Αξίζει
να αναφέρω τρεις περιπτώσεις που
αποδεικνύουν το χαρακτήρα του.
Η πρώτη: Η υπηρεσία του ανέλαβε να κτίσει κάποιο στρατιωτικό οίκημα, νομίζω στην Πτολεμαΐδα ή Αμύνταιο και τελευταίος μειοδότης ανεδείχθη κάποιος θείος του εμπειροτέχνης ή μηχανικός. Ο ανάδοχος του έργου όφειλε να ειδοποιήσει την υπηρεσία για να επιθεωρήσει το σιδηρό οπλισμό πριν να ρίξει το μπετόν. Αντί άλλου πήγε ο ίδιος, βρήκε τον οπλισμό σκουριασμένο και του απαγόρευσε εγγράφως να ρίξει το μπετόν εάν πριν με αμμοβολή δεν καθαρίσει τον οπλισμό από τη σκουριά και μάλιστα τον υποχρέωνε να ενημερώσει περί αυτού την υπηρεσία. Φώναξε, τσίριξε, διαμαρτυρήθηκε στο Σ.Σ. ο θείος του, χωρίς να καταφέρει τίποτε και φοβούμενος την αναζήτηση ρητρών, συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις του Κ.
Η δεύτερη: Η υπηρεσία του είχε αναλάβει να φτιάξει το στρατιωτικό νεκροταφείο και υπολείπονταν δύο ημέρες για να ολοκληρωθεί ώστε να ειδοποιηθεί το ΓΕΣ να παραστεί στα εγκαίνια. Τον ειδοποίησαν λοιπόν τηλεφωνικά ότι την μεθεπομένη θα πάει ο αρχηγός για την επιθεώρησή του. Διαμαρτυρίες του τηλεφωνικές και τηλεγραφικές για διήμερη αναβολή δεν έπιασαν τόπο. Μάζεψε λοιπόν εργατικό προσωπικό των εν ενεργεία εργοταξίων, έριξε στους διαδρόμους μπετόν ταχείας πήξεως και ο ίδιος μ’ ένα φορτηγό, γύρισε όλα τα ποντιακά χωριά μαζεύοντας γλάστρες και γκαζοτενεκέδες με διαφόρων ειδών λουλούδια και σε μια νύχτα μέσα, τις παράχωσε σε κάθε μνήμα. Την επομένη ήρθε ο αρχηγός του ΓΕΣ και έμεινε κατάπληκτος. Σε μια στιγμή του είπε, ότι, αφού το έφτιαξες τόσο καλό, γιατί ζητούσες παράταση δύο ημερών κι’ ο Κ. του απάντησε πως ήθελε να βάλει σε κάθε τάφο ένα καντήλι και θυμιατήρι από μέταλλο κι’ ο τεχνίτης δεν προλάβαινε. Έτσι εισέπραξε το «Εύγε» με αντάλλαγμα το δυνατό στρες δύο ημερονυκτίων. Μετά απ’ αυτό ξέθαψε τις γλάστρες και τις παρέδωσε στους ιδιοκτήτες τους.
Η τρίτη: Μετά από λίγο καιρό ο Κ. μετετέθη από την 731 Δ.Ε.Μ. και ανέλαβε τη διοίκηση του εκεί ευρισκομένου Τάγματος Μηχανικού, στο Σ.Σ. δε της Κοζάνης τοποθετήθηκε ως διοικητής ο αντιστράτηγος Ζαρ. που κατάγονταν από το χωριό Ζαρουχλέϊκα Πατρών, το σημερινό Γλαύκος της ίδιας επαρχίας. Πήγε λοιπόν να επιθεωρήσει το τάγμα που παρατάχθηκε κατά τμήματα και μπροστά από αυτά οι αξιωματικοί με πρώτο το διοικητή και τελευταίο στη σειρά τον ανθυπασπιστή, συνέπεσε δε όλοι οι αξιωματικοί να κατάγονται από την Πελοπόννησο. Άρχισε η επιθεώρηση από το τέλος της σειράς των αξιωματικών, δηλαδή από τον ανθυπασπιστή. Πρώτη του ερώτηση μετά την παρουσίαση του ανθυπασπιστού ήταν «πούθε είσαι παιδί μου;» κι’ ο ανθυπασπιστής του ανέφερε πως ήταν από κάποιο χωριό ή πόλη της Πελοποννήσου και εισέπραττε ένα «μπράβο παιδί μου» του στρατηγού. Χωρίς άλλη ερώτηση προχώρησε στον επόμενο αξιωματικό με την ίδια ερώτηση, έπαιρνε την ίδια απάντηση και εισέπραττε κι’ αυτός το «μπράβο». Έτσι έφθασε και στον Κ. με την ίδια ερώτηση και στην απάντησή του ότι είναι από τη Φλώρινα εισέπραξε το περιφρονητικό «κρίμα κ.Κ.». Ο Κ. όμως δεν ήταν από τους αξιωματικούς που για διάφορους λόγους και αιτίες δέχονται τέτοιες προσβολές κι’ ευθύς του απάντησε «γιατί στρατηγέ, η Φλώρινα δεν είναι Ελλάδα;» κι’ ο Ζαρ. χωρίς να συνεχίσει την επιθεώρησή του μπήκε στη μερσεντές του κι’ έφυγε. Σκέφθηκε προς στιγμή να αναφερθεί στο Υ.Ε.Θ.Α. απ’ ευθείας, παρακάμπτοντας την ιεραρχία, πέσανε όμως πάνω του αξιωματικοί που γνώριζαν τις ικανότητές του και σαν κύριοι συνεργάτες του τον απέτρεψαν, με το πραγματικό επιχείρημα ότι «και μεταξύ στρατηγών υπάρχουν μωροί και βλήτα».
Η πρώτη: Η υπηρεσία του ανέλαβε να κτίσει κάποιο στρατιωτικό οίκημα, νομίζω στην Πτολεμαΐδα ή Αμύνταιο και τελευταίος μειοδότης ανεδείχθη κάποιος θείος του εμπειροτέχνης ή μηχανικός. Ο ανάδοχος του έργου όφειλε να ειδοποιήσει την υπηρεσία για να επιθεωρήσει το σιδηρό οπλισμό πριν να ρίξει το μπετόν. Αντί άλλου πήγε ο ίδιος, βρήκε τον οπλισμό σκουριασμένο και του απαγόρευσε εγγράφως να ρίξει το μπετόν εάν πριν με αμμοβολή δεν καθαρίσει τον οπλισμό από τη σκουριά και μάλιστα τον υποχρέωνε να ενημερώσει περί αυτού την υπηρεσία. Φώναξε, τσίριξε, διαμαρτυρήθηκε στο Σ.Σ. ο θείος του, χωρίς να καταφέρει τίποτε και φοβούμενος την αναζήτηση ρητρών, συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις του Κ.
Η δεύτερη: Η υπηρεσία του είχε αναλάβει να φτιάξει το στρατιωτικό νεκροταφείο και υπολείπονταν δύο ημέρες για να ολοκληρωθεί ώστε να ειδοποιηθεί το ΓΕΣ να παραστεί στα εγκαίνια. Τον ειδοποίησαν λοιπόν τηλεφωνικά ότι την μεθεπομένη θα πάει ο αρχηγός για την επιθεώρησή του. Διαμαρτυρίες του τηλεφωνικές και τηλεγραφικές για διήμερη αναβολή δεν έπιασαν τόπο. Μάζεψε λοιπόν εργατικό προσωπικό των εν ενεργεία εργοταξίων, έριξε στους διαδρόμους μπετόν ταχείας πήξεως και ο ίδιος μ’ ένα φορτηγό, γύρισε όλα τα ποντιακά χωριά μαζεύοντας γλάστρες και γκαζοτενεκέδες με διαφόρων ειδών λουλούδια και σε μια νύχτα μέσα, τις παράχωσε σε κάθε μνήμα. Την επομένη ήρθε ο αρχηγός του ΓΕΣ και έμεινε κατάπληκτος. Σε μια στιγμή του είπε, ότι, αφού το έφτιαξες τόσο καλό, γιατί ζητούσες παράταση δύο ημερών κι’ ο Κ. του απάντησε πως ήθελε να βάλει σε κάθε τάφο ένα καντήλι και θυμιατήρι από μέταλλο κι’ ο τεχνίτης δεν προλάβαινε. Έτσι εισέπραξε το «Εύγε» με αντάλλαγμα το δυνατό στρες δύο ημερονυκτίων. Μετά απ’ αυτό ξέθαψε τις γλάστρες και τις παρέδωσε στους ιδιοκτήτες τους.
Η τρίτη: Μετά από λίγο καιρό ο Κ. μετετέθη από την 731 Δ.Ε.Μ. και ανέλαβε τη διοίκηση του εκεί ευρισκομένου Τάγματος Μηχανικού, στο Σ.Σ. δε της Κοζάνης τοποθετήθηκε ως διοικητής ο αντιστράτηγος Ζαρ. που κατάγονταν από το χωριό Ζαρουχλέϊκα Πατρών, το σημερινό Γλαύκος της ίδιας επαρχίας. Πήγε λοιπόν να επιθεωρήσει το τάγμα που παρατάχθηκε κατά τμήματα και μπροστά από αυτά οι αξιωματικοί με πρώτο το διοικητή και τελευταίο στη σειρά τον ανθυπασπιστή, συνέπεσε δε όλοι οι αξιωματικοί να κατάγονται από την Πελοπόννησο. Άρχισε η επιθεώρηση από το τέλος της σειράς των αξιωματικών, δηλαδή από τον ανθυπασπιστή. Πρώτη του ερώτηση μετά την παρουσίαση του ανθυπασπιστού ήταν «πούθε είσαι παιδί μου;» κι’ ο ανθυπασπιστής του ανέφερε πως ήταν από κάποιο χωριό ή πόλη της Πελοποννήσου και εισέπραττε ένα «μπράβο παιδί μου» του στρατηγού. Χωρίς άλλη ερώτηση προχώρησε στον επόμενο αξιωματικό με την ίδια ερώτηση, έπαιρνε την ίδια απάντηση και εισέπραττε κι’ αυτός το «μπράβο». Έτσι έφθασε και στον Κ. με την ίδια ερώτηση και στην απάντησή του ότι είναι από τη Φλώρινα εισέπραξε το περιφρονητικό «κρίμα κ.Κ.». Ο Κ. όμως δεν ήταν από τους αξιωματικούς που για διάφορους λόγους και αιτίες δέχονται τέτοιες προσβολές κι’ ευθύς του απάντησε «γιατί στρατηγέ, η Φλώρινα δεν είναι Ελλάδα;» κι’ ο Ζαρ. χωρίς να συνεχίσει την επιθεώρησή του μπήκε στη μερσεντές του κι’ έφυγε. Σκέφθηκε προς στιγμή να αναφερθεί στο Υ.Ε.Θ.Α. απ’ ευθείας, παρακάμπτοντας την ιεραρχία, πέσανε όμως πάνω του αξιωματικοί που γνώριζαν τις ικανότητές του και σαν κύριοι συνεργάτες του τον απέτρεψαν, με το πραγματικό επιχείρημα ότι «και μεταξύ στρατηγών υπάρχουν μωροί και βλήτα».
Αφού
πλέον δε χρωστούσα κανένα, μου συνέστησε
ο διευθυντής μηχανικού του Σ.Σ.
Σαρ. Βασ. να ζητήσω από την
υπηρεσία προκαταβολή μισθωμάτων ενός
έτους με το αιτιολογικό να κατασκευάσω
στην ταράτσα θερμομόνωση. Η αίτησή μου
θα περνούσε υποχρεωτικά απ’ αυτόν και
θα συνηγορούσε για την αποδοχή του. Και
πράγματι σε λίγο χρόνο ήρθε η έγκριση
του ΓΕΣ και εισέπραξα προκαταβολικά τα
μισθώματα ενός έτους τα οποία όπως τα
εισέπραξα τα έδωσα στον μηχανικό
Β. που άρχισε την τοιχοποιΐα
του ορόφου και έριξε την πλάκα. Τα τούβλα
τα πήρα από το κεραμοποιείο Κανδύλη
όπου λογιστής ήταν ο καλός μου φίλος
Γιάννης Καρ., του οποίου η σύζυγος
Στέλλα ήταν δακτυλογράφος στο Στρατοδικείο,
με εγγύησή του για την εξόφληση της
αξίας τους. Έμενε τώρα η ξυλεία για τα
πατώματα, τις πόρτες και παράθυρα με
παντζούρια.
Με αφορμή την απληστία του Α. για την προικοθηρία του, επήλθε διάσταση μεταξύ Χλ. και Παναγ.Μ. και χώρισαν και ο μεν Παναγιώτης έστησε μόνος παρόμοια επιχείρηση σε τμήμα κοινού τους οικοπέδου κι’ ο Χλ. αφού κράτησε για λίγο το μαγαζί, άνοιξε κι’ αυτός παρόμοιο ξυλεμπορικό πλάϊ στου κουνιάδου του Παναγιώτη και στο παλιό κατάστημα ήρθε από τη Θεσσαλονίκη και εργαζόταν σαν ξυλέμπορος ο Μήτσος. Λόγω του ανταγωνισμού Χλ. και Παναγιώτη που ήταν πολύ αγαπητός στους πελάτες, κυρίως πόντιους, ο Χλ., λόγω και της προχωρημένης του ηλικίας, εκποίησε όπως-όπως το εμπόρευμά του προς ολοκλήρωση των αξιώσεων Α., αφήνοντας τον μεγάλο γιο του Χαριλάκη χωρίς εργασία. Συνεπώς περίπτωση προμηθείας ξυλείας από αυτούς δεν υπήρχε. Στην κρίσιμη για μένα στιγμή, βοηθός άγγελος εμφανίστηκε ο Παύλος Σ. ανεψιός του φωτογράφου μπάρμπα-Κυριάκου, που είχε αναλάβει κάποιο δημόσιο έργο και προμηθευόταν γι’ αυτό ξυλεία από τα Γρεβενά. Πήγαμε μαζί στα Γρεβενά, διάλεξε μόνος την κατάλληλη ξυλεία, την φορτώσαμε σε φορτηγό του και την ξεφορτώσαμε στο μαγαζί του Μήτσου, στα μηχανήματα του οποίου θα την κατεργάζονταν ο Στέφος (αυτός που είχε κάνει τα κουφώματα του ισογείου). Ο Στέφος έκοψε τις κάσες και πήγε να κόψει τα παραθυρόφυλλα και τα παντζούρια οπότε διαπίστωσε ότι ο Μήτσος είχε ήδη πουλήσει δύο μεγάλα μαδέρια από τη δική μου (του επ’ αδελφή γαμπρού του) ξυλεία και διαπραγματευόταν την πώληση της υπόλοιπης. Εσπευσμένα πήρα τον Στέφο και παρουσία μου επί δύο ημέρες συνεχώς, χωρίς διακοπή ούτε για φαγητό έκοψε και κατεργάστηκε όλη την ξυλεία που έμεινε, την οποία μετέφερα στο εργαστήριό του τμηματικά.
Όταν είπα στο Μήτσο «πώς δεν ντράπηκες να πουλήσεις ξύλα δικά μου που χρωστάω ακόμα;», χωρίς ίχνος ντροπής μου είπε: «έλα μωρέ και θα βρούμε ξύλα». Του απάντησα να κρατήσει την αξία των μαδεριών που πούλησε ως τίμημα χρήσεως των μηχανημάτων του για την κοπή και επεξεργασία της ξυλείας μου, ξέροντας ότι με αυτό θα γέμιζαν καλάθια για την ερωμένη του στη Θεσσαλονίκη. Μ’ αυτούς τους κόπους και μύριες στερήσεις τελειώσαμε το σπίτι της Κοζάνης στο οποίο και εγκατασταθήκαμε με φρέσκα σοβατίσματα και χωρίς παντζούρια.
Η καημένη η μάνα μου μας έστειλε 15 κιλά χρώμα με το οποίο έβαψα το σπίτι με ένα μικρό πινέλο κι’ ανεβοκατεβαίνοντας τη σκάλα έπαθα «ψαμμίαση» και τα ούρα μου έβγαιναν με αίμα. Ευτυχώς με διήμερη νοσηλεία στο εκεί Στρατιωτικό Νοσοκομείο ξαναβρήκα την υγεία μου. Κάποιος φίλος έδωσε άδεια σε στρατιώτη του ελαιοχρωματιστή, ήρθε και τελείωσε τα βαψίματα που ανέλαβε εργολαβικά με δικά μου υλικά και βεβαίως επ’ αμοιβή.
Συνεχίζεται...
Στα εγκαίνια του πρώτου ξυλεμπορικού |
Με αφορμή την απληστία του Α. για την προικοθηρία του, επήλθε διάσταση μεταξύ Χλ. και Παναγ.Μ. και χώρισαν και ο μεν Παναγιώτης έστησε μόνος παρόμοια επιχείρηση σε τμήμα κοινού τους οικοπέδου κι’ ο Χλ. αφού κράτησε για λίγο το μαγαζί, άνοιξε κι’ αυτός παρόμοιο ξυλεμπορικό πλάϊ στου κουνιάδου του Παναγιώτη και στο παλιό κατάστημα ήρθε από τη Θεσσαλονίκη και εργαζόταν σαν ξυλέμπορος ο Μήτσος. Λόγω του ανταγωνισμού Χλ. και Παναγιώτη που ήταν πολύ αγαπητός στους πελάτες, κυρίως πόντιους, ο Χλ., λόγω και της προχωρημένης του ηλικίας, εκποίησε όπως-όπως το εμπόρευμά του προς ολοκλήρωση των αξιώσεων Α., αφήνοντας τον μεγάλο γιο του Χαριλάκη χωρίς εργασία. Συνεπώς περίπτωση προμηθείας ξυλείας από αυτούς δεν υπήρχε. Στην κρίσιμη για μένα στιγμή, βοηθός άγγελος εμφανίστηκε ο Παύλος Σ. ανεψιός του φωτογράφου μπάρμπα-Κυριάκου, που είχε αναλάβει κάποιο δημόσιο έργο και προμηθευόταν γι’ αυτό ξυλεία από τα Γρεβενά. Πήγαμε μαζί στα Γρεβενά, διάλεξε μόνος την κατάλληλη ξυλεία, την φορτώσαμε σε φορτηγό του και την ξεφορτώσαμε στο μαγαζί του Μήτσου, στα μηχανήματα του οποίου θα την κατεργάζονταν ο Στέφος (αυτός που είχε κάνει τα κουφώματα του ισογείου). Ο Στέφος έκοψε τις κάσες και πήγε να κόψει τα παραθυρόφυλλα και τα παντζούρια οπότε διαπίστωσε ότι ο Μήτσος είχε ήδη πουλήσει δύο μεγάλα μαδέρια από τη δική μου (του επ’ αδελφή γαμπρού του) ξυλεία και διαπραγματευόταν την πώληση της υπόλοιπης. Εσπευσμένα πήρα τον Στέφο και παρουσία μου επί δύο ημέρες συνεχώς, χωρίς διακοπή ούτε για φαγητό έκοψε και κατεργάστηκε όλη την ξυλεία που έμεινε, την οποία μετέφερα στο εργαστήριό του τμηματικά.
Όταν είπα στο Μήτσο «πώς δεν ντράπηκες να πουλήσεις ξύλα δικά μου που χρωστάω ακόμα;», χωρίς ίχνος ντροπής μου είπε: «έλα μωρέ και θα βρούμε ξύλα». Του απάντησα να κρατήσει την αξία των μαδεριών που πούλησε ως τίμημα χρήσεως των μηχανημάτων του για την κοπή και επεξεργασία της ξυλείας μου, ξέροντας ότι με αυτό θα γέμιζαν καλάθια για την ερωμένη του στη Θεσσαλονίκη. Μ’ αυτούς τους κόπους και μύριες στερήσεις τελειώσαμε το σπίτι της Κοζάνης στο οποίο και εγκατασταθήκαμε με φρέσκα σοβατίσματα και χωρίς παντζούρια.
Η καημένη η μάνα μου μας έστειλε 15 κιλά χρώμα με το οποίο έβαψα το σπίτι με ένα μικρό πινέλο κι’ ανεβοκατεβαίνοντας τη σκάλα έπαθα «ψαμμίαση» και τα ούρα μου έβγαιναν με αίμα. Ευτυχώς με διήμερη νοσηλεία στο εκεί Στρατιωτικό Νοσοκομείο ξαναβρήκα την υγεία μου. Κάποιος φίλος έδωσε άδεια σε στρατιώτη του ελαιοχρωματιστή, ήρθε και τελείωσε τα βαψίματα που ανέλαβε εργολαβικά με δικά μου υλικά και βεβαίως επ’ αμοιβή.
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου