Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

13. Ο πόλεμος είχε αρχίσει

   Ο πόλεμος είχε αρχίσει και το Γυμνάσιο άρχισε να υπολειτουργεί λόγω επιστρατεύσεως των περισσοτέρων καθηγητών του. Την επομένη το πρωΐ ή την μεθεπομένη, συνοδευόμενος ο πατέρας από καμιά τριανταριά πόντιους καβαλάρηδες, ντυμένοι όλοι τους με τις παραδοσιακές τους χρυσοκέντητες στολές τους, με τα φυσεκλίκια τους περασμένα στους ώμους τους, τα «κιοστέκια» τους (ασημένιες αλυσίδες που συγκρατούνταν στους μπροστινούς ώμους με καρφίτσα και στη μέση τους με φτερά του ασημένιου δικέφαλου αετού στο στήθος), και τα όπλα τους, οι περισσότεροι τουρκόφωνοι εμφανίστηκαν με τάξη μπροστά στη Νομαρχία. Νομάρχης ήταν κάποιος Δρέλιας που το Νοέμβριο του 1944 τον συνέλαβαν οι κομμουνιστές, τον διαπόμπευσαν, του έβαλαν καπίστρι κι' αφού ένας απ' αυτούς τον καβάλησε, τον οδήγησαν έξω από την πόλη και τον έγδαραν ζωντανό.
Ο Δρέλιας γνώριζε τον πατέρα μου από το εξής επεισόδιο: Είχε πάει κάποτε στη Νομαρχία για κάποιο θέμα του χωριού, νομίζω αφορούσε την ύδρευση και πήγε στον αρμόδιο υπάλληλο, ο οποίος καίτοι τον αντελήφθη συνέχιζε να συζητά με συνάδελφό του. Αντιληφθείς ότι η συζήτησή τους δεν αφορούσε υπηρεσιακό αλλά ιδιωτικό τους θέμα και παρά του ότι έκανε εμφανή την παρουσία του προ του ξύλινου διαχωριστικού, αυτοί συνέχιζαν, στη διαμαρτυρία του δε για την άσκοπη αναμονή του, ο ένας απ' αυτούς του απάντησε με σκαιότητα να περιμένει, οπότε ο πατέρας εκσφενδόνισε κατ' αυτών παρατυχόν κάθισμα που ευτυχώς το απέφυγαν. Από το σάλο που δημιουργήθηκε επελήφθη του θέματος προσωπικά ο Νομάρχης κι' έκτοτε είχαν γίνει φίλοι.
      Έτσι λοιπόν μόλις τον είδε από το παράθυρο με τη συνοδεία του, τους κάλεσε στο γραφείο του και ακούγοντας το αίτημά τους να πάνε στο μέτωπο, τηλεγράφησε σχετικά στην Αθήνα. Κατά το μεσημέρι ήρθε αρνητική απάντηση με το αιτιολογικό ότι δεν χρειάζεται προς το παρόν η παρουσία τους στο μέτωπο  (1), προς μεγάλη απογοήτευση του πατέρα και των συντρόφων του.
       Ήταν ή όχι υπέρ πάντων ο πόλεμος εκείνος;
        Κρίνοντας σήμερα την άρνηση αυτή, την βρίσκω αψυχολόγητη κι' επιπόλαια διότι όλη η ομάδα του πατέρα είχε πολεμήσει στο αντάρτικο του Πόντου κι' εντεύθεν είχε σπουδαία εμπειρία του ανορθόδοξου πολέμου που με την τεχνική και την τόλμη τους θα προκαλούσαν σοβαρές ζημιές στα μετόπισθεν των Ιταλών. Και μέχρι σήμερα διερωτώμαι, γιατί αυτή η άρνηση; Μήπως επειδή ήταν Πόντιοι; Η ελληνική κυβέρνηση είχε χρησιμοποιήσει Ιταλούς εθελοντές (τους Γαριβαλδινούς) στους πολέμους του 1897 και του 1912-1913 και τώρα αρνιόταν την άμισθη προσφορά ομαιμόνων της Ελλήνων του Πόντου. Τι πείραζε αν μερικοί απ' αυτούς μιλούσαν τουρκικά; Μήπως στο Μακεδονικό αγώνα καθαρόαιμοι Τούρκοι δεν βοήθησαν τον αγώνα αυτόν; Μήπως στο καλά οργανωμένο κι' εξοπλισμένο αντάρτικο του Καραβαγγέλη στον Πόντο δεν υπηρετούσαν τουρκόφωνοι Έλληνες που οι άθλιοι Ράλλης, Θεοτόκης,  Δούσμανης και οι οσφυοκάμπτες επιτελείς των αρνήθηκαν πείσμονα τη σύμπραξή τους στις επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού από την Κιουτάχεια προς την Άγκυρα; Εδώ έχει θέση ο στίχος του Σολωμού «.. διηγόντας τα να κλαις».
    Την ενέργεια του πατέρα την πληροφορήθηκε ο Μητροπολίτης Κιλκίς που τον κάλεσε σε απολογία με ταυτόχρονη παράθεση γεύματος. Παραξενεμένος ο πατέρας πήγε στη Μητρόπολη. Το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο κι' ο διάκος, αφού του υπέδειξε το κάθισμά του απέναντι από το δεσπότη, αποχώρησε. Παρατήρησε ο πατέρας ότι στο πιάτο του υπήρχαν πατάτες κι' ένα μπούτι από κοτόπουλο. Ο δεσπότης μόλις άρχισε να τρώει παρατήρησε ότι ο πατέρας δεν ακούμπησε το φαγητό του και τον ρώτησε «γιατί δεν τρως παπα-Δημήτρη;» Κι' αυτός του απάντησε «Δέσποτα εγώ δεν γίνομαι πόδι σου, φτερό σου αν θέλεις γίνομαι».
     Η απόκριση του πατέρα εξενεύρισε τον «Δέσποτα», ο οποίος άρχισε να τον παρατηρεί σε οξύ τόνο γιατί κυκλοφορεί με άλογο υπερήφανο στην πόλη, ότι αυτό αντίκειται στην ταπεινότητα ενός ιερέα κ.λπ. και κατέκρινε την ενέργειά του να παρουσιασθεί με τους συντρόφους του, χωρίς μάλιστα ράσο και καλυμμαύκι και χωρίς την άδειά του στο Νομάρχη. Η συζήτηση οξύνθηκε και στη δήλωση του δεσπότη ότι θα τον αφορίσει έσυρε το περίστροφό του από το αντερί (2) και βάζοντάς το στο τραπέζι του είπε «αφόρισέ με τώρα». Στη θέα του περιστρόφου και της αποφασιστικότητας του πατέρα ο δεσπότης με μειλίχιο τόνο αυτή τη φορά δήλωσε ότι θα το σκεφτεί για να εισπράξει την απάντηση «όταν το αποφασίσεις θα είμαι εδώ για τον αφορισμό», κι' αμέσως σηκώθηκε από το τραπέζι, έβαλε το περίστροφο στο αντερί και χωρίς να τον χαιρετίσει βγήκε έξω κτυπώντας και την πόρτα δυνατά.
    Το επεισόδιο έγινε γνωστό, ίσως από τα κρυφακούσματα του διάκου, μεταξύ των ιερέων οι οποίοι σαν πήγαιναν στο δεσπότη, έκαναν μπροστά του τρεις βαθιές μετάνοιες, αποσύρονταν λίγο πίσω όρθιοι κι' αν τους έλεγε να καθίσουν το θεωρούσαν μεγάλη εύνοια, γι' αυτό και ίσως και για τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του πατέρα όταν αναφέρονταν σ' αυτόν τον αποκαλούσαν «Ντελή Παπά» δηλαδή τρελός παπάς, αλλά και τον σέβονταν και τον συμβουλεύονταν πολλές φορές, ιδίως κατά τις ημέρες των Σαββάτων που συναντιόταν με την ευκαιρία της εμπορο-ζωο-πανήγυρης στο Κιλκίς όπου κατέβαιναν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι των χωριών με την πραμάτειά τους, άλλοι με κότες και πετεινάρια, άλλοι με βούτυρο αγελάδας και γαλακτοκομικά, όσπρια,  κάθε είδους υφάσματα και ζώα κ.λπ.
    Παρακολούθησα μια φορά την αγορά ενός αλόγου. Για την πώληση των ζώων υπήρχε ο «Τσαμπάζης», ο σημερινός μεσίτης, που έβρισκε τους πωλητές κι' αγοραστές. Πρώτη δουλειά του αγοραστού ήταν να ανοίξει τα χείλη του ζώου αλλά και το στόμα του για να διαπιστώσει αν τα δόντια του ήταν γερά κι' αν επρόκειτο για γάϊδαρο ή άλογο, τα καβαλίκευε κιόλας κι' έκανε μ' αυτά μια βόλτα. Εφόσον του άρεσε ερχόταν σε συμφωνία αγοραπωλησίας. Έδιναν τα δεξιά τους χέρια σε χειραψία κι' ο τσαμπάζης με τα δικά του, έπιανε τους καρπούς των, αγοραστή και πωλητή, κι' άρχιζε με πρωτοβουλία του τσαμπάζη με ταυτόχρονο κούνημα των χεριών τους η συμφωνία. Έδινε ο ένας π.χ.100, ο άλλος ήθελε π.χ.120 και με το κούνημα των χεριών συνέχεια και τον εκατέρωθεν διάλογο των προτερημάτων ή ελαττωμάτων του ζώου, ο τσαμπάζης καθόριζε την συμφέρουσα στον καθένα τιμή που αν γίνονταν δεκτή από τους συμβαλλομένους η αγοραπωλησία έκλεινε, βεβαίως με κάποια προμήθεια του τσαμπάζη που έδινε και την ευχή του, συνήθως στα τουρκικά «χαΐρ ολσούν» που σήμαινε «ας γίνει αγαθό».
     Η υπαναχώρηση από τη συμφωνία ήταν αδιανόητη και εθεωρείτο ατιμωτική και συχνά πυκνά άκουγα τους μεγαλύτερούς μου ποντίους που έλεγαν «εδέκα τον λόγομ» ή «τον λόγος και τ' ομάτες» δηλαδή «έδωσα το λόγο μου» και «το λόγο σου και τα μάτια σου».
    Στις οικογένειες των στρατευμένων έδιναν κάποια οικονομική ενίσχυση. Δεν θυμάμαι αν ήταν μηνιαία ή εφ' άπαξ. Ήρθε η θεία μου Γεσθημανή Π., αδελφή της μητέρας μου, στο Κιλκίς για να πάρει το ανάλογο επίδομα για τον επιστρατευθέντα γιο της και ξάδελφό μου Παύλο. Επειδή ήταν αγράμματη, τη συνόδευσα στο αρμόδιο γραφείο και μένοντας δίπλα της περιμέναμε τη σειρά μας. Μόλις πλησιάσαμε τον υπάλληλο και άκουσε το όνομά της τη ρώτησε σε βλοσυρό ύφος «πόσο χρονών είσαι;» κι' αυτή αφελέστατα απάντησε «είκοσι πέντε». Ο υπάλληλος σε οργίλο ύφος της είπε. «μπράβο κυρά μου εικοσιδύο χρονών ο γιος σου κι' εσύ είκοσι πέντε;» Η καημένη η θεία κατάλαβε τι της είπε ο υπάλληλος κι' εξαγριωμένη του απάντησε στα ποντιακά «χαθ απ αδακές, γράψον ήντεν θέλτς», που σήμαινε «χάσου απ' εδώ, γράψε ότι θέλεις». Σε λίγο καιρό γύρισε ο γιος της απ' το μέτωπο με κρυοπαγήματα για τα οποία, όπως έλεγε, του έδιναν ασπιρίνες.
    Σε κάθε νίκη του στρατού μας οι καμπάνες κτυπούσαν χαρούμενα, ο κόσμος γλεντούσε και κάποιοι που οι συγγενείς τους (πατέρες, γιοι, αδέλφια και σύζυγοι) είχαν σκοτωθεί έβγαιναν κι' αυτοί, μαυροντυμένες οι γυναίκες κι' αξύριστοι οι άνδρες και παρακολουθούσαν σιωπηλοί τα επινίκια. Ποια να ήταν άραγε τα αισθήματά τους; Θυμάμαι πως μια μέρα, νομίζω του Φεβρουαρίου του 1941, η Γενοβέφα η σύζυγος του σιδηρουργού Δημήτρη, που είχε γεννήσει στο μεταξύ ένα χαριτωμένο κοριτσάκι που κατά τη βάπτιση του έδωσαν το όνομα Νίκη, πήρε μια ευγενική επιστολή του διοικητού του συζύγου της που την πληροφορούσε για τον ηρωϊκό θάνατο του άνδρα της. Το χωριό μαυροντύθηκε κι' η Γενοβέφα, που ήρθε νύφη στο χωριό και γι' αυτό την θεωρούσαν ξένη, έγινε η συμπαθέστερη χήρα του χωριού προσφέροντάς της οι κάτοικοι αφιλοκερδώς κάθε βοήθεια στις αναγκαίες αγροτικές της εργασίες κι' απ' όσο θυμάμαι η καπνοδόχος του σπιτιού της δεν έσβησε μέχρι που φύγαμε από το χωριό με το κάψιμο του σπιτιού μας από τους κομμουνιστές.
Λαοδικηνό - 2006

Σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο, όταν, σαν συνταξιούχος πλέον δικηγόρος επισκέφθηκα το χωριό μαζί με τη γυναίκα μου και τις ανεψιές μου για να δούμε την μοναδική επιζήσασα συγγενή μας και ομήλική μου Ελένη, την άλλοτε καλλονή του χωριού, ζήτησα να δω τη Γενοβέφα. Την βρήκα σ' ένα υπόγειο δίπλα στο προηγούμενο σπίτι του πρώην λεβέντη συζύγου της, γηρασμένη, μισότυφλη και χωρίς την κόρη της Νίκη που ζούσε από χρόνια στη Γερμανία. Δυσκολευτήκαμε να γνωρίσομε ο ένας τον άλλο κι' όταν της υπενθύμισα πως είμαι του παπά ο γιος ο Νίκος, αναστενάζοντας αναλύθηκε σε δάκρυα ενθυμούμενη τις παλιές, φτωχικές αλλά ήρεμες ημέρες του χωριού.
      Στη θέση του σπιτιού μας με τη μεγάλη αυλή βρήκα διώροφη και πολύ περιποιημένη νέα οικοδομή, τα γύρω από το χωριό χωράφια μας με νέους, άγνωστους ιδιοκτήτες και τίποτα δεν θύμιζε το προπολεμικό χωριό μου, ούτε το πηγάδι στο οποίο πολλές φορές ξενύχτησα τα βράδια της αλλαγής του χρόνου. Ρωτώντας έμαθα ότι έγινε αναδασμός που μοίρασαν σπίτια, οικόπεδα και χωράφια σ' αυτούς που μείνανε στο χωριό κατά την κατοχή, ενώ εμείς, η οικογένεια του παπά, κριθήκαμε από τους νέους «άρχοντες» του χωριού χωρίς καν να ρωτηθούμε καίτοι ήξεραν που βρισκόμασταν, «ότι φύγαμε οικειοθελώς χωρίς την πρόθεση επανόδου» μας σ' αυτό, χώρια που παρακρατούσαν για λογαριασμό τους τα διάφορα βοηθήματα του Κράτους για τους συμμοριτόπληκτους στους πίνακες των οποίων τακτικά μας συμπεριελάμβαναν και εκαρπούντο τα σχετικά βοηθήματα.

(Συνεχίζεται...)


1. Βλέπε και Αθαν. Παπαευγενίου.ο.π.
2. Ποδήρες ένδυμα που φέρεται μόνο από τους ιερείς εσωτερικά του ράσου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου