Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

38. Αθάνατε Έλληνα....


Φαίνεται ότι και ο Πάρης είχε στενότητα χρημάτων και με παρώτρυνε να τον ακολουθήσω. Μη μπορώντας να κάνω κι’ αλλοιώς, τον ακολούθησα. Σε μια στιγμή βλέπουμε μπροστά μας μια φωτεινή πολύγραφη διαφημιστική πινακίδα με ζωγραφισμένη μια όμορφη γκέϊσα, πάνω από μια δίφυλλη πόρτα απ’ αυτές που ανοίγουν μέσα-έξω. Μπήκαμε μέσα και προχωρήσαμε στο ελαφρά κατηφορικό δάπεδο με τους τοίχους του διαδρόμου επενδεδυμένους με καθρέφτες.
Στο τέλος του διαδρόμου μας παρέλαβε ένας καλοντυμένος Γιαπωνέζος και με ελαφρές υποκλίσεις και χαμόγελο μας οδηγούσε προς το κέντρο της αίθουσας, οπότε προτιμήσαμε το πλησιέστερο προς την έξοδο τραπέζι για λόγους ασφάλειας. Παραγγείλαμε από μια μπύρα που ήρθε σχεδόν αμέσως. Δεν ντρέπομαι να ομολογήσω ότι πρώτη φορά έπινα μπύρα και δεν μου άρεσε και μέχρι σήμερα την αποφεύγω. Πίνοντάς την λίγο-λίγο, παρήλασαν από μπροστά μας κατά μικρά χρονικά διαστήματα περίπου είκοσι νεαρές υπάρξεις με τις πολύχρωμες τουαλέτες τους που στα πλάγιά τους άφηναν να φαίνονται οι μηροί τους από τους οποίους μπορούσες εύκολα να συμπεράνεις τα καθόλα καλλίγραμα σώματά τους. Αληθινή πρόκληση για μας τους νεαρούς (24 και 26 ετών) που επί μήνες βρισκόμασταν στη γραμμή του μετώπου, μίλλια μακρυά από τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Η αλήθεια είναι ότι πέρασε από τη σκέψη μας ο αγοραίος έρωτας με κάποια απ’ αυτές, επειδή όμως κάθε φορά που βλέπαμε γυναίκα μας κατέτρεχε η εικόνα των εκθεμάτων του μουσείου Συγγρού στο ομώνυμο νοσοκομείο στην Αθήνα, έχοντας σαν αξιωματικοί προπληρώσει τις μπύρες μας, σηκωθήκαμε και φύγαμε για το ξενοδοχείο, προς μεγάλη απορία των καλλίγραμων υπάρξεων που ίσως και να σκέφθηκαν πως είμασταν σεξουαλικώς ανίκανοι ή ασθενείς από μη εμφανή νόσο.
Την άλλη μέρα μετά την άρνηση του Πάρη – είναι αλήθεια πως του γινόμουν βάρος- επεχείρησα να πάω μόνος στη Γιοκοχάμα. Πήρα τον ηλεκτρικό και σε κάθε σταθμό άκουγα τραγουδιστά το όνομά του χωρίς το αυτί μου να μπορεί να το ερμηνεύσει. Έτσι πήγα-ήρθα και συγκρίνοντας το χρόνο που είχαμε κάνει με τον Πάρη, ρώτησα σε κάποιο σταθμό έναν επιβάτη Αμερικανό «νέϊμ στέισιον;» κι’ αυτός μου απαντά «Τόκυο στέισιον». Έτσι πρόλαβα την ανοιχτή ακόμα πόρτα του βαγονιού και κατέβηκα. Θα είχα πάει από το Τόκυο στη Γιοκοχάμα και αντίστροφα τρεις ή τέσσερις φορές κι’ εγώ βρισκόμουν ακόμα στο Τόκυο. Το βράδυ διηγήθηκα το πάθημά μου στον Πάρη που μου απέδωσε γελώντας το χαρακτηρισμό του «βλάχου».
Την άλλη μέρα ο Πάρης επέστρεψε στην Κορέα ενώ εγώ έμεινα για δύο μέρες ακόμα. Το απόγευμα κάνοντας βόλτα μπροστά στο ξενοδοχείο βλέπω κάποιον που μιλούσε με Ιάπωνα και που έμοιαζε Έλληνας από τον τρόπο ομιλίας και τις χειρονομίες του. Τους πλησίασα και ευθέως τον ρώτησα αν είναι Έλληνας και σύγχρονα με την καταφατική του απάντηση με πληροφόρησε ότι διατηρεί κάποιο μικρό εμπορικό από το οποίο ψωνίζουν όλοι οι Έλληνες στρατιώτες που έρχονται με άδεια στο Τόκυο και ήρθε στο ξενοδοχείο για να παρακαλέσει τον Ιάπωνα να δίνει κάρτες του στους Έλληνες αξιωματικούς. Πήγα μαζί του στο κατάστημά του και βρήκα σ’ αυτό 2-3 Έλληνες στρατιώτες –αυτοί έμεναν σε οικήματα του φρουραρχείου- που είχαν αγοράσει απ’ αυτό έγχρωμα διακοσμητικά τραπεζομάντηλα και παράγγειλαν και διάφορα άλλα πράγματα. Σε ερώτησή μου τι τα θέλουν τόσα τραπεζομάντηλα με πληροφόρησαν ότι τα πουλούν σε τριπλάσια τιμή στην Κορέα. Αθάνατε Έλληνα, στην ξενητιά θριαμβεύεις και στην πατρίδα σου δεν αναγνωρίζεις την αξιοσύνη άλλου συμπατριώτη σου. Πήρα κι’ εγώ 4-5 απ’ αυτά για τους συγγενείς μου στην Ελλάδα, τα οποία κατέληξαν σε ιερούς ναούς για να καλύπτουν την Άγια Τράπεζα. Με πληροφόρησε ακόμη πως αξιωματικοί ερχόμενοι στο Τόκυο αντάλλαζαν δολλάρια με γιεν και γυρνώντας στην Κορέα μετέτρεπαν τα γιεν σε δολλάρια –σε τριπλάσια τιμή κερδίζοντας έτσι ανώδυνα και χωρίς κόπο πολλά χρήματα, μου ανέφερε μάλιστα και ονόματα αξιωματικών των μετώπισθεν. Το πράγμα δεν με ενδιέφερε διότι δεν είχα χρήματα και εντοπίζονταν σε κύκλωμα αξιωματικών που είχαν την υπηρεσιακή δυνατότητα να πηγαίνουν κάποιοι απ’ αυτούς κάθε μήνα στο Τόκυο. Όπως αργότερα έμαθα στο κύκλωμα μετείχε ο διοικητής του Τάγματος Κ., ο λοχαγός του Οικονομικού Κ. Γεώρ., υπεύθυνος της μισθοδοσίας των χιλίων περίπου ανδρών του τάγματος, ο υπολοχαγός υλικού πολέμου Τ. Σπυρ. που διατηρούσε ιδιαίτερες σχέσεις με τον διοικητή και που μου «έφαγε» το βιβλίο «Ναπολέων» που του δάνεισα στο καράβι. Και μια παρέκβαση: ο αξιωματικός αυτός μετά τέσσερα χρόνια μετέχοντας στο κίνημα του βασιλέως για το οποίο καταδικάστηκε στην Αθήνα τον αντιμετώπισα στα Γιάννενα σαν κατάδικο αιτούντα την έξοδό του εκ της φυλακής λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του» που εφέρετο ότι οφείλετο σε «φυματίωση», η οποία όμως δεν επιβεβαιώνετο από στρατιωτικούς γιατρούς και εκ τούτου πρότεινα σαν Βασιλικός Επίτροπος κι’ έγινε δεκτή από το Διαρκές Στρατοδικείο η απόρριψη της αιτήσεώς του, σε πολύ λίγο όμως χρόνο έγινε δεκτή αυτή από πολιτικό Δικαστήριο, στο οποίο μεταβιβάστηκε η αρμοδιότητα αυτή. Στο ίδιο κύκλωμα πρέπει να συμμετείχαν και οι δύο έφεδροι ανθυπολοχαγοί διερμηνείς, που κάθε τόσο πήγαιναν στο Τόκυο, άσχετα αν εκεί υπήρχε οργανωμένο γραφείο Έλληνα συνδέσμου με τον Ο.Η.Ε., με βαθμό υποστρατήγου.


(Συνεχίζεται...)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου