Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

48. Τζιμπουτί - Σμύρνη - Πειραιάς


Το Τζιμπουτί της Αιθιοπίας το προσπεράσαμε κι’ αυτό χωρίς στάση. Σαν φτάσαμε στη Σμύρνη κι’ άρχισε η αποβίβαση των Τούρκων, ανέβηκε στο πλοίο ο Δήμαρχος της πόλης ο οποίος κάλεσε τους 'Ελληνες αξιωματικούς για μια ξενάγηση στη Σμύρνη με λεωφορεία που περίμεναν στην αποβάθρα. Δεν ξέρω πόσοι δέχτηκαν την πρόσκληση, πάντως επειδή μπορούσα να συνεννοούμαι στα τουρκικά, αποβιβάστηκα μόνος κι’ άρχισα να τριγυρνώ στους δρόμους παρατηρώντας το κάθε τι. 

Σε κάποια στιγμή διέκρινα μια ελληνική εκκλησία και κινήθηκα προς αυτήν, αντιλήφθηκα όμως ότι κάποιος μεσόκοπος με πολιτικά με ακολουθεί από απόσταση. Βασιζόμενος κυρίως στη στολή που φορούσα και την τουρκική γλώσσα που γνώριζα, συνέχισα την πορεία μου προς το ναό στον οποίο μπήκα και άναψα το κερί μου, στο δεξιό κηροπήγιο που δεν ήταν εμφανές από την ορθάνοιχτη πόρτα του ναού. Περιεργαζόμενος το εσωτερικό του, είδα αυτόν που με παρακολουθούσε να μπαίνει στο ναό και να ανάβει το κερί του. Δεν έμενε πια αμφιβολία ότι ήταν ΄Ελληνας και ορθόδοξος γι’ αυτό και τον κάλεσα σε μια κώχη. Η ηλικία του έδειχνε ότι έζησε το κάψιμο της Σμύρνης το 1922 πράγμα που μου επιβεβαίωσε και δακρυσμένος ζήτησε να του επιτρέψω να φιλήσει το μάγουλό μου και τη σημαία που είχα κάτω από την αριστερή μου επωμίδα. Του το επέτρεψα και λέγοντάς μου «μας παρακολουθούν» βγήκε από το ναό κι’ εξαφανίστηκε. 
Μετά τις περιπλανήσεις μου, με χίλιες δυό σκέψεις για το ένδοξο παρελθόν της Σμύρνης και την καταστροφή της, κατέληξα σε υπαίθριο εστιατόριο, ήταν κιόλας μεσημέρι, και κάθισα σε μοναχικό τραπέζι. Περιεργαζόμενος τον κατάλογο φαγητών εμφανίστηκε ένας καλοντυμένος κύριος και στα τουρκικά ρώτησε αν μπορεί να καθήσει. Του επέτρεψα με το «έβετ εφέντιμ» που σημαίνει «μάλιστα αφέντη μου». Επέμενε να φάμε τη σπεσιαλιτέ του καταστήματος που ήταν καλομαγειρεμένο κρέας με μπόλικα μπαχαρικά και δεν θυμάμαι τι άλλο. Η συζήτηση περιστράφηκε αρχικα για την Κορέα, και στη συνέχεια στον τρόπο ζωής στην Τουρκία και στην Ελλάδα. Παρατήρησα πως κάθε φορά που η συζήτηση περιστρέφονταν γύρω από την Ελλάδα και στην εγκατάσταση σ’ αυτήν των προσφύγων από τη Μ.Ασία, σκυθρώπιαζε και η φωνή του έβγαινε με παραπονιάρικο τόνο. Καταλάβαινα ότι κάτι τον βασάνιζε, δεν τολμούσα όμως να τον ρωτήσω για τη μεταβολή του. Σαν φάγαμε ζήτησα να πληρώσω την αξία της δικής μου τουλάχιστον μερίδας πλην σθεναρά αρνήθηκε με την επωδό άφησε έναν αδελφό να σε κεράσει, ρίχνοντας μια φευγαλέα ερευνητική ματιά γύρω μας. 
Μόλις σηκωθήκαμε με ρώτησε αν ήθελα να αγοράσω κάτι και στην απάντησή μου ότι θέλω ένα χαλί από τη Σπάρτα, με οδήγησε σ’ ένα φιλικό του κατάστημα απ’ όπου και το αγόρασα κι’ ο καταστηματάρχης μου το έστειλε, συσκευασμένο κατάλληλα, στο καράβι. Είναι αυτό που έχει σήμερα η μεγάλη μου κόρη που κάθε φορά που το βλέπω μου θυμίζει τον ομοτράπεζό μου στη Σμύρνη που αποχαιρετώντας τον μου έδωσε την ευχή «ο δρόμος σου να είναι γλυκός σαν μέλι» θυμίζοντάς μου την ποντιακή αποχαιρετηστήρια φράση «μελίγαλαν η στράτας ουν». Πρέπει να ήταν Έλληνας που φοβόταν να μιλήσει ελληνικά ή κρυπτοχριστιανός. Ό,τι και να ήταν, ήταν άνθρωπος με βαθιές πληγές στην καρδιά του από την προηγούμενη ζωή του που δεν θεραπεύονται μέχρι το θάνατο. 
Με το σούρουπο το καράβι σήκωσε άγκυρα για τον Πειραιά και λιμενίστηκε πλάϊ σε εμπορικά πλοία, ύστερα από ταξείδι είκοσι οκτώ ημερών. 


Συνεχίζεται... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου