Με την
αποβίβασή μας δεν μας επέτρεψαν να
πάρουμε τα πράγματά μας. Ένα πλήθος
τελωνειακών υπαλλήλων επέβλεψε την
εκφόρτωσή τους και τη μεταφορά τους σε
στρατιωτικές αποθήκες στο Ρουφ για
έλεγχο, με τη δικαιολογία ότι αυτή ήταν
η εντολή του υπουργού Συντονισμού
Μαρκεζίνη που πριν από λίγους μήνες είχε
αυξήσει τη συναλλακτική αξία του
δολλαρίου από 15 σε 30 δραχμές.
Έτσι διασκορπιστήκαμε στις εστίες μας αρχικά και παρουσιαστήκαμε στη συνέχεια στις μονάδες μας. Μέσα στον καθορισμένο χρόνο κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη στο Ρουφ και μετά από λεπτομερή έλεγχο παρέλαβα τα πράγματά μου, πληρώνοντας 150 δραχμές που προέρχονταν από τις οικονομίες της συζύγου μου. Φαίνεται ότι μερικοί το είχαν παρακάνει, μεταξύ των οποίων ο υπολοχαγός υλικού πολέμου Τ. Σπυρ. που συνόδευε και τα πράγματα του διοικητού μας Κ. Γεωργ.1 για τους οποίους είχε τότε διαδοθεί ότι μετέφεραν, εκτός των άλλων, κι’ από ένα τζιπ, χωρίς να μάθω ποιοί ήταν οι λοιποί «έξυπνοι» και πως τελικά ξέμπλεξαν. Η εκ μέρους μου πληρωμή των 150 δραχμών σε δασμούς, μου κακοφάνηκε διότι ήταν οικονομίες της γυναίκας μου στο διάστημα της απουσίας μου στην Κορέα και διότι το θεώρησα υπερβολικό για λίγα γυναικεία ρούχα, για το χαλί που αγόρασα στη Σμύρνη και για δύο πορσελάνινα σερβίτσια φαγητού, το ένα των οποίων πούλησα στη Θεσσαλονίκη για να συμπληρώσω το μηνιαίο εισόδημά μου, που ήταν αναγκαίο τώρα, που είχα και νεόγεννη σύζυγο. Το άλλο σερβίτσιο έχουν σήμερα μοιραστεί οι δύο θυγατέρες μου.
Με την άφιξή μας στην Ελλάδα, δεν θυμάμαι για ποιους λόγους, προσκοληθήκαμε στο φρουραρχείο Αθηνών, προφανώς μέχρις εκδόσεως διαταγών τοποθετήσεώς μας σε μονάδες του εσωτερικού. Υπήρχαν τότε ακόμα επιτεταγμένα από την στρατιωτική υπηρεσία για τις ανάγκες της ξενοδοχεία που τα διαχειρίζονταν το Φρουραρχείο και η προσωρινή στέγαση κάποιου αξιωματικού σε αυτά γίνονταν με προσωπική εντολή του Φρουράρχου. Φρούραρχος τότε ήταν ο στρατηγός Μπ., ο φόβος και ο τρόμος των στρατιωτικών, ελέγετο δε ότι τιμώρησε κάποτε και τον εαυτό του.
Επειδή δεν είχα στην Αθήνα κανένα συγγενή και οι γνωστοί μου Αθηναίοι δεν είχαν την ευαισθησία να μου προτείνουν φιλοξενεία μόνον ύπνου, μπροστά δε στην αθλιότητα των θαλάμων του φρουραρχείου, αποφάσισα να παρουσιαστώ ενώπιόν του και να του ζητήσω να μου διαθέσει ένα δωμάτιο, παρά τις αντίθετες γνώμες συναδέλφων που είχαν το ίδιο πρόβλημα λέγοντάς μου «τρελλός είσαι;»
Είχα προϋπηρετήσει στο Πεζικό και για ένα διάστημα στις Σέρρες, είχα εκπαιδευτή Άγγλο επιλοχία, έτσι λοιπόν ήξερα να παρουσιάζομαι στους μάχιμους αξιωματικούς, όπως ακριβώς προέβλεπαν οι στρατιωτικοί κανονισμοί κι’ αυτό τους ικανοποιούσε ιδιαίτερα. Έτσι, μια και δυο πήγα στο γραφείο του και παρά την άρνηση του υπασπιστή του να με αναγγείλει, επέμενα στο αίτημά μου οπότε χτύπησε φοβισμένα την πόρτα του και με ανήγγειλε. Χτύπησα την πόρτα κανονικά, άκουσα ένα άγριο "εμπρός" και μπήκα μέσα. Πήρα τη στάση της προσοχής χτυπώντας δυνατά το δεξιό άρβυλό μου στο πάτωμα και χαιρετώντας στρατιωτικά, του ανέφερα δυνατά το βαθμό μου, το σώμα στο οποίο ανήκω, την ταυτότητά μου και το αίτημά μου. Αφού με άκουσε μου έδωσε το παράγγελμα «ανάπαυση». Πήρα τη στάση αυτή με νέο χτύπημα της δεξιάς αρβύλας μου κατά τη διάσταση των ποδιών μου έχοντας τα χέρια μου χιαστί πίσω και περίμενα την απόφασή του. Αφού με κοίταξε από πάνω ως τα γυαλισμένα άρβυλά μου, χωρίς να σηκωθεί από το γραφείο του, άνοιξε ένα συρτάρι του και λέγοντάς μου «καλώς όρισες ανθυπολοχαγέ» μου έδωσε ένα χαρτί σφραγισμένο και υπογεγραμμένο απ’ αυτόν που έγραφε το όνομα του ξενοδοχείου που ήταν νομίζω το «Απόλλων» που βρισκόταν στην αρχή της οδού Αιόλου. Χαιρέτησα πάλι και με κανονική μεταβολή βγήκα από το γραφείο κι’ έφυγα ενώ ο υπασπιστής του σταυροκοπιόταν διότι τρεις προηγούμενες παρόμοιες αιτήσεις είχαν απορριφθεί. Μόλις τακτοποιήθηκα στο ξενοδοχείο, έφυγα το ίδο βράδυ σιδηροδρομικώς για τη Θεσσαλονίκη.
Έτσι διασκορπιστήκαμε στις εστίες μας αρχικά και παρουσιαστήκαμε στη συνέχεια στις μονάδες μας. Μέσα στον καθορισμένο χρόνο κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη στο Ρουφ και μετά από λεπτομερή έλεγχο παρέλαβα τα πράγματά μου, πληρώνοντας 150 δραχμές που προέρχονταν από τις οικονομίες της συζύγου μου. Φαίνεται ότι μερικοί το είχαν παρακάνει, μεταξύ των οποίων ο υπολοχαγός υλικού πολέμου Τ. Σπυρ. που συνόδευε και τα πράγματα του διοικητού μας Κ. Γεωργ.1 για τους οποίους είχε τότε διαδοθεί ότι μετέφεραν, εκτός των άλλων, κι’ από ένα τζιπ, χωρίς να μάθω ποιοί ήταν οι λοιποί «έξυπνοι» και πως τελικά ξέμπλεξαν. Η εκ μέρους μου πληρωμή των 150 δραχμών σε δασμούς, μου κακοφάνηκε διότι ήταν οικονομίες της γυναίκας μου στο διάστημα της απουσίας μου στην Κορέα και διότι το θεώρησα υπερβολικό για λίγα γυναικεία ρούχα, για το χαλί που αγόρασα στη Σμύρνη και για δύο πορσελάνινα σερβίτσια φαγητού, το ένα των οποίων πούλησα στη Θεσσαλονίκη για να συμπληρώσω το μηνιαίο εισόδημά μου, που ήταν αναγκαίο τώρα, που είχα και νεόγεννη σύζυγο. Το άλλο σερβίτσιο έχουν σήμερα μοιραστεί οι δύο θυγατέρες μου.
Με την άφιξή μας στην Ελλάδα, δεν θυμάμαι για ποιους λόγους, προσκοληθήκαμε στο φρουραρχείο Αθηνών, προφανώς μέχρις εκδόσεως διαταγών τοποθετήσεώς μας σε μονάδες του εσωτερικού. Υπήρχαν τότε ακόμα επιτεταγμένα από την στρατιωτική υπηρεσία για τις ανάγκες της ξενοδοχεία που τα διαχειρίζονταν το Φρουραρχείο και η προσωρινή στέγαση κάποιου αξιωματικού σε αυτά γίνονταν με προσωπική εντολή του Φρουράρχου. Φρούραρχος τότε ήταν ο στρατηγός Μπ., ο φόβος και ο τρόμος των στρατιωτικών, ελέγετο δε ότι τιμώρησε κάποτε και τον εαυτό του.
Επειδή δεν είχα στην Αθήνα κανένα συγγενή και οι γνωστοί μου Αθηναίοι δεν είχαν την ευαισθησία να μου προτείνουν φιλοξενεία μόνον ύπνου, μπροστά δε στην αθλιότητα των θαλάμων του φρουραρχείου, αποφάσισα να παρουσιαστώ ενώπιόν του και να του ζητήσω να μου διαθέσει ένα δωμάτιο, παρά τις αντίθετες γνώμες συναδέλφων που είχαν το ίδιο πρόβλημα λέγοντάς μου «τρελλός είσαι;»
Είχα προϋπηρετήσει στο Πεζικό και για ένα διάστημα στις Σέρρες, είχα εκπαιδευτή Άγγλο επιλοχία, έτσι λοιπόν ήξερα να παρουσιάζομαι στους μάχιμους αξιωματικούς, όπως ακριβώς προέβλεπαν οι στρατιωτικοί κανονισμοί κι’ αυτό τους ικανοποιούσε ιδιαίτερα. Έτσι, μια και δυο πήγα στο γραφείο του και παρά την άρνηση του υπασπιστή του να με αναγγείλει, επέμενα στο αίτημά μου οπότε χτύπησε φοβισμένα την πόρτα του και με ανήγγειλε. Χτύπησα την πόρτα κανονικά, άκουσα ένα άγριο "εμπρός" και μπήκα μέσα. Πήρα τη στάση της προσοχής χτυπώντας δυνατά το δεξιό άρβυλό μου στο πάτωμα και χαιρετώντας στρατιωτικά, του ανέφερα δυνατά το βαθμό μου, το σώμα στο οποίο ανήκω, την ταυτότητά μου και το αίτημά μου. Αφού με άκουσε μου έδωσε το παράγγελμα «ανάπαυση». Πήρα τη στάση αυτή με νέο χτύπημα της δεξιάς αρβύλας μου κατά τη διάσταση των ποδιών μου έχοντας τα χέρια μου χιαστί πίσω και περίμενα την απόφασή του. Αφού με κοίταξε από πάνω ως τα γυαλισμένα άρβυλά μου, χωρίς να σηκωθεί από το γραφείο του, άνοιξε ένα συρτάρι του και λέγοντάς μου «καλώς όρισες ανθυπολοχαγέ» μου έδωσε ένα χαρτί σφραγισμένο και υπογεγραμμένο απ’ αυτόν που έγραφε το όνομα του ξενοδοχείου που ήταν νομίζω το «Απόλλων» που βρισκόταν στην αρχή της οδού Αιόλου. Χαιρέτησα πάλι και με κανονική μεταβολή βγήκα από το γραφείο κι’ έφυγα ενώ ο υπασπιστής του σταυροκοπιόταν διότι τρεις προηγούμενες παρόμοιες αιτήσεις είχαν απορριφθεί. Μόλις τακτοποιήθηκα στο ξενοδοχείο, έφυγα το ίδο βράδυ σιδηροδρομικώς για τη Θεσσαλονίκη.
1
Αργότερα, μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην
εξουσία έμαθα ότι ανέλαβε τη διοίκηση
του ΟΤΕ από τον οποίο πολύ σύντομα
εκπαραθυρώθηκε από τον Λοχαγό Τόμπρα,
ένα από τα πρωτοπαλλήκαρα του Ανδρέα
Παπανδρέου κι’ ένας από τους
κατηγορούμενους του ΑΣΠΙΔΑ. Φιλόδοξος
καθώς ήταν ανακατεύτηκε με τα κινήματα
... «ειρήνης» και σαν εκπρόσωπος αυτών
πήγε στη Μόσχα και κατέθεσε στη λάρνακα
του Λένιν μεγάλο στεφάνι, ενώ η φρουρά
παρουσίαζε όπλα. Έτσι έριξε στο βόθρο
την στρατιωτική του ιδιότητα για την
οποία η πατρίδα του τον τίμησε
γενναιόφρωνα.
Συνεχίζεται...
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου