Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

Ο Δημοσθένης και το μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο των "Άρπαλείων χρημάτων" στην Αρχαία Αθήνα (324 π. Χ.)

Ο Μέγας Αλέξανδρος από την ηλικία των 13 ετών, όπου μαθήτευσε στους μεγάλους δασκάλους-παιδαγωγούς της εποχής του, τον Λεωνίδα και τον Λυσίμαχο και από την ηλικία των 16 ετών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Αριστοτέλη, είχε συμμαθητές πολλούς ευγενείς Μακεδόνες και Έλληνες, συνομήλικούς του, με τους οποίους τους συνέδεε μια ανυπόκριτη, δυνατή και διαρκής φιλία, μέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτοί ήταν οι εξής: Ηφαιστίων, Λεοννάτος, Μαρσύας, Νικάνωρ (από την Πέλλα όλοι τους), ο Άρπαλος του Μαχάτα (Ελιμιώτης), Πτολεμαίος ο Λάγου (μάλλον ετεροθαλής αδελφός του από Εορδαία), Νέαρχος (Κρητικός, αλλά από την Αμφίπολη), Ερίγυος και Λαομέδων (Λέσβιοι), Αμύντας και Πευκέστας (αδέλφια), Θεσσαλός ο Κορίνθιος κ.α.


Όλοι αυτοί πήραν μεγάλα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, ανάλογα με την αξία και τις ικανότητες που είχε ο καθένας τους. Ο Μ. Αλέξανδρος έδινε την εξουσία μόνο σε όσους την άξιζαν, ενεργώντας όχι ευνοιοκρατικά, αλλά ρεαλιστικά και αξιοκρατικά. (Το ίδιο έκανε και ο Μ. Ναπολέων που έπαιρνε ένα λοχία και τον έκανε στρατάρχη π.χ. το Λαν). Σχεδόν όλοι αυτοί ήταν ομοτράπεζοί του και μερικοί σωματοφύλακές του.


Όλοι τους - πλην του Άρπαλου, που ήταν χωλός - ήταν δυνατοί και ατρόμητοι πολεμιστές και πάντοτε διακρίνονταν στη διοίκηση και ως πολεμικοί ηγέτες.

Πριν από τη μάχη της Ισσού (Νοέμβριος 333 π.Χ.), ο Άρπαλος παρασυρμένος από τον Ταυρίσκο, έφυγε μαζί του δυτικά, παίρνοντας μαζί του όλα τα χρήματα της στρατιάς και κατέφυγε στα Μέγαρα. Ο Μ. Αλέξανδρος δέχτηκε τη μετάνοιά του, τον ξανακάλεσε δίπλα του και τον όρισε εκ νέου γενικό διαχειριστή των θησαυρών του κράτους με έδρα τα Εκβάτανα (όπου αργότερα δολοφονήθηκε ο στρατηγός Παρμενίων).

Οι θησαυροί αυτοί ήταν μυθώδους αξίας, γιατί εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι όσοι είχαν βρεθεί στις τέσσερις πρωτεύουσες του περσικού κράτους και σε άλλες μικρότερες πόλεις, αξίας περίπου 700.000 ταλάντων (430 δις δραχμές το 1968 ή 600 και άνω δις σημερινά ευρώ). Ακόμη, είχε εισπράξει άλλα 100.000 χρυσά τάλαντα κατά τα πέντε χρόνια της απουσίας του Μ. Αλεξάνδρου στην Ανατολή από φόρους.

Με το να απομακρύνεται όμως όλο και μακρύτερα, προς Ανατολάς, ο Μ. Αλέξανδρος, ο Άρπαλος έγινε ανεξέλεγκτος. Επιδόθηκε σε παντός είδους ακολασίες και καταχρήσεις. Η φήμη του έφτασε μέχρι την Ελλάδα, όπου οι κωμωδιογράφοι τον διέσυραν για τα «κατορθώματά» του. Είχε ερωτικές σχέσεις με Ασιάτισσες και μετακάλεσε από την Αθήνα την εταίρα Πυθιονίκη. Όταν αυτή πέθανε προς τιμήν της έστησε μνημεία στην Αθήνα και τη Βαβυλώνα. Μετά το θάνατό της κάλεσε από την Αθήνα άλλη εταίρα, την περιβόητη Γλυκέρα, που την εγκατέστησε στα ανάκτορα της Ταρσού. Είχε πορωθεί τόσο πολύ, ώστε όταν του προσέφεραν χρυσό στεφάνι, απαιτούσε να δίδεται και στη Γλυκέρα ένα άλλο και να την προσκυνούν ως βασίλισσα.

Αυτά είχαν καταγγελθεί στο Μ. Αλέξανδρο, ο οποίος τα θεώρησε υπερβολικά και όχι μόνο δεν κυνήγησε εγκαίρως τον Άρπαλο, αλλά θυμούμενος την παλιά του φιλία με αυτόν φυλάκισε αυτούς που τον κατάγγειλαν ως συκοφάντες. Όταν γύρισε ο Μ. Αλέξανδρος στα Σούσα (Άνοιξη 334 π.Χ.), δηλαδή μετά την επιστροφή του απ’ την εκστρατεία της Ανατολής στην Ινδία, πληροφορήθηκε ότι είχε ξαναφύγει με θησαυρούς (5.000 τάλαντα). Ο Άρπαλος, γνωρίζοντας ότι ο Αλέξανδρος πολεμούσε πάντα στην πρώτη γραμμή και ότι το μυαλό του ήταν πάντα στη δόξα και την κατάκτηση, πίστευε ότι ήταν αδύνατο να ξαναγυρίσει ζωντανός, ύστερα από τόσους αγώνες και μάχες στα βάθη της Ανατολής και έτσι επιδόθηκε στην κατασπατάληση των χρημάτων του Βασιλικού θησαυροφυλακίου, διάγοντας έναν βίο γεμάτο με συμπόσια και ακολασίες (αὑτῷ τε πράγματα συνειδὼς πονηρὰ δι’ ἀσωτίαν). .

Αυτό φυσικά το πίστευαν και πολλοί άλλοι που το πλήρωσαν με τη ζωή τους, όταν γύρισε απ’ την εκστρατεία της Ανατολής. Εκτέλεσε όλους τους παραβάτες που του καταγγέλθηκαν, δηλαδή τους καταχραστές, βιαστές, συλητές τάφων(π.χ. του Κύρου του Μεγάλου), τρεις στρατηγούς (Μενίδας, Σιτάλκης, Ήρων), τρεις σατράπες, που είχαν σηκώσει κεφάλι και ήταν ασύδοτοι, μαζί με τους συνεργούς στρατιώτες τους, περίπου 600 άτομα στη Βαβυλώνα.

Όταν όμως το 325 π.Χ. ο Άρπαλος έμαθε πως ο Αλέξανδρος νίκησε και επέστρεφε στην Βαβυλώνα έχοντας πληροφορίες για τις ατασθαλίες του, γνώριζε ότι τον περίμενε πολύ σκληρή τιμωρία.

Πήρε μαζί του 5.000 τάλαντα, τη Γλυκέρα, την κόρη του από την Πυθιονίκη και κατέφυγε τρομοκρατημένος στα παράλια της Μ. Ασίας. Στρατολόγησε 6.000 μισθοφόρους και με 30 πλοία κατέπλευσε στο Σαρωνικό κόλπο, στη Μουνιχία. Οι Αθηναίοι δεν τον δέχτηκαν με τιμές, όπως ήλπιζε, γιατί φοβούνταν την αντίδραση του Μ. Αλεξάνδρου, παρόλο που τον είχαν κάνει επίτιμο δημότη τους παλιότερα, λόγω της προσφοράς του προς αυτούς σιταριού και άλλων δωρεών.

Στην Αθήνα το 324 π. Χ. η αντιμακεδονική πολιτική πτέρυγα ήταν πανίσχυρη, παρά την στρατιωτική παντοδυναμία των Μακεδόνων, με κυρίαρχες μορφές τον Υπερείδη, τον Δείναρχο αλλά κορυφαίο τον σημαντικότερο ρήτορα της Αρχαιότητας, Δημοσθένη.

Η Μακεδονική πτέρυγα, επίσης πολιτικά ισχυρή, αντιπροσωπευόταν από τον Δημάδη αλλά κυρίως από τον σώφρονα Φωκίωνα.

Οι Αθηναίοι αντιμετώπισαν με έντονη καχυποψία την έλευση του Άρπαλου. Αρχικώς του απαγορεύτηκε η είσοδος στην πόλη με τους μισθοφόρους του μετά από εισήγηση του Δημοσθένη (ὁ δὲ Δημοσθένης πρῶτον μὲν ἀπελαύνειν συνεβούλευε τὸν Ἅρπαλον) και την σύμφωνη γνώμη του Φωκίωνα έτσι ώστε να μην δωθεί αφορμή στον Αλέξνδρο να επιτεθεί κατά της Αθήνας (καὶ φυλάττεσθαι, μὴ τὴν πόλιν ἐμβάλωσιν εἰς πόλεμον ἐξ οὐκ ἀναγκαίας καὶ ἀδίκου προφάσεως). Τελικώς ο στρατηγός Φιλοκλής επέτρεψε την είσοδο του Άρπαλου στην Αθήνα ατομικά ως ικέτη.

Ο Άρπαλος αμέσως άρχισε να δωροδοκεί πολιτικούς της αντιμακεδονικής μερίδας, ενώ διέδιδε στην πόλη ότι ο Αλέξανδρος αντιμετώπιζε ανυπέρβλητες δυσκολίες στην Περσία, πολλοί σατράπες είχαν εξεγερθεί εναντίον του, έτσι ήταν ευκαιρία για την Αθήνα να διεκδικήσει εκ νέου την ανεξαρτησία της. Σύντομα ο στρατηγός Αντίπατρος, τοποτηρητής του Αλέξανδρου στην Μακεδονία, απαίτησε με αγγελιοφόρο του την άμεση παράδοση του Άρπαλου. Οι αντιμακεδόνες δημαγωγοί Υπερείδης και Δείναρχος προσπάθησαν να ξεσηκώσουν τους Αθηναίους υποστηρίζοντας ότι η χρησιμοποίηση των κλεμμένων χρημάτων του Άρπαλου θα βοηθούσε την Αθήνα να αντιταχθεί με αξιώσεις στον Αλέξανδρο.

Ο Δημοσθένης υποστήριξε μια μέση λύση (που τελικώς υιοθετήθηκε): Οι Αθηναίοι δεν
θα παρέδιδαν τον Άρπαλο στον Αντίπατρο, αλλά θα τον φυλάκιζαν και θα κατέθεταν τα χρήματά του στην Ακρόπολη ώσπου να αποφασίσουν αν τελικώς θα τον παρέδιδαν στον Αλέξανδρο. Όταν όμως συνελήφθη ο Άρπαλος, ενώ είχε εισέλθει στην πόλη με 700 τάλαντα, βρέθηκαν μόλις τα 350. Ο Δημοσθένης και οι υπόλοιποι Αθηναίοι που ορίστηκαν να εκτελέσουν την απόφαση του δήμου απέκρυψαν ότι έλλειπαν τα χρήματα.

Η συνέχεια ήταν εξίσου δραματική. Ο Άρπαλος κατάφερε να δραπετεύσει από τις Αθηναϊκές φυλακές, κατέφυγε στην Κρήτη, όπου δολοφονήθηκε από τον αξιωματικό της μισθοφορική φρουράς του Θίμβρωνα. Η απόδρασή του όμως, αποτέλεσε σκάνδαλο για τους Αθηναίους που γιγαντώθηκε όταν μαθεύτηκε πως στην Ακρόπολη τελικώς ήταν κατατεθειμένα 350 τάλαντα. 


Η φιλομακεδονική παράταξη κατηγόρησε τον Δημοσθένη ότι είχε χρηματιστεί από τον Άρπαλο και εσκεμμένα είχε αποκρύψει το έλλειμμα στα χρήματα που βρέθηκαν στον Μακεδόνα αποστάτη. Ο Δημοσθένης ζήτησε από τον δήμο να γίνει λεπτομερής έρευνα επί του θέματος από τον Άρειο Πάγο και για όσους βρεθούν αποδείξεις να εισαχθούν σε δίκη (Ὁ δὲ Δημοσθένης ὁμόσε χωρῶν εἰσήνεγκε ψήφισμα, τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν ἐξετάσαι τὸ πρᾶγμα καὶ τοὺς ἐκείνῃ δόξαντας ἀδικεῖν δοῦναι δίκην). Μετά από έρευνες και ανακρίσεις το πόρισμα κατέληξε σε έναν κατάλογο ονομάτων όσων είχαν χρηματιστεί από τον Άρπαλο. Πρώτο ήταν αυτό του Δημοσθένη με 20 τάλαντα, αποδεικνύοντας και τον πλήρη εκμαυλισμό και την σήψη που είχε επέλθει στην Αθηναϊκή δημοκρατία την εποχή εκείνη. Ο Δημοσθένης φαίνεται ότι παραδέχθηκε ότι έλαβε το ποσό αυτό από τον Άρπαλο, αλλά το απέδωσε αυτούσιο στο ταμείο του Θεωρικού που παρουσίαζε έλλειμμα. 

Η ομολογία αυτή όμως δεν ήταν αρκετή για να τον αθωώσει καθώς αντιμετώπιζε το μίσος όχι μόνο των μακεδονιζόντων αλλά και των παλαιών στενών συνεργατών του. Η υπόθεση χρηματισμού του από τον Άρπαλο εκδικάστηκε στην Ηλιαία με βασικούς κατήγορους, τους δύο παλαιούς συνεργάτες του Υπερείδη και Δείναρχο. Ο Δείναρχος έφτασε να το κατηγορήσει μέχρι και ως κόλακα του Φιλίππου! Ο Υπερείδης ως δεύτερος ενάγων, κατηγόρησε ανοιχτά τον Δημοσθένη ότι αυτός βοήθησε στην απόδραση του Άρπαλου για να καλύψει τον χρηματισμό του.

Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν καταδικαστική. Ο Δημοσθένης καταδικάστηκε σε βαρύ πρόστιμο 50 ταλάντων και επειδή δεν είχε να το πληρώσει, φυλακίστηκε. Μετά από πέντε μέρες ο Δημοσθένης απέδρασε από την φυλακή και περιπλανήθηκε εξόριστος στην Αίγινα και στον Πόρο, σε κακή ψυχολογική κατάσταση από την ατίμωση που είχε υποστεί. Ήταν οδυνηρό για τον μεγάλο ρήτορα που είχε πρωταγωνιστήσει επί 30 χρόνια στην πολιτική ζωή των Αθηνών, να βρίσκεται στην αφάνεια και την ατίμωση της εξορίας. Αυτή όμως η κατάσταση του δεν έμελλε να παραταθεί για πολύ.

Ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε στην Βαβυλώνα στις 13 Ιουνίου 323 π.Χ. Ο θάνατός του αναπτέρωσε τις ελπίδες των Ελληνικών πόλεων για ανεξαρτησία. Στην Αθήνα εμφανίστηκε ο Λεωσθένης με 8.000 μισθοφόρους και προσπαθούσε με την συνεργασία της αντιμακεδονικής παράταξης να ξεσηκώσει την Αθήνα σε νέα επανάσταση. Μέσα σε αυτό το ευνοϊκό κλίμα οι Αθηναίοι άλλαξαν στάση έναντι του Δημοσθένη. Βρήκαν έναν νομιμοφανή τρόπο για να τον αποκαταστήσουν και απέστειλαν μια τριήρη στην Αίγινα για να τον παραλάβει και να τον φέρει στην Αθήνα.

Η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε ήταν αποθεωτική. Πλήθος λαού με επικεφαλής τους άρχοντες και τους ιερείς κατευθύνθηκαν αυθόρμητα στον Πειραιά για να τον υποδεχθούν. Το μαρτυρικό τέλος όμως του μεγαλύτερου ρήτορα της Αρχαιότητας απείχε μόλις ένα χρόνο μακριά.....

Επίμετρον
Τελικώς ο Δημοσθένης χρηματίστηκε από τον Άρπαλο η όχι;


Αν διαβάσατε το άρθρο ως το τέλος, είμαι σίγουρος πως σας έχει μείνει αναπάντητο το ερώτημα αν τελικώς ο Δημοσθένης πήρε η όχι τα "αρπάλεια χρήματα". Ομολογουμένως το ερώτημα δεν είναι εύκολο να απαντηθεί με κατηγορηματικό τρόπο. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε χρηματισμός του Δημοσθένη από τον Άρπαλο, καθώς δεν σώζονται σαφή στοιχεία ενοχής, αν πήρε ο Δημοσθένης χρήματα από τον Άρπαλο τα κατέθεσε στο δημόσιο ταμείο των Θεωρικών ως προεξόφληση, ενώ σε έναν κατάλογο προσώπων που χρηματίστηκαν που συνέταξε ο ταμίας του Άρπαλου στον Μακεδόνα στρατηγό Φιλόξενο, δεν υπήρχε το όνομα του Δημοσθένη. Επίσης, πάντα σύμφωνα με τον Τσάτσο, ο Δημοσθένης απέκρυψε το έλλειμμα του ποσού που βρέθηκε στον Άρπαλο, ώστε να δώσει ευκαιρία σε όσους χρηματίστηκαν να επιστρέψουν τα χρήματα, κίνηση που φανερώνει ότι δεν υπήρχε ιδιοτέλεια εκ μέρους του. Επίσης δεν σώζονται τεκμήρια που να αποδεικνύουν ότι ο Δημοσθένης φυγάδευσε τον Άρπαλο.

Φαίνεται όμως πως η αλήθεια είναι πιο περίπλοκη. Πρώτα από όλα υπάρχει η μαρτυρία του Πλουτάρχου στην βιογραφία του Δημοσθένη, σύμφωνα με την οποία ο Αθηναίος ρήτορας είχε βρεθεί στον ίδιο χώρο με τον Άρπαλο και θαύμασε ένα πολύτιμο κόσμημα που φορούσε ο Μακεδόνας. Τον ρώτησε πόσο κοστίζει και ο Άρπαλος του απάντησε "20 τάλαντα". Το βράδυ της ίδια ημέρας ο Άρπαλος απέστειλε στον Δημοσθένη το κόσμημα μαζί με τα είκοσι τάλαντα και ο ρήτορας τα αποδέχθηκε.

Ένα δεύτερο επιχείρημα που έχει βάση είναι η ίδια η διαδικασία της δίκης στην Ηλιαία. Οι δικαστές ήταν Αθηναίοι πολίτες, οι οποίοι αναμφίβολα επηρεάζονταν από τους εκάστοτε λογογράφους και ρήτορες, αλλά σίγουρα δεν θα καταδίκαζαν τον Δημοσθένη αν δεν υπήρχαν βάσιμες υπόνοιες. Οι δικαστές στην Ηλιαία δεν σχημάτιζαν γνώμη μόνο από τα πειστήρια και τους δικανικούς λόγους όπως γίνεται σήμερα, καθώς είχαν προσωπική αντίληψη επί των θεμάτων. Έτσι και στην περίπτωση του Δημοσθένη, πιστεύω πως η κοινή αίσθηση ήταν ότι αναμφίβολα πήρε τα χρήματα από τον Άρπαλο, όπως και πολλοί άλλοι ρήτορες της αντιμακεδονικής πτέρυγας.

Ο Πλούταρχος μάλιστα προχωρεί ακόμη περισσότερο αναφέροντας ότι μετά την δωροδοκία του, ο Δημοσθένης την επομένη προσήλθε στην εκκλησία του Δήμου και αρνήθηκε να μιλήσει για το θέμα του Άρπαλου προφασιζόμενος ότι δεν μπορούσε να μιλήσει επειδή ήταν άρρωστος (καὶ κελευόντων ἀνίστασθαι καὶ λέγειν, διένευεν ὡς ἀποκεκομμένης αὐτῷ τῆς φωνῆς). Οι πιο ευφυείς Αθηναίοι πολίτες κατηγόρησαν τότε τον Δημοσθένη ότι το στόμα του δεν το έφραζε το συνάχι αλλά τα αργύρια (οἱ δ’ εὐφυεῖς χλευάζοντες οὐχ ὑπὸ συνάγχης ἔφραζον, ἀλλ’ ἀργυράγχης). Οφείλουμε πάντως να προσμετρήσουμε και το γεγονός ότι ο Πλούταρχος ήταν ευνοϊκά διακείμενος έναντι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως και ο γενικότερος Ρωμαϊκός περίγυρος την εποχή που έγραφε τους "βίους" του. Από την άλλη βέβαια είναι μάλλον δύσκολο να έχει επινοήσει τα παραπάνω και να μην βασίζεται σε πηγές που πιθανά να μην έχουν σωθεί ως σήμερα.

Αν και σπανίως το συνηθίζω στο ιστολόγιό μου, θα τολμήσω μια προσωπική εκτίμηση επί του θέματος. Κατά την γνώμη μου, το πιο πιθανό είναι ο Δημοσθένης σε μια στιγμή προσωπικής αδυναμίας, να δέχθηκε τα χρήματα πέφτοντας στην παγίδα του Άρπαλου και μετά να το μετάνιωσε. Η πιο φυσιολογική κίνηση θα ήταν να τα καταθέσει στο Δημόσιο ταμείο ώστε να αποφύγει την κατηγορία του χρηματισμού αργότερα.

Ι. Β. Δ.




πηγές

Werner Gaeger, Δημοσθένης (διαμόρφωση και εξέλιξη της πολιτικής του), εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.
Κωνσταντίνος Τσάτσος, Δημοσθένης, εκδόσεις "Εστία"
Πλούταρχος, Δημοσθένους βίος, (το αρχαίο κείμενο σε ηλεκτρονική μορφή στον μικρό απόπλου)
http://www.patris.gr (πολύ ωραίο σχετικό άρθρο του κ. Μανόλη Ιατράκη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου