Τρίτη 15 Μαΐου 2012

37. Βραδινή βόλτα στην πόλη...


Ένα βράδυ, που έκανε και ψύχρα, φορέσαμε με τον Πάρη τις καπαρντίνες μας και βγήκαμε να περπατήσωμε, περνώντας δε από κάποιο σκοτεινό σημείο πήδηξαν στην πλάτη μας δύο γιαπωνέζες, πεταλούδες της νύχτας. Με μιας ο Πάρης μου φώναξε «Νίκο πρόσεχε τα λεφτά σου» νομίζοντας πως τα είχα στην καπαρντίνα μου. Κουνώντας τα σώματά μας δεξιά κι’ αριστερά δυσκολευόμασταν να απαλλαγούμε, διότι είχαν τυλίξει τα πόδια τους στους γοφούς μας, οπότε σφίγγοντας τους τρυφερούς καρπούς των χεριών τους με τα δικά μας βουνίσια και γυμνασμένα χέρια, αναγκάστηκαν να κατεβούν από τις πλάτες μας και να το βάλουν στα πόδια.
Ένα άλλο βράδυ περπατώντας στην ολόφωτη πόλη, ακούσαμε από κάπου μακρυά τραγούδια της αθάνατης Σοφίας Βέμπο. Νομίζοντας ότι ο ήχος προερχόταν από ελληνικό μαγαζί επιταχύναμε το βήμα μας και φτάσαμε σ’ ένα πολυόροφο κτίριο που στους εξώστες του πρώτου ορόφου ήταν δύο μεγάφωνα από τα οποία αναμεταδίδονταν η φωνή της Βέμπο. Χαρούμενοι διότι θα βρίσκαμε συμπατριώτες μας, ανεβήκαμε δυό-δυό τα σκαλιά και μπήκαμε μέσα σε μια πολύ καλά στολισμένη αίθουσα με πίστα και τα τραπέζια γεμάτα από όμορφα νέα ζευγάρια με σχιστά μάτια. Μια σύντομη ερευνητική μας ματιά δεν εντόπισε άνθρωπο με ευρωπαϊκή κατατομή προσώπου κι’ αποφασίσαμε να φύγουμε, απορώντας πως βρέθηκαν εκεί, τόσο μακρυά από την Ελλάδα, δίσκοι γραμμοφώνου της εθνικής μας τραγουδίστριας. Υποθέσαμε πως κάποιος ερωτύλος Έλληνας ναυτικός αντάλλαξε τους δίσκους με τις υπηρεσίες κάποιας γιαπωνεζούλας ή γιαπωνέζου σε κάποιο λιμάνι. 
Με την απογοήτευσή μας αυτή γυρίσαμε τις πλάτες να φύγουμε, οι Ιάπωνες όμως πιό παρατηρητηκοί από εμάς, πρόσεξαν πως σε 2-3 εκατοστά κάτω από την αριστερή επωμίδα μας υπήρχε η ελληνική σημαία και πάνω από αυτή η φράση «Ελληνικαί εκστρατευτικαί Δυνάμεις» στα αγγλικά. Σηκώθηκαν 2-3 νεαροί, μας προσκάλεσαν στο τραπέζι τους με ευγένεια και μας πρότειναν να χορέψουμε με τις ντάμες τους, ένας μάλιστα για να μας δείξει τη συμπάθειά του ξεφούρνισε και το Ομηρικό «άνδρα μοι ένεπε». Ο ολίγον βαρύς Πάρης τους εξήγησε στα αγγλικά πως εκτελούσαμε υπηρεσία φρουραρχείου και δεν μας ήταν επιτρεπτό να δεχθούμε τις φιλόξενες προτάσεις τους κι’ ευχαριστώντας τους γι’ αυτές κατεβήκαμε τις σκάλες. Μόλις βγήκαμε στο δρόμο, άρχισα τη γκρίνια για την άρνησή του να καθίσουμε στο κέντρο και κατέληξα «ε τότε πάμε να κλειστούμε στο ξενοδοχείο». Με την ηρεμία που τον διέκρινε μ’ απάντησε «όχι, θα πάμε στις γκέϊσες». Από όσα είχαμε ακούσει οι γκέϊσες ήταν νεαρές όμορφες κοπέλες που είχαν φοιτήσει σε ανάλογη σχολή όπου, πλην των άλλων, μάθαιναν τρόπους ευγενείας, μιά-δυό γλώσσες και ένα-δυο μουσικά όργανα κι’ όλα αυτά για να κάνουν ευχάριστη τη συντροφιά τους στους άνδρες και μάλιστα οι πιο ξακουστές από αυτές εκαλούντο και σε δεξιώσεις υψηλών προσώπων, μετά το τέλος των οποίων συνόδευαν, επ’ αμοιβή βεβαίως, τους μη συνοδευόμενους από τις συζύγους τους. Ήταν σα να λέμε «πόρνες πολυτελείας» ή «πόρνες της υψηλής κοινωνίας». 
Με τα δεδομένα αυτά αντέτεινα την έλλειψη χρημάτων. Μήπως και οι μισθοί μας συγκρίνονταν με αυτούς των Αμερικανών; Ο λοχίας τους έπαιρνε, όπως έλεγαν, το λιγότερο κατα μήνα 250-300 δολλάρια, εγώ δε σαν ανθυπολοχαγός 32 και ο Πάρης σαν ανώτερός μου κατά ένα βαθμό 40 δολλάρια. Κατά τα άλλα είμασταν όλοι στρατιώτες του Ο.Η.Ε.



(Συνεχίζεται...)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου