Θ. Το γραφείο μου στο στρατοδικείο βρισκόταν στο ισόγειο, νεόδμητου κτιρίου και στο παραδίπλα απ’ αυτό ήταν το γραφείο της θρησκευτικής υπηρεσίας της Μεραρχίας με διευθυντή έναν ευτραφή αρχιμανδρίτη. Δεν γνωρίζω με διαταγή τίνος, καταγράφηκαν οι πεσόντες στην Ήπειρο κατά τον Ιταλοελληνικό πόλεμο και τα μεν κόκκαλα των γνωστών τέθηκαν σε ειδικά μεταλλικά κιβωτίδια με το όνομα του καθενός, των δε αγνώστου ταυτότητος, σε μικρά ατομικά πλαστικά σακκουλάκια. Όλα αυτά φυλάσσονταν στο κενοτάφιο της βάσης του αγάλματος «Στρατιώτης της Πίνδου» στο Καλπάκι, ενώ οι πίνακες των γνωστών νεκρών ετηρούντο από τον αρχιμανδρίτη της Μεραρχίας.
Κατέφθασε μια μέρα στον αρχιμανδρίτη μια μεσόκοπη Κρητικιά και ζήτησε να μεταφέρει τα κόκκαλα του στρατιώτη γιου της στην Κρήτη. Ο αρχιμανδρίτης διαπιστώνοντας ότι ο γιος της δεν περιλαμβανόταν στους πίνακες των γνωστών νεκρών, ήρθε ταραγμένος στο γραφείο μου λέγοντας «τι θα κάνω τώρα, τι να της πω;» Του συνέστησα την απλή, ανθρώπινη και εκκλησιαστικώς αποδεκτή λύση, να γράψει σε ένα χαρτάκι το όνομα του στρατιώτη, να το τοποθετήσει σε ένα από τα σακουλάκια με τα κόκαλα αγνώστου και να της το παραδόσει, όπως και έγινε. Η Κρητικιά έφυγε ευχαριστημένη για το νησί της, ο αρχιμανδρίτης όμως για μέρες δεν μπορούσε να χωνέψει την απάτη που από κοινού κάναμε στην Κρητικιά, ώσπου έφυγε κι’ αυτός από το Στρατό κατηγορηθείς ως κίναιδος.
Ι. Για πρώτη φορά νομίζω γιορτάζονταν η μάχη της Κόνιτσας με την οποία ματαιώθηκε η εγκαθίδρυση κυβερνήσεως των κομμουνιστών. Επειδή το πρόγραμμα προέβλεπε επιμνημόσυνη δέηση στο κοιμητήριο της Κόνιτσας, θεώρησα υποχρέωση να παρευρίσκομαι οικογενειακώς σ’ αυτήν, τιμώντας έτσι και τον πατέρα και αδελφό μου που σφαγιάστηκαν από τους κομμουνιστάς το 1944 και το 1947 στον Κριστώνα και Αναβρυτό του νομού Κιλκίς. Μετά τη δέηση και την επίσκεψη των τάφων, όπου ο εμπνευσμένως ιεράρχης Σεβαστιανός εξεφώνησε συγκινητικότατο λογίδριο, επακολούθησε δεξίωση στη στρατιωτική λέσχη. Κάθησα με την οικογένειά μου σε μια γωνιά με ένα κονιάκ στο χέρι. Παρατήρησα σε λίγο ότι οι αξιωματικοί και οι πολίτες, ένας ένας, αποχωρούσαν ώσπου έμεινα μόνος. Την ώρα που σηκώθηκα κι εγώ να φύγω με πλησίασε ένας ταγματάρχης και με προσκάλεσε στο γεύμα που θα επακολουθούσε σε άλλο κτίριο.
Την άρνησή μου για το λόγο ότι δεν είχα λάβει σχετική πρόσκληση, σε αντίθεση με υφισταμένους μου στο στρατοδικείο, έκαμψε η επιμονή του ισοβάθμου μου ταγματάρχη κι έτσι οδηγήθηκα από αυτόν στην αίθουσα του γεύματος. Τα τραπέζια είχαν τοποθετηθεί σε σχήμα χτένας και στην κορυφή της διάταξης κάθονταν οι εξ Αθηνών αφιχθέντες ανώτατοι στρατιωτικοί, ο δήμαρχος, νομίζω και ο Παττακός κ.λπ. Οδηγήθηκα με τη σύζυγό μου σε ένα από τα τραπέζια αυτά, ενώ οι κόρες μου οδηγήθηκαν σε άλλη αίθουσα όπου βρίσκονταν και άλλα παιδιά των συνδαιτυμόνων. Απέναντί μου κάθονταν ένας, εκ Κερκύρας καταγόμενος, ταγματάρχης ονόματι Μον., υπασπιστής κάποιου στρατηγού εξ Αθηνών. Του ταγματάρχου αυτού είχα λάβει παλαιότερα την απολογία για εξύβριση κατωτέρου, εξ αυτού δε, δεν ένοιωθα άνετα. Κατά τη διάρκεια του γεύματος άρχισαν οι προπόσεις των εξ Αθηνών ελθόντων και του Δημάρχου με εκατέρωθεν υποσχέσεις έργων τοπικού ενδιαφέροντος. Σε κάποια στιγμή και σε πρόποση, δεν θυμάμαι τίνος, όλως αυθόρμητα είπα τη λέξη «αμήν». Δεν πέρασε ούτε λεπτό και ήρθε στο τραπέζι ένας ξανθός αντισυνταγματάρχης, ο διοικητής του τοπικού τάγματος πεζικού Τζ. Βεν. και σε έντονο ύφος ρωτούσε επανειλημμένα «ποιος είπε το αμήν». Σηκώθηκα και του είπα «εγώ» οπότε μου είπε «βρίζεις την επανάσταση». Έμεινα άναυδος. Προς τιμήν του επενέβη ο απέναντί μου καθήμενος ταγματάρχης και προσπάθησε να εξηγήσει στον αντισυνταγματάρχη την έννοια της λέξεως «αμήν» κι επειδή αυτός επέμενε στην άποψή του για εξύβριση της «επανάστασης» απεχώρησε απευθύνοντάς μου την απειλή «θα σε κανονίσω εγώ». Πού όρεξη μετά το επεισόδιο αυτό για φαγητό, το οποίο άφησα στη μέση, παρά την επιμονή του ταγματάρχη και έφυγα για τα Γιάννενα, κακίζοντας τον εαυτό μου για τον αυθορμητισμό του και αναμένοντας την εκπλήρωση της απειλής που μου απευθύνθηκε. Και πράγματι υπέβαλε στο Σύνταγμα, ως διοικητής τάγματος, απόρρητη εις βάρος μου καταγγελία ζητώντας την δίωξή μου. Στο Σύνταγμα υπηρετούσε ο φίλος Κερκυραίος αντισυνταγματάρχης Μηλ., που αναπλήρωνε τον απουσιάζοντα διοικητή του συνταγματάρχη Κ., ο οποίος με γνώριζε και έδειχνε ότι με συμπαθούσε λόγω της προϋπηρεσίας μου στις ένοπλες ομάδες του Ζέρβα κατά την κατοχή.
Με ενημέρωσε ο φίλος για την καταγγελία και αρνούμενος να μου χορηγήσει αντίγραφο για να προετοιμάσω την αντίκρουσή της, μου δήλωσε ότι δεν μπορεί να καθυστερήσει την υποβολή της στη Μεραρχία όπως και έκανε. Επόμενο ήταν το επεισόδιο αυτό να γίνει γνωστό μεταξύ των στρατιωτικών μερικοί των οποίων με απέφευγαν, ενώ άλλοι δέχονταν ψυχρά τη συναστροφή μου.
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου