Τρίτη 24 Απριλίου 2012

21. Υπηρεσία στο Πεζικό

     Όλοι οι εθελοντές -120 περίπου- αποτελέσαμε ένα λόχο που στεγάζονταν σε ένα διώροφο κτίριο. Διμοιρίτες μας ήταν δύο ανθυπολοχαγοί του στρατού της Μέσης Ανατολής. Ο ένας είχε ξανθό μακρύ και χοντρό μουστάκι. Δεν θυμάμαι το όνομά του και δεν τον συνάντησα στη μετέπειτα στρατιωτική μου ζωή. Ο άλλος λεγόταν Π. Δημ., από την Κέρκυρα, είχε ένα αυστηρό αλλά ήρεμο τρόπο επιβολής. Τον συνάντησα μια φορά όταν εγώ μεν υπηρετούσα σαν ανακριτής στο Στρατοδικείο Αθηνών, αυτός δε υπηρετούσε σαν Διευθυντής στο στρατιωτικό κέντρο εθνικών ερευνών (Κ.ΕΘ.Ε.) και πήγα να τον συμβουλευτώ για τεχνικές λεπτομέρειες μιας εφευρέσεως (;) που αφορούσε ένα μεταλλικό κόκορα ή κότα που θα μπορούσε αυτοτελώς να πετά μεταφέροντας μηνύματα. Μια άλλη φορά πληροφορηθείς ότι δικηγορώ στην Κοζάνη, με παρεκάλεσε να ενδιαφερθώ για το θάνατο σε τροχαίο ενός στρατιώτου, ο πατέρας του οποίου υπηρέτησε κάποτε υπό τας διαταγάς του. Τον διαβεβαίωσα ότι θα το κάνω.
Την επομένη, πηγαίνοντας για την Κοζάνη, παρεξέκλινα του δρομολογίου μου (Αθήνα - Λάρισα - Κοζάνη), επισκέφθηκα στο Αιγίνιο, τους γονείς του φονευθέντος στρατιώτου, που ήξεραν τις συνθήκες θανάτου και μάλλον ενδιαφέρονταν να πάρουν κάποια σύνταξη από το κράτος. Επισκέφθηκα και την Τροχαία Κατερίνης, η οποία έθεσε την όλη δικογραφία υπό την κρίση μου και φθάνοντας στην Κοζάνη τον ενημέρωσα για τις συνθήκες του φονευθέντος στρατιώτη, ο οποίος, μεθυσμένος, γυρνώντας στο σπίτι του στο Αιγίνιο και οδηγώντας ο ίδιος το ΙΧΕ αυτοκίνητο του πατέρα του καρφώθηκε με σφοδρότητα στο πίσω μέρος τριαξονικού φορτηγού παίρνοντας μαζί του στο θάνατο και τον παρακαθήμενο συγχωριανό του και συστρατιώτη του. Συνεπώς θέμα συνταξιοδοτήσεως των γονέων του δεν μπορούσε να γεννηθεί αφού ο θάνατος επήλθε εκτός υπηρεσίας και όχι δια την υπηρεσίαν και ένεκα αυτής.
    Επιλοχίας του λόχου μας ήταν ο Ηρ. Ζ., από τη Μακρακώμη Λαμίας, σκληρός, αγέλαστος και ο φόβος και τρόμος των εκπαιδευομένων, κι' ας είχε καταταγεί κι' αυτός ως εθελοντής πριν από τέσσερις μήνες. Ήρθε μια φορά η μάνα του να τον δει και συναντήθηκαν στην πόλη όπου κατά την περιήγησή τους πρόσταξε τη μάνα του να τον ακολουθεί σε απόσταση έξι (6) βημάτων κι' όταν η δόλια ρώτησε «γιατί παιδάκιμ';» της απάντησε ότι ο στρατιωτικός κανονισμός λέει ότι οι κατώτεροι ακολουθούν τους ανωτέρους τους από τόση απόσταση. Δεν ξέρω αν η ταλαίπωρη εκείνη γυναίκα με το σεγγούνι και το τσιμπέρι στο κεφάλι κατάλαβε την έννοια των λόγων του γιου της που για να τον δει ταξίδεψε από τόσο μακριά. Ουδέποτε Πόντιος θα φέρνονταν έτσι στη μητέρα του που γι' αυτόν ήταν ιερή κι ο σεβασμός πολύ μεγάλος. Δεν τον συνάντησα ποτέ στην παραπέρα σταδιοδρομία μου και ούτε ποτέ ενδιαφέρθηκα για την εν γένει υγεία και εξέλιξή του και δεν λυπάμαι γι' αυτό. Στο πρόσωπό του ταίριαζε απόλυτα η ποντιακή παροιμία «χαϊβαν έρθεν και εδέβεν καλαπαλούκ επείκεν» δηλαδή ήρθε χαϊβάνι (ζώο/μεταφορικά ο άνθρωπος ευρισκόμενος εις κατάστασιν ζώου) και πέρασε κάνοντας «μπούγιο» άλλως καταλαμβάνοντας πολύ τόπον.
    Η εκπαίδευσή μας στις ασκήσεις πυκνής τάξεως ήταν ημερήσια και κοπιαστική, όμως είχαμε πετύχει τον απόλυτο συντονισμό στην εκτέλεση των παραγγελμάτων κι' αυτό δεν ήταν δύσκολο για μας διότι όλοι ήμασταν απόφοιτοι γυμνασίου. Μετά το αποτέλεσμα αυτό μας κατέβασαν το Σεπτέμβριο του 1946 στη Θεσσαλονίκη για δέκα πέντε μέρες, για να μετάσχομε σε εξετάσεις εισαγωγής μας στη Σχολή Ευελπίδων.  Παράλληλα, κάθε πρωΐ κι' απόγευμα οδηγούμασταν παρατεταγμένοι, με τη Στρατιωτική Μουσική να προηγείται παιανίζουσα, στο Λευκό Πύργο για την έπαρση και με τη δύση του ήλιου για την υποστολή της Σημαίας. Η παράταξή μας ήταν κατά τριάδες, σε δύο διμοιρίες. Οι ψηλοί έπαιρναν θέση στην αρχή και στο τέλος αυτής και οι κοντοί στο μέσον. Τα όπλα μας καινούργια, αγγλικά ένφιλ, οι επ' αυτών ξιφολόγχες, το στέμμα επί των μπερέδων και οι πόρπες των ζωστήρων μας ήταν γυαλισμένα και λαμπύριζαν στις ακτίνες του ήλιου. Χαιρόταν όποιος μας έβλεπε με τους πιτσιρικάδες να μας ακολουθούν.

    Μια μέρα, μετά την έπαρση της σημαίας,  μας πήγαν για μπάνιο στην ακτή Περαία - Μπαχτσέ. Όσοι ήξεραν να κολυμπούν το χάρηκαν. Κάτι άλλοι δεν μπήκαν στη θάλασσα ή μπήκαν μέχρι να καλυφθεί η μέση τους, όπως εγώ που είχα μια κάποια εμπειρία γλιτωμού μου από κολύμπι σε ποτάμι του χωριού μου. Στο τμήμα μας ήταν κι' ένας από την Κοζάνη, ο Γ. Ιω., ο οποίος θεώρησε ευκαιρία να πλύνει τα εσώρουχά του στη θάλασσα. Σαν τα έβρεξε, άρχισε να τα σαπουνίζει με πράσινο σαπούνι που είχε ανάγλυφα τις λέξεις «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ» και βλέποντας ότι παρά το εντατικό του τρίψιμο δεν γινόταν σαπουνάδα είπε σε επήκοο και άλλων «ωρέ τούτο του νιρό δεν σαπνίζ». Για μέρες ήταν στο τμήμα μας θέμα αστεϊσμών.

     Τον Σεπτέμβριο 1950 πήγαινα με λεωφορείο στη Θεσσαλονίκη για να εγγραφώ στη Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα όρια των νομών Κοζάνης και Βεροίας, εκεί που ήταν και είναι ακόμα τα εκχιονιστικά μηχανήματα, το λεωφορείο σταμάτησε για τον καθιερωμένο έλεγχο των ταυτοτήτων των επιβατών και μπήκε μέσα ένας ανθυπολοχαγός. Ήταν ο Γ. Ελέγχοντας έφθασε και στη δική μου σειρά που ήταν στη μέση περίπου του λεωφορείου, οπότε γελαστός τον ρώτησα «Τί κάνεις Γιάννη, πώς εδώ;» κι' αυτός με γκεσταπίτικο ύφος μου είπε «την ταυτότητά σας κύριε ανθυπασπιστά». Του την έδωσα, την είδε μπρος -πίσω και όταν διάβασε ότι ανήκω στο Σώμα της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης και υπηρετώ στην Κοζάνη, μου την επέστρεψε με στραβωμένα χείλη κι' ανασηκωμένα τα φρύδια του που υποδηλούσαν περιέργεια, ερωτηματικά και ίσως φθόνο. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που τον είδα.

(Συνεχίζεται...)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου