Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

39. Η άδεια τέλειωσε...


Ο Έλληνας καταστηματάρχης με πληροφόρησε ακόμα πως κοντά στο κατάστημά του έμενε και μια παντρεμένη με Ιάπωνα καθηγητή πατριώτις του από τη Θεσσαλονίκη. Στην επιθυμία μου να την γνωρίσω της τηλεφώνησε αν μπορούσε να μας δεχθεί και σε καταφατική της απάντηση πήγαμε αφού προηγουμένως περάσαμε από τον Ρωσικό ορθόδοξο και επιβλητικό σε μέγεθος και λαμπρότητα ναό, όπου ανάψαμε το κερί μας. 

Στο Τόκυο
Το σπίτι ισόγειο, ελαφράς κατασκευής, λόγω του σεισμογενούς της πόλεως, και φτωχικά επιπλωμένο διότι μόλις πριν από δύο χρόνια είχαν έρθει από τη Μαντζουρία. Ο σύζυγός της ευγενής, χαρούμενος με λίγα ελληνικά, χωρίς παιδιά, απ’ ότι κατάλαβα, μας δέχθηκε σε ένα υποτυπώδες σαλόνι όπου καθίσαμε γύρω από ένα χαμηλό τραπέζι σαν το σοφρά των Ποντίων, σταυροπόδι. Στη στιγμή ετοιμάστηκε μυρωδάτο τσάϊ από την οικοδέσποινα –δυστυχώς δεν θυμάμαι το όνομά της- μας προσφέρθηκε με εμφανή ιανοποίησή της για την επίσκεψή μας. Το σπίτι της στη Θεσσαλονίκη ήταν επί της οδού Χρυσοστόμου Σμύρνης 3 που είναι νομίζω κάθετος προς την παραλιακή οδό Νίκης. Πολύ κοντά σ’ αυτήν βρίσκονταν τότε το διαμέρισμα της αδελφής μου επί της οδού Καλαποθάκη και πάνω στη συζήτηση για τη Θεσσαλονίκη γέμισαν τα μάτια της δάκρυα. Τη συγκίνησή της προσπάθησε να απαλύνει ο ευγενέστατος Ιάπωνας σύζυγός της, πλήν επί ματαίω. Μπροστά στη βαριά αυτή ατμόσφαιρα φύγαμε συγκινημένοι κι’ εμείς. 
Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που την είδα, διότι την επομένη το πρωΐ γυρνούσα στην Κορέα χωρίς να ξαναδώ το Τόκυο, την φωτισμένη αυτή πόλη με τους ευγενείς της ανθρώπους και ιδίως τις εργαζόμενες γυναίκες τους που αν δεν ήμουν παντρεμένος θα προτιμούσα για σύντροφό μου μία από αυτές, όπως έκανε πολύ αργότερα ο φίλος μου καθηγητής στη Σ.Σ.Ε. Κ. Σ., ομώνυμος εξάδελφος του Λοχαγού που είμασταν μαζί στην Κορέα και πραγματικού φίλου.
Την επομένη επέστρεψα με αμερικάνικο αεροπλάνο στην Κορέα και έμεινα με τον άμεσο προϊστάμενό μου Ταγματάρχη Δικαστικού Κ. Δημ. στη Σεούλ για ένα βράδυ διότι την επαύριο, το τάγμα που είχε ειδοποιηθεί από τον σύνδεσμό μας στο Τόκυο θα έστελνε ένα τζιπ να με μεταφέρει σ’ αυτό. Το βράδυ αυτό με πήγε στην τεράστια αίθουσα ψυχαγωγίας (Λέσχη) των αξιωματικών που υπηρετούσαν στη Σεούλ η οποία ήταν τρίτο ή τέταρτο κλιμάκιο των μετώπισθεν και άρα απολύτως ασφαλές αφού οι Βορειοκορεάτες και οι σύμμαχοί τους Κινέζοι δεν διέθεταν πολεμική αεροπορία. Παρήγγειλε ένα μπουκάλι ουΐσκι «Ballantines», σόδα, παγάκια και ξηρούς, δήθεν, καρπούς βιομηχανοποιημένους που ύστερα από δέκα χρόνια κατέκλυσαν και την ελληνική αγορά. Ουΐσκι για πρώτη μου φορά έπινα γι’ αυτό και η επίδρασή του στον παρθένο οργανισμό μου γρήγορα άρχισε να γίνεται εμφανής παρά την κατ’ επανάληψη κατανάλωση «ξηρών καρπών» και σόδας. Διαπιστώνοντας ο ταγματάρχης την κατάστασή μου, παρά το ότι ήταν «γερό ποτήρι» -και πως να μην είναι αφού κάθε βράδυ ήταν θαμώνας της Λέσχης με τρυφερές νοτιοκορεάτικες υπάρξεις, που ο πόλεμος και η εξ αυτού ανέχεια τις οδηγούσε σε αγοραίους έρωτες- πλήρωσε το λογαριασμό και σηκωθήκαμε να φύγουμε. Βγαίνοντας από την έξοδο έμπαινε ταυτόχρονα ένας Αμερικανός, πρέπει να ήταν υπολοχαγός, συνοδευόμενος από μια λευκή καλλονή. Εγώ, ο «έξυπνος» βλέποντας την καλλονή να ακολουθεί το συνοδό της που είχε περάσει ήδη το κατώφλι έβγαλα το πηλίκιό μου με το δεξί χέρι και με ελαφρά υπόκλιση με ταυτόχρονο χαμόγελο της έδωσα προτεραιότητα εισόδου, εισπράξας το ευγενικό χαμόγελό της. 
Τη σκηνή αντελήφθη ο συνοδός της, ψηλός και γεροδεμένος, που κοντοστάθηκε και έκανε ένα βήμα εναντίον μου, θεωρήσας ίσως την ενέργειά μου προσβλητική δια την συνοδό του. Ευτυχώς για μένα η τελευταία, προχώρησε, τον έπιασε από το μπράτσο του αγκαζέ και κινήθηκαν στο εσωτερικό της λέσχης αυτή μεν χαμογελούσα αυτός δε κάτι να μουρμουρίζει νευρικά, πλησίασε δε σχεδόν ταυτόχρονα και ο ταγματάρχης και φύγαμε για τον κοιτώνα μας, αλλοιώς θα έτρωγα της χρονιάς μου από τον Γολιάθ. Είναι αλήθεια ότι ήμουν αδικαιολόγητος στην «ευγένειά» μου από προσωπική μου προηγούμενη διαπίστωση στη Σεούλ.

(συνεχίζεται..)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου