φοίνικα. Το ανώτατο αυτό παράσημο του κράτους παρέλαβε ο αδερφός του Ανδρόνικου, κ Απ. Φιλιππίδης, μιας και ο ίδιος ήταν πια βαριά ασθενής. Το Βραβείο «Χέντλερ» και η βράβευση του Ανδρόνικου από την Ένωση Σμυρναίων Μικρασιατών Βορείου Ελλάδος ως επίτιμο μέλος της σφράγισαν το μεγαλόπνοο έργο του αξιομνημόνευτου αρχαιολόγου. 

 Μιλούσε εκτός της μητρικής του γλώσσας, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά.
Ο Mανόλης Aνδρόνικος, μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης (επί της οδού Παπάφη), πέθανε στις 30 Μαρτίου 1992.
Σημειώνεται ότι το όνομά του γράφεται συνήθως με ωμέγα (Μανώλης). Ο ίδιος το έγραφε με όμικρον (Μανόλης). Για τον λόγο αυτό στο παρόν άρθρο χρησιμοποιείται η γραφή του όπως το προτιμούσε ο ίδιος.

Δια χειρός Μανόλη Ανδρόνικου

Από τον πρόλογο στο «Χρονικό της Βεργίνας»

Γνωστοί και άγνωστοι, Έλληνες και ξένοι, με παρακίνησαν να γράψω το κείμενο που δημοσιεύεται σ' αυτόν τον τόμο. Ίσως αυτός ο εξωτερικός ερεθισμός να στάθηκε μονάχα η πρόφαση να καταγράψω όσα κι εγώ ο ίδιος αισθανόμουν την ανάγκη να φέρω στη μνήμη μου και να τα καθηλώσω σε μια πιο στέρεη μορφή. Τα αποτελέσματα της ανασκαφής στη Βεργίνα στάθηκαν πολύ πιο σημαντικά από όσο θα μπορούσα να φανταστώ και να ελπίζω• όλοι έχουν την περιέργεια να μάθουν την ιστορία της πολύχρονης προσπάθειας που οδήγησε ως εδώ. Πέρα από την επιστημονική καταγραφή, που έγινε συστηματικά από το 1952 ως σήμερα, η ανασκαφική έρευνα της Βεργίνας έχει αυτό που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς «ανθρώπινο» στοιχείο. Για να φτάσουμε στην επιτυχία του 1977, χρειάστηκαν πολλά χρόνια δουλειάς• ο αρχαιολόγος που άρχισε και συνέχισε τις έρευνες, οι άμεσοι συνεργάτες του, οι εργάτες της ανασκαφής, οι άνθρωποι του χωριού, έζησαν από χρόνο σε χρόνο μαι επιστημονική περιπέτεια που είναι φυσικό να τους επηρέασε όχι μονάχα με τη λάμψη του χρυσού που αποκάλυψαν στο τέλος, αλλά με τον ανθρώπινο μόχθο, τις προσδοκίες, τις απογοητεύσεις, που δοκίμασαν προτού φτάσει η τελική επιτυχία. Αυτή την ιστορία, την ανθρώπινη, μου ζήτησαν να θυμηθώ• και ομολογώ πως θέλω κι εγώ να την ξαναθυμηθώ.
Θα ήταν πιο εύκολο το εγχείρημα, αν κρατούσα στη ζωή μου κάποιο ημερολόγιο• πρέπει όμως να δηλώσω αμέσως στον αναγνώστη πως ποτέ μου δεν κράτησα ημερολόγιο, ούτε πριν ούτε ύστερα από το 1977. Σίγουρα δεν είμαι ο μόνος• ποτέ μου δεν σκέφτηκα πως αξίζει να καταγράφω τα «συμβάντα» της ζωής μου, ούτε καν τις σκέψεις μου• όσες μπορούσαν να έχουν κάποιο ενδιαφέρον τις έγραφα -όχι ημερολογιακά- και κάποτε τις δημοσίευα• οι άλλες χάθηκαν, ή καλύτερα αναλώθηκαν για να είμαι αυτός που είμαι. Τώρα που το σκέφτομαι, υποθέτω πως η εποχή που έζησα ήταν ακατάλληλη για να καταγράψει κανείς με ειλικρίνεια τις σκέψεις του και τις πράξεις του. Όταν ανδρώνεσαι σε μια δικτατορία (1936-1940) και συνεχίζεις με έναν πόλεμο, που προεκτείνεται με τον εμφύλιο, δεν νιώθεις ασφάλεια να αφήνεις αδιάψευστα τεκμήρια που μπορούν να σε καταστρέψουν. Αυτός είναι, ίσως, ο ένας λόγος. Όμως ο πιο σοβαρός, νομίζω, είναι πως ζώντας μέσα σε μια τέτοια περίοδο νιώθεις την υποχρέωση να πράξεις πιο πολύ, παρά να αρκεστείς στις ενδοσκοπήσεις ενός ημερολογίου, όταν μάλιστα δεν πιστεύεις πως έχεις να καταγράψεις τίποτα το ξεχωριστό.
Αν σήμερα αποφασίζω να σχεδιάσω από μνήμης αυτή την ιστορία, είναι γιατί καταλαβαίνω πως αξίζει τον κόπο να αναλογιστώ κι εγώ ο ίδιος το δρόμο που έκανα και να δώσω στους άλλους τις πληροφορίες που θεωρούν χρήσιμες. Θα ήταν ψεύτικη μετριοφροσύνη αν έλεγα πως εξακολουθώ να πιστεύω πως δεν αξίζει να ιστορήσω το «Χρονικό της Βεργίνας». Τώρα ξέρω πως αξίζει• ελπίζω να φανεί από το χρονικό αυτό πως ο δρόμος που ακολούθησα ήταν ίσιος και πως έφτασα στο τέλος του -αν υπάρχει τέλος σ' ένα τέτοιο δρόμο- μονάχα γιατί δεν κουράστηκα μεσοστρατίς.
Όσα γράφω στηρίζονται στη μνήμη μου• γνωρίζω πως η ανθρώπινη μνήμη είναι πάντα απατηλή• προσπάθησα να την ελέγξω σε όλα τα σημεία• αν όμως κάπου με παραπλάνησε, ζητώ την επιείκεια του αναγνώστη.

Ο τάφος αποκαλύπτεται
Είναι αδύνατον να γράψω τι ένιωσα όταν φάνηκε το πρώτο παράξενο τοιχάριο• το μόνο που έλεγα και ξανάλεγα ήταν πως πολύ μου αρέσει, πως είμαι περίεργος να δω τι είναι, πως κάτι παράξενο κι ενδιαφέρον θα μας δώσει. Δεν ήξερα τι• ήταν αδύνατο να μαντέψω τον απροσδόκητο ρόλο του. Κι όμως «μυρίστηκα» σωστά. Είχαμε βρει την άκρη της πιο απροσδόκητης ανακάλυψης.
Πρώτα μπήκαμε στο «μικρό» τάφο. Ήταν συλημένος κι είχε χώμα. Όμως στο βόρειο τοίχο φαινόταν καθαρά η εκπληκτική σύνθεση. Ο Πλούτων κρατούσε σφιχτά την Κόρη. Το κορμί της γυμνό, τεντωμένο απελπισμένα, είχε μιαν ομορφιά παρθενική• ο ζωγράφος δούλεψε με πάθος και τόλμη. Η χαρά μου ήταν τρομερή• τα χρώματα ήταν γοητευτικά, το σχέδιο συγκλονιστικό. Κι όμως είπα μονάχα: «καλό έργο». Χρειάστηκαν οι κραυγές των συναδέλφων για να με αναγκάσουν να ομολογήσω αυτό που ήξερα από την πρώτη στιγμή, πως είχαμε μπροστά μας ένα αριστούργημα της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής. Τώρα πια έβλεπα με τα μάτια μου πως οι προσδοκίες μου επαληθεύονταν, κάτι παραπάνω: η πραγματικότητα ξεπερνούσε τις προσδοκίες μου. Λυπόμουν μονάχα πως η υπόθεσή μου για την καταστροφή από τους Γαλάτες επιβεβαιώνονταν. Δίπλα στον τάφο είχαμε τα θεμέλια ενός κτιρίου και τα σπασμένα κομμάτια της ανωδομής• ο τάφος ήταν συλημένος. Και τότε μέσα μου άρχισε μια παράξενη ταραχή. Τι ευχόμουν; Να δικαιωθώ ως επιστήμονας και να βρω τους συλημένους βασιλικούς τάφους ή να διαψευσθώ και να βρω έναν ανέγγιχτο μακεδονικό τάφο; Δεν το αποφάσιζα, αλλά καταλάβαινα πως προτιμούσα το δεύτερο. Να είχα αυτή την τύχη, να βρω τον πρώτο μακεδονικό τάφο όπως τον άφησαν αυτοί που έθαψαν τον πλούσιο νεκρό τους! Ένα όνειρο τόσων χρόνων, κόποι και ελπίδες μιας ζωής.
Και σε λίγες μέρες η πραγματικότητα ήρθε να με βγάλει από το δίλημμα. Η θεωρία μου δεν ανατρεπόταν -τουλάχιστον όχι ακόμα, και όχι οπωσδήποτε- ενώ ο σφραγιστός τάφος ήταν εκεί μπροστά μας.



 http://el.wikipedia.org/wiki
http://mikrasia.gr/?render=page&id=22

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου