Κεφάλαιο Δεύτερο - Ο Μακεδονικός αγώνας αρχίζει
Επειδή ο υποπλοίαρχος Κακουλίδης γνώριζε άριστα τη ρωσική γλώσσα, λόγω της εκπαίδευσής του για πέντε χρόνια στο ρωσικό πολεμικό ναυτικό και επειδή η ρωσική γλώσσα συγγενεύει με τη βουλγαρική, στάλθηκε αμέσως (Μάρτιος 1904) από τον Κορομηλά να περιοδεύσει πρώτα στις πόλεις και τα χωριά της Ανατολικής Ρωμυλίας (Στενήμαχο, Φιλιππούπολη κ.λπ.) και ύστερα του Βιλαετιού Αδριανούπολης που ήταν περιοχές από τις πλέον επηρεασμένες από τη βουλγαρική τρομοκρατία, να καταρτίσει καταλόγους των Ελλήνων πατριωτών και να επιλέξει τους μελλοντικούς συνεργάτες.
Την αποστολή του αυτή εξετέλεσε σαν αντιπρόσωπος των εργοστασίων υφασμάτων Ρετσίνα με το ψευδώνυμο "Κωνσταντίνος Σταυρόπουλος" και σαν ζωέμπορος "Χριστίδης", χωρίς βέβαια εμπειρία στις ιδιότητες των υφασμάτων που δειγμάτιζε και στην καταλληλότητα των αγοραζόμενων προς σφαγήν ζώων. Η απειρία του αυτή δυσχέραινε, παρά τη μαεστρία του, την αποστολή του με κίνδυνο να προδοθεί.
Οι τουρκικές αρχές έδιναν πάντα σε εμπόρους για συνοδούς έναν ή δύο χωροφύλακες, όσες φορές το ζητούσε το Προξενείο. Έτσι έδωσαν και στον Κακουλίδη δύο, έναν Χριστιανό κι έναν Τούρκο. Στο χωριό "Σαμάκοβο" (;) ήταν η έδρα μεραρχίας του τουρκικού στρατού. Η περιέργεια και η ακριτομύθια των Ελλήνων για την περιοδεία του έγιναν αιτία να τον καλέσει για εξέταση ο Τούρκος πασάς, στον οποίο παρουσιάστηκε αμέσως ντυμένος φτωχικά και με μεγάλο σεβασμό. Τον ρώτησε αμέσως με ειρωνεία τι δουλειά έχει εκεί. Τις εξηγήσεις του Κακουλίδη ακολούθησε μακρά σιωπή και σκεπτικισμός του πασά.
Ο Κακουλίδης, για να τον διαθέσει ευνοϊκά για τις εξηγήσεις που έδωσε, του είπε ότι μοιάζει του πατέρα του. Και πράγματι του έμοιαζε, μόνο που αυτός δεν είχε γενειάδα. Επειδή ο συνοδός του τουρκομαθής Έλληνας αρνιόταν να μεταφράσει την φράση του αυτή, ο πασάς τον ρώτησε: "Τί λέγει; Τί λέγει;" Έτσι ο συνοδός αναγκάστηκε να του πει κι ο πασάς χαμογέλασε.
Το χαμόγελό του αυτό έδωσε θάρρος στον Κακουλίδη να του πει ότι δεν πρέπει να έχει κανένα φόβο, αφού παίρνει μαζί του κατά τις περιοδείες του και χωροφ΄λακες και σε παρακλητικό τόνο πρόσθεσε ότι δε θα θελήσει να αδικήσει έναν φτωχό άνθρωπο και να τον εμποδίσει να βγάλει το ψωμί του. Ο πασάς πείσθηκε στα λεγόμενά του και επηρεασμένος και από την κακομοιριά του τον άφησε να φύγει δίνοντάς του και την άδεια να συνεχίσει την περιοδεία του, ταυτόχρονα όμως παρήγγειλε στις διοικητικές και αστυνομικές αρχές να προσέχουν γιατί "έρχεται ένας ύποπτος". Στο αμέσως επόμενο χωριό της περιοδείας του, χτύπησε αυθόρμητα την πόρτα του Καϊμακάμη* για να δηλώσει το σκοπό της περιοδείας του. "Ξέρω, ξέρω", τον διέκοψε ο Καϊμακάμης, "μπορείς να πηγαίνεις" του είπε και έκλεισε την πόρτα, τηλεγράφησε όμως κι αυτός ότι ο "ύποπτος πέρασε". Αργότερα έμαθε από τον χριστιανό χωροφύλακα ότι ο συνάδελφός του Τούρκος του έκανε πρόταση να τον δολοφονήσουν λέγοντάς του ότι "αυτός ο τσορμπατζής θα έχει λεφτά μαζί του".
Παρά τις όποιες δυσκολίες "οι παραγγελίες ήσαν ισχνές, μα η συγκομιδή πλουσία", διότι με το πρόσχημα του εμπορικού σκοπού της περιοδείας του δημιουργούσε γνωριμίες με διάφορους προύχοντες και εμπόρους, εμψύχωνε το πνεύμα πατριωτισμού των συνομιλητών του και συνέλεγε με συνωμοτικό τρόπο πληροφορίες. Με τον τρόπο αυτό περιόδευσε σε είκοσι πόλεις και κωμοπόλεις.
Κατά την επιστροφή του περί το τέλος Ιουνίου 1904, ερευνήθηκαν οι αποσκευές του από τους Τούρκους και βρέθηκε σ' αυτές ο χάρτης της περιοχής με συνέπεια να συλληφθεί και να κρατηθεί στο Αστυνομικό Τμήμα Αδριανούπολης. Με την παρέμβαση όμως του εκεί Έλληνα προξένου αφέθηκε ελεύθερος και του επιστράφηκε ο χάρτης. Με την επιστροφή του συνέταξε και υπέβαλε την έκθεσή του, με την οποία υποστήριξε την επιτακτική ανάγκη για ένοπλη δράση.
Την ίδια εποχή τοποθετείται ως βοηθός του Κορομηλά, με το ψευδώνυμο "Μιχάλης Αριστείδου" και φορώντας φέσι, παλιά μπαλωμένα ρούχα, ξεσχισμένο πουκάμισο χωρίς γραβάτα και ταλαιπωρημένα παπούτσια επιδίδεται, με διάφορα ψευδώνυμα κι επαγγέλματα, στην οργάνωση του αγώνα. Ενός αγώνα που απαιτούσε διαρκή εγρήγορση, αποφασιστικότητα, τόλμη, εφευρετικότητα και ανδρεία. Όλα αυτά για στρατολόγηση επιλεγμένων μαχητών από εντόπιους Έλληνες, συγκρότηση και στελέχωση ανταρτικών σωμάτων, εξασφάλιση οπλισμού, πυρομαχικών και αποθηκών τροφοδοσίας, εξεύρεση ασφαλών καταλυμάτων και οργάνωση δικτύου πληροφοριών και αλληλογραφίας.
Ο αγώνας ήταν σκληρότατος και στρεφόταν κατά δύο, αυτή τη φορά, αντιπάλων, εξίσου δολίων, σκληρών και θηριωδών, των Βουλγάρων και των Τούρκων που συνεργάζονταν μεταξύ τους εναντίον του Ελληνισμού. Αλλά ήταν αγώνας επιβεβλημένος για να ξεπλύνει τη ντροπή της ήττας του 1897 και να συνεχίσει τον ανολοκλήρωτο αγώνα του 1821. Το οργανωτικό αυτό έργο επωμίστηκαν στη συνέχεια και οι υπόλοιποι αξιωματικοί που έφθασαν διαδοχικά στο Προξενείο μέχρι το τέλος του 1904 με διάφορα ψευδώνυμα.
Συνεχίζεται...
*Καϊμακάμης: Αναπληρωτής ή βοηθός προϊσταμένου διοικητικής ή στρατιωτικής υπηρεσίας. Ειδικότερα υποδιοικητής που διευθύνει έναν Καζά (επαρχία). Σαν στρατιωτικός βαθμός ισοδυναμεί με τον του αντισυνταγματάρχη.
Ο ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ, του Νικ. Δ. Νικολαΐδη, εκδ. ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ, 12/2001
Επειδή ο υποπλοίαρχος Κακουλίδης γνώριζε άριστα τη ρωσική γλώσσα, λόγω της εκπαίδευσής του για πέντε χρόνια στο ρωσικό πολεμικό ναυτικό και επειδή η ρωσική γλώσσα συγγενεύει με τη βουλγαρική, στάλθηκε αμέσως (Μάρτιος 1904) από τον Κορομηλά να περιοδεύσει πρώτα στις πόλεις και τα χωριά της Ανατολικής Ρωμυλίας (Στενήμαχο, Φιλιππούπολη κ.λπ.) και ύστερα του Βιλαετιού Αδριανούπολης που ήταν περιοχές από τις πλέον επηρεασμένες από τη βουλγαρική τρομοκρατία, να καταρτίσει καταλόγους των Ελλήνων πατριωτών και να επιλέξει τους μελλοντικούς συνεργάτες.
Την αποστολή του αυτή εξετέλεσε σαν αντιπρόσωπος των εργοστασίων υφασμάτων Ρετσίνα με το ψευδώνυμο "Κωνσταντίνος Σταυρόπουλος" και σαν ζωέμπορος "Χριστίδης", χωρίς βέβαια εμπειρία στις ιδιότητες των υφασμάτων που δειγμάτιζε και στην καταλληλότητα των αγοραζόμενων προς σφαγήν ζώων. Η απειρία του αυτή δυσχέραινε, παρά τη μαεστρία του, την αποστολή του με κίνδυνο να προδοθεί.
Οι τουρκικές αρχές έδιναν πάντα σε εμπόρους για συνοδούς έναν ή δύο χωροφύλακες, όσες φορές το ζητούσε το Προξενείο. Έτσι έδωσαν και στον Κακουλίδη δύο, έναν Χριστιανό κι έναν Τούρκο. Στο χωριό "Σαμάκοβο" (;) ήταν η έδρα μεραρχίας του τουρκικού στρατού. Η περιέργεια και η ακριτομύθια των Ελλήνων για την περιοδεία του έγιναν αιτία να τον καλέσει για εξέταση ο Τούρκος πασάς, στον οποίο παρουσιάστηκε αμέσως ντυμένος φτωχικά και με μεγάλο σεβασμό. Τον ρώτησε αμέσως με ειρωνεία τι δουλειά έχει εκεί. Τις εξηγήσεις του Κακουλίδη ακολούθησε μακρά σιωπή και σκεπτικισμός του πασά.
Ο Κακουλίδης, για να τον διαθέσει ευνοϊκά για τις εξηγήσεις που έδωσε, του είπε ότι μοιάζει του πατέρα του. Και πράγματι του έμοιαζε, μόνο που αυτός δεν είχε γενειάδα. Επειδή ο συνοδός του τουρκομαθής Έλληνας αρνιόταν να μεταφράσει την φράση του αυτή, ο πασάς τον ρώτησε: "Τί λέγει; Τί λέγει;" Έτσι ο συνοδός αναγκάστηκε να του πει κι ο πασάς χαμογέλασε.
Το χαμόγελό του αυτό έδωσε θάρρος στον Κακουλίδη να του πει ότι δεν πρέπει να έχει κανένα φόβο, αφού παίρνει μαζί του κατά τις περιοδείες του και χωροφ΄λακες και σε παρακλητικό τόνο πρόσθεσε ότι δε θα θελήσει να αδικήσει έναν φτωχό άνθρωπο και να τον εμποδίσει να βγάλει το ψωμί του. Ο πασάς πείσθηκε στα λεγόμενά του και επηρεασμένος και από την κακομοιριά του τον άφησε να φύγει δίνοντάς του και την άδεια να συνεχίσει την περιοδεία του, ταυτόχρονα όμως παρήγγειλε στις διοικητικές και αστυνομικές αρχές να προσέχουν γιατί "έρχεται ένας ύποπτος". Στο αμέσως επόμενο χωριό της περιοδείας του, χτύπησε αυθόρμητα την πόρτα του Καϊμακάμη* για να δηλώσει το σκοπό της περιοδείας του. "Ξέρω, ξέρω", τον διέκοψε ο Καϊμακάμης, "μπορείς να πηγαίνεις" του είπε και έκλεισε την πόρτα, τηλεγράφησε όμως κι αυτός ότι ο "ύποπτος πέρασε". Αργότερα έμαθε από τον χριστιανό χωροφύλακα ότι ο συνάδελφός του Τούρκος του έκανε πρόταση να τον δολοφονήσουν λέγοντάς του ότι "αυτός ο τσορμπατζής θα έχει λεφτά μαζί του".
Παρά τις όποιες δυσκολίες "οι παραγγελίες ήσαν ισχνές, μα η συγκομιδή πλουσία", διότι με το πρόσχημα του εμπορικού σκοπού της περιοδείας του δημιουργούσε γνωριμίες με διάφορους προύχοντες και εμπόρους, εμψύχωνε το πνεύμα πατριωτισμού των συνομιλητών του και συνέλεγε με συνωμοτικό τρόπο πληροφορίες. Με τον τρόπο αυτό περιόδευσε σε είκοσι πόλεις και κωμοπόλεις.
Κατά την επιστροφή του περί το τέλος Ιουνίου 1904, ερευνήθηκαν οι αποσκευές του από τους Τούρκους και βρέθηκε σ' αυτές ο χάρτης της περιοχής με συνέπεια να συλληφθεί και να κρατηθεί στο Αστυνομικό Τμήμα Αδριανούπολης. Με την παρέμβαση όμως του εκεί Έλληνα προξένου αφέθηκε ελεύθερος και του επιστράφηκε ο χάρτης. Με την επιστροφή του συνέταξε και υπέβαλε την έκθεσή του, με την οποία υποστήριξε την επιτακτική ανάγκη για ένοπλη δράση.
Την ίδια εποχή τοποθετείται ως βοηθός του Κορομηλά, με το ψευδώνυμο "Μιχάλης Αριστείδου" και φορώντας φέσι, παλιά μπαλωμένα ρούχα, ξεσχισμένο πουκάμισο χωρίς γραβάτα και ταλαιπωρημένα παπούτσια επιδίδεται, με διάφορα ψευδώνυμα κι επαγγέλματα, στην οργάνωση του αγώνα. Ενός αγώνα που απαιτούσε διαρκή εγρήγορση, αποφασιστικότητα, τόλμη, εφευρετικότητα και ανδρεία. Όλα αυτά για στρατολόγηση επιλεγμένων μαχητών από εντόπιους Έλληνες, συγκρότηση και στελέχωση ανταρτικών σωμάτων, εξασφάλιση οπλισμού, πυρομαχικών και αποθηκών τροφοδοσίας, εξεύρεση ασφαλών καταλυμάτων και οργάνωση δικτύου πληροφοριών και αλληλογραφίας.
Ο αγώνας ήταν σκληρότατος και στρεφόταν κατά δύο, αυτή τη φορά, αντιπάλων, εξίσου δολίων, σκληρών και θηριωδών, των Βουλγάρων και των Τούρκων που συνεργάζονταν μεταξύ τους εναντίον του Ελληνισμού. Αλλά ήταν αγώνας επιβεβλημένος για να ξεπλύνει τη ντροπή της ήττας του 1897 και να συνεχίσει τον ανολοκλήρωτο αγώνα του 1821. Το οργανωτικό αυτό έργο επωμίστηκαν στη συνέχεια και οι υπόλοιποι αξιωματικοί που έφθασαν διαδοχικά στο Προξενείο μέχρι το τέλος του 1904 με διάφορα ψευδώνυμα.
Συνεχίζεται...
*Καϊμακάμης: Αναπληρωτής ή βοηθός προϊσταμένου διοικητικής ή στρατιωτικής υπηρεσίας. Ειδικότερα υποδιοικητής που διευθύνει έναν Καζά (επαρχία). Σαν στρατιωτικός βαθμός ισοδυναμεί με τον του αντισυνταγματάρχη.
Ο ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ, του Νικ. Δ. Νικολαΐδη, εκδ. ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ, 12/2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου