Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

69. Οι υποθέσεις που θυμάμαι... Α'


Α. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Ένας Ηπειρώτης που έμενε στην Αθήνα αποφάσισε να κάνει Πάσχα στο χωριό του και για να εφαρμόσει το πατροπαράδοτο έθιμο των πυροβολισμών και των κροτίδων κατά την Ανάσταση, προμηθεύτηκε καμιά τριανταριά βαρελότα, τα οποία ήταν προσαρμοσμένα σε ένα ξύλο μήκους ενός μέτρου περίπου. Τα έβαλε στο πόρτ-μπαγάζ του αυτοκινήτου του και ξεκίνησε για το χωριό του. Χαράζοντας Μεγάλο Σάββατο έφθασε έξω από τα Γιάννενα, κοντά στο κεραμοποιείο του Καμπέρη. Εκεί σκέφθηκε να δοκιμάσει ένα από τα βαρελότα μήπως και δεν εκπυρσοκροτήσουν τη βραδιά της Αναστάσεως και εξευτελισθεί στους συγχωριανούς του που τον περίμεναν σαν πρωτευουσιάνο.
Σταμάτησε λοιπόν στην άκρη του δρόμου, άνοιξε το πόρτ-μπαγάζ, πήρε ένα από αυτά και το εκσφενδόνισε στη διπλανή ρεματιά. Το άτιμο έκανε τόσο μεγάλο κρότο ώστε κινητοποιήθηκε η χωροφυλακή που τον συνέλαβε και τον οδήγησε στο γραφείο μου μαζί με τη δικογραφία και μια αγκαλιά βαρελότα σαν πειστήρια της εγκληματικής του πράξεως. Ρώτησα τον κατηγορούμενο τι τα ήθελε τα βαρελότα και γιατί τα δοκίμασε έξω από την πόλη. Στις εξηγήσεις του θυμήθηκα ότι ο ιερέας πατέρας μου πριν από το «Χριστός Ανέστη» έστελνε τον μεγαλύτερο αδελφό μου από την εκκλησία στο σπίτι με την εντολή να πυροβολεί μόλις άκουγε τον χαρμόσυνο κτύπημα της καμπάνας για την ανάσταση κι’ ο αδελφός μου έβγαζε από την κρυψώνα το όπλο κι’ άρχιζε να πυροβολεί συνέχεια στον αέρα από τον εξώστη του σπιτιού μας με συνέπεια να δέχεται αργότερα τις έντονες παρατηρήσεις του πατέρα μου για υπερβολική κατανάλωση φυσιγγίων.
     Οι εξηγήσεις που μου έδωσε ο κατηγορούμενος Ηπειρώτης με έπεισαν ότι η πράξη του δεν στρέφονταν κατά της «επαναστάσεως» και εισηγήθηκα τηλεφωνικά στο συνταγματάρχη την προσωρινή του απόλυση, που έγινε αποδεκτή κι έτσι ο Ηπειρώτης μας γιόρτασε την Ανάσταση του Χριστού και το Πάσχα χωρίς τα βαρελότα του, αναθεματίζοντας ταυτόχρονα την τύχη του.
Β. Από νωρίς το πρωΐ της 21ης Απριλίου 1967 το ραδιόφωνο μετέδιδε εμβατήρια και ο πολύς κόσμος αναρωτιόταν ποια εθνική εορτή ήταν, ώσπου κατά το μεσημέρι όλοι πληροφορήθηκαν ότι ο Στρατός κατέλαβε την εξουσία. Το πράγμα φαινόταν δικαιολογημένο ύστερα από την κατάντια των πολιτικών κομμάτων που υποδαύλιζαν τα πολιτικά πάθη τα οποία είναι χειρότερα όλων των παθών, γι’ αυτό και η πλειονότητα των Ελλήνων είδαν με συμπάθεια κι’ ανακούφιση την επέμβαση του Στρατού. Ένας κάτοικος της Πυρσόγιαννης-Κονίτσης, κατά το μεσημέρι, πήγε στο καφενείο του χωριού κι’ άρχισε να πίνει τσίπουρο. Αφού ήπιε μερικά και ήρθε στο κέφι έβαλε στο τζουκ-μποξ το δίσκο του Ζέρβα. Μόλις ακούστηκε η στροφή του τραγουδιού «Γρίβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς», αυθόρμητα, μισομεθυσμένος καθώς ήταν, αναφώνησε «τι να με θέλει ο κερατάς:» Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και συνελήφθη για εξύβριση του βασιλιά κι’ ύστερα από τριήμερη κράτηση στο σταθμό Χωροφυλακής προωθήθηκε από την ορεινή Πυρσόγιαννη στο γραφείο μου απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος και γύρισε στο χωριό του αποφασισμένος να μη ξαναπιεί τσίπουρο.


Συνεχίζεται... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου