Η επί τρία συνεχή χρόνια υπηρεσία μου στην ΑΣΔΕΝ με είχε κουράσει και ανέφερα στο Β. αν θα είχε αντίρρηση για τη μετάθεσή μου στο Στρατοδικείο. Μου απάντησε αρνητικά ρωτώντας με συγχρόνως εάν θα μπορεί να με χρησιμοποιεί κάπου-κάπου και με τη θετική μου απάντηση έκλεισε η συζήτηση. Έτσι μετατέθηκα στο Στρατοδικείο Αθηνών ως Βασιλικός Επίτροπος. Ήταν το μεγάλο μου σφάλμα.
Σαν Βασιλ.Επίτροπος είχα τέσσερις βοηθούς σαν αντεπιτρόπους στους οποίους και χρέωνα τον κατά την κρίση μου αριθμό και σοβαρότητα δικογραφιών, κρατώντας και για μένα τις σοβαρότερες. Το ίδιο έκανα και για τη συμμετοχή μας στην έδρα, κατά τις δικάσιμους που όριζα. Επόπτευα επίσης και τέσσερα ανακριτικά γραφεία.
Παρατήρησα ότι στα χέρια των αντεπιτρόπων και των ανακριτών βρίσκονταν αρκετές δικογραφίες που ο χρόνος εκκρεμότητος, λόγω της φύσης τους, δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί. Κάλεσα λοιπόν όλους αυτούς, οκτώ δικαστικούς συμβούλους στο γραφείο μου και τους απάλλαξα από την καθημερινή τους παρουσία στο γραφείο, επεσήμανα όμως ότι δεν θα ανεχθώ απουσία ή καθυστέρηση προσέλευσης στα γραφεία τους κατά τις ορισμένες εκ των προτέρων ημέρες που, οι μεν αντεπίτροποι θα συμμετείχαν στην έδρα για εκδίκαση υποθέσεων, οι δε εισηγητές-ανακριτές κατά τις ημέρες κλητεύσεως προς ανάκριση μαρτύρων και κατηγορουμένων. Το σύστημα αυτό εφαρμόζονταν στα πολιτικά δικαστήρια που εκδίκαζαν εκατονταπλάσιες ή και περισσότερες από εμάς δικογραφίες και απέδιδε. Έτσι το εισήγαγα και εγώ στο Στρατοδικείο, προς μεγάλη ικανοποίηση των δικαστικών συμβούλων, όπου και ίσχυσε μέχρι που έφυγα από αυτό.
Πρόεδρος στο Στρατοδικείο ήταν ο εκ της Χωροφυλακής προερχόμενος συνταγματάρχης Σπυρίδων Κ., τον οποίο γνώριζα από τον καιρό εισόδου του στο σώμα και ήρθε στην Κοζάνη σαν Εισηγητής - Ανακριτής με το Δημ. Θεμ. μαζί κι εγώ ήμουν ακόμα γραμματέας. Έτυχε λοιπόν να υποστεί κάποια εγχείριση ο Πρόεδρος και κατά τον στρατιωτικό κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ως ανώτερος κατά βαθμόν έπρεπε να τον αναπληρώ εγώ στη διοίκηση του Στρατιωτικού Καταστήματος, στην κατηγορία των οποίων υπάγονταν και το Στρατοδικείο. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες της αναλήψεως και των καθηκόντων μου αυτών, έρχονταν κατά τις 10 η ώρα το πρωΐ διαδοχικά δύο-τρεις ιδιωτικοί υπάλληλοι και μου ζητούσαν την άδεια να απουσιάσουν για μια ώρα προς διεκπεραίωση κάποιας υπόθεσής τους στην Αθήνα. Αυτό σήμαινε μια ώρα για να ανεβούν με λεωφορείο από το Ρουφ στην Αθήνα, μια ώρα να τελειώσουν την υποτιθέμενη δουλειά τους και μια ώρα να επιστρέψουν, δηλαδή απουσία τριών τουλάχιστον ωρών και συνήθως σε μία ώρα δεν τελείωνε η "δουλειά" τους, οπότε 10 η ώρα που έφευγαν και 3 ώρες που απουσίαζαν, έφτανε η ώρα 1 το μεσημέρι και στις 2 σχολούσαμε. Την ίδια περίπου τακτική ακολουθούσε και το στρατιωτικό γραμματειακό προσωπικό. Ήταν δηλαδή καθαρή κοροϊδία και εμπαιγμός της στρατιωτικής υπηρεσίας την οποία εκπροσωπούσα. Επειδή όμως δεν μπορούσα να αγνοήσω και τις ατομικές ανάγκες του καθενός, σε συγκέντρωσή τους ανακοίνωσα το τέλος της τακτικής αυτής και παράγγειλα στο γραμματέα του στρατοδικείου να κάνει έναν προγραμματισμό ώστε κάθε δέκα ημέρες δύο υπάλληλοι να μην έρχονται στο γραφείο για να τελειώνουν με άνεση τις δουλειές τους στην Αθήνα. Μόλις άρχισε να εφαρμόζεται το σύστημα που από τους περισσότερους επικροτήθηκε, βρέθηκαν δύο χαμερπή υποκείμενα που κατάγγειλαν την απόφασή μου αυτή στον πρόεδρο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου που στεγάζονταν στον πρώτο όροφο του ίδιου κτιρίου. Νομίζω ότι ήταν πρόεδρος ο Φρ. που προερχόταν από το δικαστικό της Αεροπορίας όπου τα πράγματα ήταν πολύ χαλαρότερα. Με φώναξε λοιπόν στο γραφείο του και με παρατήρησε πως παρανομώ απαλλάσσοντας από την υπηρεσία υπαλλήλους. Όταν του εξήγησα τους λόγους που καθιέρωσα το μέτρο αυτό, ηρέμησε και μου είπε ότι οι ευθύνες μου υπάρχουν και δηλώνοντας ότι τις αναλαμβάνω έφυγα από το γραφείο του χωρίς να ανακαλέσω την απόφασή μου, όχι για εγωϊστικούς λόγους αλλά διότι πίστευα ότι οποιαδήποτε, ανώτερη του Στρατοδικείου, στρατιωτική αρχή με εγκαλούσε γι αυτό και άκουγε τους λόγους που με ανάγκασαν να καθιερώσω το μέτρο τούτο, θα με δικαιολογούσε απόλυτα.
Όταν αρραβωνιάστηκε η Λένα, με παρακάλεσε να βγάλω γι' αυτήν και τον αρραβωνιαστικό της άδεια για να πηγαίνουν τα Σαββατοκύριακα στον ΟΠΑΠ και να κάνουν διαλογές των δελτίων ΠΡΟ-ΠΟ με αμοιβή κατά δελτίο διαλογής. Πέρασα το επόμενο πρωΐ από τον ΟΠΑΠ που ήταν τότε στην οδό Πειραιώς και μου είπαν ότι αρμόδιος ήταν ο υφυπουργός Αθλητισμού Αχιλλέας Καραμανλής που το γραφείο του βρισκόταν στο δεύτερο όροφο της Βουλής. Επειδή δεν είχα χρόνο, άφησα το θέμα για το άλλο πρωΐ κι αντί να κατέβω στο γραφείο από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, πέρασα από τη Βουλή. Ανέβηκα στο γραφείο του κι η γραμματέας του με ρώτησε αν έχω ραντεβού, αν είμαι από τη Θεσσαλονίκη και αν τον ξέρω, σε αρνητική μου δε απάντηση μου δήλωσε ότι δεν μπορώ να τον δω. Σε επιμονή μου, μπήκε στο γραφείο του και του ανάγγειλε την επιμονή μου. Βγαίνοντας η γραμματέας του μπήκα μέσα και πριν καλά καλά κλείσω την πόρτα, σηκώθηκε από την καρέκλα του και σε έντονο τόνο της φωνής του, πριν ακόμα προλάβω να του πω το αίτημά μου, μου απηύθυνε τη φράση "πάνε αυτά που ξέρατε συνταγματάρχα" και πριν να συνεχίσει έντονα του απάντησα "σε λάθος αξιωματικό απευθύνεστε κ.υπουργέ" οπότε μου είπε να περιμένω έξω πράγμα που έκανα βράζοντας από μέσα μου. Πέρασε από τη σκέψη μου να φύγω, όμως έκανα υπομονή, διότι ήθελα οπωσδήποτε τις άδειες αυτές και επί πλέον δεν ήξερα σε ποιον άλλον να απευθυνθώ. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ζήτησε να με δει. Είδα έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο που χωρίς ντροπή μου πρότεινε να καθίσω και τι καφέ να μου προσφέρει. Αρνήθηκα και τα δύο με το αιτιολογικό ότι δεν έχω χρόνο, οπότε ζήτησε να πληροφορηθεί το αίτημά μου για το οποίο είπε να αφήσω τα στοιχεία στη γραμματέα του, συνοδεύοντάς με δε στην έξοδο, έφυγα εκπληρώνοντας την υπόδειξή του.
Κατεβαίνοντας τις σκάλες πέρασα από το γραφείο του Ισαάκ Λαυρεντίδη που βρίσκονταν στο ισόγειο και ήταν αντιπρόεδρος της Βουλής για μια καλημέρα. Με κάλεσε, όπως πάντα, για καφέ τον οποίο παράγγειλε χωρίς να περιμένει απάντησή μου, μέχρι να έρθει δε αυτός με ρώτησε "πως από εδώ;" Του εξιστόρησα το όλο θέμα. " Έχεις τα στοιχεία;" και σε θετική μου απάντηση πήρε κάποιον τηλέφωνο, του έδωσε τα στοιχεία και πριν τελειώσω τον καφέ μου ήρθαν οι άδειες. Την ώρα που σηκώθηκα να φύγω μπήκε στο γραφείο ένας ιδιώτης στη θέα του οποίου του είπε ο Λαυρεντίδης "είσαι τυχερός, ο κ.συνταγματάρχης θα σου τελειώσει τη δουλειά". Αναγκάστηκα να ρωτήσω περί τίνος πρόκειται. Το αίτημα του ιδιώτη ήταν να μετατεθεί ο γιος του κάπου στις Σέρρες. Λόγω της επί σειρά ετών υπηρεσίας μου στην ΑΣΔΕΝ είχα συναδέλφους φίλους στο ΓΕΣ τους οποίους και τηλεφώνησα και το θέμα του ιδιώτη λύθηκε κι έφυγε ευχαριστημένος.
Επειδή ο ιδιώτης δεν ήταν Πόντιος αλλά γηγενής κάποιου χωριού των Σερρών που μπορεί να βοήθησε αυτός ή ο πατέρας του τους Βουλγάρους, ρώτησα τον Λαυρεντίδη γιατί τον εξυπηρέτησε και πήρα την απάντηση: "ατοίν εβγάλνεμε βουλευτήν". Ελεεινολογώντας τους Ποντίους των Σερρών έφυγα για το γραφείο μου.
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου