Τρίτη 17 Απριλίου 2012

17. Αντίσταση ακόμα...

   Μετά από δυο - τρεις μέρες μου έδωσε μέσα σε ένα τσουβάλι πεντακόσια εκατομμύρια, νομίζω, με την εντολή να κατέβω στην πλατεία Βαρδαρίου ν' αγοράσω ένα ψωμί. Φορτώθηκα το τσουβάλι και κατέβηκα στο Βαρδάρη όπου σε μια γωνιά ένας έπαιζε με τρία τραπουλόχαρτα τον «παπά» και γύρω του τρεις τέσσερις με το «εδώ παπάς, εκεί παπάς, που είναι ο παπάς;» πόνταραν σ' ένα από τα τραπουλόχαρτα και κέρδιζαν βρίσκοντας τον παπά και ενθυλάκωναν έτσι το κέρδος τους.
Παρακολούθησα για λίγο τα επιδέξια χέρια του πρωταγωνιστή, πόνταρα, δεν θυμάμαι πόσα και ώ! του θαύματος κέρδισα. Χαρούμενος ότι κέρδισα, συνέχισα να ποντάρω στον «παπά» ώσπου έχασα αυτά που είχα κερδίσει και όσα είχαν απομείνει στο τσουβάλι. Ντροπιασμένος, με άδειο τσουβάλι και χωρίς βέβαια ψωμί, γύρισα στο σπίτι δικαιολογηθείς για το «κατόρθωμά» μου ότι ήθελα να πάρω δύο ψωμιά, δικαιολογία που με γλίτωσε από το δίκαιο ράπισμα του τόσο ανεκτικού «πασάκα». Κάποτε όμως ο αδελφός μου έμαθε ότι τον αναζητούσαν οι Εαμοελασίτες κι' έτσι εγκατέλειψε το λεωφορείο κι' εντάχθηκε στις τάξεις του Κ. Π. που δρούσαν στο νομό Κιλκίς.
    Δεν θυμάμαι πόσο χρόνο έμεινε μαζί του, ούτε και θυμάμαι την ακριβή αιτία αποχωρήσεώς του από αυτές, πάντως πρέπει να είχε σχέση με τη έντονη διαφωνία του με τον Π. που ήταν ιδιαίτερα σκληρός προς τους διαφωνούντες με τις απόψεις του και τον τρόπο πειθούς για να προσελκύσει τους αντιφρονούντες. Γύρισε τότε στη Θεσσαλονίκη κι' επειδή η ΟΠΛΑ των κομμουνιστών τον αναζητούσε, κρυβόταν. Προσπάθειες συγγενών και φίλων να φυγαδευτεί στη Μέση Ανατολή δεν απέδωσαν. Η θεία μου Γεσθημανή (αδελφή της μητέρας μου) ήταν ανάδοχος από τον Πόντο ακόμα, του Α. Π. που διατηρούσε ένα μικρό διώροφο εργαστήριο καλαποδιών και ξυλογλυπτικής στην οδό Δήμητσα, στενό δρόμο κοντά στην πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης, είχε δε κι ένα νεαρό Αρμένιο για βοηθό. Σε συνεννόηση της αδελφής μου Μαρίας με τον Ανέστη, ο αδελφός μου εγκαταστάθηκε στον όροφο του εργαστηρίου. Στον ίδιο δρόμο υπήρχαν καλαθάδικα και εργαστήρια μικροεπίπλων και μόλις σκοτείνιαζε όλη η περιοχή με τα στενά δρομάκια ερημώνονταν τελείως. Επειδή ο Ανέστης είχε απαγορεύσει στο Αρμενόπουλο να ανεβαίνει στον όροφο για λόγους πρόνοιας, ήταν αναγκασμένος να βρίσκεται συνεχώς στο εργαστήριό του αφήνοντας πίσω ή δυσκολεύοντας τις εξωτερικές του εργασίες π.χ. προμήθεια καταλλήλου ξυλείας, εύρεση πελατών για τη διάθεση των τεχνουργημάτων του κ.λπ. Το Αρμενόπουλο είτε θεώρησε προσβλητική την απαγόρευση του Ανέστη, είτε δεν ανέχθηκε την διαρκή από αυτόν επίβλεψή του, είτε νοστάλγησε την πατρίδα του Αρμενία, αποφάσισε να πάει σ' αυτήν, παρά την αντίθετη σύσταση του αφεντικού - εργοδότη του, ο οποίος και του ζήτησε να του στείλει από εκεί μια φωτογραφία του που εάν τον απεικόνιζε όρθιο θα σήμαινε ότι είναι και περνάει καλά, εάν δε ξαπλωμένο το αντίθετο. Το αρμενάκι έφυγε χωρίς ποτέ να πάρει ο Ανέστης τη φωτογραφία του. Το πιθανότερο είναι διασχίζοντας την Τουρκία να συνελήφθη και να εξετελέσθη γνωστού όντος του μίσους των Τούρκων για τους Αρμένιους.
    Στο εργαστήρι του Ανέστη πήγαινα και γω κάπου - κάπου μετά την αποφυλάκισή μου από το στρατόπεδο Παύλου Μελά, το οποίο οι κομμουνιστές είχαν μετατρέψει σε φυλακές, για να μάθω να κάνω στον τόρνο σφοντύλια(1) για αδράχτια(2), γιογιό(3), γουδοχέρια(4) και στειλιάρια(5) για τα σκεπάρνια και τα πήγαινα πολύ καλά, πλην ρητά μου απαγόρευσε ο Ανέστης να ανεβώ στο πάνω δωμάτιο κι' αυτό μου το υπενθύμιζε καθημερινά πιστεύοντας πως από χαρά ή φόβο μπορούσα να αποκαλύψω με την παιδική μου αφέλεια το κρησφύγετο του αδελφού μου.
1947
    Δεν ξέρω πόσο χρόνο έμεινε κρυμμένος ο αδελφός μου στο εργαστήρι του Ανέστη ο οποίος έχοντας την εμπειρία από τις διώξεις των Τούρκων εις βάρος των Ελλήνων του Πόντου, φαίνεται ότι κάτι επικίνδυνο διαπίστωσε γι αυτόν, ίσως παρερμηνευόμενες στιχομυθίες για τα αίτια αποχωρήσεως του νεαρού Αρμενίου και το ίδιο ή το άλλο βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, παραμονές Χριστουγέννων, τον μετέφερε στην υπόγεια αποθήκη του διαμερίσματός του όπου αυτός με την τετραμελή οικογένειά του έμεναν κι' αυτό διότι η προσφυγική πολυκατοικία τους είχε υποστεί σοβαρότατες ζημιές από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς του γειτονικού κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού και επισκευάζονταν, παρά τα κηρύγματα των ΕΠΟΝιτών που κάθε βράδυ γυρνούσαν στη γειτονιά με τα χωνιά και καλούσαν τον κόσμο να καταγγείλει στο τοπικό ΕΑΜ τους «φασίστες» που κρύβονταν. Στις αρχές του 1947 όμως, ενώ μετείχα με το Τάγμα μου στις επιχειρήσεις κατά των κομμουνιστοσυμμοριτών στο Βέρμιο, πληροφορήθηκα την απαγωγή του από τους Κ/Σ όταν περνούσε τη γέφυρα του Γαλλικού ποταμού και την εκτέλεσή του στην περιοχή του χωριού Αναβρυτό.

(Συνεχίζεται...)

1. Ξύλινος, κωνικός κατά μίαν πλευρά σφόντυλος με τρύπα στη μέση στην οποία έμπαινε η κάτω άκρη από το αδράχτι για να διευκολύνει την περιστροφική του κίνηση.
2. Άτρακτος. Ξύλινη μικρή ράβδος που στο κάτω μέρος της μπαίνει ο σπόνδυλος, στο επάνω δε εγκοπή στην οποία περιδένεται το προς κλώσιν νήμα.
3. Δύο ξύλινοι επίπεδοι σπόνδυλοι ενωμένοι στο κέντρο με ξύλο στο οποίο δένεται κλωστή ή σπάγγος που περιτυλίγεται σ' αυτό. Έτσι με το κράτημα του άλλου άκρου του σπάγγου αφήνεται ο σπόνδυλος προς τα κάτω, ξετυλίγεται ο σπάγγος που συρόμενος αμέσως προς τα επάνω ξανατυλίγεται. Ήταν ένα ευχάριστο παιδικό παιχνίδι που αργότερα κατασκευάζονταν μεταλλικό, ή πλαστικό.
4. Γουδί άλλως ιγδίον. Ξύλινο σκεύος. Γουδοχέρι, ο κόπανος του γουδιού που σήμερα κατασκευάζεται κυρίως στα μοναστήρια. Υπάρχουν και μπρούτζινοι αλλά πανάκριβοι. Το γουδί το χρησιμοποιούσαν για να κοπανίζουν σκόρδο ή ξηρούς καρπούς. Σήμερα τείνει να εκλείψει αφού υπάρχουν φθηνές ηλεκτρικές συσκευές για τη δουλειά αυτή.
5. Ξύλινες μικρές στρογγυλές και λείες ράβδοι που χρησιμοποιούνται ως χερούλια στα σκεπάρνια, φτιάρια κ.λπ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου