Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

68. Υπηρεσία μου στά Γιάννενα


     Με την άμεση επικράτηση της «επανάστασης» της 21ης Απριλίου του 1967 και την ισχύ του νόμου ΔΞΘ/1912 «περί καταστάσεως πολιορκίας» κληθήκαμε στο γραφείο του διοικητού της VIIIης μεραρχίας υποστρατήγου Σταματίου Σκ. οι δικαστικοί σύμβουλοι του στρατοδικείου Ιωαννίνων Πρόεδρος, Επίτροπος και εισηγητής, αντισυνταγματάρχης Εμμανουήλ Πλ., ταγματάρχης Θεμιστ. Δημ. και λοχαγός (εγώ) αντίστοιχα και μας δόθηκε η διαταγή να μεταβούμε στις έδρες των νομαρχιών Άρτας, Θεσπρωτίας και Πρεβέζης για να μεταβιβάσομε τις εντολές της «επανάστασης» στους αξιωματικούς ταγματάρχες που είχαν ήδη ειδοποιηθεί να βρίσκονται σ’ αυτές για να καταλάβουν τις Νομαρχίες και να τις διευθύνουν μέχρι νεωτέρας διαταγής. 

     Για μένα καθορίσθηκε η Νομαρχία Θεσπρωτίας με έδρα την Ηγουμενίτσα, για τον Πλ. η νομαρχία Πρεβέζης, όπου θα ερχόταν για το σκοπό αυτό και ο αξιωματικός που θα κατελάμβανε τη Νομαρχία της Κερκύρας και για τον Δημ. η Άρτα. Οι προς αυτούς εντολές ήσαν να καταλάβουν τις Νομαρχίες, να εγκατασταθούν στα γραφεία των Νομαρχών και να διευθύνουν τα γραφεία των με στόχο την με ευγένεια και πειθώ άμεση εξυπηρέτηση των πολιτών στα κατά την κρίση τους, δίκαια αιτήματά τους. 
     Στις 9 η ώρα το πρωΐ της επόμενης ημέρας βρισκόμουν στην Ηγουμενίτσα και μεταβίβασα τις εντολές του Μεράρχου στον τότε ταγματάρχη Χατζ. που θα κατελάμβανε τη Νομαρχία Θεσπρωτίας. Στον Χατζ. που υπηρετούσε σε μονάδα προκαλύψεως (ελληνοαλβανικά σύνορα) συνέστησα φιλικά να συμβουλεύεται για τη νομιμότητα των επεμβάσεών του τον τοπικό Εισαγγελέα Παν. Ταρ. με τον οποίο και συναντηθήκαμε σε κάποιο εστιατόριο για γεύμα. Και πράγματι η Νομαρχία Θεσπρωτίας λειτούργησε άριστα μέχρι τη μετάθεση του ταγματάρχη αυτού στο ΕΑΤ/ΕΣΑ στην Αθήνα, όπως αποδείχθηκε από διαμαρτυρίες κατοίκων, για τη μετάθεσή του και πληροφορίες μου από τον φίλο εισαγγελέα. Το πώς συμπεριφέρθηκε και τι καθήκοντα εξετέλεσε εκεί, μου ήταν άγνωστα και τα όσα μεταδίδονταν αργότερα μου ήσαν αδιάφορα αφού δεν είχα ίδια αντίληψη. Εκείνο που ξέρω και βεβαιώνω είναι ότι ήταν καλός, έντιμος και πειθαρχημένος αξιωματικός, δεν πίστεψα και δεν πιστεύω όσα οι … αντιστασιακοί Γιαννόπουλοι και Λυκουρέζοι ή και άλλοι όμοιοί των περιθωριακοί ή και γραφικοί μετέδιδαν γι’ αυτόν. 
     Τα χρόνια πέρασαν και με την επιστράτευση του 1974 βρέθηκα στα έμπεδα αναπληρώσεως απωλειών Στρατιάς κάπου στο Θεσσαλικό κάμπο για 15 ημέρες και στη συνέχεια στην Κοζάνη σαν πρόεδρος του διαρκούς στρατοδικείου και διευθυντής δικαστικού του Β’ σώματος στρατού στο οποίο είχε ήδη τοποθετηθεί σαν διοικητής ο μέχρι τότε στρατηγός διοικητής της ΚΥΠ αντιστράτηγος Σταθ. 
     Ένα απόγευμα κλήθηκα από τον Σωματάρχη που μου επέδειξε ένα ένταλμα συλλήψεως για τον παραπάνω ταγματάρχη που πρόσφατα είχε μετατεθεί σε μονάδα επιστρατεύσεως στο Τσοτίλι ή στο Άργος Ορεστικό και ρωτήθηκα για τη νομιμότητα του εντάλματος και τη δυνατότητα της μή εκτελέσεώς του. Μετά τη θετική απάντησή μου στο πρώτο ερώτημα και την αρνητική στο δεύτερο, κλήθηκε επειγόντως στο σώμα στρατού ο ταγματάρχης και το ίδιο βράδυ στάλθηκε συνοδεία ομοιόβαθμού του στην Αθήνα με τη μερσεντές του σωματάρχη. Είχε ήδη αρχίσει η εποχή της αθρόας υποβολής μηνύσεων κατά αξιωματικών από μέρους μεγαλόσχημων «αντιστασιακών» που όσο διαρκούσε το καθεστώς της Χούντας είχαν την ουρά στα σκέλη τους.
     Λίγο μετά την 21η Απριλίου 1967 προήχθην κατ’ αρχαιότητα με ψήφους παραμένοντος στο βαθμό του ταγματάρχη και ανέλαβα στο ίδιο Διαρκές Στρατοδικείο Ιωαννίνων τα καθήκοντα Βασιλικού Επιτρόπου. Κατά τα ισχύοντα τότε ο Β.Ε. εκτελούσε καθήκοντα Εισαγγελέως που δεν είχε όμως αρμοδιότητα ασκήσεως ποινικής διώξεως. Το δικαίωμα αυτό ήταν ανατεθειμένο στο διοικητή μεγάλης μονάδος (ΜΜ), Μεραρχίας ή Σώματος Στρατού της έδρας του Διαρκούς Στρατοδικείου, ο οποίος και ασκούσε την ποινική δίωξη με εισήγηση του παρ’ αυτώ διευθυντού δικαστικού. Έτσι η ποινική δίωξη και αυτού ακόμα του ανυποτάκτου ή απλού στρατιώτου εξαρτιόταν από τον διοικητή της Μ.Μ. ο οποίος μη όντας νομικός εξεδήλωνε μερικές φορές διαθέσεις αρχειοθετήσεως της όποιας δικογραφίας, ανάλογα με το βαθμό του ενδιαφέροντός του για τον κατηγορούμενο ή των πιέσεων του υπό τρίτων και ανάλογα με τη στάση-εισήγηση του διευθυντού δικαστικού.
     Δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις του τρόπου ασκήσεως ποινικής διώξεως στο Δ.Σ. Ιωαννίνων που ήταν γνωστές στο δικαστικό σώμα πριν από την τοποθέτησή μου σ’ αυτό είναι οι παρακάτω: Αντισυνταγματάρχης της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, πρόεδρος του Στρατοδικείου και ταυτόχρονα διευθυντής Δικαστικού της Μεραρχίας, (δεν θυμάμαι το όνομά του), συνέτασε δύο εισηγήσεις, η μία για παραπομπή του κατηγορουμένου στην τακτική ανάκριση ή στο ακροατήριο δι’ απευθείας κλήσεως και η άλλη για αρχειοθέτηση της δικογραφίας. Παρουσίαζε, λοιπόν στον Μέραρχο πρώτα την παραπεμπτική του εισήγηση ή την προς τακτική ανάκριση κι’ αν αυτός διαφωνούσε χωρίς να αποκαλύπτει τους λόγους διαφωνίας του, παρουσίαζε τη δεύτερη απαλλακτική του κατηγορουμένου ή αρχειοθετήσεως της δικογραφίας. Σε λίγο χρόνο ο αντισυνταγματάρχης αυτός αντικαταστάθηκε από τον νεοπροαχθέντα αντισυνταγματάρχη δικαστικού Μπεκ. Αδάμ που πήγε στον ίδιο Μέραρχο με εισήγησή του για παραπομπή στο ακροατήριο κάποιου αξιωματικού. Συνέπεσε ο Μέραρχος να ενδιαφέρεται για τον αξιωματικό αυτόν, έχοντας δε υπ’ όψει του την ενδοτικότητα του προηγούμενου διευθυντού δικαστικού, αξίωσε από τον δεύτερο αντισυνταγματάρχη την αρχειοθέτηση της δικογραφίας. Όταν οξύνθηκε η συζήτηση πάνω στο θέμα της παραπομπής του αξιωματικού στο ακροατήριο, όπως εισηγείτο ο αντισυνταγματάρχης και στην αρχειοθέτησή της δικογραφίας που επέμενε ο Μέραρχος, ο αντισυνταγματάρχης έσυρε τα διακριτικά του βαθμού του, τα πέταξε στο γραφείο του Μεράρχου και επέστρεψε με τη δικογραφία στο γραφείο του από όπου τηλεγράφησε το επεισόδιο στον υπουργό των Στρατιωτικών με αποτέλεσμα την άμεση σχεδόν αποστρατεία του Μεράρχου.
     Και οι δύο αυτοί αξιωματικοί της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης δεν ζουν σήμερα και ο γράφων με δέος και σεβασμό αναμιμνήσκεται τον αντισυνταγματάρχη εκείνο (Μπεκ. Αδάμ) υπό τας διαταγάς του οποίου υπηρέτησε για ένα μικρό διάστημα που όμως ήταν αρκετό να διαμορφώσει το χαρακτήρα του στην μετέπειτα σταδιοδρομία του που πολλές φορές τον έφερε σε αντίθεση με συναδέλφους του δικαστικούς και μάχιμους. 
     Kατά τον ισχύοντα τότε Στρατ. Ποινικό Κώδικα, όταν η χώρα κηρύσσεται σε κατάσταση πολιορκίας ή γενικής επιστρατεύσεως, τα κατά τόπους λειτουργούντα διαρκή στρατοδικεία είχαν την αρμοδιότητα που απέρρεε από το νόμο ΔΞΘ του 1912 «περί καταστάσεως πολιορκίας» μέχρι που θα συνιστώντο τα προβλεπόμενα από το νόμο αυτόν έκτακτα στρατοδικεία. Έτσι με την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού την 21ην Απριλίου 1967 ορίσθηκε ως ασκών την ποινική δίωξη στο Έκτακτο Στρατοδικείο Ιωαννίνων ο εκ Παξών καταγόμενος συνταγματάρχης διοικητής του 5/42 Συντάγματος Πεζικού, Π., που είχε την έδρα του κάπου κοντά στο σπήλαιο των Ιωαννίνων και οι σχηματιζόμενες από τις αστυνομικές αρχές δικογραφίες υποβάλλονταν στο Σύνταγμα αυτό στο οποίο είχα ορισθεί, προσωρινά, διευθυντής δικαστικού. Επειδή το σύνταγμα αυτό βρισκόταν εκτός πόλεως, οι συλλαμβανόμενοι πολίτες οδηγούνταν από τη χωροφυλακή στο γραφείο μου μαζί με τις δικογραφίες τους. Ενημερωνόταν αμέσως τηλεφωνικά ο συνταγματάρχης και αποφασίζονταν η κράτηση ή μη του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της δίκης. Μέχρι που συστήθηκε το Έκτακτο Στρατοδικείο είχαν περιέλθει στο γραφείο μου 7 ή 8 δικογραφίες για τις οποίες, δεν κρατήθηκε κανένας κι αυτό προς τιμή του συνταγματάρχου που αποδέχονταν τις εισηγήσεις μου ως έχων και τον τελευταίο λόγο για την κράτηση των κατηγορουμένων μέχρις εκδικάσεως των υποθέσεών τους.
    Αξίζει νομίζω να περιγράψω όσες ο χρόνος δεν έσβησε τη μνήμη μου περιπτώσεις κατηγορουμένων που οδηγήθηκαν ενώπιόν μου στο μικρό διάστημα που άσκησα τα παραπάνω καθήκοντά μου.




Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου