Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

63. Εισηγητής Δ.Σ. Θεσσαλονίκης

Σαν εισηγητής Β΄Τμήματος του Διαρκούς Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης χειρίστηκα πληθώρα συνήθων ποινικών υποθέσεων π.χ. εξυβρίσεων, λιποταξιών, ανυποταξιών, βιαιοπραγιών κ.λπ. που είναι ανθρωπίνως αδύνατον να θυμάται κανείς. Άλλωστε δεν υπήρχαν τότε φωτοτυπικά μηχανήματα ώστε να φωτοτυπήσω τις εισηγήσεις μου γι’ αυτούς, πέραν του ότι δεν θα είχε και ενδιαφέρον. Έτσι θα αναφέρω μόνον εκείνες τις υποθέσεις που λόγω της σοβαρότητάς τους παρέμειναν στη μνήμη μου αναλοίωτες.



Υπόθεση πρώτη: Μετά τη λήξη του συμμοριτοπολέμου και την αναδιοργάνωση του στρατού, παρουσιάστηκε το φαινόμενο να χρησιμοποιούνται στρατιωτικά αυτοκίνητα οχήματα, κυρίως επιβατικά και τζιπ, για ιδιωτικές μετακινήσεις προσώπων που δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με τη στρατιωτική υπηρεσία. Έτσι έβλεπες συζύγους αξιωματικών ή υπηρέτριές τους να πηγαίνουν καμαρωτές μέσα στα στρατιωτικά αυτοκίνητα που οδηγούνταν από στρατιώτες, στα καταστήματα ή στις λαϊκές αγορές, γεγονός που προκαλούσε το δημόσιο αίσθημα και τα εντεύθεν δυσμενέστατα σχόλια εις βάρος του στρατού. Το ίδιο συνέβαινε και με τους πολιτικούς κρατικούς φορείς όπου όμως το φαινόμενο δεν ήταν τόσο εμφανές λόγω του είδους των χρησιμοποιουμένων οχημάτων (κούρσες και όχι τζιπ). Τα διοικητικά μέτρα που πάρθηκαν από την ηγεσία του στρατού για την περιστολή του φαινομένου δεν απέδωσαν και μπροστά στην κατακραυγή η πολιτεία αντέδρασε με την έκδοση νομοθετικού διατάγματος ποινικοποιώντας τα διοικητικά μέτρα σαν «παράβαση στρατιωτικής εντολής».

Μια μέρα σταμάτησε μπροστά στο στρατοδικείο ένα τζιπ από το οποίο αποβιβάστηκε μια λίγο ευτραφής καλοντυμένη κυρία που κατευθύνθηκε για ψώνια από το στρατιωτικό πρατήριο που βρισκόταν πίσω από το Στρατοδικείο. Την όλη σκηνή αντιλήφθηκε από το παράθυρό του ο πρόεδρος του στρατοδικείου συνταγματάρχης Σπ. Δημήτριος, ο οποίος με κάλεσε στο γραφείο του και με ρώτησε αν αντιλήφθηκα τη σκηνή, σε αρνητική μου δε απάντηση με έντονο ύφος μου παρήγγειλε να συντάξω έκθεση βεβαιώσεως εγκλήματος αφού ήμουν ανακριτικός υπάλληλος. Απάντησα ότι υποχρεούμαι να συντάξω τέτοια έκθεση μόνον αν εν τη ερεύνη υποθέσεως τινος αποκαλυφθεί τελούμενον ή τελεσθέν έγκλημα και επειδή τέτοια περίπτωση δεν συνέτρεχε πρόβαλα την αντίρρησή μου λέγοντας ότι είμαι ανακριτής και όχι στρατονόμος ή χωροφύλακας. Σε επιμονή του προέδρου για το νόμιμο της άποψής του έφυγα από το γραφείο του και πήρα τα στοιχεία του τζιπ και του οδηγού του στρατιώτη για να συντάξω τη σχετική έκθεση. 
Δεν πέρασε πολλή ώρα και κατέφθασε στο γραφείο του προέδρου θορυβημένος ο εκ Βεροίας υποστράτηγος διοικητής της Σχολής Πολέμου Θωμ. και ζήτησε να με δει. Ανέβηκα στο γραφείο του προέδρου και παρουσία του δέχθηκα σε στάση προσοχής τις έντονες παρατηρήσεις-επιπλήξεις του στρατηγού στις οποίες απάντησα ότι η ενέργειά μου να λάβω τα στοιχεία του παραβάτη οδηγού στρατιώτη προβλεπόταν από το νόμο, αποκρύπτοντας έτσι ότι η ενέργειά μου έγινε με υπόδειξη κι’ επιμονή του παρισταμένου προέδρου ο οποίος επενέβη στο σημείο αυτό δηλώνοντας στο στρατηγό ότι θα τακτοποιήσει αυτός το ζήτημα. Τι θα γινόταν αν απεκάλυπτα την πραγματικότητα; Συνταγματάρχης αυτός δεν τόλμησε να πει την αλήθεια και είχε αυτός την ικανότητα αναλήψεως ευθυνών; 
Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος στην ετήσια απόρρητη έκθεσή του για μένα, αντί να εκτιμήσει την εκ μέρους μου κάλυψή του ενώπιον του στρατηγού Θωμ., έγραψε στο ατομικό μου βιβλιάριο ότι δεν επιθυμεί να με έχει υπό τας διαταγάς του, ότι έχω ανάγκην επιβλέψεως και είμαι εγωϊστής και με βαθμολόγησε με Γ πλην για τον κατεχόμενον βαθμόν (λοχαγού) με Β΄. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και στον πρόεδρο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Ιωάννη Σ. που ενήργησε επιθεώρηση του Στρατοδικείου δια το από 13/9/63 – 23/11/64 χρονικό διάστημα ανέφερε ψευδώς ότι μου έκανε έγγραφες και προφορικές παρατηρήσεις, αυτός δε στην από 22/12/64 έκθεση επιθεωρήσεώς του, αφού επισημαίνει τη δραστηριότητά μου, την ευσυνειδησία, αντικειμενικότητα, αμεροληψία, μεθοδικότητα, ικανότητα και ζήλο, αλλά και την επιστημονική μου μόρφωση και τις άρτιες γνωματεύσεις μου, υιοθετεί τον ψευδέστατο ισχυρισμό του Σπ.

Υπόθεση δεύτερη: Στην Κατερίνη υπηρετούσε ένας Κερκυραίος ταγματάρχης χωρίς την οικογένειά του που δεν τον ακολούθησε από την Αθήνα επειδή τα δυο του παιδιά πήγαιναν στο σχολείο, γεγονός που προβλημάτιζε το σύνολο σχεδόν των έγγαμων αξιωματικών. Παρουσιάστηκε λοιπόν στην κοινωνία της Κατερίνης σαν άγαμος και πέτυχε έτσι να συνάψει έντονες ερωτικές σχέσεις με μια υπάλληλο της Νομαρχίας, στην οποία, ο άθλιος, υποσχέθηκε γάμο. Αφού για δύο και περισσότερα χρόνια απόλαυσε τα κάλη της ωραίας ομολογουμένως, υπαλλήλου, με όρκους και υποσχέσεις για νομιμοποίηση του δεσμού τους, του κοινοποιήθηκε η διαταγή μεταθέσεώς του στην Αθήνα. Την παραμονή της αναχωρήσεώς του για τη νέα του θέση συναντήθηκε με την υπάλληλο και μετά από γεύμα της αποκάλυψε ότι είναι έγγαμος με δύο παιδιά και ότι την επομένη έπρεπε να φύγει από την Κατερίνη. Θόλωσε ο νους της υπαλλήλου και ζήτησε να φύγουν από το κέντρο. Έτσι σιωπηλοί και ποιος ξέρει με ποια εκατέρωθεν απόκρυφα συναισθήματα και σκέψεις, την συνόδευσε ως την έξοδο της πολυκατοικίας που έμενε. Περίμενε στην έξοδο μέχρι που αυτή ανέβηκε στο διαμέρισμά της που βρίσκονταν στον τελευταίο όροφο και μόλις είδε τα φώτα του να σβήνουν έφυγε. 
Η υπάλληλος μη αντέχοντας την απατηλή συμπεριφορά του μέχρι τότε αγαπημένου της ταγματάρχη πήγε στο μπάνιο του διαμερίσματός της και κατάπιε ένα ολόκληρο μπουκάλι απορρυπαντικού. Στη συνέχεια ξάπλωσε στο κρεβάτι της από το οποίο δεν ξύπνησε ποτέ γιατί το απορρυπαντικό κατάκαψε τα σωθικά της όπως διαπιστώθηκε από τη νεκροψία που διενέργησα αργότερα. 
Έτσι μου ανατέθηκαν οι ανακρίσεις εις βάρος του ταγματάρχη για συμμετοχή σε αυτοκτονία. Στη διάρκεια των ανακρίσεων δέχθηκα μια μέρα την αναπάντεχη επίσκεψη στο διαμέρισμά μου στους ξενώνες του Γ΄Σ.Σ. της συζύγου του ταγματάρχη η οποία επικαλούμενη τα ανήλικα παιδιά της και την ανάγκη διατηρήσεως του γάμου της ζήτησε την επιείκειά μου λες και η τύχη του ταγματάρχη συζύγου της εξαρτιόταν από εμένα και μόνο. Κρίνοντας τη συμπεριφορά του ταγματάρχη απαράδεκτη ηθικά για αξιωματικό, εισηγήθηκα την παραπομπή του στο στρατοδικείο για συμμετοχή σε αυτοκτονία παρά το γεγονός ότι δεν είχε αποδειχθεί από τις ανακρίσεις με βεβαιότητα ότι αυτός κατέπεισε με φορτικότητα ή πειθώ την υπάλληλο να αυτοκτονήσει. 
Δεν θυμάμαι το αποτέλεσμα της εισηγήσεώς μου εκείνης, πάντως μετά από αρκετά χρόνια βεβαιώθηκα έκπληκτος ότι ο ταγματάρχης εκείνος είχε προαχθεί διαδοχικά σε ταξίαρχο.


Υπόθεση τρίτη: Κάποιος ταγματάρχης του τεχνικού σώματος, διοικητής του στρατιωτικού συνεργείου στη Βέροια, ονόματι Π., κατασκεύαζε για τον εαυτό του αυτοκίνητο όχημα χρησιμοποιώντας γι’ αυτό στρατιωτικά υλικά και την εργασία του τεχνικού προσωπικού της μονάδος του. Τούτο ήταν εύκολο γι’ αυτόν, διότι εύρισκε άχρηστα κάποια εξαρτήματα των οδηγούμενων στο συνεργείο του προς επισκευήν οχημάτων και με το αιτιολογικό αυτό προμηθευόταν καινούργια τα οποία όμως τοποθετούσε στο υπό κατασκευήν αυτοκίνητό του, ενώ άφηνε με μικροεπισκευές στα ίδια οχήματα τα δήθεν άχρηστα εξαρτήματά τους. Όταν ήρθε η στιγμή να τοποθετήσει καινούργια μηχανή στο κατά τα άλλα έτοιμο αυτοκίνητό του, το γεγονός καταγγέλθηκε και μου ανατέθηκε η διενέργεια τακτικής ανακρίσεως μετά την ολοκλήρωση της οποίας κάλεσα τον ταγματάρχη σε απολογία για εκμετάλλευση διαπιστευμένων, αν θυμάμαι καλά. 
Ο κατηγορούμενος θεώρησε τις ενέργειές του ως μη αξιόποινες αφού εδικαιολογείτο, κατ’ αυτόν, η αντικατάσταση κινητήρων σε οχήματα τζιπ της χωροφυλακής και του μητροπολίτη Βεροίας, συνδεομένου ιδιαιτέρως με τον σωματάρχη, τον μετέπειτα αρχηγό Γ.Ε.Σ., Γ., θείο κάποιου υπουργού του μετέπειτα ΠΑΣΟΚ, για τον οποίο η εφημερίδα «Ελευθερία» είχε γράψει «αιδώς Αργίοι» για την εκλογή και τοποθέτησή του ως αρχηγού Γ.Ε.Σ. Καθ’ όσον αφορά για τα τζιπ της Χωροφυλακής, η διάθεση σ’ αυτήν καινούργιων κινητήρων του στρατού ήταν νόμιμη, αφού η αξία τους βάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό και η μεταφορά κονδυλίων από τον προϋπολογισμό ενός υπουργείου σε άλλο ήταν επιτρεπτή και νόμιμη, η διάθεση όμως καινούργιου ή μεταχειρισμένου ή ανακατασκευασμένου κινητήρα στη μητρόπολη Βεροίας ήταν παράνομη αλλά και προκλητική. 
Έτσι παρήγγειλα στο Τμήμα Ασφαλείας Βεροίας, στο οποίο υπηρετούσε ένας πολύ αγαπητός μου αξιωματικός ο Αθαν.Σ., να κατάσχει το τζιπ του μητροπολίτη. Περνούσαν οι μέρες χωρίς αποτέλεσμα, οπότε πήγα στη Βέροια και διαμαρτυρήθηκα για την αδράνεια των οργάνων του τμήματος ασφαλείας να κατάσχουν το τζιπ του δεσπότη. Ο αγαπητός μου σ’ αυτό αξιωματικός, μου δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν το βρίσκουν για να το κατασχέσουν. Δύο περιπτώσεις πρέπει να συνέβαιναν: ή ότι πράγματι δεν εύρισκαν το τζιπ, πράγμα απίθανο για τις δυνατότητες και τη μεθοδολογία των υπηρεσιών ασφαλείας, ή ότι απέφευγαν την κατάσχεση για να μη δημιουργήσουν και σ’ αυτούς, αλλά και σε μένα, προβλήματα από την αντίδραση του πανίσχυρου δεσπότη, ο οποίος σε μια και μόνη νύχτα και με ένα τηλεφώνημα μόνο είχε επιβάλει στον Γ.Παπανδρέου την επιλογή του Σωματάρχη αυτού, σε αρχηγό Γ.Ε.Σ., τον οποίο και φαίνεται ότι εκτιμούσε και από τα φιλόχρηστα αισθήματά του που απέδειξε με τη δωρεά του στο Μητροπολιτικό ναό της Βεροίας ενός ανάγλυφου ξύλινου προσκυνητάριου που κατασκευάστηκε από ξυλουργικό συνεργείο του στρατού και με ξυλεία του στρατού, επαληθεύοντας τη λαϊκή ρήση: «με ξένα κόλυβα έκανε μνημόσυνο». Έτσι το τζιπ του δεσπότη δεν κατασχέθηκε κι’ ο ταγματάρχης Π. παραπέμφθηκε σε δίκη χωρίς να γνωρίζω το αποτέλεσμα αυτής. 
Πολύ αργότερα έμαθα ότι τα τζιπ της χωροφυλακής και του δεσπότη χρησιμοποιήθηκαν, μαζί με άλλα στρατιωτικά οχήματα, για το στήσιμο σκηνών εκστρατείας σε απροσπέλαστες περιοχές από στρατιώτες που το παρελθόν τους ή το οικογενειακό τους περιβάλλον δεν παρείχαν εχέγγυα ότι θα ψήφιζαν την ημέρα των εκλογών του 1961 το «εθνικόφρων» κόμμα της ΕΡΕ. Ο Γ. είναι αυτός που υπέγραψε λίγο αργότερα το σχέδιο «Περικλής», βίας και νοθείας, με συντάκτη τον μετέπειτα δικτάτορα Παπαδόπουλο. Το σχέδιο αυτό παρουσίασε στη Βουλή το Φεβρουάριο του 1965 ο Γεώργ. Παπανδρέου (πατήρ), ο γέρος της Δημοκρατίας όπως απεκλήθη, χωρίς να μπορέσει να εμποδίσει την εφαρμογή του. 
Τα χρόνια πέρασαν, αποστρατεύτηκα, καθώς και ο φίλος μου Σ. ο οποίος ακούγοντας μια συνέντευξή μου στο ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας για τον Ελληνισμό των ρωσικών παραλίων του Ευξείνου Πόντου, μου τηλεφώνησε και συναντηθήκαμε ύστερα από 13 χρόνια. Με την ευκαιρία αυτή του υπενθύμισα την τότε παραγγελία μου για την κατάσχεση του τζιπ του Μητροπολίτη Βεροίας ρωτώντας τον γιατί δεν το κατέσχεσε και με την ειλικρίνεια που τον διέκρινε πάντα, μου είπε ότι η κατάσχεση γι’ αυτόν ήταν εύκολη, πλην δεν την έκανε για να με προφυλάξει από τη μήνι του δεσπότη που με τη σχέση του με το νέο αρχηγό Γ.Ε.Σ. Γ., μπορούσε να μου δημιουργήσει προβλήματα.


Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου