Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

73. Οι υποθέσεις που θυμάμαι... Ε'


     Ο στρατιωτικός ραδιοφωνικός σταθμός Ιωαννίνων στεγάζονταν στο υπόγειο του κτιρίου του Στρατοδικείου κι αυτό είχε σαν συνέπεια να υπάρχει κάποια επαφή μου με το προσωπικό του. Μετά δεκαήμερο περίπου, έρχεται στο γραφείο μου, απρόσκλητος, ο ανθυπασπιστής του σταθμού, υπεύθυνος των εκπομπών και κρατώντας ένα μικρό φορητό μαγνητόφωνο, περιχαρής, μου ανήγγειλε ότι «ακούγεται το αμήν» που εκστόμισα στην Κόνιτσα.
Αφού άκουσα την κασέτα, ενημέρωσα τον προϊστάμενό μου Πρόεδρο του Στρατοδικείου Δημ. Θεμιστοκλή, που είχε ενημερωθεί για το επεισόδιο από τον Μέραρχο Μπρούμα και ζήτησα την παρέμβασή του, σε εύσχημη δε άρνησή του παρουσιάστηκα απρόσκλητος στον Μέραρχο, ο οποίος, αφού άκουσε την κασέτα και το «αμήν», έσυρε το συρτάρι, έβγαλε και ξέσχισε την καταγγελία του ξανθού αντισυνταγματάρχη. Αργότερα έμαθα ότι ο τελευταίος αυτός είχε υπηρετήσει στον ΕΛΑΣ κατά την κατοχή μετά την οποία επανήλθε στις τάξεις του στρατού ως «παρασυρθείς» από τα καλέσματά του. Τον επόμενο χρόνο βρεθήκαμε μαζί στο θέρετρο των αξιωματικών στην Ηγουμενίτσα, όπου είχε το θράσος να με καλέσει σε δείπνο με κακαβιά την οποία αρνήθηκα με μια πρόφαση που δεν θυμάμαι. Πως μπορεί κανείς να μη ξεράσει μπροστά σε τέτοια συμπεριφορά; Και το σπουδαίο ο Τζ. στη συνέχεια προήχθη διαδοχικά σε υποστράτηγο και ανέλαβε αρχηγός του Δ΄κλάδου του Γ.Ε.Σ.
ΙΑ. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1967 εκδηλώθηκε το κίνημα του βασιλιά. Έτσι ο στρατός στα Γιάννενα τέθηκε σε επιφυλακή από την οποία δεν εξαιρέθηκαν και οι αξιωματικοί του στρατοδικείου που κλεισμένοι στα γραφεία τους έπαιζαν τάβλι, ακούοντας και ραδιόφωνο από το οποίο μεταδίδονταν οι κινήσεις του βασιλιά, εκπρόσωπος του οποίου κάπου κάπου καλούσε τους αξιωματικούς να προσχωρήσουν στο κίνημα του. 

Ήταν φανερό ότι το κάλεσμα του βασιλιά γίνονταν από μάλλον κινητό κέντρο εκπομπής. Κάποια στιγμή ανέβηκα στο γραφείο του προέδρου Πλ. Εμμ. και υπενθυμίζοντάς του τον όρκο που είχαμε δώσει στο βασιλιά, του πρότεινα να φύγομε για τη Λάρισα με το φόλξ-βάγκεν που πρόσφατα είχα αγοράσει από τον ΟΔΙΣΥ. Με απέτρεψε με το επιχείρημα πού θα αφήσω την οικογένειά μου και το βέβαιο της συλλήψεώς μου στο Δρίσκο ή στο Βοτονόσι. Πού να φανταστώ ότι ο άθλιος και γλοιώδης αυτός άνθρωπος που τόσες φορές είχαμε συμφάγει, θα κοινολογούσε την πρότασή μου στη Μεραρχία. Αυτός ο άθρωπος με την όμοια του γυμνοσάλιαγκου συμπεριφορά, έφτασε, υποστηριζόμενος από συμπατριώτη του υπουργό της ΝΔ, τότε ΕΡΕ Στεφανάκη, να αναρριχηθεί σε αρχηγό της στρατιωτικής δικαιοσύνης όπου η θλιβερή ανάμνηση του προσώπου του είναι και σήμερα έντονη και από αυτούς που δεν τον έζησαν ως όντες πολύ νεώτεροι και του γράφοντος. Ο ρυπαρός αυτός τύπος, ο λάθρα βιώσας, καθ’ όλην την σταδιοδρομία του στο στρατό, οσφυοκάμπτης εις το έπακρον, λησμόνησε τις προς αυτόν υπηρεσιακές και μη εκδουλεύσεις μου, την δαπάναις μου φιλοξενία του μόσχου υιού του στα θέρετρα των αξιωματικών στην Ηγουμενίτσα, τα τραπεζώματα της γυναίκας μου στο σπίτι μας στα Γιάννενα, την εκ μέρους μου, δια το αγράμματον αυτού, επεξεργασία των δικογραφιών του Γραφείου Δικαστικού της Μεραρχίας του οποίου ήταν προϊστάμενος και στις συγγραφείσες από αυτόν για μένα διαδοχικές σημειώσεις, με χαρακτήρισε εγωϊστή, έχοντα ανάγκην επιβλέψεως και συνεχούς παρακολουθήσεως υπό της προϊσταμένης μου αρχής, φιλοκατήγορον και επιπόλαιον, επικίνδυνο στην ανάθεση ευρυτέρων δκαστικών καθηκόντων και σαν επωδό ότι δεν επιθυμεί να με έχει ως επιτελή. 
Σήμερα, που έλαβα γνώσιν των εγγραφών του αυτών, τον αναζήτησα για να του τις τρίψω στη μούρη του, πλην όμως έμαθα ότι απεδήμησεν εις Κύριον. Όλοι στη στρατιωτική δικαιοσύνη ήξεραν τον γλοιώδη χαρακτήρα του και έχοντας συναίσθηση αυτού, ποτέ του δεν τόλμησε να επισκεφθεί, μετά την αποστρατεία του, το Στρατοδικείο ή το Αναθεωρητικό Δικαστήριο.

ΙΒ. Το καθεστώς της 21ης Απριλίου που επικράτησε, θέλοντας να αποδείξει τη δημοκρατικότητά του προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη μελών συμβουλευτικής επιτροπής και το θέμα της εκλογής αυτής συνεζητείτο παντού. Την 6ην Δεκεμβρίου, νομίζω του 1969, δεχόμουν επισκέψεις στο διαμέρισμά μου για την ονομαστική μου εορτή. Η συγχωρεμένη σύζυγός μου είχε ετοιμάσει διάφορα εδέσματα. Δέχθηκα την επίσκεψη συναδέλφων και κάποιας οδοντιάτρου με τον σύζυγό της δημοσιογράφο κι’ εκδότη της τοπικής εφημερίδος «Πατρίς». Πίνοντας το κρασί, η συζήτηση περιεστράφη για τις επικείμενες εκλογές και υποψηφιότητες για τη Συμβουλευτική επιτροπή. Σε κάποια στιγμή είπα ότι θα έπρεπε να είναι υποψήφιος και κάποιος Γιαννιώτης πολιτικός μηχανικός, ο Καλ. Νικ. που είχε σπουδάσει με υποτροφία του Ιδρύματος Τοσίτσα στο Ε.Μ.Π. Θα μπορούσε να επιμεληθεί τον ευπρεπισμό της πόλης και ιδιαίτερα της νησίδας με τα στενά κι’ ακαλαίσθητα δρομάκια που βρίσκεται στη λίμνη. 
Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου και κτύπησε το κουδούνι της πόρτας να δεχθώ κάποια επίσκεψη. Η συζήτηση, με τον ερχομό του νέου επισκέπτη, άλλαξε θέμα και η βραδιά κύλησε σε κλίμα ευωχίας. Την επομένη κλήθηκα από τον προϊστάμενό μου, Δημ.Θεμιστ. ο οποίος με ερώτησε τι διημήφθει στο σπίτι μου το προηγούμενο βράδυ εις βάρος της «επαναστάσεως». Στην επιμονή μου να μου αποκαλύψει τον πληροφοριοδότη του μου αποκάλυψε ότι κλήθηκε από τον Μέραρχο που του εγχείρησε ένα ενυπόγραφο σημείωμα που έγραφε ότι κατά την εορτή μου στο σπίτι μου καταφέρθηκα κατά της «επανάστασης» και του ανέθετε την εξακρίβωση της πληροφορίας. Όταν του εξήγησα τι είχε συμβεί με κάποια πικρία μου αποκάλυψε ότι ρωτήθηκε από τον Μέραρχο αν είμαι κρυφοκομμουνιστής. Σε επιμονή μου, μου επέδειξε το σημείωμα του πληροφοριοδότη που ήταν ο σύζυγος της οδοντιάτρου εκδότη της εφημερίδος «Πατρίς», λέγοντάς μου ότι «ήρθε στο σπίτι σου, έφαγε και φεύγοντας έχεσε έξω από την πόρτα σου». Το θέμα έκλεισε με απόφαση του ακεραίου χαρακτήρος μεράρχου Μπρούμα.

ΙΓ. Στις εκλογές που διεξήχθησαν για τη συμβουλευτική, ήρθε στα Γιάννενα και μια έγγαμη δικηγόρος από το Βόλο σαν δικαστικός αντιπρόσωπος κάποιου εκλογικού τμήματος της πόλης. Κάποιος Γιαννιώτης δημοσιογράφος της κακιάς ώρας, ονόματι Ρ. Αριστοτέλης, ωραίος όμως άνδρας, την διπλάρωσε και συνευρίσκετο μαζί της για όσο χρόνο έμεινε αυτή στα Γιάννενα. Μετά ένα ή δύο μήνες, ο άθλιος δημοσιογράφος πήγε με ταξί στο Βόλο και ζήτησε από τη δικηγόρο χρήματα με την απειλή να αποκαλύψει στο σύζυγό της, επίσης δικηγόρο, τις συνευρέσεις του μαζί της κι επειδή αυτή δεν ενέδωσε και ο σύζυγός της απουσίαζε από το Βόλο, επέστρεψε στα Γιάννενα με το ίδιο ταξί στον οδηγό του οποίου υπεσχέθη να καταβάλει την αμοιβή μέσα σέ τρεις ημέρες και σαν εγγύηση εκπλήρωσης της υποσχέσεώς του παρέδωσε σ’ αυτόν το απολυτήριό του από το στρατό. 
 Η παράδοση αυτού από τον κάτοχο σε μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο σαν απόρρητο στρατιωτικό έγγραφο που περιείχε μυστικές πληροφορίες στρατιωτικής φύσεως αποτελούσε ποινικό αδίκημα που προβλέπονταν από τον ΑΝ 375/36 περί κατασκοπείας και ο διαπράξας αυτό ιδιώτης υπάγονταν στη δικαιοδοσία του διαρκούς στρατοδικείου. Αφού πέρασαν οι τρεις μέρες και δεν πληρώθηκε ο οδηγός του ταξί, παρέδωσε το απολυτήριο στο Αστυνομικό Τμήμα. Έτσι ασκήθηκε κατά του δημοσιογράφου ποινική δίωξη για κατασκοπεία και άρχισα τις ανακρίσεις κατ’ αυτού. Όντας ενημερωμένος από Βολιώτες συναδέλφους για την άθλια συμπεριφορά του δημοσιογράφου στη συμπολίτιδά των και το δράμα της οικογενείας της που θα ακολουθούσε την αποκάλυψη στο σύζυγό της των σχέσεών του με αυτήν, μόλις απολογήθηκε ο κατηγορούμενος ομοφωνία ανακριτού και βασιλικού επιτρόπου προφυλακίστηκε στις πολιτικές φυλακές Ιωαννίνων και απαγορεύτηκε η οποιαδήποτε επικοινωνία του με τρίτους, μέτρο που εδικαιολογείτο απόλυτα από το χαρακτήρα της πράξεώς του. 
Ευθύς κινήθηκε ο μηχανισμός της «επανάστασης» με προεξάρχοντα τον νεοτοποθετηθέντα γλοιώδη συνάδελφό μου Μ. Κωνσταντίνο, που στόχο είχε την οπωσδήποτε διαδοχή μου, ωσάν να μη του έφταναν τα πρόσθετα καθήκοντά του λογοκριτού του τοπικού τύπου και η πέραν της στρατιωτικής δεοντολογίας παροχή νομικών του συμβουλών στις μυστικές υπηρεσίες της Μεραρχίας, παρά την ύπαρξη υπευθύνου διευθυντού δικαστικού και παρήγγειλαν την αποφυλάκισή του που συντελέστηκε με απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Στη δίκη που επακολούθησε ο κατηγορούμενος αθωώθηκε με ψήφους 4 έναντι 1. Τόλμησα και ρώτησα ένα των στρατοδικών πως δεν ντράπηκαν να τον αθωώσουν κι’ αυτός, με κάποια δόση ενοχής, μου αποκάλυψε ότι ήταν «εθνικόφρων» και σαν τέτοιος με ένα δεκαχίλιαρο τη νύχτα της 21ης Απριλίου του 1967 μπήκε στα γραφεία του τοπικού ΚΚΕ και τα έκανε λίμπα. Αρκέστηκα να του πω ότι κι εγώ αν του δώσω ισόποσο χρημάτων μπορεί να ανατινάξει ολόκληρη τη Μεραρχία.

Μόλις αθωώθηκε ο δημοσιογράφος, με υπόδειξη του συναδέλφου μου λογοκριτού του τοπικού τύπου Μ. Κων., υπέβαλε στην υπηρεσία πληροφοριών της Μεραρχίας έγγραφη εναντίον μου καταγγελία αγνώστου μου περιεχομένου, επί της οποίας και διετάχθη η διενέργεια ενόρκου διοικητικής εξετάσεως (ΕΔΕ) η οποία ανατέθηκε σε ένα αντισυνταγματάρχη του τεχνικού σώματος που, δυστυχώς για μένα, στερούνταν των χαρακτηριστικών της ιδιότητος ανδρός και ηθικών ευαισθησιών. Έτσι αποδέχθηκε σαν αλήθειες τις αίολες αιτιάσεις του δημοσιογράφου και πρότεινε τη δίωξή μου. Επειδή σαν δικαστικός αξιωματικός η Μεραρχία δεν είχε πειθαρχική σε μένα δικαιοδοσία αφού το «παράπτωμα» μου αναφερόταν στα καθαρώς δικαστικά μου καθήκοντα, η όλη δικογραφία υπεβλήθη στη διεύθυνση δικαστικού του Γενικού Επιτελείου Στρατού η οποία και χωρίς να λάβει την απολογία μου για το υποτιθέμενο «παράπτωμα», προώθησε και υπεγράφη διάταγμα με το οποίο τέθηκα σε τετράμηνη αργία δια προσκαίρου παύσεως. 
Η Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη.




 Την ποινή μου την πληροφορήθηκα από την εφημερίδα «Βήμα», όπως όλοι οι Γιαννιώτες, που ενώ μέχρι τότε μου απένειμαν τον χαιρετισμό τους και από το απέναντι πεζοδρόμιο, τώρα άλλαζαν δρόμο και προκλητικά με απέφευγαν ωσάν να ήμουν χολερόπληκτος. Η επί τετράμηνον έκτιση της ποινής στα Γιάννενα ήταν μαρτυρική, όχι τόσο από το είδος αυτής και τις υπηρεσιακές και κοινωνικές συνέπειές της, όσο από τις νυκτερινές ανώνυμες τηλεφωνικές απειλές της ζωής εμού και της οικογενείας μου για τις οποίες διαμαρτυρήθηκα εγγράφως στην υπηρεσία με αποτέλεσμα να τιμωρηθώ με 30 μέρες κράτηση από τον μετέπειτα αυτοκτονήσαντα στις φυλακές Κορυδαλού Αρχηγού Γ.Ε.Ε.Θ.Α. Αγγελή. 
 Σκέψη παραιτήσεώς μου προσέκρουε σε πείσμονα αντίδραση της αείμνηστης συζύγου μου, με το επιχείρημα ότι τα ίδια θα αντιμετώπιζα προβλήματα και ως ιδιώτης, ενώ δεν διαφαίνονταν στον ορίζοντα ικανοποητική άσκηση δικηγορίας μου. Είχα ένα καλό φίλο στο χωριό Βασιλικό Κονίτσης (το χωριό του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα), ονόματι Τάσο Σ., κρεοπώλη το επάγγελμα, πολεμιστή στην Αλβανία και παλικάρι. Μόλις έμαθε την καταστατική μου ποινή από την υπόθεση Ρ., κατέβηκε στα Γιάννενα και ζήτησε να συναντηθούμε σε κάποιο απόμερο εστιατόριο. Επέμενε να ενημερωθεί για τις λεπτομέρειες του όλου θέματος και τις επιπτώσεις του στην παραπέρα σταδιοδρομία μου. Με άκουσε με προσοχή και μου δήλωσε απερίφραστα ότι «σε μια εβδομάδα θα τον καθαρίσω να ξεβρωμίσει η πόλη». Φαίνεται ότι τον ήξερε καλά, πως πίσω από κάθε ατιμία βρίσκονταν αυτός. Κι’ άρχισε να μου αναπτύσσει το πράγματι καταπληκτικό του σχέδιο. Θάβρισκε τον τρόπο να τον καλέσει για φαγητό στην εξοχή με αρνί στη σούβλα, κάπου στη «βρύση του πασά», μεταξύ Ιωαννίνων και Καλπακίου κι’ εκεί θα τον έσφαζε σαν κατσίκι. Το σχέδιο θύμιζε τουρκοκρατία και Βούλγαρους κομιτατζήδες. Τρόμαξα να τον πείσω ότι η εξαφάνισή του θα αποδίδονταν οπωσδήποτε σε μένα με όλες τις εντεύθεν επιπτώσεις στην οικογένειά μου. 

 Τον παρακάλεσα μόνο να του πάω κάποια νύχτα μια κοντόκανη καραμπίνα οδομαχιών με 5.000 φυσίγγια και κάτι χειροβομβίδες μιλς που είχα αγοράσει στην Κορέα το 1953 από κάποιον αμερικανό αξιωματικό αντί δύο κιβωτίων μπύρας και μιας φιάλης κονιάκ Μεταξά. Υποψιαζόμουν ότι οι «εθνικόφρονες» του 2ου Γραφείου, με την καθοδήγηση και του λογοκριτού συναδέλφου μου, θα σοφίζονταν κάποια αναπάντεχη κατ’ οίκον έρευνα και τότε η καταδίκη μου για οπλοκατοχή θα ήταν βεβαία. Έτσι το επόμενο βράδυ, περί τα μεσάνυχτα, του τα πήγα στο σπίτι του στο Βασιλικό, οδηγώντας το κατσαριδάκι μου εν στολή. 
Μετά τη λήξη της καταστατικής ποινής μου μετατέθηκα δυσμενώς το 1970 στο στρατοδικείο Αθηνών όπου και άσκησα μειωτικά του βαθμού μου καθήκοντα μέχρι που κηρύχθηκε η γενική επιστράτευση του Ιουλίου 1974. Με την επιστροφή μου από αυτήν τοποθετήθηκα στην Κοζάνη και χρυσώνοντάς μου το χάπι με όρισαν Πρόεδρο του Στρατοδικείου και διευθυντή δικαστικού στο Β΄Σ.Σ. Δεν πέρασε πολύς καιρός και διετάχθην να πάω στα Γιάννενα για να προεδρεύσω στο εκεί Στρατοδικείο, λόγω βαθμού κατηγορουμένου τον οποίο δεν μπορούσε να δικάσει ο πρόεδρός του. Ήταν μια ευκαιρία να περάσω από το Βασιλικό για να ιδώ το φίλο μου. Έφθασα τα μεσάνυχτα και μπήκα στο μοναδικό φωτιζόμενο καφενείο όπου 3-4 υπερήλικες κάθονταν γύρω από τη θερμάστρα. Προσφέρθηκαν οι αγνοί αυτοί Ηπειρώτες να με κεράσουν κονιάκ για να ζεσταθώ γιατί ήταν χειμώνας. Στην άρνησή μου, ελλείψει χρόνου, ζήτησα να μου υποδείξουν το σπίτι του φίλου μου που μέσα στη νύχτα δεν θα μπορούσα να το βρω μόνος μου. Περίλυποι μ’ απάντησαν πως την περασμένη βδομάδα τον κήδεψαν. Ο χρόνος και οι συνθήκες δεν μου επέτρεψαν να επισκεφθώ έστω τον τάφο του. Το 1999 άνοιξε ένα κρεοπωλείο πολυτελείας στη γειτονιά μου στο Χαλάνδρι, το οποίο και επισκέφθηκα. Ρώτησα τον ιδιοκτήτη από πού είναι τα κρέατα κι από τη συζήτηση προέκυψε ότι ο Βικέντιος είναι παιδί του αδελφού του φίλου μου Τάσου Σ. 
Πόσο μικρός είναι αλήθεια ο κόσμος!


Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου